Η μαζική αγορά κρατικών ομολόγων
από τις κεντρικές τράπεζες, χρησίμευσε πρωτίστως για τη διάσωση των
τραπεζών – ως αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης του 2008 που είχαν
προκαλέσει οι ίδιες (όπως τα μνημόνια που επιβλήθηκαν στην Ελλάδα, για τη διάσωση των γερμανικών και γαλλικών τραπεζών).
Ειδικότερα, προκειμένου να αποφευχθεί ένα οικονομικό κραχ, οι κεντρικές
τράπεζες αγόρασαν σε υψηλές τιμές περιουσιακά στοιχεία των εμπορικών
τραπεζών, συμπεριλαμβανομένων των κρατικών ομολόγων – ενισχύοντας τις
χρηματιστηριακές τιμές των μετοχών τους που οδήγησαν τελικά σε αύξηση
των τραπεζικών περιουσιακών στοιχείων συνολικά. Η συγκεκριμένη τώρα
μορφή διάσωσης των τραπεζών, «πουλήθηκε» στους απλούς πολίτες ως μία «μη
συμβατική νομισματική πολιτική» – ενώ το συγκεκριμένο «αφήγημα»
εκμεταλλεύθηκε το γεγονός ότι, το εσωτερικό ποσοστό απόδοσης (IRR) ενός
ομολόγου με σταθερό ονομαστικό επιτόκιο, μειώνεται καθώς αυξάνεται η
τιμή. Στη συνέχεια, έγινε αναφορά σε μηχανισμούς μετάδοσης που θα
διασφάλιζαν ότι, τέτοιες μειώσεις επιτοκίων θα είχαν ως αποτέλεσμα το
δανεισμό για επενδύσεις – οπότε θα αύξαναν ορθολογικά το ποσοστό του
πληθωρισμού. Εν τούτοις, τα δάνεια που δόθηκαν δεν χρηματοδότησαν
επενδύσεις σε οικονομικά βιώσιμες παραγωγικές ικανότητες, σε
επιχειρήσεις δηλαδή της πραγματικής οικονομίας, αλλά δημιούργησαν μία
χρηματιστηριακή φούσκα – η οποία τώρα κινδυνεύει να σπάσει, επειδή
φαίνεται πως οι κεντρικές τράπεζες που εγγράφουν πλέον μεγάλες ζημίες,
δεν είναι πια διατεθειμένες να ενεργούν ως «διαμορφωτές αγοράς έκτακτης
ανάγκης».
.