Εκεί που αποτυγχάνουν τα κράτη, είναι αναγκαία η νηφάλια συλλογική αντίδραση της ανθρωπότητας – ο κόσμος σήμερα χρειάζεται όσο ποτέ ένα παγκόσμιο κίνημα ειρήνης.
«Indie verloren, rampspoed geboren» [Αν χαθούν οι Ινδίες, είμαστε κι εμείς χαμένοι]: Ολλανδικό ρητό που μνημονευόταν συχνά τη δεκαετία του ‘40
«Λέγεται ότι κάποιες φορές είναι δύσκολο να τραβήξεις μια γραμμή ανάμεσα στην επιθυμία για ασφάλεια και στην επιθυμία για επέκταση. Και, πράγματι, αυτό μερικές φορές είναι δύσκολο» (Βιάτσεσλαβ Μολότωφ, Μάιος 1946).
Ανάλυση
της Κατερίνας Μπερλή
Στις μέρες μας, η Γαλλία και η Γερμανία επικεφαλείς των χωρών του γερμανικού Βορρά προσπαθούν μέσω της Ε.Ε να ανακτήσουν σχετική ανεξαρτησία από τις ΗΠΑ (ειδικά η Γερμανία ισχυροποιούμενη εις βάρος του Νότου). Η Βρετανία, χάνοντας μια αυτοκρατορία βρήκε το ρόλο της ως πιστός ακόλουθος των ΗΠΑ και οι ίδιες οι ΗΠΑ σκέφτονται για την Ε.Ε και τη Ρωσία όπως το ολλανδικό ρητό, κυνηγούν τον κρυμμένο θησαυρό της Ρωσίας, σαν τους Τρεις πιστολέρος, κάτι που τελικά τους φέρνει αντιμέτωπους τον ένα με τον άλλο.
Η πραγματικότητα είναι ότι ζούμε σε ένα κόσμο γερμανικό, κατακτημένο στο μεγαλύτερο μέρος του από τα γερμανικά φύλα. Από τους αγγλοσάξωνες αποίκους που έφτιαξαν τις λευκές αποικίες τους στις ΗΠΑ, τον Καναδά, την Αυστραλία, τη Ν. Ζηλανδία και τη Ν. Αφρική, από τους βόρειους γερμανούς –Άγγλους & Σκωτσέζους, Γάλλους, Γερμανούς, Βέλγους, Ολλανδούς που έφτιαξαν αποικίες σε όλο τον κόσμο (ολόκληρη την υποήπειρο της Ινδίας, ολόκληρη την Ήπειρο της Αφρικής, την Άπω Ανατολή, την Μέση Ανατολή, τη Ν. Αμερική).
Παρά δε το γεγονός της αποαποικιοποίησης μετά τον 2ο ΠΠ όπου οι βόρειοι έχασαν την απόλυτη κυριαρχία στις πρώην αποικίες, οι οικονομικές δεσμεύσεις των χωρών αυτών με δάνεια- σύγχρονη σκλαβιά, η εφαρμογή μεθόδων διοίκησης, η προμήθεια αγροτικών προϊόντων και πρώτων υλών από αυτές, τις καθιστά ακόμα και σήμερα δορυφόρους και προτεκτοράτα της γερμανικής Δύσης που σήμερα κυριαρχείται από τις ΗΠΑ, είτε ως ουσιαστική επιρροή, είτε ως πλήρης έλεγχος. Το ίδιο δέσμιες έγιναν και άλλες χώρες, όπως η Ελλάδα και η Τουρκία για γεωπολιτικούς λόγους των δυτικών δυνάμεων στη Μεσόγειο (αφού τις έχασε η Βρετανία, πέρασαν στις ΗΠΑ).
Σήμερα, είθισται οι βαθιά καταχτημένες από τα γερμανικά φύλα -οικονομικά και πολιτισμικά – χώρες να ονοματίζονται Δύση, σε αντίθεση με όσες δεν έχουν ακόμα ή απόλυτα καταχτηθεί είτε δεν είχαν τα οικονομικά μέσα, είτε για στρατηγικούς λόγους δεν ήταν άμεση προτεραιότητα για τους καταχτητές, είτε συνάντησαν δυσκολίες στο να συγκλίνουν απόλυτα με το τεχνολογικό και πολιτισμικό αφομοιωτικό πρότυπο της Δύσης, κάτι που χρειάζεται αρκετό χρόνο, όπως στην περίπτωση των Αράβων.
Το κρίσιμο ερώτημα των ημερών είναι τι θα σήμαινε για την ανθρωπότητα και τη χώρα η προσπάθεια να γίνει ο κόσμος ακόμα πιο γερμανικός, τι θα σήμαινε η «άγρια Δύση» στη γειτονιά μας.
Οι ανταγωνισμοί μεταξύ των γερμανικών φύλων για την κυριαρχία ήταν και είναι συχνό φαινόμενο στην ιστορία-παραδοσιακοί εχθροί Άγγλοι- Γάλλοι /υπερ100ετής πόλεμος 1337-1453, Γάλλοι- Γερμανοί / 30ετής πόλεμος 1618-1648 και σήμερα η αναδυόμενη εχθρότητα ΗΠΑ- Ε.Ε που έχει τις ρίζες της στον 2ο ΠΠ (πάντα υπήρχε ανταγωνισμός μεταξύ των φύλων, ας θυμηθούμε τους 27ετείς Πελοποννησιακούς πολέμους Αθήνας- Σπάρτης).
Πέρα όμως από τις ενδοφυλετικές συγκρούσεις και επιμέρους συμφέροντα κυριαρχίας, όταν ο στόχος είναι αμυντικός, είτε επιθετικός τα φύλα συνασπίζονται μεταξύ τους με επί μέρους συμμαχίες είτε ως μπλοκ. Ανακαλούμε στη μνήμη από τα σχολικά βιβλία τη συμμαχία των ελληνικών πόλεων στους Ελληνο-Περσικούς πολέμους για την αναχαίτιση των Περσών. Πιο πρόσφατο παράδειγμα είναι ο μυστικός συνασπισμός των αποικιοκρατών Αγγλίας – Γαλλίας για την αναχαίτιση των ΗΠΑ από τον έλεγχο της Διώρυγας του Σουέζ και της Μέσης Ανατολής με τη μυστική συνθήκη της Σεβρ το 1956 με τη βοήθεια των Ισραηλινών (έκτοτε, όταν αποκαλύφθηκε η συνωμοσία, οι κυβερνήσεις της Βρετανίας και του Ισραήλ ευθυγραμμίστηκαν στρατηγικά απαρέγκλιτα με τις ΗΠΑ, με σημαντικές συνέπειες για τη Βρετανία και την Ευρώπη). Στις επιθετικές συμμαχίες αναφέρουμε πρόσφατα παραδείγματα όπως οι πόλεμοι κατά του Ιράκ, του Αφγανιστάν, κατά της Γιουγκοσλαβίας, Ουκρανίας με στόχο τη Ρωσία.
Η απώτερη προτεραιότητα του Χίτλερ στον πόλεμο ήταν να καταχτήσει τη Ρωσία, καθώς θα ισχυροποιούνταν από τους πόρους της υπόλοιπης Ευρώπης- γερμανικής ή μη και αφού πρώτα θα τις είχε τιμωρήσει ταπεινωτικά για την εξουθενωτική συμφωνία μετά τη λήξη του 1ου Π.Π. Γι’ αυτή την πρόθεση δεν είχαν πειστεί οι άγγλοι και όπως φαίνεται σήμερα επαναλαμβάνουν το δις εξαμαρτείν σε σχέση με τη Ρωσία.
Η αντίδραση του Τσώρτσιλ να αγνοήσει τις κρούσεις του Στάλιν το 1939 για σύμπτηξη δυνάμεων εν όψει του ναζιστικού κινδύνου, ήταν βαθιά λαθεμένη και το μοιραίο λάθος του, το πλήρωσε πανάκριβα η Ευρώπη στον πόλεμο. Ενδεχομένως, πίστευε ότι οι γερμανοί θα αποζητούσαν συμμαχία κατά της κομμουνιστικής Ρωσίας και δεν θα προσέβλεπαν σε επέκταση εντός της δύσης. Γι’ αυτό τα νεαρά 20άχρονα παιδιά του Κέμπριτζ που επιστρατεύτηκαν βιαστικά και με σύντομη εκπαίδευση έγιναν πιλότοι, διηγούνταν μετά τον πόλεμο ότι τον είχαν θεωρήσει παιχνίδι και όταν μαίνονταν οι αερομαχίες στη Μάγχη πάνω από το Μπράιτον, οι άγγλοι ανέμελοι έκαναν μπάνιο στην παραλία (φωτογραφικά αρχεία).
Το σίγουρο είναι ότι οι δυτικοί τότε φοβούνταν πως η σοβιετική εγγύηση για την ακεραιότητα των χωρών της περιοχής, θα άνοιγε τον δρόμο για τη σοβιετική επικυριαρχία στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη και αυτός ο φόβος είχε οδηγήσει τόσο τους Βρετανούς και τους Γάλλους, όσο και τις ενδιαφερόμενες χώρες (Φινλανδία, χώρες της Βαλτικής, Πολωνία, Τσεχοσλοβακία, Ρουμανία) στην εκτίμηση ότι ο σοβιετικός κίνδυνος θα ήταν ανώτερος του γερμανικού. Εκ των υστέρων, ο Τσώρτσιλ πίστευε ότι ο μεν πόλεμος ίσως να μην είχε αποφευχθεί, αλλά ο Χίτλερ θα δυσκολευόταν να διεξαγάγει διμέτωπο πόλεμο έχοντας απέναντί του μία συμπαγή συμμαχία των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων. Η απουσία συνεννόησης απέτρεψε την έγκαιρη περικύκλωση της Γερμανίας ενώ δεν απέτρεψε τελικά τη σοβιετική επικυριαρχία στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη μετά το 1944-45, ως λάφυρο πολέμου πλέον.
Μετά τον 2ο Π.Π όπου οι ΗΠΑ, με ηγετική ελίτ WASP (white aglosaxon protestant), ήταν οι νικητές στα ερείπια μιας κατεστραμμένης Ευρώπης βγαίνοντας ωφελημένοι και οικονομικά και στρατηγικά, κατάφεραν να καταχτήσουν τους ευρωπαίους ειρηνικά με το σχέδιο Μάρσαλ και να προωθήσουν την απαρχή της Ε.Ε, υπολογίζοντας ότι με τη γρήγορη οικονομική ανάκαμψη τους και τη συμμαχία τους, τη στρατιωτική βοήθεια τους και τους πόρους τους θα κατακτήσουν ως ανερχόμενη δύναμη και τον υπόλοιπο κόσμο, αρχής γενομένης από τη Ρωσία.
Η πολιτική αυτή κρίνεται εκ του αποτελέσματος επιτυχής και σήμερα μάλλον σε αυτό το σημείο βρίσκεται ο κόσμος. Όμως, η ισχυροποιημένη, κυρίως χάριν της Γερμανίας, Ε.Ε δεν είναι πρόθυμη (πλην της Βρετανίας και της Γαλλίας στη Συρία), να ακολουθήσει το σχεδιασμό των αμερικανών, γιατί βρίσκεται σε φάση εγκαθίδρυσης και χρειάζεται την ειρήνη.
Τεκμήριο για τις μεταπολεμικές πολιτικές των αμερικανών στην Ευρώπη αποτελούν τα κείμενα που έχουν δει το φως της δημοσιότητας.
Κατά τον μεγάλο διπλωμάτη Κένναν, που επηρέασε για μεγάλο διάστημα μετά τον πόλεμο την Αμερικανική εξωτερική πολιτική, οι Αμερικανοί έπρεπε να εκμεταλλευτούν άμεσα και στο έπακρο το πεδίο στο οποίο διέθεταν την υπεροχή έναντι της Μόσχας – την οικονομική βοήθεια, με τις συνακόλουθες πολιτικές και ψυχολογικές επιπτώσεις της:
Οι οικονομικές δυνατότητές μας κατά τη διάρκεια του πολέμου έχουν αυξηθεί και βρίσκονται σε επίπεδα που σε περίοδο ειρήνης δεν τα έχουμε επιτύχει ούτε εμείς ούτε κανένα άλλο έθνος. Οι Ρώσοι παραδοσιακά είναι έθνος υπανάπτυκτο. […] Είναι λοιπόν λογικό ότι η οικονομική βοήθεια θα πρέπει να είναι το κύριο όπλο μας στην αντιμετώπιση του κομμουνιστικού επεκτατισμού• είναι όμως απαραίτητο να χρησιμοποιηθεί με πρωταρχική έμφαση στο πολιτικό και ψυχολογικό, σε αντιδιαστολή με το αμιγώς οικονομικό, αποτέλεσμά του.
Τέλος, για τους Ρεπουμπλικάνους που ήλεγχαν το Κογκρέσο και ζητούσαν περικοπές δαπανών και μείωση της φορολογίας, ο Κένναν υπενθύμισε ότι η χορήγηση οικονομικής βοήθειας στη Δυτική Ευρώπη θα κόστιζε πολύ λιγότερο από την προάσπιση των ίδιων συμφερόντων δια του πολέμου. Τα οφέλη που θα αποκόμιζαν οι ΗΠΑ από το Σχέδιο Μάρσαλ είναι ως προς τη σημασία τους είναι για τούτη τη χώρα εφάμιλλα με τους στόχους μιας μείζονος πολεμικής προσπάθειας. Το κόστος, από την άλλη πλευρά, είναι κατά πολύ μικρότερο από εκείνο ακόμη και μιας σχετικώς ήσσονος πολεμικής προσπάθειας[.] Προτάθηκε σχέδιο Μάρσαλ και στους σοβιετικούς, το οποίο απέρριψαν.
Έτσι, η βοήθεια Μάρσαλ δόθηκε στη δυτική Ευρώπη και δρομολογήθηκε η δημιουργία της Ε.Ε. «μια ομόσπονδη Ευρώπη στην οποία θα έχουν απορροφηθεί τα τμήματα της Γερμανίας αλλά στην οποία η επιρροή των άλλων χωρών θα επαρκεί ώστε να συγκρατεί τη Γερμανία στη θέση της» όπως επιθυμούσε ο Τσώρτσιλ: η Γερμανία να είναι ευτραφής, αλλά ανίκανη (fat but impotent).
Ο Κένναν, τον Ιανουάριο του 1948, σχολιάζοντας την πρόταση του Βρετανού υπουργού Εξωτερικών Έρνεστ Μπέβιν για μια ένωση των δυτικοευρωπαϊκών κρατών υπό την αιγίδα της Βρετανίας και της Γαλλίας, εισηγήθηκε στον Τζωρτζ Μάρσαλ να την υποδεχθεί θετικά: «μόνο μια τέτοια ένωση δημιουργεί ελπίδα για την αποκατάσταση της ισορροπίας ισχύος στην Ευρώπη χωρίς να επιτρέπει στη Γερμανία να καταστεί και πάλι η κυρίαρχη δύναμη» εν τούτοις, διαφωνούσε με τη στρατιωτική διάσταση της προτεινόμενης ένωσης, ιδίως εάν αυτή επρόκειτο να είναι η αφετηρία του εγχειρήματος: «Η στρατιωτική ένωση δεν πρέπει να είναι η αφετηρία. Πρέπει να απορρεύσει από την πολιτική, οικονομική και πνευματική ένωση – και όχι το αντίθετο». Για τον Κένναν, η βρετανική πρόταση προσπαθούσε απλώς να υποκρύψει άλλο ένα «πλαίσιο» για στρατιωτικές συμμαχίες. Κατά τη γνώμη μου, αυτό θα ήταν αρνητικό και θα είχε μικρή αξία. Εάν πρόκειται να υπάρξει «ένωση», πρέπει να εδράζεται στην πραγματικότητα οικονομικών και τεχνικών και διοικητικών ρυθμίσεων• και πρέπει να υπάρξει μια πραγματική ομοσπονδιακή αρχή.
Η κατά τον Κένναν δυσκολία, ήταν ότι «δεν μπορούμε να βασιζόμαστε στον γερμανικό λαό να επιδείξει αυτοβούλως οποιαδήποτε αυτοσυγκράτηση, να νιώσει οιαδήποτε επαρκή αίσθηση ευθύνης έναντι των άλλων ευρωπαϊκών εθνών, ή να ενδιαφερθούν οι ίδιοι [οι Γερμανοί] για τη διατήρηση των δυτικών αξιών στη δική τους χώρα και αλλού στην Ευρώπη.
Αυτό που χρειάζονται οι Γερμανοί δεν είναι να οδηγηθούν σε έναν βίαιο εγκλεισμό στον εαυτό τους, πράγμα που μόνον αυξάνει την εκ γενετής έλλειψη ρεαλισμού, την αυτολύπηση και τον προκλητικό εθνικισμό που τους διακρίνει, αλλά να οδηγηθούν έξω από τον συλλογικό εγωκεντρισμό τους και να ενθαρρυνθούν να δουν τα πράγματα από μια ευρύτερη οπτική, να αποκτήσουν συμφέροντα και αλλού στην Ευρώπη και στον κόσμο, και να μάθουν να θεωρούν εαυτούς πολίτες του κόσμου και όχι μόνον Γερμανούς».
Έπρεπε, συνεπώς, να βρεθούν μηχανισμοί «αυτόματων εγγυήσεων» έναντι μελλοντικής εκμετάλλευσης από τη Γερμανία της υπεροχής της σε πληθυσμό και σε στρατιωτική και βιομηχανική ισχύ.
Δεν πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός ότι ο εθνικισμός των γερμανών εδράζονταν στην εθνική υπερηφάνεια καθώς πριν τον πόλεμο η Γερμανία ήταν η πιο ισχυρή επιστημονικά και τεχνολογικά βιομηχανική χώρα του γερμανικού κόσμου της Ευρώπης, συγκρίσιμη μόνο με τις ΗΠΑ, καθώς οι δύο χώρες πρωτοστάτησαν στην 2η βιομηχανική επανάσταση.
Ο γνωστός Φορντ της αυτοκινητοβιομηχανίας θαύμαζε τον Χίτλερ και ο Χίτλερ θαύμαζε τον αντισημίτη Φόρντ γι’ αυτό έφτιαξε το «σκαραβαίο» εμπνευσμένος από το Ford Model T. Ο πατέρας της ατομικής βόμβας, αμερικανός γερμανικής καταγωγής Ρόμπερτ Οπενχάιμερ, είχε μαθητεύσει στην κβαντική φυσική στο μεγάλο εβραιογερμανό φυσικό και μαθηματικό Max Born στη πόλη Γκέτινγκεν της Γερμανίας, σημαντικό κέντρο έρευνας της εποχής. Η κβαντομηχανική είναι καθαρά γερμανικό επίτευγμα και η εκμετάλλευση του για στρατιωτικούς σκοπούς είχε ως αποτέλεσμα την ατομική βόμβα.
Παρά τον αποτυχημένο διακανονισμό του 1919 οι γερμανοί κατάφεραν σύντομα να υπερισχύσουν επιστημονικά (χημεία, μαθηματικά, φυσική) και τεχνολογικά (βιοτεχνολογία, πληροφορική, αεροναυπηγική) των υπόλοιπων γερμανικών φύλων – εθνικών κρατών της Αγγλίας, Γαλλίας και να ξεκινήσουν ένα δεύτερο επεκτατικό πόλεμο.
Παρενθετικά, οφείλουμε να αναφέρουμε ότι οι πόλεμοι, όπως και η ανάπτυξη, κρίνονται στα εργαστήρια. Αν η τύχη και οι μυστικές υπηρεσίες των Βρετανών δεν είχαν ευνοήσει τους Αμερικανούς, αφενός να ανακαλύψουν πρώτοι παρά τρίχα την ατομική βόμβα- πρώτη δοκιμή Ιούλιο του 1945 και χρήση Αύγουστο του 1945, ενώ παράλληλα στα γερμανικά εργαστήρια δούλευαν πυρετωδώς πολύ σημαντικοί Γερμανοί επιστήμονες (από το 1939 η ομάδα του Uranium Club/ Uranverein, ανάμεσά τους ο κορυφαίος Heisenberg) και αφετέρου να συλλάβουν την ομάδα τον Μάιο του 1945 με τις επιχειρήσεις Alsos και Epsilon (μετέφεραν στην Αγγλία 10 επιστήμονες συμπεριλαμβανομένου του Heisenberg ), ο κόσμος μας σήμερα θα ήταν αλλιώς, πάλι βέβαια γερμανικός.
Οι Αμερικανοί μετά τον πόλεμο μετέφεραν ολόκληρη την ομάδα του Βέρνερ φον Μπράουν που διεύθυνε το γερμανικό πυραυλικό πρόγραμμα στις ΗΠΑ και καθώς η ομάδα αυτή ήταν κορυφαία στους βαλλιστικούς πυραύλους, έτσι φτιάχτηκε η NASA το 1958 και οι ΗΠΑ μπήκαν στην κούρσα του διαστήματος. Σήμερα θεωρείται ως ο πατέρας του διαστημικού προγράμματος των ΗΠΑ.
Σκοτεινή παραμένει η πιθανή εκμετάλλευση των βιοτεχνολογικών πορισμάτων του αποτρόπαιου Μέγκελε μέχρι την κλωνοποίηση- είναι γνωστό ότι οι ερευνητές παθιάζονται από το καθήκον και τα ευρήματα τους, η επιστήμη γίνεται αυτοσκοπός και η ηθική αποκτά δευτερεύουσα ή καμία σημασία- ο Οπενχάιμερ έδωσε συγκατάθεση για τη χρήση της ατομικής βόμβας και ποτέ δεν μετανόησε μολονότι σε μια κρίση συνείδησης, κατά τη βράβευση του από τον Πρόεδρο Τρούμαν είπε «κύριε Πρόεδρε έχω αίμα στα χέρια μου».
Ο στόχος λοιπόν των Αμερικανών μετά τον πόλεμο ήταν αφενός να επικυριαρχήσουν οικονομικά και ολοκληρωτικά της Ευρώπης για να χρησιμοποιήσουν τους πόρους της, μετά την αναστήλωση της- να υποτάξουν την ηττημένη Ιαπωνία για τους ίδιους λόγους, ώστε να επεκταθούν σε άλλες περιοχές του πλανήτη, δηλαδή την εξουθενωμένη από το βάρος του πολέμου Ρωσία (τότε ΕΣΣΔ), όπως ήθελε και ο Χίτλερ και την Κίνα. Μια ματιά στο χάρτη αρκεί για να καταλάβει κανείς τους λόγους επεκτατισμού σε αυτές τις κολοσσιαίες και πλούσιες χώρες. Κι όπως λέει η παροιμία, το σίδερο στη βράση κολλάει.
Έτσι, πριν ακόμα κλείσουν οι πληγές του πολέμου, 5 μόλις χρόνια μετά την ήττα του Χίτλερ, το Σεπτέμβριο του 1950, ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Ντην Άτσεσον άρχισε τις συζητήσεις με τη Βρετανία και τη Γαλλία για τον επανεξοπλισμό της Γερμανίας (ο Στάλιν αρχικά ήθελε ουδέτερη, ενωμένη και αφοπλισμένη τη Γερμανία, όπως και οι Γερμανοί). Ο επανεξοπλισμός συνδέονταν με τις εξελίξεις στην Κορέα, όπου κλιμακώνονταν ο πόλεμος (θα αναφερθούμε παρακάτω). Για να εγκρίνει το Κογκρέσο στρατιωτική βοήθεια έπρεπε οι σύμμαχοι της Αμερικής, στους οποίους συμπεριλαμβάνονταν οι Γερμανοί από το 1948, να συνεισφέρουν και αυτοί στην άμυνα της Ευρώπης.
Ο επανεξοπλισμός της Γερμανίας ολοκληρώθηκε με την ένταξη της Δυτικής Γερμανίας στο ΝΑΤΟ το 1956 υπό την μεγάλη πίεση των Αμερικανών, καθώς όλες οι δυνάμεις ήταν απρόθυμες και αντιστάθηκαν, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας. Η δημιουργία της Βundeswehr δεν προκάλεσε γενικό ενθουσιασμό και ο καγκελάριος Αντενάουερ ομολόγησε ότι συμφώνησε υπό την «διεθνή» πίεση. Ο μοναδικός ρητός περιορισμός που τέθηκε ήταν η απόλυτη απαγόρευση γερμανικού προγράμματος πυρηνικών όπλων δια παντός. Από το 1953 το ΝΑΤΟ απέκτησε πυρηνικά όπλα μάχης και άρχισε να τα εγκαθιστά στη Δυτική Γερμανία.
Τα δύο στρατόπεδα είχαν διαφορετική στρατηγική και διαφορετικά οπλικά συστήματα.
Βασικές προτεραιότητες της στρατηγικής των σοβιετικών-σλάβων, υπήρξαν η διατήρηση της εδαφικής ακεραιότητας και της συνοχής της ΕΣΣΔ, δηλαδή η επιβίωση και η ασφάλεια, η εδαφική επέκταση και η ενίσχυση της σοβιετικής επιρροής σε διάφορες γεωγραφικές περιφέρειες, η αύξηση των υλικών συντελεστών ισχύος της ΕΣΣΔ, η αποφυγή περικύκλωσης από έναν καπιταλιστικό συνασπισμό, η μεταφορά βαρών, η κατατριβή πραγματικών ή δυνητικών ανταγωνιστών της ΕΣΣΔ (καπιταλιστών και μη) και η ανάσχεση της γερμανικής ισχύος.
Προς επίρρωση του ισχυρισμού ότι η σοβιετική στρατηγική δεν ήταν επιθετική αναφέρουμε ότι ο αμερικανός διπλωμάτης Κένναν το 1946 απέστειλε από τη Μόσχα το «μακρύ τηλεγράφημα» προς το αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών, στο οποίο διατύπωνε ρητώς τη θέση ότι η Σοβιετική Ένωση αντιπροσώπευε για τις ΗΠΑ μια μεγάλη ιδεολογική και πολιτική πρόκληση αλλά όχι στρατιωτική απειλή.
Υποστήριζε ότι η ΕΣΣΔ δεν αποτελούσε θανάσιμο κίνδυνο για το δυτικό κόσμο καθώς, για να ανταποκριθεί στα νέα διεθνή δεδομένα, είχε ήδη υπερεκτείνει (overextend) τις δυνάμεις της σε τέτοιο βαθμό ώστε βρισκόταν σε εσωτερική κρίση. Μάλιστα, κατά τον Κένναν, οι στόχοι των Σοβιετικών στην ευρωπαϊκή ήπειρο ήταν αμιγώς πολιτικοί και όχι στρατιωτικοί. Δεν ενδιαφέρονταν, δηλαδή, για τη στρατιωτική κατάκτηση της Ευρώπης αλλά για την εγκαθίδρυση μιας περιοχής έμμεσου ελέγχου που θα τους έδινε ισχύ, αλλά όχι ευθύνες.
Στο ίδιο συμπέρασμα είχε καταλήξει το 1946 και ο Φρανκ Κ. Ρόμπερτς, επιτετραμμένος στη βρετανική πρεσβεία της Μόσχας «Δεν ορμούν σε τοίχους, ακόμη και όταν διαθέτουν την απαιτούμενη δύναμη για να τους γκρεμίσουν, αλλά προτιμούν να περιμένουν και να βρουν κάποιον τρόπο είτε να τον παρακάμψουν είτε να περάσουν πάνω από τον τοίχο».
Σύμφωνα δε, με νεότερες έρευνες στα σοβιετικά αρχεία, ο Στάλιν είχε πλήρη συνείδηση της αδυναμίας της χώρας του μετά τον πόλεμο και της ισχύος των ΗΠΑ, που διέθεταν το ατομικό μονοπώλιο. Η χώρα είχε υποστεί τρομακτικές απώλειες σε ανθρώπινο δυναμικό (τα θύματα υπολογίζονται σε είκοσι εκατομμύρια) ενώ οι παραγωγικές της δομές είχαν σχεδόν ολοκληρωτικά καταστραφεί. Η επιχείρηση Μπαρμπαρόσα, από τους πιο φρικτούς πολέμους κατάκτησης, υποδούλωσης και εξολόθρευσης στην ανθρώπινη ιστορία, άφησε τη χώρα σε ερείπια. Το 1946 ο Στάλιν διακήρυξε ότι θα χρειάζονταν τουλάχιστον έξι χρόνια για την αποκατάσταση των ζημιών και την ανοικοδόμηση των κατεστραμμένων περιοχών της. Γι’ αυτό, η στάση του απέναντι στη Δύση δεν μπορούσε παρά να είναι ενδοτική και συναινετική.
Επιθυμούσε τη συνέχιση της συνεργασίας με τις ΗΠΑ και την κοινή διαμόρφωση της δομής του μεταπολεμικού κόσμου από τις Μεγάλες Δυνάμεις, όπως είχε συμβεί μετά τους ναπολεόντειους πολέμους. Η συνεργασία αυτή θα βασιζόταν στη de facto αναγνώριση της νέας ισορροπίας ισχύος, που είχε προκύψει μετά τον πόλεμο. Ο Στάλιν θεωρούσε ότι η Σοβιετική Ένωση είχε κάθε δικαίωμα να έχει λόγο για τα μείζονα διεθνή προβλήματα και κυρίως να έχει τον έλεγχο εδαφών, για την απελευθέρωση των οποίων ο Ερυθρός Στρατός είχε χύσει πολύ αίμα.
Δεν είχε ούτε τη θέληση ούτε τη δυνατότητα να επιτεθεί στη δυτική Ευρώπη. Άλλωστε δεν θα είχε απαιτήσει από τους Συμμάχους να αποβιβαστούν στην Ευρώπη, ώστε να σχηματιστεί ένα δεύτερο μέτωπο, αν σκόπευε να τους διώξει. Ούτε θα αποστράτευε περίπου 10 εκατομμύρια Σοβιετικούς στρατιώτες σε τρία χρόνια (1945-48). Επίσης η πολιτική της ανασυγκρότησης στο εσωτερικό δεν απέβλεπε μόνο στην οικονομική ανάπτυξη αλλά και στην ισχυροποίηση της χώρας στους τομείς της βιομηχανίας, της τεχνολογίας και της επιστήμης, ώστε να καταστεί ικανή να ανταγωνιστεί αποτελεσματικά και σε παγκόσμια κλίμακα τη Δύση, στόχος που τελικά απέτυχε παταγωδώς.
Μετά από λίγο, ο Κένναν διατύπωσε την πρόγνωση που θα είχε θέση σε οποιοδήποτε εγχειρίδιο Ρεαλιστικής σκέψης: «…η προσοχή μας θα πρέπει να συγκεντρωθεί στους άμεσους εθνικούς μας στόχους. Δεν χρειάζεται να τρέφουμε σήμερα αυταπάτες ότι μπορούμε να αντέξουμε την πολυτέλεια του αλτρουισμού και της παγκόσμιας ευεργεσίας» και «δεν είναι μακριά η μέρα που θα πρέπει να ενεργήσουμε με βάση καθαρούς όρους ισχύος. Όσο λιγότερο τότε εμποδιζόμαστε από ιδεαλιστικά συνθήματα, τόσο το καλύτερο».
Η αμερικανική στρατιωτική ηγεσία και ένα σημαντικό μέρος της αμερικανικής γραφειοκρατίας από το Κογκρέσσο , προέβαλλε όχι μόνο τις αποτρεπτικές, όπως επιθυμούσε ο Κένναν, αλλά και τις επιθετικές δυνατότητες που έδιναν τα πυρηνικά όπλα στις ΗΠΑ. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, η στρατιωτική ισχύς που θα αποκτούσαν οι ΗΠΑ, η μεγαλύτερη στην ιστορία της ανθρωπότητας, ξεπερνούσε σε σπουδαιότητα οποιεσδήποτε πολιτικές, κοινωνικές, οικονομικής, πολιτισμικές και οικονομικές ενστάσεις και διαφωνίες.
Όπως ευφυώς παρατηρούσε το 1953 η Τζάνετ Φλάνερ, ανταποκρίτρια του περιοδικού The New Yorker στο Παρίσι, σχετικά με τις τότε συζητήσεις εναλλακτικών προτάσεων που αφορούσαν τον επανεξοπλισμό της Γερμανίας (δημιουργία Ευρωπαϊκής Αμυντικής Κοινότητας) «για τους Γάλλους συνολικά το πρόβλημα της ΕΑΚ είναι η Γερμανία και όχι η Ρωσία όπως είναι για τους Αμερικανούς».
Κατά την άποψη μεγάλης μερίδας ιστορικών του κόσμου, ενώ οι Σοβιετικοί ακολούθησαν μετά τον πόλεμο αμυντική εξωτερική πολιτική αποβλέποντας στην κατοχύρωση της εθνικής τους ασφάλειας, οι Αμερικανοί επιδίωξαν την επέκταση της οικονομικής τους ισχύος στην υφήλιο και τη δημιουργία φιλικών προς αυτούς καθεστώτων, που θα εξυπηρετούσαν τα γεωπολιτικά τους συμφέροντα.
Όσον αφορά στα οπλικά συστήματα, το 1952 έγινε η πρώτη επιτυχής δοκιμή θερμοπυρηνικής βόμβας υδρογόνου από τις ΗΠΑ, η πρώτη αντίστοιχη δοκιμή των σοβιετικών έγινε δέκα μήνες μετά, το 1953 και από τη Γαλλία το 1968 (μέχρι σήμερα δεν έχει χρησιμοποιηθεί). Για τη ρίψη των πυρηνικών κεφαλών η αεροπορία των ΗΠΑ εστίαζε στο στόλο βομβαρδιστικών/ αερομεταφερόμενα πυρηνικά, ενώ οι σοβιετικοί εστίαζαν στην ανάπτυξη των μέσων εκτόξευσης τους πέραν των ωκεανών/ διηπειρωτικός βαλλιστικός πύραυλος και εκτόξευση του Σπούτνικ, το 1957.
Από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 οι ΗΠΑ πίεζαν για ευρωπαϊκή πυρηνική αποτρεπτική δύναμη υπό συλλογική διοίκηση, η οποία δεν πραγματοποιήθηκε από την καχυποψία των άγγλων και γάλλων σχετικά με την πρόσβαση σε αυτά της Γερμανίας. Αφετέρου, η Βρετανία χωρίς αμερικανικά δολάρια θα ήταν αδύνατο να κρατήσει τα προπολεμικά της εδάφη, τις βάσεις και τα εδαφικά δικαιώματα που είχε σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Έτσι, οι Βρετανοί που χρειάζονταν τους Αμερικανούς για τη στήριξη της στερλίνας και δάνειο (πήραν από το ΔΝΤ το 1956 δάνειο 561,47 εκ δολάρια και δέσμευση για άλλα 738 εκ. σε περίπτωση ανάγκης) δεν είχαν καμιά αντίρρηση να σταθμεύουν σε βρετανικό έδαφος βομβαρδιστικά των ΗΠΑ ικανά να φέρουν πυρηνικά- η πυροδότηση τους αναφερόταν θολά ότι θα ήταν θέμα συναπόφασης.
Από την εποχή της λήξης του πολέμου, στη διάρκεια του ψυχρού πολέμου μέχρι τις μέρες μας, η άλωση της Ρωσίας φαίνεται ότι ήταν κύρια επιδίωξη της αμερικανικής υψηλής στρατηγικής.
Το 1950, κλιμακώθηκε ο πόλεμος στην Κορέα. Η νίκη των Κινέζων κομμουνιστών το 1949 που είχε προηγηθεί χαιρετίστηκε από τους σοβιετικούς, αλλά οι προστριβές μεταξύ Πεκίνου και Μόσχας εκδηλώθηκαν σχεδόν αμέσως για την κατανομή ισχύος και εδαφικές διαμάχες . Η αρχή του πολέμου στην Κορέα ξεκινά από την ήττα της Ιαπωνίας το 1945, όταν άρχισε να διαμελίζεται η πρώην αυτοκρατορία στους νικητές και οι σοβιετικοί θέλησαν να ελαχιστοποιήσουν τον κίνδυνο, ως προγεφύρωμα ασφάλειας ή όχι, μιας και τα εδάφη τους εκτείνονταν ως εκεί.
Μια άλλη κρίσιμη παράμετρος για την κατανόηση της σοβιετικής στρατηγικής ήταν οι σχέσεις της ΕΣΣΔ με την Κίνα, αλλά και την Ιαπωνία. Οι σχέσεις της Σοβιετικής Ένωσης με την Κίνα έφτασαν πριν τον πόλεμο, στο σημείο των ένοπλων συγκρούσεων στη Μαντζουρία το 1929, ενώ με την κατάληψη της Μαντζουρίας το 1931 από τους Ιάπωνες εμφανίστηκε μια καινούρια και πιο επικίνδυνη απειλή για τους Σοβιετικούς, αυτή του ιαπωνικού επεκτατισμού. Ακριβώς στη λήξη του πολέμου, μια μέρα μετά το Ναγκασάκι ,οι Σοβιετικοί, με τη σύμφωνη γνώμη της Κίνας, απελευθέρωσαν και έθεσαν στη σφαίρα επιρροής τους τη Β. Κορέα από την Ιαπωνία που την κατείχε δια της βίας από το 1910, – οι ΗΠΑ αποσύρθηκαν στο Νότιο τμήμα για να εδραιώσουν τη θέση τους στην περιοχή, αλλά το 1950 στο πλαίσιο του ψυχρού πολέμου Σοβιετικοί και Κινέζοι ασκούσαν μεγάλη πίεση στη Ν. Κορέα και κινδύνεψε η αμερικανική παρουσία στην περιοχή- η Κορεατική χερσόνησος παλαιότερα αποτελούσε τμήμα της Κίνας (πιθανόν από το 108 π.Χ δυναστεία των Χαν έως τη λήξη της δυναστείας των Qing, με διαστήματα άλλων κατακτητών).
Σήμερα, η κατανομή ισχύος στον κόσμο έχει αλλάξει ριζικά, ο ένας εκ των δύο ισχυρών πόλων που επιδίωκαν να ασκήσουν ηγεμονία δεν είναι τόσο ισχυρός όσο άλλοτε, η Κίνα είναι ανερχόμενος πόλος , οικονομικά και στρατιωτικά, η Ευρώπη έχει μείνει πίσω στην ανάπτυξη των έξυπνων- δολοφονικών όπλων- ρομπότ και επιβεβαιώνεται ότι οι επιδιωκόμενοι εθνικοί στόχοι κάθε κράτους είναι σε συνάρτηση με την παγκόσμια κατανομή ισχύος.
Οι πιο ισχυρές τεχνολογικά χώρες στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης, που αποτελεί το μέλλον στα αυτόνομα θανατηφόρα όπλα (LAWS), φονικές μηχανές ρομπότ, όπου οι άνθρωποι δεν θα έχουν την τελευταία λέξη, είναι οι ΗΠΑ και η Κίνα.
Δυόμιση δεκαετίες από την πτώση του σοβιετικού καθεστώτος και τη διάλυση του ανατολικού μπλοκ, είναι εμφανής η μετατόπιση της ισορροπίας δυνάμεων. Δεν θα σταθούμε στις διεργασίες της διάλυσης, γεγονός είναι ωστόσο ότι είχαν ξεκινήσει δεκαετίες πιο πριν εκ των έσω, καθώς αυτή η αχανής αυτοκρατορία έμεινε πίσω στην ανάπτυξη (πιθανά γιατί παραδοσιακά ήταν υπανάπτυκτη, είτε γιατί δεν μπόρεσε να ανακάμψει από το βάρος του πολέμου ώστε να υποστηρίξει οικονομικά τα εδάφη της, είτε γιατί έβαλε στρατιωτικούς στόχους προτεραιότητας την άμυνα, είτε γιατί το πολιτικό σύστημα δεν βοήθησε την οικονομική ανάπτυξη, είτε για άλλους λόγους).
Η ΕΣΣΔ, που πριν τη διάλυση της κατείχε εδαφικά το ένα έκτο του πλανήτη, έχασε όχι μόνο τους πρώην στενούς συμμάχους της στην Ευρώπη, αλλά και μεγάλο μέρος των εδαφών της, αφού τεράστιες σε μέγεθος περιοχές της ανεξαρτητοποιήθηκαν με την οικονομική βοήθεια της Δύσης. Έχασε, στη Βαλτική: Λιθουανία, Εσθονία, Λετονία, στην περιοχή των στεπών: Καζαχστάν, Αζερμπαϊτζάν, Ουζμπεκιστάν, Αρμενία, Τουρκμενιστάν, Κιρζιχιστάν και τέλος τη Γεωργία, Λευκορωσία, Μολδαβία και Ουκρανία. Στα εδάφη αυτά σήμερα, περισσότερο ή λιγότερο ασκείται κάποια δυτική επιρροή.
Η διπλωματική ελίτ στη Βρετανία ακόμα αναμένει ότι η χώρα θα συνεχίζει να παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στις παγκόσμιες υποθέσεις, ανεξαρτητοποιείται με το BREXIT από την υπόλοιπη γερμανική Ευρώπη και προσκολλάται στις ΗΠΑ, αντιμετώπιζε και αντιμετωπίζει τη Μόσχα ως τη μεγαλύτερη απειλή για τα συμφέροντα της αυτοκρατορίας.
Οι Αμερικανοί επιχείρησαν να προσαρμόσουν τον ηθικό και οικονομικό οικουμενισμό τους στους υλικούς και πρακτικούς περιορισμούς που έθεταν τα κενά εξουσίας και οι μετατοπίσεις της διεθνούς και εσωτερικής ισχύος αμέσως μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο καιρός που ο Κένναν διατεινόταν πως σε περίπτωση πολεμικής σύρραξης οι ΗΠΑ δεν θα έπρεπε σε καμία περίπτωση να κάνουν πρώτες εκείνες χρήση πυρηνικών όπλων, δηλαδή απέκλειε, τη στρατηγική του πρώτου πλήγματος, έχει παρέλθει από το 1950.
Το 1954 ο Ντάλες είπε στη σύνοδο του Συμβουλίου του ΝΑΤΟ «…με λίγα λόγια τώρα πρέπει να αντιμετωπίζουμε τα πυρηνικά όπλα σαν να έχουν γίνει στην πραγματικότητα συμβατικά». Έτσι, οι βόμβες απεμπλουτισμένου ουρανίου του ΝΑΤΟ χρησιμοποιήθηκαν στον πόλεμο του Κόλπου (1990-1991), στα βαλκάνια κατά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας (1994-1999) και πιθανά στη Λιβύη (2011-ΠΗΓΗ: DEPLETED URANIUM).
Παραλείποντας άλλους περιφερειακούς πολέμους και ωμές επεμβάσεις όπως η απόβαση στη Γρανάδα, διαπιστώνουμε ότι ο αμερικανικός ηθικός οικουμενισμός απεκδύθηκε τις αξίες του και χωρίς ενδοιασμούς η Κοντολίζα Ράις , πρώην σύμβουλος εθνικής ασφάλειας του προέδρου Μπους, δήλωσε κυνικά στο Ινστιτούτο Brookings για την εισβολή ΗΠΑ και Βρετανίας το 2003 στο Ιράκ «Πήγαμε στο Ιράκ για να ρίξουμε τον Σαντάμ Χουσεΐν. Δεν πήγαμε στο Ιράκ για να φέρουμε τη Δημοκρατία», για να επισημάνει λίγο αργότερα ότι η εισβολή σχετίζονταν με ζητήματα «ασφαλείας».
Στο μεταξύ η ΕΕ ισχυροποιήθηκε, με την ατμομηχανή πάλι της Γερμανίας, αλλά για να έχουμε μια συγκρίσιμη τάξη μεγέθους, σύμφωνα με τον αναλυτή και ερευνητή Kilian Vieth «η Γερμανία και η εταιρεία Facebook, βρίσκονται περίπου στο ίδιο επίπεδο ισχύος». !! “Πρέπει να έχεις μεγάλη πολιτική δύναμη πίσω σου για να διαπραγματευτείς με τη Facebook», σύμφωνα με τον αναλυτή, γεγονός κραυγαλέο για την απόλυτη ηγεμονία των ΗΠΑ στη δύση (πηγή).
Εξάλλου, προκειμένου να χρησιμοποιήσει τους πόρους της Ε.Ε, ο Τράμπ το 2017 ζητάει αύξηση των στρατιωτικών δαπανών της Ε.Ε στο ΝΑΤΟ (γι’ αυτό αναμένουμε πιο σκληρά οικονομικά μέτρα στη χώρα μας) και η Ε.Ε αντιδρά, καθώς με διπλωματική γλώσσα αναγνωρίζει ότι η άμυνα της δεν κινδυνεύει από τη Ρωσία.
«Ήταν ένα αμερικανικό μήνυμα για πολλά, πολλά χρόνια. Είμαι εναντίον στο να πιεζόμαστε για αυτό», δήλωσε ο Γιούνκερ σε ομιλία του στο περιθώριο της διεθνούς διάσκεψης Ασφαλείας του Μονάχου. Η «σύγχρονη πολιτική σταθερότητας», αποτελείται από διάφορα στοιχεία. «Αν κοιτάξετε τι κάνει η Ευρώπη για την άμυνα, καθώς και για την αναπτυξιακή βοήθεια, καθώς και την ανθρωπιστική βοήθεια, η σύγκριση με τις Ηνωμένες Πολιτείες φαίνεται μάλλον διαφορετική. Μια σύγχρονη αμυντική πολιτική δεν μπορεί να στηρίζεται μόνο στην αύξηση των αμυντικών δαπανών». «Οι Ευρωπαίοι πρέπει να εναρμονίσουν πιο αποτελεσματικά τις αμυντικές τους δαπάνες». Ουσιαστικά, αναγνωρίζει ότι οι ευρωπαίοι δεν αντιμετωπίζουν θέμα ασφάλειας από τη Ρωσία και έμμεσα ότι δεν θέλουν να εμπλακούν σε επεκτατικούς πολέμους γιατί θέλουν σταθερότητα στην ήπειρό τους (πηγή).
Προχθές -στις 13 Απριλίου 2018- οι ΗΠΑ, Βρετανία και Γαλλία εξαπέλυσαν αεροπορική επιδρομή στη Συρία – οι δυο τελευταίες με επιπρόσθετο κίνητρο ότι θέλουν να διατηρήσουν συμφέροντα στη Μ. Ανατολή από το πρόσφατο αποικιοκρατικό τους παρελθόν.
«Θα ξαναχτυπήσουμε τη Συρία, αν ο Άσαντ είναι αρκετά ανόητος να δοκιμάσει τη βούλησή μας», δηλώνει η Αμερικανίδα Πρεσβευτής στον ΟΗΕ Νίκι Χέιλι στην έκτακτη συνεδρίαση του Σ.Α του ΟΗΕ, η οποία διεξήχθη μετά από αίτημα της Ρωσίας για να καταδικάσει τα αεροπορικά πλήγματα – αίτημα το οποίο απορρίφθηκε. Το μήνυμα της αμερικανίδας πρεσβευτή και η πολεμοχαρής δήλωση του ενθουσιώδους προέδρου Τραμπ φαίνεται σαν να μην απευθυνόταν στη Συρία. «Οι ΗΠΑ δεν πρόκειται να αποσύρουν τις δυνάμεις τους από τη Συρία μέχρι να εξασφαλίσουν … και μια πλεονεκτική θέση για την παρακολούθηση της δράσης του Ιράν», δήλωσε σήμερα η ίδια διπλωμάτης, υποδεικνύοντας τον επόμενο επεκτατικό στόχο της αυτοκρατορίας.
Επίλογος
Εν κατακλείδι, την τελευταία τουλάχιστον 100ετία η Ευρώπη δεν κινδύνευσε από την επιθετικότητα της Ρωσίας. Σύμφωνα με την υψηλή στρατηγική της, όπως εκτέθηκε παραπάνω, η Ρωσία παλαιό και ώριμο έθνος, μπήκε μόνο όπου έβρισκε πόρτες ανοιχτές και η τάξη και σταθερότητα είχαν διαχρονικά αξία γι΄αυτήν. Αλλά, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε πως θα αντιδράσει, υπό καθεστώς άμεσης απειλής. «Να μην φτάσουμε στο σημείο μη επιστροφής» είπε προχθές ο ρώσος διπλωμάτης Βασίλι Νεμπένζια στον ΟΗΕ για ενδεχόμενο πολέμου Ρωσίας-ΗΠΑ και «τα μηνύματα που φτάνουν από την Ουάσιγκτον δείχνουν θέληση για πόλεμο» (πηγή).
Αντίθετα, οι ΗΠΑ υπό την ηγεσία ενός ακόμα προέδρου WASP, σαν το νεαρό άτι εφορμούν με την ισχύ, χωρίς πολιτικό μεγαλείο και σοφή αυτοσυγκράτηση, να κατακτήσουν τον κόσμο, όπως παλιότερα οι ασιατικές ορδές του Ταμερλάνου. Θα περιμέναμε από τη Βρετανία και τη Γαλλία, που είναι και αυτά από τα παλαιότερα, ωριμότερα και πιο αναπτυγμένα έθνη να επηρεάσουν την αυτοσυγκράτηση.
Δυστυχώς όμως, παρακολουθούμε τη μεν Βρετανία με εκνευρισμό και ανασφάλεια για τη νέα θέση της στον κόσμο, σε ανάμνηση και προσδοκία του αυτοκρατορικού μεγαλείου, να συντάσσεται άλογα με τον καλπασμό του αλόγου. Και τη Γαλλία, πιθανά επειδή ακόμα φοβάται τη Γερμανία, να παλινδρομεί επικίνδυνα. Η Γερμανία δεν είναι πρόθυμη να συμμετέχει στον πόλεμο της Συρίας, και οι χώρες της Ε.Ε και οι χώρες δεν έχουν ενιαία στάση. (πηγή)
Η ανασφάλεια και ο φόβος, αν οι καταστάσεις δεν κρίνονται στην πραγματική τους διάσταση, είναι ο χειρότερος σύμβουλος για τα μεγαλύτερα πολιτικά λάθη που υποθάλπουν εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, όπως απέδειξε η στάση του Τσώρτσιλ και η Βρετανία κάνει δεύτερη φορά το άλμα.
Παραφράζοντας τον Κένναν, αν δεν αυτοσυγκρατηθούν ή αναχαιτιστούν από τη δύναμη των εθνών που έχουν γνωρίσει έναν ώριμο και κατασταλαγμένο πολιτισμό τότε, όπως παρατήρησε κάποτε ο Πλάτων, «ουκ έστι κακών παύλα, ω φίλε Γλαύκων, ταις πόλεσι, δοκώ δ’ ουδέ τω ανθρωπίνω γένει». (δεν θα σταματήσει το κακό στις πόλεις, φίλε Γλαύκωνα, ούτε και στο ανθρώπινο γένος).
Ο πλανήτης μας, η Ευρώπη και η χώρα αναρωτιόμαστε αν χρησιμεύουν πλέον μόνο ως τόποι εγκατάστασης πυρηνικών ή ως πεδία δοκιμών των νέων φονικών όπλων τεχνητής νοημοσύνης για την παγκόσμια επικράτηση. Ειδικότερα η χώρα μας κινδυνεύει να θυσιαστεί σαν την Ιφιγένεια, σε περίπτωση γενικευμένου πολέμου, όπως θυσιάστηκε προς χάριν της διάσωσης της Ευρωζώνης.
Οι πολεμικές επιχειρήσεις σήμερα, με ασυγκράτητη επιθετικότητα, στην πραγματικότητα, δεν συνάδουν με πολιτικούς σκοπούς, οι οποίοι κατευθύνονται προς τη διαμόρφωση του αντιπάλου, αλλά κατευθύνονται προς την καταστροφή του αντιπάλου, επαναφέροντας μνήμες από το 2ο Π.Π (τα κατευθυνόμενα χτυπήματα στον άμαχο πληθυσμό, από τους βομβαρδισμούς στη Γιουγκοσλαβία και μετά έχουν γίνει αυτοσκοπός και τα θύματα έκτοτε ονομάζονται ψυχρά «παράπλευρες απώλειες»). Αποτυγχάνουν να λάβουν υπόψη τους την ουσιαστικότερη ευθύνη που έχει η ανθρωπότητα: τη διατήρηση της ίδιας της ζωής…
Εκεί που αποτυγχάνουν τα κράτη, είναι αναγκαία η νηφάλια συλλογική αντίδραση της ανθρωπότητας. Όσο ποτέ, ο κόσμος σήμερα χρειάζεται ένα παγκόσμιο κίνημα ειρήνης.
Κατερίνα Μπερλή
ΠΗΓΕΣ:
Το βιβλίο «Η Ευρώπη μετά τον πόλεμο» του Tony Judt, 2ος τόμος, εκδόσεις Η Καθημερινή
«Η ΕΝΑΡΞΗ ΤΟΥ ΨΥΧΡΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ, 1941-1950: ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΑ ή ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΑ ΑΙΤΙΑ; ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΔΙΕΘΝΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ, ΠΑΝΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΑ 2012» Κωνσταντίνα Ε. Μπότσιου, Θανάσης Δ. Σφήκας, Λυκούργος Κουρκουβέλας, Ευαγόρας Λ. Ευαγόρου, Διονύσης Χουρχούλης
https://en.wikipedia.org/wiki/Werner_Heisenberg , https://en.wikipedia.org/wiki/Henry_Ford, με τις σχετικές αναφορές σε πηγές. Πρόσφατα δημοσιεύματα του ελληνικού και ευρωπαϊκού τύπου(euractive.com)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου