Ως οικονομολόγος δεν έχω ίσως την απαιτούμενη εκπαίδευση για να κρίνω σωστά – γεγονός που όμως δεν σημαίνει πως δεν διαθέτω κοινή λογική, για να μπορώ να καταλάβω τι ακριβώς διαδραματίζεται. Δεν είμαι δε ούτε υπερπατριώτης, ούτε φίλος του πολέμου, όπως άλλωστε συμβαίνει με τη συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων, κατανοώντας τους κινδύνους τόσο για τα παιδιά μας, όσο και για το στρατό μας – κάτι που όμως δεν αλλάζει, όσο η γειτονική μας χώρα επιβουλεύεται την εθνική μας κυριαρχία, την ασφάλεια και την ελευθερία μας. Πόσο μάλλον όταν η οικονομία της οδηγείται στην απόλυτη καταστροφή, ενώ κυβερνάται από έναν αποτυχημένο δικτάτορα που προσπαθεί με τη γεωπολιτική του μεγαλομανία να αποπροσανατολίσει την κοινή γνώμη της χώρας του – έτσι ώστε να μην σκέφτονται οι Πολίτες τα προβλήματα επιβίωσης τους. Στα πλαίσια αυτά, δεν υπάρχει δυστυχώς τρόπος να αποφύγουμε το μοιραίο – ενώ η υποχωρητικότητα μας δεν βοηθάει καθόλου. Με δεδομένο δε το γερμανό-τουρκικό άξονα που υπήρχε και υπάρχει, όσες διαπραγματεύσεις ή συζητήσεις και αν μεσολαβήσουν, απλά θα καθυστερήσουν τον πόλεμο – ο οποίος είναι αναπόφευκτος, εάν δεν εθελοτυφλεί κανείς. Το γεγονός αυτό τεκμηριώθηκε με το χειρότερο δυνατό τρόπο από τη χείριστη διαχείριση των μνημονίων για να αποφευχθεί η χρεοκοπία που μετατράπηκε τελικά σε κυλιόμενη, σε διαρκή, με την υπογραφή του PSI από τους Εθνοκτόνους – από τους ίδιους στην ουσία που σήμερα τάσσονται υπέρ της πολιτικής του κατευνασμού με την Τουρκία. Ελπίζω λοιπόν το πάθημα να μας έγινε μάθημα, καθώς επίσης να επικρατήσει μία εθνική ομοψυχία – τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο.