H κινεζική κυβέρνηση πιστεύει πως η πραγματική πρόθεση των Αμερικανών με την επιβολή δασμών δεν είναι η ισοσκέλιση των ελλειμμάτων τους με την Κίνα – αλλά η επίθεση εναντίον ενός μελλοντικού ανταγωνιστή, τον οποίο φοβούνται.
Ανάλυση
Ο στόχος των Η.Π.Α. είναι η Κίνα, ειδικά σε οικονομικό επίπεδο με τους δασμούς που θέλουν να δρομολογήσουν – αφού το διμερές εμπορικό πλεόνασμα της Κίνας απέναντι στην υπερδύναμη υπερβαίνει τα 200 δις $, όταν της Γερμανίας είναι «μόλις» 60 δις. Εν τούτοις η γερμανική κυβέρνηση, η οποία παραδοσιακά θεωρεί πως η καλή της φίλη, η Αμερική, δεν θα της δημιουργήσει ποτέ πρόβλημα, ανησυχεί – αφού από την εποχή της προεδρίας του κ. Obama έχει δηλωθεί εκ μέρους του τότε υπουργού οικονομικών του (T. Geithner) ότι, τόσο μεγάλα πλεονάσματα δεν είναι αποδεκτά.
Σε αντίθεση όμως με τη Γερμανία, η οποία επιμένει στην ίδια πολιτική του μισθολογικού dumping και στα πλεονάσματα εις βάρος των άλλων, αδιαφορώντας ουσιαστικά για την Ευρωζώνη, η Κίνα συμπεριφέρεται πλέον έντιμα – παύοντας να χειραγωγεί το νόμισμα της ήδη από το 2014, καθώς επίσης αυξάνοντας τόσο τους μισθούς, όσο και τις δημόσιες δαπάνες, τονώνοντας έτσι την εγχώρια ζήτηση της. Ως εκ τούτου οι εισαγωγές της έχουν αυξηθεί (όπως έχουμε αναλύσει το πρόβλημα με τη Γερμανία δεν είναι οι μεγάλες εξαγωγές της, αλλά οι περιορισμένες εισαγωγές) – ενώ σε σχέση με το ΑΕΠ της είναι σχετικά αστείες, συγκριτικά με τη Γερμανία (2% έναντι σχεδόν 8% – γράφημα).
Ουσιαστικά λοιπόν, από τη συγκεκριμένη πλευρά η Κίνα έχει κάνει αυτό που θα έπρεπε να κάνει και η Γερμανία – ενώ παραδόξως θεωρείται σήμερα η μοναδική καπιταλιστική οικονομία στον πλανήτη που λειτουργεί σωστά, παρά το ότι η χώρα διοικείται από το κομμουνιστικό κόμμα. Αντίθετα, η Γερμανία έχει εξελιχθεί στο μεγαλύτερο νομισματικό χειραγωγό παγκοσμίως, εκμεταλλευόμενη τη συμμετοχή της στη ζώνη του ευρώ και τις αδυναμίες των εταίρων της – κάτι που τονίζουν συνεχώς οι Η.Π.Α. στις νομισματικές τους αναφορές (Currency Report). Παρά το ότι δε συμπεριλαμβάνουν την Κίνα λόγω των διμερών πλεονασμάτων της, δεν είναι σωστό – αφού το 50-60% των κινεζικών εξαγωγών αφορά προϊόντα δυτικών ομίλων, τα οποία παράγονται στην Κίνα και δεν είναι πραγματικές κινεζικές εξαγωγές.
Εύλογα επομένως οι κινέζοι οικονομολόγοι (πηγή: QING S. DING), διαπιστώνοντας ότι ο εμπορικός πόλεμος της χώρας τους με τις Η.Π.Α. κλιμακώνεται, μετά την πρόθεση επιβολής δασμών έως και 25% σε 1.333 κινεζικά προϊόντα, θεωρούν πως κάτι άλλο συμβαίνει – πιθανότατα οι φόβοι των Η.Π.Α. σχετικά με την πρωτοβουλία «Made in China 2025», η οποία θα μπορούσε να αποτελεί μεγάλη απειλή για την υπερδύναμη.
Βέβαια η κινεζική κυβέρνηση αντέδρασε, επιβάλλοντας με τη σειρά της δασμούς σε αμερικανικά προϊόντα – μεταξύ των οποίων στα αυτοκίνητα και σε ορισμένα αγροτικά προϊόντα (πηγή). Ιδίως στη σόγια, στην παραγωγή της οποίας κυριαρχούν οι Η.Π.Α. με τη Βραζιλία, ενώ στην κατανάλωση μακράν η Κίνα – αφού χρησιμοποιεί σχεδόν τα 2/3 της παγκόσμιας παραγωγής.
Με δεδομένη δε τη σπουδαιότητα της σόγιας για τους αμερικανούς εξαγωγείς, οι δασμοί θα πιέσουν σημαντικά τον πρόεδρο Trump – πόσο μάλλον όταν παράγεται σε εκείνες τις περιοχές που αποτελούν τις σημαντικότερες εκλογικές του περιφέρειες. Σωστά πάντως τονίζεται πως ο εμπορικός πόλεμος δεν έχει νόημα για καμία από τις δύο χώρες – αφού οι διμερείς συναλλαγές τους είναι ύψους 711 δις $ (πηγή), όπου μόνο η συμφωνία με την Boeing που υπεγράφη κατά την επίσκεψη του προέδρου Trump στην Κίνα ήταν της τάξης των 37 δις $.
Made in China 2025
Επιστρέφοντας στην πρωτοβουλία «Made in China 2025», ξεκίνησε από την κυβέρνηση της Κίνας το 2015, με στόχο να αναβαθμίσει τις παραγωγικές ικανότητες της χώρας – όπου πρόκειται για ένα σχέδιο εξέλιξης του κινεζικού μοντέλου, από την παραγωγή προϊόντων φθηνής τιμής και εντάσεως εργασίας, σε προηγμένα με έξυπνες παραγωγικές μεθόδους. Εν προκειμένω τοποθετήθηκαν προτεραιότητες σε ορισμένες βιομηχανίες-κλειδιά, όπως είναι η αεροπλοΐα, η ρομποτική και ο ιατρικός εξοπλισμός υψηλής τεχνολογίας (πηγή) – με την πρόθεση να πλησιάσει σταδιακά η Κίνα τις ανεπτυγμένες οικονομίες, έτσι ώστε στο τέλος να τις ξεπεράσει, καταφέρνοντας να γίνει η ηγετική βιομηχανική δύναμη του πλανήτη.
Πολλά από τα προϊόντα τώρα αυτών των βιομηχανιών-κλειδιών, όπως τα βιομηχανικά ρομπότ, ο εξοπλισμός αεροδιαστημικής, οι νέες πηγές ενέργειας, η προηγμένη τεχνολογία σιδηροδρόμων κοκ., ευρίσκονται στη λίστα επιβολής δασμών που εξέδωσαν οι Η.Π.Α. (πηγή) – οπότε λογικά υποθέτει η κινεζική κυβέρνηση πως η πραγματική πρόθεση των Αμερικανών δεν είναι η ισοσκέλιση των ελλειμμάτων τους με την Κίνα, αλλά η επίθεση εναντίον ενός μελλοντικού ανταγωνιστή, τον οποίο φοβούνται.
Συνεχίζοντας, ένας επόμενος στόχος της πρωτοβουλίας που εγκαινίασε η Κίνα είναι η δημιουργία μίας ισχυρής και θετικής εικόνας (image) της χώρας – αυτό δηλαδή που στην οικονομική ορολογία ονομάζεται «το φαινόμενο του φωτοστέφανου». Κάτι ανάλογο ουσιαστικά με τη θετική εικόνα και τη φήμη της Γερμανίας, όσον αφορά τα αυτοκίνητα και τα μηχανήματα που παράγει – της Γαλλίας και της Ιταλίας για τα κρασιά και τη μόδα ή των Η.Π.Α. για την υψηλή τεχνολογία και για τα καινοτόμα προϊόντα τους.
Η αιτία είναι το ότι, γνωρίζει πολύ καλά πως η συγκεκριμένη φήμη είναι αυτή που δίνει κύρος στα προϊόντα και προσφέρει τη δυνατότητα της πώλησης τους σε υψηλότερες τιμές – κάτι που δυστυχώς δεν έχουμε κατανοήσει καθόλου εμείς οι Έλληνες, με αποτέλεσμα να μην εκμεταλλευόμαστε σωστά τη φυσική ομορφιά της χώρας μας στον τουρισμό ή την ποιότητα των γεωργικών της προϊόντων στις διεθνείς αγορές.
Η Κίνα βέβαια έχει εδώ σημαντικά μειονεκτήματα, αφού τα προϊόντα της θεωρούνταν ανέκαθεν φθηνά – ενώ όσον αφορά την ποιότητα και την καινοτομία τους, δεν ήταν ποτέ συγκρίσιμα με αυτά της Δύσης. Ακριβώς για το λόγο αυτό η κυβέρνηση της ξεκίνησε στις αρχές της χιλιετίας την πολιτική με το όνομα «Going out» – μέσω της οποίας ενεθάρρυνε τις μεγάλες επιχειρήσεις της να επεκταθούν διεθνώς, έτσι ώστε να αποκτήσουν τα απαραίτητα καινοτόμα εργαλεία και τις νέες τεχνολογίες. Η εξαγορά του τομέα των προσωπικών υπολογιστών της ΙΒΜ από τη LENOVO το 2005, όπως επίσης της Volvo από την GEELY ήταν ακριβώς προς αυτήν την κατεύθυνση – κάτι που επιδιώκει πλέον με όλες της τις δυνάμεις.
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, τέτοιου είδους κυβερνητικά προγράμματα χρειάζεται επίσης η Ελλάδα, εάν θέλει πράγματι να ξεφύγει από την κρίση – έναν κεντρικό κρατικό προγραμματισμό, ο οποίος φυσικά δεν έχει καμία σχέση με τον κρατισμό, αλλά με τη σωστή στήριξη του ιδιωτικού τομέα από τις εκάστοτε κυβερνήσεις.
Για παράδειγμα, οι γεωργοί πρέπει να γνωρίζουν τι να καλλιεργήσουν, συνεργαζόμενοι με τις επιχειρήσεις και χρηματοδοτούμενοι σωστά από τις τράπεζες στα πλαίσια των προγραμμάτων που ήδη διαθέτουν (ανάλυση) – όπως επίσης οι άλλοι κλάδοι της οικονομίας μας, οι οποίοι κυριολεκτικά βαδίζουν χωρίς καμία απολύτως πυξίδα και χωρίς κανέναν προγραμματισμό.
Πηγή : https://analyst.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου