MOTD

Αλλαχού τα κόμματα γεννώνται διότι εκεί υπάρχουσι άνθρωποι διαφωνούντες και έκαστος άλλα θέλοντες. Εν Ελλάδι συμβαίνει ακριβώς το ανάπαλιν. Αιτία της γεννήσεως και της πάλης των κομμάτων είναι η θαυμαστή συμφωνία μεθ’ ης πάντες θέλουσι το αυτό πράγμα: να τρέφωνται δαπάνη του δημοσίου.

Εμμανουήλ Ροΐδης, 1836-1904, Έλληνας συγγραφέας

Παρασκευή 4 Μαΐου 2018

Εκουαδόρ, η αριστερή περιπέτεια

Αυτό που ξεκίνησε από τη λενινιστική κυβέρνηση πριν από δώδεκα περίπου χρόνια, η οποία συνεχίζεται με έναν διορισμένο νέο πρόεδρο κατά τα πρότυπα των βασιλικών καθεστώτων, με δεδηλωμένο αρχικά στόχο την πολυμορφία των ΜΜΕ, κατέληξε στο να εξαλείψει τη δημοσιογραφική έρευνα και την πολιτική κριτική – λόγω του φόβου των δημοσιογράφων για τις συνέπειες των εργασιών τους.

«Οι ομοιότητες του Ισημερινού με την Ελλάδα, με βασικότερη αλλά πολύ σημαντική διαφορά τη συμμετοχή της χώρας μας στην ΕΕ και στην Ευρωζώνη, είναι φανερές – τεκμηριώνοντας πως ο στόχος της σημερινής κυβέρνησης και του πρωθυπουργού είναι να μείνουν στην εξουσία για πάρα πολλά χρόνια, εξασφαλίζοντας τα μέσα και την απαιτούμενη στήριξη για να το πετύχουν».

Ανάλυση 

Εισαγωγικά ο Ισημερινός (Ecuador), με κριτήριο το κατά κεφαλήν εισόδημα ως προς την αγοραστική δύναμη, ήταν η δεύτερη φτωχότερη χώρα της Λατινικής Αμερικής – ενώ διακρινόταν ανέκαθεν από μεγάλες οικονομικές ανισότητες, μεταξύ πλουσίων και φτωχών (το ανώτερο 20% κατείχε το 58% του εθνικού εισοδήματος, όταν το κατώτερο 40% του πληθυσμού μόλις το 11%). 

Έχει πληθυσμό 16,3 εκ. ατόμων, με μέση ηλικία τα 23 έτη, όπου το 40% είναι κάτω των 15 ετών (μόλις το 5% έχει ηλικία άνω των 65 ετών, λόγω της μεγάλης θνησιμότητας). Η χώρα εξαρτάται ουσιαστικά από το πετρέλαιο, το οποίο αντιπροσώπευε το 1/3 των εξαγωγικών εσόδων της το 2017, καθώς επίσης από το μεταναστευτικό συνάλλαγμα – έχοντας ΑΕΠ ύψους 98,5 δις $ το 2017, κατά κεφαλήν ΑΕΠ μόλις 5.200 $ και 8 εκ. εργαζομένους (27,8% στη γεωργία, 17,8% στη βιομηχανία και 54,4% στις υπηρεσίες). Τα δημόσια έσοδα της είναι 32,3 δις $, οι δαπάνες 37,7 δις $ και το έλλειμμα του προϋπολογισμού της -5,5%. 

Σύμφωνα τώρα με την A. Schiffrin, μετά την ανάληψη της ηγεσίας του Εκουαδόρ από την αριστερή κυβέρνηση του R. Correa σε ηλικία 45 ετών (2007-2017), ως αποτέλεσμα της κρίσης του 1998 και της υπαγωγής της στο ΔΝΤ που θα περιγράψουμε στη συνέχεια, επιβλήθηκαν εξαιρετικά καταπιεστικοί νόμοι στα ΜΜΕ – με γνώμονα το «δημόσιο συμφέρον», έτσι όπως το αντιλαμβανόταν ο αριστερός του πρόεδρος. 

Ουσιαστικά τα ΜΜΕ δέχθηκαν τις επιθέσεις του με την υιοθέτηση μίας σειράς μέτρων που αποσκοπούσαν στον περιορισμό της ελευθερίας τους (πηγή) – ενώ το 2015 κατάφερε να περάσει μία συνταγματική τροπολογία, η οποία κατέταξε την επικοινωνία στις δημόσιες υπηρεσίες, όπως το νερό ή ο ηλεκτρισμός (πηγή)! Έτσι ήταν σε θέση να ελέγχει καλύτερα τα ΜΜΕ, επικαλούμενος την ισορροπημένη ενημέρωση των Πολιτών ήδη από το 2013 (πηγή) – ενώ πρόσθεσε ρυθμίσεις που επιτρέπουν στην κυβέρνηση του να χειραγωγεί τους δημοσιογράφους με την απειλή προστίμων, με την αναγκαστική δημόσια συγνώμη και με ποινές φυλάκισης. 

Αρκετές φορές δε ο πρόεδρος συμμετείχε σε τηλεοπτικά ή ραδιοφωνικά προγράμματα, καταγγέλλοντας δημόσια τους δημοσιογράφους (πηγή). Ασκούσε επί πλέον μηνύσεις και αγωγές, όπως στο παράδειγμα μίας από τις μεγαλύτερες εφημερίδες του Εκουαδόρ (El Universo), εναντίον της οποίας κατέθεσε αγωγή 80 εκ. $ – με αποτέλεσμα να πληρώσει 40 εκ. $ για να πάρει «χάρη». 

Περαιτέρω, η λογοκρισία στη χώρα είναι δεδομένη, ενώ τα πρακτορεία ειδήσεων που δεν καλύπτουν επαρκώς τις κυβερνητικές δηλώσεις, τιμωρούνται με πρόστιμα – επίσης τα καταστήματα που δεν επανακυκλοφορούν ξένες εφημερίδες με ευνοϊκά σχόλια για την κυβέρνηση (πηγή). Σύμφωνα δε με δημοσιογράφους του Εκουαδόρ, οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι συχνά αρνούνται να προβούν σε δηλώσεις, φοβούμενοι τις συνέπειες – ενώ μία από τις μεθόδους που χρησιμοποιεί η κυβέρνηση είναι η υποκίνηση συγκεκριμένων δικών της Πολιτών να υποβάλλουν καταγγελίες εναντίον στοχοποιημένων ΜΜΕ – έτσι ώστε να τιμωρούνται παραδειγματικά. 

Ο νέος πρόεδρος της χώρας έχει βέβαια δεσμευθεί να μειώσει τους περιορισμούς των ΜΜΕ, κάτι που όμως δεν έχει συμβεί ακόμη – πιθανότατα επειδή τα ΜΜΕ ανήκουν ως συνήθως στην οικονομική εξουσία, η οποία αντιλαμβάνεται διαφορετικά τα συμφέροντα της. Αυτός θεωρείται ως ο λόγος, για τον οποίο όλοι σχεδόν οι αριστεροί πολιτικοί που ανήλθαν στην εξουσία στις χώρες της Λατινικής Αμερικής προσπάθησαν να τα ελέγξουν – με στόχο να μην διακινδυνεύει η παραμονή τους στην κυβέρνηση, η οποία για τους ίδιους πρέπει να είναι μακρόχρονη με κάθε τρόπο, ενώ όταν τη χάνουν ευρίσκονται αντιμέτωποι με δικαστικές διώξεις (όπως στο παράδειγμα της Βραζιλίας του Lula, της Αργεντινής κοκ.). 

Η φτωχοποίηση πάντως του πληθυσμού, με στόχο την εξίσωση των τάξεων, αποτελεί την πρώτη προτεραιότητα τους – γνωρίζοντας πως η φτώχεια είναι συγκριτικό μέγεθος, με την έννοια πως κανείς νοιώθει λιγότερο φτωχός, όταν ο γείτονας του δεν έχει περισσότερα χρήματα από τον ίδιο. 

Θα μπορούσε αλήθεια να βρεθούν εδώ κοινά σημεία με την Ελλάδα, με δεδομένη την αγάπη του πρωθυπουργού για τους αριστερούς ηγέτες της Λατινικής Αμερικής; Πόσο μάλλον όταν διαπιστώνεται η τάση ελέγχου των ελληνικών ΜΜΕ εκ μέρους της κυβέρνησης, όπου αρκετοί αναφέρουν ότι, η ΕΡΤ έχει μετατραπεί σε μία σύγχρονη ΥΕΝΕΔ; Ή όταν παρατηρείται η σύγκρουση της κυβέρνησης με τον εφοπλιστή (άρθρο), οι επιθέσεις της εναντίον διαφόρων εντύπων και η ίδρυση δικών της, με αποκλειστικό σχεδόν στόχο τη δυσφήμιση των στελεχών της αντιπολίτευσης; 

Τίποτα δεν είναι απίθανο, εάν συγκρίνει κανείς αυτά που συμβαίνουν στην Ελλάδα γενικότερα με την εμπειρία της Λατινικής Αμερικής των αριστερών καθεστώτων – όπως στο παράδειγμα της Αργεντινής που απαγορεύθηκαν δια νόμου ορισμένες μορφές ιδιοκτησίας (πηγή) και του Εκουαδόρ με τη διακοπή των προγραμμάτων των ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών για την έκδοση κυβερνητικών πολιτικών δηλώσεων (πηγή) – ή την ανάληψη από τον Correa ακόμη και της συντακτικής διαχείρισης της παλαιότερης εφημερίδας της χώρας (El Telegrafo). 

Πόσο μάλλον όταν στο Εκουαδόρ αυτό που ξεκίνησε από την αριστερή κυβέρνηση πριν από δέκα χρόνια, με δήθεν στόχο την πολυμορφία των ΜΜΕ, κατέληξε στο να εξαλείψει τη δημοσιογραφική έρευνα και την πολιτική κριτική – λόγω του φόβου των δημοσιογράφων για τις συνέπειες των εργασιών τους.

Το πλέον σημαντικό όμως είναι το ότι, η χώρα είναι υπερβολικά πολωμένη πολιτικά – με την κυβέρνηση της να έχει αφενός μεν φανατικούς υποστηρικτές της πολιτικής της, οι οποίοι εκθειάζουν τα επιτεύγματα της σχετικά με τη μείωση της φτώχειας ή την τόνωση των δαπανών για την υγεία και την παιδεία, αφετέρου φανατικούς εχθρούς που κατακρίνουν τεκμηριωμένα τη διαφθορά της (πηγή). 

Ολοκληρώνοντας, θεωρούμε σκόπιμο να υπενθυμίσουμε τις οικονομικές περιπέτειες της χώρας, οι οποίες ξεκίνησαν το 1998 – τονίζοντας πως μπορεί μεν να αυξήθηκε έκτοτε το ΑΕΠ της, αλλά αυτό που έχει σημασία είναι το κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Η άνοδος του ήταν ουσιαστικά αμελητέα από τότε που ανέλαβε την ηγεσία του Εκουαδόρ η αριστερή κυβέρνηση (γράφημα), παρά την αύξηση των τιμών του πετρελαίου – ενώ άρχισε ξανά να μειώνεται, αποτελώντας κακό οιωνό για το μέλλον. 

Η κρίση του 1998 

Μετά από μία σειρά διαδοχικών οικονομικών σοκ (πόλεμος με το Περού το 1995, El Nino το 1997, ρωσική και ασιατική κρίση το 1997-98), καθώς επίσης μετά από τις πολύ χαμηλές τιμές του πετρελαίου, το εξωτερικό χρέος του Ισημερινού διαμορφώθηκε στα 13 δις $ – ένα αρνητικό ρεκόρ για τη Λατινική Αμερική, αφού ήταν πάνω από το 66% επί του τότε ΑΕΠ. 

Αμέσως μετά (1998) ακολούθησε μία μεγάλη τραπεζική και συναλλαγματική κρίση, αρκετά ιδρύματα χρεοκόπησαν, ενώ η κεντρική τράπεζα αύξησε (τύπωσε) την ποσότητα χρήματος, για να μπορέσει να σταθεροποιήσει κάπως το χρηματοπιστωτικό σύστημα – με αποτέλεσμα να ακολουθήσει μία τεράστια υποτίμηση του νομίσματος (Sucre). 

Στη συνέχεια η κεντρική τράπεζα προσπάθησε, με εκτεταμένες συναλλαγματικές παρεμβάσεις, να περιορίσει την υποτίμηση του νομίσματος – αφενός μεν χωρίς επιτυχία, αφετέρου χάνοντας το μεγαλύτερο μέρος των συναλλαγματικών αποθεμάτων της. Ως εκ τούτου, ο Ισημερινός βυθίστηκε για δύο χρόνια σε ένα απίστευτο οικονομικό χάος – με τον πληθωρισμό να υπερβαίνει το 60% το 1999, πλησιάζοντας σχεδόν στο 100% το 2000. Το εθνικό νόμισμα της χώρας υποτιμήθηκε κατά 30% το 1998, καθώς επίσης 67% το επόμενο έτος, χάθηκε η πρόσβαση στις διεθνείς αγορές δανεισμού, ενώ στο εσωτερικό αναγκάσθηκε η κυβέρνηση να παγώσει τους τραπεζικούς λογαριασμούς, για να στηρίξει τις τράπεζες, οι οποίες κατέρρεαν. 

Τελικά η κεντρική τράπεζα έχασε τον έλεγχο σε όλα τα μέτωπα – στον πληθωρισμό, στην ισοτιμία του νομίσματος και στην ποσότητα χρήματος. Το αποτέλεσμα ήταν να καταρρεύσει δραματικά το ΑΕΠ, από τα 20 δις $ το 1998 στα 14 δις $ το 1999 (-30%) σε όρους δολαρίου (με κριτήριο το εθνικό νόμισμα, κατά -6,2%). Ο αριθμός των φτωχών διπλασιάστηκε, από 34% στο 71%, ενώ ο αριθμός των υπερβολικά φτωχών σχεδόν τριπλασιάστηκε (από 12% στο 31%). Σύμφωνα με τα διεθνή ΜΜΕ, μετανάστευσαν περίπου 200.000 Πολίτες μεταξύ των ετών 1998 και 2000, κυρίως στις Η.Π.Α., στην Ιταλία και στην Ισπανία, ενώ το δολάριο έγινε το de facto σημαντικότερο νόμισμα της χώρας. 

Η υποτίμηση του νομίσματος επιβάρυνε σε μεγάλο βαθμό τους καταναλωτές, αφού τα εισαγόμενα προϊόντα έγιναν υπερβολικά ακριβά, οι δημόσιες υπηρεσίες κατέρρευσαν, ενώ οι κρατικές δαπάνες για την παιδεία, για την υγεία, για την κατασκευή εργατικών κατοικιών κλπ. σχεδόν μηδενίσθηκαν. 

Η δολαριοποίηση 

Στις 9 Ιανουαρίου του 2000 ο πρόεδρος της χώρας ανακοίνωσε τη δολαριοποίηση – με τη συμφωνία του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας. Δώδεκα ημέρες αργότερα αναγκάσθηκε να παραιτηθεί από την εξουσία, μετά από μία κοινωνική εξέγερση, με τη συμμετοχή ενός μέρους του στρατού. Εν τούτοις, δεν άλλαξε τίποτα στον τρόπο διαχείρισης της κρίσης, τον οποίο είχε επιλέξει ο ίδιος, αφού ο αντικαταστάτης του (ο τότε αντιπρόεδρος και βασικός «ανταγωνιστής» του στις εκλογές του 1998), ανακοίνωσε τη συνέχεια της οικονομικής πολιτικής λιτότητας ως είχε. 

Ο Ισημερινός λοιπόν, πάντοτε με τη βοήθεια του ΔΝΤ, κατέθεσε μία πρόταση διαγραφής προς τους ξένους δανειστές του, από συνολικά έξι μέρη, με ομόλογα λήξης μεταξύ των ετών 2002 και 2025. Αφορούσε 6,51 δις $ (το 47% περίπου του τότε ΑΕΠ ή το 50% του εξωτερικού χρέους), με διαγραφές μεταξύ 19% και 47% (κατά μέσον όρο 27,4%) – ενώ έγινε αποδεκτή από το 98% των οφειλετών του. 

Η «δολαριοποίηση» τώρα, έτσι όπως εφαρμόσθηκε, δεν σήμαινε για τον Ισημερινό τη σύνδεση του νομίσματος του με το δολάριο, όπως είχε κάνει η Αργεντινή το 1991, αλλά την εισαγωγή του ίδιου του δολαρίου, ως επισήμου νομίσματος της χώρας. Στα καταστήματα δηλαδή οι τιμές ήταν στο τοπικό νόμισμα, αλλά οι κάτοικοι πλήρωναν με δολάρια – ενώ η υιοθέτηση του δολαρίου συνδέθηκε με μία επόμενη υποτίμηση του εθνικού νομίσματος. 

Ειδικότερα, τον Αύγουστο του 1998, το ένα δολάριο αντιστοιχούσε με 5.000 Sucres (1:5.000), ενώ τον Ιανουάριο του 2000 η ισοτιμία διαμορφώθηκε στο ένα δολάριο ανά 25.000 Sucres (1:25.000). Εν τούτοις, ο πληθωρισμός δεν καταπολεμήθηκε αμέσως, αφού ανήλθε στο 91%, παρά τη δολαριοποίηση (αργότερα σταθεροποιήθηκε στο 5,7% μεταξύ των ετών 2002 και 2006, ενώ στο 2,6% τον Ιούλιο του 2007). 

Τα αποτελέσματα της κατάστασης αυτής ήταν καταστροφικά για τους Πολίτες της χώρας – αφού το 2001 μία πενταμελής οικογένεια χρειαζόταν 253 $ μηνιαία για να επιβιώσει, ενώ οι μηνιαίες αμοιβές στον ιδιωτικό τομέα ήταν μόλις 97 $, οι χαμηλότερες συντάξεις στα 18 $ και οι μισθοί στο δημόσιο τομέα 40 $. Αν και η ανεργία διαμορφώθηκε χαμηλά (από 14% έως 16%), η υποαπασχόληση εκτοξεύθηκε στο 58,2%, με τρομακτικά επώδυνες συνέπειες για το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού. 

Στις αρχές του 2001 αυξήθηκαν σημαντικά οι τιμές της βενζίνης (75%), των μέσων μαζικής μεταφοράς (100%), καθώς επίσης του προπανίου (40%), το οποίο χρησιμοποιούταν για τις οικιακές ανάγκες από το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού. Οι αυξήσεις αυτές αποτελούσαν μέρος της συμφωνίας της κυβέρνησης με το ΔΝΤ, η οποία είχε γίνει αποδεκτή μετά από διαπραγματεύσεις, ο οποίες διήρκησαν περίπου 18 μήνες. 

Ακολούθησαν εκτεταμένες κοινωνικές αναταραχές και διαδηλώσεις εναντίον των μέτρων λιτότητας της κυβέρνησης και του ΔΝΤ, στις οποίες συμμετείχαν κυρίως μαθητές και φοιτητές – οι οποίοι υπέφεραν από τις αυξήσεις των μέσων μεταφοράς, καθώς επίσης από την έλλειψη μελλοντικών προοπτικών. Αντίθετα, τα εργατικά συνδικάτα παρέμειναν σχετικά αδρανή, αφού δεν μπορούσαν να κινητοποιηθούν από τους ηγέτες τους (ενδεχομένως επειδή οι συνδικαλιστές είχαν χρηματισθεί από τους εισβολείς). 

Η υιοθέτηση του δολαρίου ως επισήμου νομίσματος της χώρας, παράλληλα με τα διαρθρωτικά μέτρα, με τη φτωχοποίηση και με τη μετανάστευση, σταθεροποίησε τελικά την οικονομία της χώρας – με αποτέλεσμα να επιστρέψει σε πορεία ανάπτυξης, η οποία όμως στηρίχθηκε στην αύξηση της διεθνούς τιμής του πετρελαίου (γράφημα). Μεταξύ των ετών 2002 και 2006 ό μέσος ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης διαμορφώθηκε στο 5,2% – στο υψηλότερο σημείο δηλαδή των προηγουμένων 25 ετών (εύλογα, αφού προηγουμένως είχε καταρρεύσει). 


Επεξήγηση γραφήματος: Εξέλιξη του ΑΕΠ του Εκουαδόρ (μπλε στήλες, αριστερή
κάθετος), σε σύγκριση με την Ελλάδα (διακεκομμένη γραμμή, δεξιά κάθετος). 

Μετά από μία σχετική αναπροσαρμογή το 2007, ο ρυθμός ανάπτυξης έφτασε το 7,2% το 2008 – κυρίως λόγω της αύξησης των τιμών του πετρελαίου, καθώς επίσης των υψηλών δημοσίων επενδύσεων. Φυσικά οι ασθενέστερες τάξεις συμμετείχαν πολύ λιγότερο στα οφέλη της ανάπτυξης – όπως ακριβώς συνέβη στη Βραζιλία, στην Τουρκία και όπου αλλού δραστηριοποιήθηκε το ΔΝΤ, το οποίο συνεργάζεται και αμείβει την εκάστοτε τοπική ελίτ, συμπεριλαμβανομένων φυσικά των (διατεταγμένων) ΜΜΕ.

Ο Rafael Correa 

Στο τέλος του 2006 εξελέγη ο R. Correa στην προεδρία της χώρας, με βασικά χαρακτηριστικά της προεκλογικής του εκστρατείας την υπόσχεση στους Πολίτες να μην υπογράψει τη συμφωνία ελευθέρου εμπορίου με τις Η.Π.Α., την οποία είχε επιβάλλει το ΔΝΤ, καθώς επίσης να ελέγξει λογιστικά και να περιορίσει το εξωτερικό χρέος – το ύψος του οποίου ήταν τότε 10,77 δις $. 

Σύμφωνα με την επιτροπή λογιστικού ελέγχου του εξωτερικού χρέους (Auditoria), την πρώτη επίσημη κυβερνητική οργάνωση αυτού του είδους παγκοσμίως, την οποία είχε συστήσει ο πρώην υπουργός οικονομικών της χώρας (R.Patino), όφειλαν να ελεγχθούν όλα τα επί μέρους δανειακά συμβόλαια, ένα προς ένα – μεταξύ των οποίων εκείνα με τους διεθνείς κρατικούς πιστωτές, τα οποία είχαν συμφωνηθεί στο κλαμπ του Παρισιού το 2000, όταν έγινε η διαγραφή χρεών και η επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής των υπολοίπων, καθώς επίσης τα ομόλογα δημοσίου. 

Τελικός σκοπός της επιτροπής ήταν μία λεπτομερής ανάλυση του χρέους, από νομικής, από οικονομικής, από κοινωνικής και από περιβαλλοντικής πλευράς. Κατά τη διαπίστωση της επιτροπής, το 80% του εξωτερικού χρέους είχε συναφθεί για την αναχρηματοδότηση των παλαιών οφειλών του Ισημερινού, ενώ μόλις το 20% για την ανάπτυξη και για τα έργα υποδομής.

Ο R. Correa ανακοίνωσε το 2008 τη διεξαγωγή διαπραγματεύσεων με τους πιστωτές της χώρας, σε σχέση με την εξόφληση χρέους ύψους 3,9 δις $, αποτελούμενου από ομόλογα του δημοσίου, με λήξη τα έτη 2012, 2015 και 2030. Παράλληλα απείλησε ότι δεν θα πληρωνόταν εκείνα τα χρέη του Ισημερινού, τα οποία θα θεωρούταν παράνομα ή επαχθή από την επιτροπή ελέγχου. Την ίδια σχεδόν εποχή η υπουργός οικονομικών ανακοίνωσε την αναβολή της πληρωμής των τόκων ύψους 30,6 εκ. $ ενός ομολόγου, το οποίο έληγε το 2012 – με κίνδυνο να υπάρξει ρήξη με τη Βενεζουέλα, η οποία είχε εγγυηθεί το χρέος με την έκδοση CDS, ύψους 400 εκ. $. 

Τελικά, ο Ισημερινός δήλωσε στάση πληρωμών το Δεκέμβρη του 2008, η οποία αφορούσε χρέος ύψους 3,2 δις $ απέναντι στους ιδιώτες πιστωτές (το 80% περίπου των συνολικών οφειλών προς τους ιδιώτες). Ενδιάμεσα (τέλη Δεκεμβρίου), η χρηματοδότηση του κρατικού προϋπολογισμού (έλλειμμα) εξασφαλίσθηκε από το Κρατικό Ινστιτούτο για την εσωτερική σταθερότητα της χώρας (IESS) – το οποίο αγόρασε δύο ομόλογα δημοσίου, ύψους 700 εκ. $, με επιτόκιο της τάξης του 6,5%. 

Αργότερα, το Μάιο του 2009, η χώρα κατάφερε να επαναγοράσει το 91% των κρατικών ομολόγων, τα οποία είχαν «διαμαρτυρηθεί», σε πολύ χαμηλές τιμές (στο 35% της ονομαστικής τους αξίας), μέσω μίας διεθνούς δημοπρασίας – ενώ έκτοτε η Κίνα αποτελεί το μεγαλύτερο δανειστή της, κατέχοντας το 77,7% του διμερούς χρέους της. 

Εδώ οφείλει να συμπεράνει κανείς ότι, εάν μία χώρα, η οποία αδυνατεί να εφαρμόσει έστω μία στοιχειώδη κοινωνική πολιτική, λειτουργώντας μόνο για να εξυπηρετεί τους δανειστές της, όπως η Ελλάδα, δεν αποφασίσει την αναβολή πληρωμών (επιλέγοντας ουσιαστικά «ένα εξαιρετικά οδυνηρό τέλος στη δοκιμασία της, αντί για μία οδύνη χωρίς τέλος»), είναι αδύνατον να διαπραγματευθεί σωστά με τους πιστωτές της – πόσο μάλλον να μειώσει τα χρέη της. 

Επιστρέφοντας στον Ισημερινό, έχοντας στη συνέχεια απομονωθεί από τις διεθνείς αγορές δανεισμού, κατάφερε να συνάψει το 2011 ένα δάνειο από την Κίνα, ύψους 2 δις $ – ενώ ο ρυθμός ανάπτυξης του από μόλις 0,4% το 2009 (όπου απείλησε να μην πληρώσει συνολικά δεκατρία διακρατικά επενδυτικά δάνεια, συμπεριλαμβανομένου ενός με τις Η.Π.Α.), αυξήθηκε στο 3,6% το 2010 και στο 5,8% το 2011 (κυρίως λόγω των αυξήσεων των τιμών πετρελαίου). 

Το επαχθές χρέος 

Συνεχίζοντας, όπως φάνηκε από την επιτροπή λογιστικού ελέγχου του Ισημερινού, είναι πάρα πολύ δύσκολος ο διαχωρισμός μεταξύ θεμιτού και αθέμιτου (επαχθούς) χρέους – σε πλήρη ίσως αντίθεση με το νόμιμο ή παράνομο χρέος, το οποίο όμως οφείλει επίσης να τεκμηριώνεται με σοβαρές νομικές διαδικασίες. Απλούστερα, η έννοια του επαχθούς χρέους είναι αρκετά ευρύτερη και πολύ πιο υποκειμενική, ενώ του παράνομου χρέους περισσότερο αντικειμενική. 

Για παράδειγμα, ας εξετάσουμε ένα κρατικό χρέος, το οποίο χρησιμοποιήθηκε μεν για ένα επιτυχημένο πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων, αλλά ο δανειζόμενος υποχρεώθηκε να εισάγει με πίστωση τα προϊόντα (αμυντικό εξοπλισμό ίσως, όπως τα γερμανικά υποβρύχια), από εκείνη τη χώρα, η οποία τον δάνεισε. Οι τιμές των εισαγομένων αυτών προϊόντων θα ήταν κάπως υψηλότερες από αυτές, με τις οποίες θα μπορούσαν να αγοραστούν από τις διεθνείς αγορές, ενώ θα ήταν δυνατόν να βρεθεί καλύτερη ποιότητα, από αυτήν που προσφερόταν με το ίδιο πακέτο (δάνειο-προϊόντα). Είναι επαχθές το χρέος στην προκειμένη περίπτωση; 

Χωρίς να επεκταθούμε σε περαιτέρω παραδείγματα, ακριβώς επειδή η επιτροπή ελέγχου, υπό τον πρώην υπουργό οικονομικών, διαπίστωσε πολλές «γκρίζες ζώνες» στον τομέα της λήψης δανείων από το εξωτερικό εκ μέρους του Ισημερινού, αποφάσισε να διαχωρίσει τα χρέη σε πέντε διαφορετικές κατηγορίες – όπου για κάθε επί μέρους κατηγορία πρότεινε άλλες λύσεις στην κυβέρνηση. Οι κατηγορίες αυτές ήταν οι εξής: 

(α) Παράνομα χρέη: Επρόκειτο για χρέη, τα οποία δεν ήταν νόμιμα σε σχέση με το ισχύον Δίκαιο στην εκάστοτε χώρα – οπότε θα έπρεπε να αναιρεθούν νομικά, ακολουθώντας τη δικαστική οδό. 

(β) Επαχθή χρέη: Επρόκειτο για αθέμιτα χρέη, τα οποία ήταν σύμφωνα με τα κλασσικά κριτήρια καθορισμού τους (Odious Debt – δάνεια, τα οποία λαμβάνονται από καθεστώτα, συνήθως δικτατορικά, ενώ δεν χρησιμοποιούνται προς όφελος των Πολιτών μίας χώρας). Ο χαρακτηρισμός τους ως τέτοια έγινε τη δεκαετία του 1920 από τον A.N.Sack, έναν Ρώσο υπουργό και μετέπειτα καθηγητή νομικής στο Παρίσι, ο οποίος τα διαίρεσε σε τρεις κατηγορίες: 
(β1) Δάνεια που λαμβάνει μία μη δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση, χωρίς τη συμφωνία των Πολιτών της χώρας της. 

(β2) Δάνεια που χρησιμοποιούνται για την καταπίεση του λαού ενός κράτους, με αποτέλεσμα οι υπηρεσίες που πληρώνονται από αυτά να προξενούν ζημίες στους πολίτες. 

(β3) Όταν οι δανειστές, στις δύο παραπάνω περιπτώσεις, το γνώριζαν ή θα μπορούσαν να το μάθουν, με μία μικρή έρευνα. 
Ο χαρακτηρισμός δανείων ως επαχθή υιοθετήθηκε από τις Η.Π.Α. το 1923 στην περίπτωση της Κόστα Ρίκα – καθώς επίσης το 2003 για την «αποχρέωση» του Ιράκ, μετά τον πόλεμο του κόλπου. Όσον αφορά τα συγκεκριμένα αυτά δάνεια του Ισημερινού, η πρόταση της επιτροπής ελέγχου ήταν η ολοσχερής διαγραφή τους, με τη βοήθεια μίας πολιτικής διαδικασίας – όχι δικαστικής. 

(γ) Μερικώς επαχθή χρέη: Η διαφορά τους με τη δεύτερη κατηγορία έγκειται στο εάν είναι δυνατόν να τεκμηριωθεί η συνευθύνη του οφειλέτη, σε σχέση με τις αρνητικές συνέπειες του παρεχομένου δανείου. Η πρόταση της επιτροπής σε αυτήν την περίπτωση ήταν η διαγραφή ενός μέρους του χρέους – εναλλακτικά δε, η απαίτηση αποζημίωσης από το δανειστή. 

(δ) Πρακτικές, οι οποίες δεν πρέπει να επαναληφθούν: Με τον τρόπο αυτό χαρακτηρίστηκαν εκείνα τα χρέη τα οποία, είτε στη διαπραγμάτευση, είτε στην υλοποίηση τους, ήταν συνδεδεμένα με ρήτρες ή με διαδικασίες, οι οποίες λειτούργησαν υπερβολικά αρνητικά για τον οφειλέτη – είχαν δε διαμορφώσει τα συμβόλαια δανεισμού μονόπλευρα, προς όφελος του δανειστή. 

Εν τούτοις, παρά όλα αυτά τα αρνητικά χαρακτηριστικά τους, ωφέλησαν εν μέρει και τον οφειλέτη – οπότε δεν μπορεί να ισχυρισθεί κανείς εδώ ότι πρόκειται για παράνομα ή για επαχθή χρέη, έτσι ώστε να καταφύγει εναντίον τους δικαστικά ή να τα διαγράψει. 

(ε) Νόμιμα χρέη: Εδώ καταχωρήθηκαν από την επιτροπή όλα εκείνα τα χρέη, τα οποία δεν συμπεριλαμβάνονταν στις προηγούμενες κατηγορίες – με την πρόταση να πληρωθούν ως είχαν. 

Η επόμενη ημέρα 

Περαιτέρω μερικά χρόνια αργότερα, το 2013, ο Ισημερινός αντιμετώπισε εκείνα τα προβλήματα, τα οποία προκαλούνται νομοτελειακά στις χώρες που έχει δραστηριοποιηθεί κάποια στιγμή το ΔΝΤ – ξεπουλώντας τις δημόσιες και άλλες επιχειρήσεις τους στους ξένους. 

Ειδικότερα, δημιουργήθηκε έλλειμμα στο εμπορικό του ισοζύγιο, ύψους 1,1 δις $ – οπότε, για να το μειώσει, επέβαλλε δασμούς από 5% έως 45% στο 32% περίπου των εισαγομένων προϊόντων του. Με τον τρόπο αυτό όμως η οικονομία του βυθίστηκε στην ύφεση το 2015 και το 2016 – ενώ η πτώση των τιμών του πετρελαίου και των εξαγωγών ανάγκασε τη κυβέρνηση Correa να μειώσει τις δημόσιες δαπάνες. 

Οφείλουμε να σημειώσουμε εδώ πως οι ξένες επενδύσεις στον Ισημερινό παραμένουν χαμηλές, λόγω του ασταθούς κανονιστικού περιβάλλοντος και του αδύναμου Κράτους Δικαίου – στο οποίο η Δικαιοσύνη έχει πάψει προ πολλού να είναι ανεξάρτητη, μετά τις «παρεμβάσεις» της αριστερής κυβέρνησης. Εκτός αυτού το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών του ήταν ανέκαθεν δεδομένο (γράφημα), παρά τις εξαγωγές πετρελαίου. 

Συνεχίζοντας, τον Απρίλιο του 2016 οι ακτές του Εκουαδόρ υπέστησαν σεισμό μεγέθους 7,8 ρίχτερ – με αποτέλεσμα να προκληθούν μεγάλες ζημίες στις βιομηχανικές, τουριστικές και αλιευτικές του υποδομές, κόστους ανάκτησης τους ύψους 2,6 δις $. Για να καλύψει τώρα αυτές της δαπάνες η κυβέρνηση αύξησε τους φόρους κληρονομιάς, εισοδήματος και ΦΠΑ – ενώ το ΑΕΠ μειώθηκε ξανά κατά 1,6%. 

Τελικά τον Απρίλιο του 2017 εξελέγη νέος πρόεδρος στον Ισημερινό, τον οποίο κυβερνούσε από το 2006 συνεχώς ο Correa – ο Lenin Moreno, ο οποίος στις αρχές του 2018 διεξήγαγε δημοψήφισμα με στόχο την αντιμετώπιση των προβλημάτων διαχείρισης της προηγούμενης κυβέρνησης (διαφθορά, έλλειμμα δημοκρατίας, οικονομία κοκ.). 

Βέβαια ο ίδιος ήταν αντιπρόεδρος του κ. Correa από το 2007 έως το 2013, τεκμηριώνοντας αυτό που συμβαίνει συνήθως στα αριστερά κόμματα διακυβέρνησης – στα οποία η διαδοχή καθορίζεται ουσιαστικά από τον πρόεδρο τους και όχι από το λαό, όπως στη Βραζιλία ή στην Αργεντινή, κατά το παράδειγμα των βασιλικών καθεστώτων. Ο κ. Moreno, δέκα χρόνια μεγαλύτερος από τον κ. Correa που δεν είναι απίθανο να τον διαδεχθεί ξανά, ήταν θύμα πυροβολισμού το 1998 – με αποτέλεσμα να κυκλοφορεί έκτοτε με αναπηρικό αμαξίδιο. 

Επίλογος 

Ολοκληρώνοντας, από την ιστορία του Εκουαδόρ ή Ισημερινού μπορεί να εξάγει κανείς αρκετά ασφαλή συμπεράσματα – αφενός μεν όσον αφορά τις πραγματικές προθέσεις των αριστερών κυβερνήσεων ή τις μεθόδους που χρησιμοποιούν, σε σχέση κυρίως με την ενημέρωση και με τα ΜΜΕ, αφετέρου για την ουσιαστική έννοια του επαχθούς χρέους, καθώς επίσης του λογιστικού ελέγχου των χρεών μίας χώρας. 

Οι ομοιότητες πάντως με την Ελλάδα, με βασικότερη αλλά πολύ σημαντική διαφορά τη συμμετοχή της στην ΕΕ και στην Ευρωζώνη, είναι φανερές – τεκμηριώνοντας πως ο στόχος της σημερινής κυβέρνησης και του πρωθυπουργού είναι να μείνουν στην εξουσία για πάρα πολλά χρόνια, εξασφαλίζοντας τα μέσα και την απαιτούμενη στήριξη για να το πετύχουν. 

Ως εκ τούτου, θα ήταν πολύ μεγάλο λάθος να περιμένει η αξιωματική αντιπολίτευση πως θα κερδίσει εύκολα τις εκλογές – ενώ οι επιθέσεις που δέχεται ήδη ο αρχηγός της ακόμη και από ΜΜΕ της δικής του πολιτικής ιδεολογίας, αποδεικνύουν πως εάν ακολουθήσει την τακτική του «ώριμου φρούτου», θα έχει κάνει μία εντελώς λανθασμένη επιλογή που θα του κοστίσει την ήττα. 

Αθήνα, 04. Μαίου 2018


Οικονομολόγος





Πηγή : https://analyst.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου