Μετά το 1990 η μέση ετήσια κατανάλωση μπανάνας στην ΕΕ αυξάνεται απότομα, φθάνοντας τα 2,5 δισ. τόνους, με το 7% αυτής της ομολογουμένως τεράστιας ποσότητας να προέρχεται από τις φυτείες της Καραϊβικής, μία γεωγραφική ζώνη που κάποτε τελούσε υπό καθεστώς αποικιοκρατίας διαφόρων ευρωπαϊκών χωρών.Το μεγαλύτερο ποσοστό (75%) προέρχεται από
φυτείες της Λατινικής Αμερικής, οι οποίες ελέγχονται από πολυεθνικά
μεγαθήρια, κινούμενα από αμερικανικά συμφέροντα. Με αφετηρία το 1975, οι
Ευρωπαίοι συμφωνούν σε μία ελαστική ποσόστωση εισαγωγών μπανάνας από
χώρες της Καραϊβικής που τους επιτρέπει ουσιαστικά να εξάγουν όσες
ποσότητες επιθυμούν, υιοθετώντας μία εξαγωγική πολιτική, που, όπως
ελπίζουν οι Ευρωπαίοι, θα επιτρέψει στις χώρες αυτές να επιτύχουν μία
βιώσιμη ανάπτυξη, χωρίς να εξαρτώνται από εξωτερική οικονομική συνδρομή.





















.jpg)






