Το ΟΧΙ μας
ΟΧΙ : σύμφωνα με τα λεξικά, το
νεοελληνικό «όχι» προέρχεται από το αρχαίο «οὐκ» όταν μονιμοποιήθηκε η
δασυνόμενη μορφή «οὐχ(ί)» – πχ: ” οὐκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος” =
“δεν μπορείς να πάρεις από αυτόν που δεν έχει”, είπε ο κυνικός φιλόσοφος
Μένιππος στο Χάροντα, επειδή δεν είχε να δώσει τον οβολό του για να
περάσει τον Αχέροντα ποταμό, (βλ. Νεκρικούς διαλόγους Λουκιανού ).
Επομένως το οὐκ/οὐχ(ί)/όχι είναι ένα εμφατικό ΔΕΝ , π.χ: Δεν έχει άλλο τέλος !!!!
ΝΑΙ: πρόκειται για επίρρημα, με αβέβαιη
ετυμολογία, παρότι απαντάται και στα λατινικά ως nae. Ομοίως το
συναντάμε στον Όμηρο ( π.χ Ιλιάδα Α, 286 ), σε εκφράσεις όπως : ” ναί δη
ταύτά γε πάντα”, ή σε όρκους: ” ναί μα τόδε σκήπρον ” ( Ιλ. Α 254 ).
Αργότερα στην Αττική διάλεκτο απαντάται μεμονωμένα ως επί αποκρίσεων (
π.χ: Αισχ. Πέρσ.738 ) έχοντας την έννοια της συγκατάβασης / συμφωνίας,
αλλά με όρους, όχι πλήρους παραδόσεως στη γνώμη του άλλου .
Απόσπασμα ( κρίσιμο ) από το προσωπικό ημερολόγιο του Ι. Μεταξά (σελίδες 523-4, Αθήνα 1960).
“Σας εκάλεσα σήμερα για να σας μιλήσω με
χαρτιά ανοικτά. Θα σας ειπώ τα πάντα. Θα σας ειπώ ακόμη και τα μεγάλα
μου πολιτικά μυστικά. Θέλω να ξέρετε και σεις όλα τα σχετικά με την
εθνικήν μας περιπέτειαν ώστε να γράφετε, όχι συμμορφούμενοι προς τας
οδηγίας μου, αλλά εμπνεόμενοι, εις την προσωπικήν σας πίστην, από την
γνώσιν των πραγμάτων (…….)
Ομολογώ ότι εμπρός εις την φοβεράν
ευθύνην της αναμίξεως της Ελλάδος εις τέτοιον μάλιστα πόλεμον, έκρινα
πως καθήκον μου ήτο να δω εάν θα ήτο δυνατόν να προφυλάξω τον τόπον από
αυτόν, έστω και δια παντός τρόπου, ο οποίος όμως θα συνεβιβάζετο με τα
γενικότερα συμφέροντα του Έθνους.
Εις σχετικάς βολιδοσκοπήσεις προς την
κατεύθυνσιν του Αξονος, μου εδόθη να εννοήσω σαφώς ότι η μόνη λύσις θα
μπορούσε να είναι μία εκουσία προσχώρησις της Ελλάδος εις την “Νέαν
Τάξιν” (…….)
Με καταφανή προσπάθειαν αποφυγής σαφούς
καθορισμού, μου εδόθη να καταλάβω ότι η προς Ελληνας στοργή του Χίτλερ,
ήτο η εγγύησις ότι αι θυσίαι αύται θα περιορίζοντο εις το ελάχιστον
δυνατόν (…..)
Όταν επέμεινα να κατατοπισθώ πόσον επί
τέλους θα μπορούσε να είναι αυτό το “ελάχιστον”, τελικώς μας εδόθη να
καταλάβωμεν ότι τούτο συνίστατο εις μερικάς ικανοποιήσεις προς Ιταλίαν
δυτικώς μέχρι Πρεβέζης, ίσως και προς την Βουλγαρίαν ανατολικώς μέχρι
Δεδεαγάτς (Αλεξανδρουπόλεως) (…..)
Αυτή η δήθεν προφύλαξις θα ήτο δια την
τύχην της εις το μέλλον Ελληνικής φυλής πλέον ολεθρία και από τας
χειροτέρας έστω συνεπείας οποιουδήποτε πολέμου (…..)
Θα εδημιουργούντο όχι δύο όπως το 1916, αλλά τρεις αυτήν την φοράν Ελλάδες.
Πρώτη θα ήτο η επίσημος των Αθηνών η
οποία θα είχε φθάσει εις την πόρωσιν και το κατάντημα δια να αποφύγη τον
πόλεμον να δεχθή να γίνη εθελοντής δούλος πληρώνουσα μάλιστα την τιμήν
αυτήν και με την συγκατάθεσίν της να αυτοακρωτηριασθή τραγικώτατα,
παραδίνουσα εις την δουλείαν πληθυσμούς αμιγώς ελληνικούς και μάλιστα
δύναμαι να είπω ελληνικώτερους των ελληνικών τοιούτους. Δευτέρα θα ήτο η
πραγματική Ελλάς.
Δηλαδή η παμψηφία της κοινής γνώμης του
Εθνους, το οποίον ποτέ δεν θα απεδέχετο την εκουσίαν αυτού υποδούλωσιν
πληρωνομένην μάλιστα με εθνικόν ακρωτηριασμόν αφόρητον και ισοδυναμούσαν
με οριστικήν ατίμωσην και μελλοντικήν βεβαίαν εκμηδένησιν του
Ελληνισμού ως εννοίας και οντότητος, εκμηδένησιν πρώτο ηθικήν και
δεύτερον εν συνεχεία της ηθικής και υλικήν ……..”
Όπως γίνεται σαφές από τις
διαπραγματεύσεις του καθεστώτος Ι. Μεταξά με τις δυνάμεις της “Νέας
Τάξης”, στις οποίες θα ήταν ίσως αναμενόμενο να προσέλθει λόγω
ιδεολογικής συγγένειας, του ζητήθηκαν παραχωρήσεις για τις οποίες
παραδέχεται ότι “η παμψηφία της κοινής γνώμης του Έθνους, … ποτέ δεν θα
απεδέχετο”.
Το “Alors, c’est la guerre = επομένως
πόλεμος, που είπε στον Γκράτσι , στο στόμα του Λαού και των εφημερίδων
της εποχής έγινε ΟΧΙ στις δυνάμεις της “Νέας Τάξης” . Το αναφέρει και ο
Γκράτσι , στο il principio della fine/ η αρχή του τέλους.
Το ΟΧΙ ήταν ένας μονόδρομος, ο οποίος
είχε προ-αποφασιστεί από τον ελληνικό λαό ήδη από το 1939 που ξέσπασε ο
Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος , δηλαδή η πλειοψηφία να είναι αντίθετη στη νέα
τάξη πραγμάτων, κάτι που εμπεδώθηκε οριστικά στις 15 Αυγούστου 1940 με
τη βύθιση της ΕΛΛΗΣ στην Τήνο.
Όλα αυτά, ο Ι.Μεταξάς ( έστω και εκών άκων αν θέλετε ), τα είχε αντιληφθεί και γι’ αυτό διατύπωσε με την παραπάνω φράση , την θέση του έθνους προς τον Γκράτσι, στον οποίο μονόδρομο , απλά ήταν θέμα χρόνου η είσοδος και η πορεία, που σε κάθε περίπτωση υλοποίησε ο Ελληνικός λαός.
Διότι το ΟΧΙ δεν αρκούσε να ειπωθεί μόνο θεωρητικά , έπρεπε να υπάρχουν δομές και κάποιος να το υλοποιήσει.
Γι’ αυτό , δεν υφίσταται καν το “ψευδοερώτημα” :
Ποιός είπε το ΟΧΙ ;
Ο Μεταξάς , λέγοντας το Alors, c’est la
guerre / ΟΧΙ , ως θεσμικός Πρωθυπουργός ( έστω και δικτάτωρ ) έπραξε το
καθήκον του , αντιλαμβανόμενος το λαϊκό αίσθημα και την επιθυμία του
Βασιλιά να ταχθούν στο πλευρό της Αγγλίας, πιθανολογώντας πως θα
κερδίσει στο τέλος και αυτό τον πόλεμο.
Στα πλαίσια του παγκόσμιου μιλιταριστικού
πνεύματος του μεσοπολέμου και το καθεστώς Μεταξά είχε προετοιμάσει το
στράτευμα , με πανάξιους αξιωματικούς , έστω και εάν είχαν κάποιες
διχογνωμίες, καθώς και οχυρά.
Ακόμα και όσοι “δοσιλόγησαν” τον Απρίλιο
του 1941 στους Γερμανούς ( μεγάλη συζήτηση γιατί και πως το
δικαιολόγησαν οι ίδιοι ) , το 1940 ήταν πρωτεργάτες της Νίκης.
Οι λαός και οι εφημερίδες, είπαν ομοίως : ΟΧΙ
Ο στρατός , οι έφεδροι, οι γυναίκες , τα παιδιά και σύσσωμος ο Ελληνισμός ( πλην ελαχίστων εξαιρέσεων ) το υλοποίησαν .
Ο παππούς μου Δημήτρης ( εκ πατρός ) , τα
αδέλφια του , ο παππούς μου Αριστείδης ( εκ μητρός ) και τα αδέλφια του
, αν και έφεδροι βρέθηκαν στο μέτωπο.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ τι μου έλεγαν περίπου το 1974 ( ήμουν 10 ετών ) δηλ. 34 χρόνια μετά την 28η του 1940:
” Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 1940, 6π.μ βάρεσε
η καμπάνα του αη Δημήτρη, που μια μέρα πριν γλεντούσαμε στο πανηγύρι
του …… Πόλεμος , φύγαμε με τα πόδια . Παρουσιαστήκαμε στην Πάτρα και από
εκεί μέσω Αντίρριου στα Γιάννενα και μετά στις μονάδες . Μας έδωσαν 5
σφαίρες και μισή κουραμάνα ( πιτυρούχο ψωμί ξερό). Με αυτά πολεμήσαμε ,
βρεγμένοι , ψειριασμένοι , με κρυοπαγήματα …… Και νικήσαμε γιατί είχαμε
ψυχή και πυροβολητές σαν τον Ταγματάρχη Δημήτριο Κωστάκη ( 1891 -1961 ,
Μπεστιά Λάκκα Σουλίου ) που έστελνε τις οβίδες συστημένες “μέσα στα
καζάνια των ιταλών” . Τον Κατσιμήτρο , τον Δαβάκη ….”
Αυτή είναι η ιστορία μας και μας ανήκει.
Δρ Δημ. Σταθακόπουλοq
Πηγή : https://www.militaire.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου