Ο καθηγητής Δημόσιας Ιστορίας στο Πάντειο Χάρης Αθανασιάδης σε μία
συζήτηση για την εθνική επέτειο, με απαντήσεις σε όλα τα ερωτήματα που
κατά καιρούς γίνονται θέμα συζήτησης και δυστυχώς και αντιπαράθεσης…
Ποιος είπε τελικά το ΟΧΙ; Ήταν πόλεμος μονάχα εθνικός ή και πόλεμος
αντιφασιστικός; Γιατί τελικά γιορτάζουμε την έναρξη του πολέμου και όχι
το τέλος του;
Γιορτάζοντας την Αντίσταση
Ο ελληνοϊταλικός πόλεμος κράτησε περίπου έξι μήνες, από τον Οκτώβριο
του 1940 έως τον Απρίλιο του 1941. Το αποτύπωμά του όμως στη συλλογική
μας μνήμη υπήρξε βαθύ, αντέχει έως σήμερα. Έγραψα «αποτύπωμα», μα
καλύτερα ταιριάζει ο πληθυντικός. Διότι, αν στις επίσημες τελετουργίες
(παρελάσεις, καταθέσεις στεφάνων, σχολικές γιορτές) επιβλήθηκε μνημονική
ενότητα, στην ευρύτερη δημόσια σφαίρα ξεδιπλώνονται δύο τουλάχιστον
αφηγήσεις που ενίοτε τέμνονται, μα συχνότερα αποκλίνουν.
Η πρώτη εκκινεί από τη Δεξιά, η δεύτερη από την Αριστερά. Και οι δυο
αρθρώνονται ως απαντήσεις σε τρία κομβικά ερωτήματα. Ποιος είπε το
«Όχι», ο Μεταξάς ή ο λαός;
Η δεξιά αφήγηση (που έως το 1981 ταυτίζεται με την επίσημη, εθνική
αφήγηση) επικεντρώνεται στο ρόλο της πολιτικής ελίτ: υπογραμμίζει τη
γεωστρατηγική οξύνοια του Μεταξά, την εκτίμησή του πως εάν η Ελλάδα
προσχωρήσει εκουσίως «εις την Νέαν Τάξιν» θα τριχοτομηθεί, ενώ αν ταχθεί
με την πλευρά των Άγγλων, στο τέλος του πολέμου θα κερδίσει τα
Δωδεκάνησα – διότι ο Τσώρτσιλ υποσχέθηκε: «Μαζί θα μοιρασθώμεν την
νίκην». Η αριστερή αφήγηση αντιστρέφει το επιχείρημα: Η άρνηση του
Χίτλερ να εγγυηθεί την ακεραιότητα της Ελλάδας δεν άφησε περιθώριο για
μια φιλική προς τον Άξονα ουδετερότητα που θέλησε ο Μεταξάς. Η ενδόμυχη
επιθυμία του δικτάτορα να συντονιστεί με τα ινδάλματά του αναβλύζει ως
παράπονο στις προσωπικές του εγγραφές: «Αν ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι
αγωνίζονταν πραγματικά για την ιδεολογία που υψώσανε για σημαία έπρεπε
να υποστηρίζουν παντού την Ελλάδα με όλη τους τη δύναμη», διότι «η Ελλάς
έγινε από της 4ης Αυγούστου Κράτος αντικομμουνιστικό […]
αντικοινοβουλευτικό […] ολοκληρωτικό» (Το προσωπικό του Ημερολόγιο, τόμ.
4). Σύρθηκε, λοιπόν, ο δικτάτορας απρόθυμα σε μια πολεμική σύγκρουση με
τη βεβαιότητα της ήττας. Η απρόσμενη νίκη δεν ανήκε σε αυτόν· ανήκε
στους φαντάρους που πολέμησαν με αυταπάρνηση και στον λαό που στήριξε
υλικά και ηθικά τον αγώνα τους – το ΟΧΙ το είπε ο Λαός.
Ωστόσο, παρά τις διαφορετικές αφετηρίες, η κάθε πλευρά δεν αρνείται συνολικά την αντίπαλή της.
Η Αριστερά, απαντώντας κατά καιρούς σε επικρίσεις εθναμυντόρων,
θύμιζε συχνά το πρώτο γράμμα του Νίκου Ζαχαριάδη που, από τις φυλακές
της Κέρκυρας, καλούσε σε αντίσταση: «ο κάθε βράχος, η κάθε ρεματιά, το
κάθε χωριό […] να γίνει φρούριο του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα». Στο
ίδιο γράμμα όμως ο κομμουνιστής ηγέτης αναγνώριζε τον καθοριστικό ρόλο
του δικτάτορα ως κυβερνήτη, ως εκ των πραγμάτων επικεφαλής της χώρας·
άρα καλούσε σε εθνική συστράτευση: «Στον πόλεμο αυτό που διευθύνει η
κυβέρνηση Μεταξά, όλοι μας πρέπει να δώσουμε όλες μας τις δυνάμεις,
δίχως επιφύλαξη».
Από την άλλη, η Δεξιά δεν αρνείται το ρόλο του λαού, απλώς ενώνει
φτώχεια, ευημερία και ελίτ υπό τη σκέπη του έθνους και τονίζει μονομερώς
τη στρατιωτική εκδοχή του αγώνα: του Δαβάκη τα ξεφτέρια.
Ήταν πόλεμος μονάχα εθνικός ή και πόλεμος αντιφασιστικός;
Εδώ η Αριστερά πλεονεκτεί, εφόσον, μετά την εισβολή των Γερμανών, αυτή κυρίως οργάνωσε την αντίσταση και συνέχισε τον αγώνα.
Στον αντίποδα της περιόδου Μεταξά, όταν εθνικό ήταν το φασιστικό, η
εποποιΐα του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ νοηματοδότησε το εθνικό ως αντιφασιστικό.
Αντιθέτως, η Δεξιά περιέπεσε στο αμάρτημα που έκτοτε την ακολουθεί ως
ενοχή αφόρητη, καθότι ατιμώρητη και εν πολλοίς ανομολόγητη: συνεργάστηκε
με τις δυνάμεις της Κατοχής. Δεν συνεργάστηκαν βέβαια όλοι οι δεξιοί με
τους κατακτητές· μα οι περισσότεροι απ’ όσους συνεργάστηκαν, καθώς και
το επιχείρημα που θεμελίωνε τη συνεργασία, έβγαιναν από τη Δεξιά.
Ακριβώς γι’ αυτό, αλλά ασφαλώς και λόγω του Εμφυλίου, το μεταπολεμικό
κράτος επινόησε –ήταν αναγκασμένο να επινοήσει– την πιο μισαλλόδοξη
εκδοχή του ελληνικού έθνους, εξοβελίζοντας μαζί με τους εθνοτικά άλλους
και τους πολιτικούς της αντίπαλους: εθνικό είναι πλέον το
αντικομμουνιστικό.
Τον απόηχο της κατοχικής ενοχής και της μεταπολεμικής εθνικοφροσύνης
μπορεί κανείς να τον διακρίνει ακόμη, στα ρητά και τα άρρητα ορισμένων
επετειακών διαγγελμάτων: Το 1940 οι Έλληνες αντιτάχθηκαν στις δυνάμεις
του μίσους και της βίας, είπε το 2019 η υπουργός Παιδείας Νίκη Κεραμέως.
Στις δυνάμεις του μίσους και της βίας – έτσι, γενικώς και αορίστως.
Γιατί τελικά γιορτάζουμε την έναρξη του πολέμου και όχι το τέλος του;
Εάν μεταπολεμικά η χώρα ακολουθούσε τη μοίρα των άλλων ευρωπαϊκών
κρατών, η απελευθέρωση της Αθήνας (12 Οκτωβρίου 1944) θα ήταν ίσως
εθνική επέτειος, ημέρα γιορτής αυτή και όχι η έναρξη του πολέμου. Στην
Ελλάδα όμως ξέσπασε το θερμό επεισόδιο που προανήγγειλε τον Ψυχρό
Πόλεμο. Ο Εμφύλιος σήμανε την πολιτική ήττα της Αριστεράς, μα ταυτόχρονα
την ιδεολογική εκτροπή της Δεξιάς, την πλήρη αποξένωσή της από τον
ευρωπαϊκό φιλελευθερισμό – επιτεύγματα που λιγοστοί νοσταλγούν.
Αντίθετα, στην αρχή του πολέμου η στράτευση υπήρξε ομόθυμη, η αντίσταση
ηρωική και η έκβαση νικηφόρα – η πρώτη νικηφόρα ενάντια στις δυνάμεις
του Άξονα σε ολόκληρη την Ευρώπη. Δεν είναι μικρό, δεν είναι λίγο.
Υπάρχει όμως και κάτι βαθύτερο, ένα μοτίβο που ξεπερνά τη συγκυρία.
Αρκεί να σκεφτούμε πως και οι τρεις επίσημες επέτειοι επικεντρώνονται
στην εναρκτήρια σεκάνς και όχι στο χάπυ εντ. Γιορτάζουμε την Επανάσταση
του 21, όχι την ίδρυση του ελληνικού κράτους· το Έπος του 40, όχι την
απελευθέρωση του 44· το Πολυτεχνείο του 73, όχι τη Δημοκρατία του 74.
Και από τις παλαιές, ξεχασμένες επετείους την 3η Σεπτέμβρη του 1843, όχι
το Σύνταγμα του 1844. Ίσως, από μια αρκετά λοξή ματιά, να είχε κάποιο
δίκιο ο Σβορώνος. Η ανάταση της εξέγερσης μας συνεπαίρνει περισσότερο
από τη διαχείριση της νηνεμίας.
Πηγή : https://www.militaire.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου