Σύμφωνα με το διεθνές καρτέλ των πολυεθνικών που ελέγχουν πλέον τα πάντα στη Δύση, έχοντας την πολιτική στην έμμισθη υπηρεσία τους, απαιτείται η όσο το δυνατόν βαθύτερη διάσπαση, η κατάτμηση και η διαίρεση δηλαδή του Δημοσίου τομέα, με την ιδιωτικοποίηση όλων των επιχειρήσεων που βρίσκονται άμεσα ή έμμεσα στην ιδιοκτησία του.
Ανάλυση
Υπενθυμίζουμε ότι, πλησιάζουμε στα τελευταία στάδια των ακραία νεοφιλελεύθερων ιδιωτικοποιήσεων, οι οποίες ξεκίνησαν στις αρχές της δεκαετίας του 1980 – με ηγέτη τις Η.Π.Α. και τη Μ. Βρετανία. Αφού προηγήθηκαν λοιπόν οι μεγάλες κρατικές εταιρείες, μεταξύ των οποίων βέβαια οι κοινωφελείς, οι οποίες εξαγοράσθηκαν από τις υπερμεγέθεις πολυεθνικές (μόνο αυτές διαθέτουν τα απαιτούμενα κεφάλαια), η διαδικασία «τείνει» στο τέλος της – με την ολοκληρωτική κατάληψη της Πολιτείας, με την αποκρατικοποίηση της κυβερνητικής εξουσίας.
Υπενθυμίζουμε ότι, πλησιάζουμε στα τελευταία στάδια των ακραία νεοφιλελεύθερων ιδιωτικοποιήσεων, οι οποίες ξεκίνησαν στις αρχές της δεκαετίας του 1980 – με ηγέτη τις Η.Π.Α. και τη Μ. Βρετανία. Αφού προηγήθηκαν λοιπόν οι μεγάλες κρατικές εταιρείες, μεταξύ των οποίων βέβαια οι κοινωφελείς, οι οποίες εξαγοράσθηκαν από τις υπερμεγέθεις πολυεθνικές (μόνο αυτές διαθέτουν τα απαιτούμενα κεφάλαια), η διαδικασία «τείνει» στο τέλος της – με την ολοκληρωτική κατάληψη της Πολιτείας, με την αποκρατικοποίηση της κυβερνητικής εξουσίας.
Ειδικά όσον αφορά την Ελλάδα έχουμε την άποψη ότι, αυτά που διαδραματίζονται σήμερα έχουν στόχο τον «εκμοντερνισμό» ενός κράτους με φεουδαρχικές δομές, με απώτερο σκοπό την υποδούλωση του – μέσω της υποταγής του στην 4η εντολή του διεθνούς κεφαλαίου, σύμφωνα με την οποία απαιτείται το εξής: η όσο το δυνατόν βαθύτερη διάσπαση, η κατάτμηση και η διαίρεση δηλαδή του Δημοσίου τομέα, με την ιδιωτικοποίηση όλων των επιχειρήσεων που βρίσκονται άμεσα ή έμμεσα στην ιδιοκτησία του. Όπως θα τεκμηριώσουμε δε παρακάτω, αυτοί που επωφελούνται από το «άνοιγμα» των αγορών δεν είναι σε καμία περίπτωση οι καταναλωτές, όπως συνήθως προσπαθεί να μας πείσει το «σύστημα», αλλά τα ισχυρότερα κράτη – κατ’ επέκταση βέβαια οι πραγματικές κυβερνήσεις τους: οι πολυεθνικές, ιδιαίτερα αυτές του χρηματοπιστωτικού κλάδου με κορυφαία τη Black Rock.
Θεωρώντας λοιπόν ότι, το σημαντικότερο πρόβλημα της χώρας μας είναι η προσπάθεια ιδιωτικοποίησης των κερδοφόρων κοινωφελών επιχειρήσεων (ενέργεια και ύδρευση, αφού δυστυχώς αλώθηκαν οι τηλεπικοινωνίες, τα αεροδρόμια κοκ.), θα προσπαθήσουμε να αναλύσουμε εκτενέστερα το θέμα – χωρίς να παραγνωρίζουμε τη συμβολή της Τρόικα στις συγκεκριμένες προσπάθειες (επηρεασμός της κοινής γνώμης μέσω των ΜΜΕ, επιλογή της κατάλληλης χρονικής περιόδου για την επιβολή μέτρων κλπ). Ίσως δεν πρέπει να ξεχνάμε εδώ ότι, η μοναδική κρατική επιχείρηση που κατάφερε να διατηρήσει η Βραζιλία, είναι η PETROBRAS, χάρη στις συντονισμένες ενέργειες του έντιμου, μαχητικού και ικανότατου συνδικάτου της – αν και είναι πλέον αβέβαιο το μέλλον της, κατηγορούμενη για πολλές περιπτώσεις διαφθοράς, με τις οποίες έγινε εφικτή η ανατροπή της προέδρου της χώρας (ανάλυση).
Η απελευθέρωση των αγορών
Τόσο οι ιδιωτικοποιήσεις, όσο και η «απελευθέρωση» των αγορών (το άνοιγμα των «κλειστών» επαγγελμάτων κλπ), ακολουθούν τον παρακάτω απλουστευμένο δρόμο:
(α) Η «κοινή γνώμη» πείθεται έντεχνα ότι (κυρίως μέσω των ΜΜΕ, συνειδητά εκ μέρους τους ή μη), το άνοιγμα των αγορών θα έχει θετικά αποτελέσματα στη διαμόρφωση των τιμών καταναλωτή – οι οποίες τότε θα ακολουθήσουν πτωτική πορεία. Έτσι, ο λαός τοποθετείται εχθρικά απέναντι σε όλους εκείνους, οι οποίοι επαναστατούν και διαμαρτύρονται, εκμηδενίζοντας δυστυχώς τις όποιες αντιδράσεις τους (απεργίες, διαδηλώσεις κλπ).
Σε κάποιες ειδικές περιπτώσεις, δημιουργούνται σκόπιμα οι προϋποθέσεις «λαϊκών αντιδράσεων» απέναντι στα κρατικά μονοπώλια (για παράδειγμα, «blackout» της ΔΕΗ, κίνδυνος χρεοκοπίας κλπ), έτσι ώστε να αποδυναμωθούν εντελώς τα τυχόν δραστήρια συνδικαλιστικά κινήματα τους – να χάσουν την υποστήριξη της κοινής γνώμης δηλαδή και να βρεθούν αντιμέτωπα με εχθρικά ΜΜΕ, όπως έχει συμβεί σε κάποιες άλλες χώρες, στις οποίες «εισέβαλλε» το εξαιρετικά ικανό και έμπειρο ΔΝΤ.
(β) Οι αγορές ανοίγουν «με εντολή των Θεσμών» (ΔΝΤ, κυβερνήσεις, διακρατικές ενώσεις κλπ) οπότε, στα πρώτα στάδια της διαδικασίας, εντείνεται ο ανταγωνισμός μεταξύ των επαγγελματιών ή των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα πράγματι την «υποχώρηση» των τιμών – επομένως, τεκμηριώνεται απόλυτα το «αξίωμα», το βασικό «δόγμα» καλύτερα του διεθνούς κεφαλαίου.
(γ) Η υποχώρηση των τιμών οδηγεί στη χρεοκοπία πολλούς επαγγελματίες ή μικρομεσαίες εταιρείες, οι οποίες δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν με το συνεχώς αυξανόμενο ανταγωνισμό – πόσο μάλλον όταν «υποδαυλίζουν» την αδυναμία τους οι τράπεζες που υπερχρεώνονται (ή χρεοκοπούν όπως στην περίπτωση της Ελλάδας από το PSI), αρνούμενες «κατ’ εντολή» να τους εγκρίνουν δάνεια. Εκτός αυτού, προβληματίζει τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις, κοινωφελείς ή μη (όπως για παράδειγμα τη ΔΕΗ, την ΕΥΔΑΠ, την ΕΥΑΘ κλπ) οι οποίες, μη έχοντας τη δυνατότητα να ανταγωνιστούν τις πολυεθνικές που «εισβάλλουν» στα εθνικά εδάφη τους, υποχρεώνονται στην εκποίηση τους – στην απορρόφηση τους δηλαδή από αυτές.
Προφανώς οι ίδιες σπάνια μπορούν να επεκταθούν στα «ξένα εδάφη», αφού η μικρή εσωτερική αγορά τους δεν επιτρέπει την ενίσχυση ενδεχομένων επεκτατικών προγραμμάτων – όπως συμβαίνει με τις πολυεθνικές των ισχυρών κρατών, δια των μεθόδων του damping (=υψηλές τιμές στις εθνικές αγορές τους, χαμηλές στις εξωτερικές, επιδοτήσεις του εργατικού κόστους κ.α.) ή άλλων.
(δ) Ο αριθμός των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται πλέον στην εκάστοτε αγορά που απελευθερώνεται μειώνεται διαρκώς, με αποτέλεσμα το περιορισμό του ανταγωνισμού και την εγκαθίδρυση «ολιγοπωλιακών δομών» (ουσιαστικά, νέο-φεουδαρχικών). Η μισθοί μειώνονται και η ανεργία αυξάνεται – αφενός μεν από τις επιχειρήσεις που χρεοκοπούν, αφετέρου δε από τις απολύσεις, με τις οποίες οι πολυεθνικές τείνουν να εξορθολογήσουν τη λειτουργία τους και να μεγεθύνουν τα κέρδη τους. Οι σχετικά ελάχιστες επιχειρήσεις που απομένουν, δεν έχουν κανέναν αντικειμενικό λόγο να διατηρήσουν τον προϋπάρχοντα τιμολογιακό ή μισθολογικό ανταγωνισμό.
(ε) Οι τιμές αρχίζουν να αυξάνονται, ενώ στη συνέχεια ξεπερνούν κατά πολύ τα επίπεδα πριν την «απελευθέρωση» – έτσι ώστε οι πολυεθνικές εταιρείες που έχουν πλέον κυριαρχήσει, να υπερκαλύψουν τις αρχικές τους «επενδύσεις», οι οποίες είχαν απώτερο στόχο τη μόνιμη εγκατάσταση των «ολιγοπωλιακών δομών». Χωρίς καμία αμφιβολία, είναι πλέον πολύ αργά τότε να αντιδράσουν οι καταναλωτές.
Ολοκληρώνοντας, θεωρούμε σκόπιμη την τεκμηρίωση της παραπάνω ανάλυσης μας, ειδικά όσον αφορά την εξέλιξη των τιμών καταναλωτή σε μία αγορά που «απελευθερώνεται», με τη βοήθεια της πραγματικότητας σε μία ισχυρή χώρα, με σχετικά φτωχούς κατοίκους: στη Γερμανία, όπου το 20% των εργαζομένων της αμείβεται δυστυχώς με λιγότερα από 5 € την ώρα (μικτά, πηγή: Spiegel).
Ιδιωτικοποιήσεις και τιμές καταναλωτή
“Σε σύγκριση με τον Απρίλιο του 1998, με το έτος δηλαδή που απελευθερώθηκε η αγορά του ηλεκτρικού ρεύματος”, διαβάζουμε στις γερμανικές εφημερίδες του 2006 (FAZ), συνέβησαν τα εξής:
“Όχι μόνο εκμηδενίσθηκαν τα αρχικά κέρδη της απελευθέρωσης για τους καταναλωτές αλλά, αντίθετα, επιβαρύνθηκαν πολύ περισσότερο. Τα γερμανικά νοικοκυριά είναι υποχρεωμένα σήμερα να πληρώνουν πάνω από 25% ακριβότερα το ρεύμα, ενώ η βιομηχανία γύρω στο 15%. Οι τιμές του φυσικού αερίου ευρίσκονται στα ανώτερα επίπεδα της ΕΕ, ενώ οι βιομηχανικές επιχειρήσεις με περιορισμένη κατανάλωση ρεύματος, πληρώνουν τις ακριβότερες τιμές στην Ευρώπη. Ένα μέσο γερμανικό νοικοκυριό πληρώνει 19,83 σεντς την κιλοβατώρα, όταν ένα αντίστοιχο γαλλικό μόλις 12,20 σεντς –ένα ελβετικό 12,12 και ένα ελληνικό περί τα 10,00 σεντς”.Παρά το υψηλό επίπεδο των τιμών, οι περισσότερες εταιρείες παροχής ηλεκτρικού ρεύματος έχουν καταθέσει αιτήσεις αύξησης των τιμών τους για το 2007, μεταξύ 7% και 20%, στα υπεύθυνα τοπικά κοινοβούλια. Οι επιχειρήσεις αυτές αιτιολογούν τις αιτήσεις αύξησης των τιμών του ηλεκτρικού ρεύματος, στη βάση των αυξήσεων της τιμής αγοράς του – έτσι όπως αυτή διαμορφώνεται από το χρηματιστήριο ενέργειας της Λειψίας. Η εκμετάλλευση των καταναλωτών από το ολιγοπώλιο της ενέργειας, η οποία ευρίσκεται στα χέρια τεσσάρων μόλις επιχειρήσεων (Eon,RWE, Vattenfall και ENBW), θα πρέπει, σύμφωνα με την κυβέρνηση, να καταπολεμηθεί άμεσα”.
Ακριβώς τέσσερα χρόνια αργότερα (Αύγουστος του 2010), διαβάζουμε ξανά στις γερμανικές εφημερίδες (Zeit) τα παρακάτω:
“Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη, οι ενεργειακοί όμιλοι αύξησαν υπερβολικά τις τιμές τους, «αφαιρώντας» από καταναλωτές πολλά εκατομμύρια Ευρώ. Οι τιμές αυξήθηκαν με απαράδεκτες δικαιολογίες, ενώ φαίνεται ότι εκμεταλλεύτηκαν τη μονοπωλιακή δομή τους εις βάρος των καταναλωτών. Κανείς δεν μπορεί να ισχυρισθεί ότι επικρατεί ανταγωνισμός μεταξύ τους. Η τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος ακολουθεί την ίδια πορεία εδώ και πολλά χρόνια – είναι μονοδρομημένα ανοδική”.
Φυσικά, η τιμή αγοράς του ηλεκτρικού ρεύματος στη Γερμανία, διαμορφώνεται με τη βοήθεια του χρηματιστηρίου ενέργειας της Λειψίας – με τη συμμετοχή του χρηματοπιστωτικού κλάδου δηλαδή, έτσι ακριβώς όπως συνέβη με την Καλιφόρνια και την Enron.
Τα δύο παραπάνω άρθρα των γερμανικών εφημερίδων, με τέσσερα χρόνια διαφορά μεταξύ τους, είναι χαρακτηριστικά, σε σχέση με την απελευθέρωση των αγορών, καθώς επίσης με το κατά πόσο ωφέλιμες είναι γενικά (όχι μόνο για την Ελλάδα) οι ιδιωτικοποιήσεις των κοινωφελών επιχειρήσεων για τον καταναλωτή.
Είναι δε σε όλους γνωστή η ιστορία του μεγάλου αμερικανικού ενεργειακού ομίλου Enron, ο οποίος ουσιαστικά έφερε στα πρόθυρα της χρεοκοπίας την 8η μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, την Καλιφόρνια – μεταξύ άλλων αυξάνοντας συνεχώς, με πλήρη αδιαφάνεια, τις τιμές πώλησης του ηλεκτρικού ρεύματος (η αγορά ενέργειας των Η.Π.Α. απελευθερώθηκε, παραδόθηκε δηλαδή στο Καρτέλ των πολυεθνικών κολοσσών, το 1992). Επίσης γνωστή είναι και η τραγωδία των κατοίκων της Χιλής, μετά την ιδιωτικοποίηση όλων των εταιρειών ύδρευσης της χώρας τους (ξεραίνονται οι καλλιέργειες τους, λιμοκτονούν, έχουν τεράστιες ελλείψεις πόσιμου νερού κλπ). Όσον αφορά δε τις τιμές ηλεκτρικού ρεύματος, έχουν αυξηθεί ακόμη περισσότερο σήμερα στη Γερμανία – όπως φαίνεται από το γράφημα.
Συμπληρωματικά, ίσως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι, οι τρείς μεγαλύτεροι κλάδοι της παγκόσμιας οικονομίας είναι το πετρέλαιο, ο ηλεκτρισμός και το νερό – γεγονός που καθιστά περιζήτητες από το Καρτέλ όλες εκείνες τις κρατικές επιχειρήσεις, οι οποίες δραστηριοποιούνται στους συγκεκριμένους, ουσιαστικά μονοπωλιακούς τομείς (επίσης στα τυχερά παιχνίδια, όπως ο ΟΠΑΠ). Προφανώς κάτι παραπάνω από εμάς θα γνωρίζει το Καρτέλ, έχοντας ανέκαθεν αυτές τις προτεραιότητες.
Η ΔΕΗ και η κοινή γνώμη
Επιθυμώντας κατ’ αρχήν να αποσαφηνίσουμε την κοινή γνώμη στη χώρα μας, έτσι όπως έχει σταδιακά διαμορφωθεί (αν και πιθανότατα «χειραγωγημένη»), θεωρούμε ότι συμφωνεί με την απαγόρευση των κρατικών μονοπωλίων, με το άνοιγμα των αγορών, καθώς επίσης με την κατάργηση των κλειστών επαγγελμάτων. Οι Έλληνες έχουν στη συντριπτική τους πλειοψηφία την πεποίθηση ότι, μόνο έτσι θα καταπολεμηθούν οι απαράδεκτες «πελατειακές σχέσεις», η διαφθορά, η διαπλοκή και η «συντεχνιακή» νοοτροπία των επαγγελματιών συνδικαλιστών.
Περαιτέρω, πιστεύουν ότι «επιλέχθηκε» η ΔΕΗ για την κατάλυση των κρατικών μονοπωλίων, ενώ είναι σχεδόν σίγουροι ότι, μόνο μέσω της κατάργησης των κλειστών επαγγελμάτων θα αναπτυχθεί η ελληνική οικονομία (υπάρχουν άλλωστε πολλές «μελέτες», οι οποίες το «αποδεικνύουν» – από το ΙΟΒΕ κλπ). Τέλος, θεωρούν μονόδρομο τις αποκρατικοποιήσεις, σε σχέση με την έξοδο από την κρίση των κρίσεων, καθώς επίσης για την καταπολέμηση της ανεργίας.
Σχεδόν το σύνολο των απόψεων που έχουμε μελετήσει στον Τύπο και αλλού, ταυτίζονται σε γενικές γραμμές με τα παραπάνω, τα οποία εμφανίζουν μία «οργισμένη» κοινή γνώμη – μία ελληνική κοινωνία η οποία, έχοντας υποφέρει τα πάνδεινα στο παρελθόν, τόσο από τη διαπλοκή, όσο και από τη διαφθορά ενός κράτους με απίστευτες «φεουδαρχικές δομές», εξεγείρεται εναντίον των δημοσίων υπαλλήλων, των πολιτικών, των μεγάλων επιχειρηματιών, των επαγγελματιών συνδικαλιστών, των ιδιοκτητών φορτηγών και πολλών άλλων. Δυστυχώς, αυτός είναι ταυτόχρονα ο κύριος στόχος της (σκιώδους) κυβέρνησης: ο «εμφύλιος πόλεμος» δηλαδή, αφού γνωρίζει πολύ καλά να εκμεταλλεύεται τα συναισθήματα του «όχλου» – πόσο μάλλον όταν δεν είναι υποχρεωμένη να σπαταλήσει ενέργεια, για να καταπνίξει τυχόν αντιστάσεις του (Pareto).
Είναι όμως αλήθεια αυτή η ρεαλιστική «πραγματικότητα»; Δεν μας έχει γίνει καμία «πλύση εγκεφάλου» και είναι σωστές οι πεποιθήσεις μας ή μήπως απλά θα επιβαρυνθούν ακόμη περισσότερο οι καταναλωτές, θα υποφέρουν τα παιδιά μας, θα αυξηθεί η ανεργία, θα μειωθούν ακόμη περισσότερο τα εισοδήματα όλων των Ελλήνων και θα αντικατασταθεί η εγχώρια από τη διεθνή «τυραννία»;
Μήπως ταυτόχρονα θα μεταφερθούν δια της «φοροαποφυγής» (απόλυτα νόμιμη πληρωμή ελάχιστων φόρων, μέσω της εκμετάλλευσης διαφόρων «φορολογικών παραδείσων» και λογιστικών «παραθύρων») αφορολόγητοι ελληνικοί πόροι στο εξωτερικό, εκεί δηλαδή που έχουν την έδρα τους οι πολυεθνικές;
Δεν είναι γνωστό το ότι, μόνο εκείνοι που (μεταφορικά) κατέχουν ένα πλεόνασμα τροφής, μπορούν να εξαναγκάσουν αυτούς που λιμοκτονούν σε μία «ελεύθερα» αποδεκτή δουλεία, χωρίς να χρησιμοποιήσουν βία;
Περαιτέρω, είναι πολύ σωστή η ελληνική κοινή γνώμη, όταν τάσσεται σχεδόν εξ ολοκλήρου υπέρ της καταπολέμησης της διαφθοράς – με τη βοήθεια και των ιδιωτικοποιήσεων. Εάν όμως τα «προϊόντα» της, η αύξηση των εσόδων και η μείωση των δαπανών δηλαδή, δεν παραμείνουν στη χώρα μας, αλλά διαφύγουν μέσω των πολυεθνικών στο εξωτερικό, τότε όχι μόνο δεν θα υπάρξει αντικειμενικό όφελος αλλά, αντίθετα, η ζημία θα διπλασιασθεί.
Αφενός μεν λοιπόν θα συνεχίσουν να επιβαρύνονται δυσανάλογα οι καταναλωτές, παρά την «απελευθέρωση» των αγορών, όπως αναφέραμε στο παραπάνω παράδειγμα της Γερμανίας, αφετέρου τα έσοδα από την καταπολέμηση της διαφθοράς μάλλον δεν θα καταναλώνονται στο εσωτερικό, αλλά στο εξωτερικό – αυξάνοντας εκεί το επίπεδο διαβίωσης και τις θέσεις εργασίας. Δυστυχώς για όλους μας, σπάνια η διαφθορά εξαφανίζεται – συνήθως, αλλάζει απλά «στρατόπεδο» (στην προκειμένη περίπτωση, μεταφέρεται στις ξένες πολυεθνικές εταιρείες, οι οποίες κάθε άλλο παρά σαν αδιάφθορες μπορούν να χαρακτηρισθούν).
Όσον αφορά ειδικά την παραγωγικότητα των εργαζομένων (ανάλυση), εάν η βελτίωση της αυξήσει μόνο τα κέρδη των πολυεθνικών και δεν συμβάλλει στη μείωση των τιμών καταναλωτή, στην παραγωγή εθνικού πλούτου ή στην αύξηση των θέσεων εργασίας, δεν θα έχει καμία ουσιαστική ωφέλεια για τους Πολίτες. Για παράδειγμα, όλοι είμαστε εναντίον της εικόνας κάποιων υπαλλήλων στις κρατικές επιχειρήσεις ή στο δημόσιο, οι οποίοι κάθε άλλο παρά εργάζονται – δεν παράγουν δηλαδή. Όμως, εάν οι επιχειρήσεις αυτές ιδιωτικοποιηθούν από το διεθνές Καρτέλ, μειώνοντας το προσωπικό τους και αυξάνοντας την παραγωγικότητα τους, αυτό που στην πραγματικότητα θα απομείνει στη χώρα μας θα είναι η ανεργία, ο περιορισμός των δημοσίων εσόδων, καθώς επίσης η πτώση των μέσων ελληνικών εισοδημάτων – με όλα όσα κάτι τέτοιο συνεπάγεται (μείωση της ιδιωτικής κατανάλωσης, χρεοκοπία των μικρομεσαίων επιχειρήσεων κλπ).
Δυστυχώς, οι μεγάλες κρατικές εταιρείες μίας μικρής χώρας, όπως η Ελλάδα, δεν είναι εύκολο να ιδιωτικοποιηθούν από δικούς της επιχειρηματίες – όπως συμβαίνει συνήθως στη Γερμανία, στις Η.Π.Α. ή στην Ιαπωνία. Αρκεί να δει κανείς τα μεγέθη τους, για να κατανοήσει τη θέση μας. Για παράδειγμα, η κεφαλαιοποίηση της ΔΕΗ είναι σήμερα μόλις 529 εκ. € (από 3,06 δις € στις 12.08.2010, έχοντας κυριολεκτικά καταρρεύσει για να εκποιηθεί σε μία εξευτελιστική τιμή), όταν της γερμανικής RWE είναι 12,17 δις €,. Η RWE απασχολεί 59.547 άτομα και έχει κέρδη 1,9 δις € μετά φόρων, ενώ η ΔΕΗ απασχολεί 18.572 άτομα (πηγή) από 23.127 το 2010 και λειτουργεί ουσιαστικά ήδη ζημιογόνα, εάν αφαιρέσει κανείς τη στήριξη του δημοσίου.
Βέβαια, η ΔΕΗ έχει εξαιρετικά χαμηλή παραγωγικότητα (τζίρος και κέρδη ανά άτομο) – επομένως πολύ υψηλό αριθμό εργαζομένων, αν και δεν είναι απόλυτα συγκρίσιμος με τις υπόλοιπες χώρες, λόγω των γεωγραφικών «δυσχερειών» της χώρας μας (νησιά κλπ). Όμως, το 2010 ήταν εξαιρετικά κερδοφόρα, αφού το ποσοστό καθαρού κέρδους (προ φόρων) της διαμορφωνόταν στο 16,46%, όταν της RWE στο 11,73% – παρά το ότι πουλούσε ηλεκτρικό ρεύμα σε τιμές πολύ φθηνότερες από τη γερμανική εταιρεία. Φυσικά δε οι πρόεδροι της δεν αμείφτηκαν ποτέ με 7 εκ. € το χρόνο, όπως ο συνάδελφος του της RWE (ποσόν δηλαδή, το οποίο αντιστοιχεί με τις αμοιβές άνω των 800 ανειδίκευτων εργαζομένων). Εκτός αυτού, παρά το ότι οι υποχρεώσεις της είναι υψηλές υψηλές, ήταν το 2010 χαμηλότερες από όλες τις άλλες – επίσης σε ποσοστά επί του τζίρου.
Εν τούτοις, ο υποχρεωτικός διαμελισμός της επιχείρησης και τα συνεχή λάθη του δημοσίου, την κατέστρεψαν εντελώς, παρά το ότι ήταν σε πολύ καλή θέση το 2010, όταν η χώρα οδηγήθηκε στο ΔΝΤ – έτσι ώστε να εκποιηθεί υποχρεωτικά, αφού κινδυνεύει πλέον να χρεοκοπήσει, οπότε δεν είναι πια σε θέση να την κρατήσει το κράτος
Συμπέρασμα
Δεν είμαστε προφανώς σε καμία περίπτωση αντίθετοι με την άμεση ανάγκη εξυγίανσης της ελληνικής οικονομίας, με την καταπολέμηση της διαφθοράς ή με τη ριζική αντιμετώπιση της διαπλοκής των πολιτικών, των ιδιοτελών ψηφοφόρων τους, των επιχειρηματιών και των συνδικάτων. Εν τούτοις, δεν συμφωνούμε με την κατάλυση της εθνικής μας κυριαρχίας, με την αδικαιολόγητη ιδιωτικοποίηση των κοινωφελών επιχειρήσεων, με την εγκληματική εκποίηση της δημόσιας περιουσίας, καθώς επίσης με την επέλαση του Καρτέλ στη χώρα μας – με την απαράδεκτη ανοχή τόσο της ΕΕ, όσο και της Γερμανίας, η οποία συνεχίζει να μην εξοφλεί τις τεράστιες οφειλές της (αποζημιώσεις) απέναντι στην Ελλάδα, ενώ επωφελείται τα μέγιστα από την ελληνική κρίση.
Η Ελλάδα, μία χώρα πάμπλουτη από πολλές πλευρές, κυριολεκτικά προικισμένη από τη Φύση, οφείλει να ακολουθήσει το δικό της δημοκρατικό δρόμο. Εάν όμως οι Πολίτες της δεν συνειδητοποιήσουν ούτε αυτή τη φορά τις τεράστιες ευθύνες τους, καθώς επίσης εάν τα ΜΜΕ της χώρας μας δεν συμβάλλουν θετικά στην αντικειμενική, σωστή ενημέρωση των Ελλήνων, συνεχίζοντας ενδεχομένως να «παραπληροφορούν», πόσο μάλλον να υπηρετούν ξένα συμφέροντα ή τις ανάγκες κερδοφορίας τους, ο πόλεμος θα χαθεί για τη χώρα μας – αυτή τη φορά οριστικά και αμετάκλητα.
Δυστυχώς, τα διάφορα ανεξάρτητα «ιστολόγια» και οι ελεύθερες διαδικτυακές εφημερίδες δεν αρκούν – δεν έχουν την «εμβέλεια», αλλά ούτε και την εγκυρότητα των μεγάλων αστικών μέσων ενημέρωσης. Όπως λέγεται δε, «Ο Θεός είναι πράγματι Μεγάλος, αλλά εμείς είμαστε τα χέρια Του».
Πηγή : https://analyst.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου