MOTD

Αλλαχού τα κόμματα γεννώνται διότι εκεί υπάρχουσι άνθρωποι διαφωνούντες και έκαστος άλλα θέλοντες. Εν Ελλάδι συμβαίνει ακριβώς το ανάπαλιν. Αιτία της γεννήσεως και της πάλης των κομμάτων είναι η θαυμαστή συμφωνία μεθ’ ης πάντες θέλουσι το αυτό πράγμα: να τρέφωνται δαπάνη του δημοσίου.

Εμμανουήλ Ροΐδης, 1836-1904, Έλληνας συγγραφέας

Κυριακή 29 Αυγούστου 2021

Ο νεοφιλελεύθερος πολεμικός παρεμβατισμός και το Αφγανιστάν

Η αποτυχία των νεοφιλελεύθερων παρεμβάσεων δεν είναι ένα ατυχές αποτέλεσμα που προέρχεται από κακές αποφάσεις, από λανθασμένο σχεδιασμό ή/και από ανεπαρκείς πόρους – αλλά κάτι το εγγενές, κάτι που υπάρχει μέσα στο ίδιο το εγχείρημα. Τα κράτη, όπως επίσης οι ευρύτερες κοινωνικές και πολιτικές τάξεις που τα αντικατοπτρίζουν και τα εδραιώνουν, δεν μπορούν να οικοδομηθούν από έξω – ούτε με το καλό, ούτε με τη βία. Μπορούν βέβαια να καταστραφούν, όπως το Ιράκ, η Λιβύη ή η Συρία – καμία όμως εξωτερική δύναμη, ξένοι σύμβουλοι ή διεθνής βοήθεια, δεν είναι σε θέση να επαναφέρουν στην κανονικότητα αυτά τα διαλυμένα, «αποτυχημένα κράτη» και τις κοινωνίες τους. Εύλογα ίσως, αφού το έργο της οικοδόμησης μίας συνεκτικής κοινωνίας και ενός λειτουργικού, πόσο μάλλον δημοκρατικού κράτους, μπορεί να είναι μόνο το έργο εκείνων που η ζωή τους εξαρτάται αποκλειστικά και μόνο από αυτό – των Πολιτών δηλαδή που είναι πρόθυμοι να μην εγκαταλείψουν τη χώρα τους, να κοπιάσουν και να αγωνιστούν, για να ανακτήσουν αυτά που έχασαν ή να πετύχουν εκείνα που θέλουν, έχοντας όραμα και πίστη στο στόχο τους. Μόνο οι τοπικές κοινωνίες και οι εγχώριες πολιτικές δυνάμεις είναι σε θέση να καθορίσουν τελικά τι είδους τάξη πραγμάτων θα προκύψει στο κράτος – ενώ ακόμη και ο πιο ισχυρός στρατός, όπως στην περίπτωση του Αφγανιστάν των Η.Π.Α., μπορεί να στηρίξει μόνο κατά ένα μέρος τη σύγκρουση, ούτε καν κατά το πιο σημαντικό. Φαίνεται όμως πως η Δύση αγνοεί αυτά τα μαθήματα από το παρελθόν της – αφού δεν διδάχθηκε για παράδειγμα τίποτα από το Ιράκ, επαναλαμβάνοντας τα ίδια λάθη στη Λιβύη, ενώ αγνοώντας τη σφαγή στη Λιβύη, παρενέβη στη Συρία. Το αποτέλεσμα ήταν και θα παραμείνει στο μέλλον το ίδιο: αιματοχυσία, πυροδότηση της τρομοκρατίας και της μετανάστευσης, σφαγές και τεράστια σπατάλη δημοσίων πόρων. Εν προκειμένω, αυτοί που επιμένουν ακόμη πως οι Αμερικανοί δεν έπρεπε να φύγουν από το Αφγανιστάν ή που ζητούν μία νέα εισβολή, όπως οι Βρετανοί, δεν έχουν μάθει απολύτως τίποτα από αυτές τις εμπειρίες. Ούτε οι Έλληνες βέβαια που περιμένουν να σωθούν από τις δυνάμεις κατοχής, από τις κυβερνήσεις υποχείρια τους και από τα μνημόνια που συνεχίζονται – οδηγώντας αργά αλλά σταθερά στην αλλαγή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος της χώρας τους.


Ανάλυση

Θα ξεκινήσουμε από το ότι, το θέμα του Αφγανιστάν δεν είναι τόσο απλό, όσο φαίνεται (ανάλυση) – ενώ είναι σωστό να έχουμε επιφυλάξεις, όταν τα καθεστωτικά ΜΜΕ προβάλουν εικόνες με κροκοδείλια δάκρυα, όποιες και αν είναι αυτές. Είναι άλλωστε πολύ δύσκολο να πιστέψουμε πως η ήττα του αφγανικού τακτικού στρατού ήταν φυσιολογική – ότι κατέρρευσε ταπεινωτικά όπως αναφέρεται παρακάτω, αδυνατώντας να αντιμετωπίσει μία μη εξοπλισμένη και πολύ μικρότερη πολεμική ομάδα, μία «συμμορία ανδρών με σαγιονάρες» κατά τα ΜΜΕ, όπως οι Ταλιμπάν.
“Ο εθνικός στρατός και οι αστυνομικές δυνάμεις του Αφγανιστάν, που θεωρητικά αριθμούσαν 350.000 άνδρες οι οποίοι εκπαιδεύτηκαν και εξοπλίστηκαν με τεράστιο κόστος από τις ΗΠΑ και τους δυτικούς συμμάχους, υποτίθεται ότι ήταν ένας ισχυρός αποτρεπτικός παράγοντας για τους Ταλιμπάν.

Αυτός είναι ένας λόγος για τον οποίο ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν, όταν ανακοίνωσε τον Απρίλιο την απόφασή του να αποσύρει όλες τις αμερικανικές δυνάμεις από το Αφγανιστάν, εξέφρασε την εμπιστοσύνη του στην ικανότητα του αφγανικού στρατού να κρατήσει την εξουσία, υποστηρίζει η WSJ. «Θα συνεχίσουν να πολεμούν γενναία, για λογαριασμό των Αφγανών, με μεγάλο τίμημα», είχε πει.

Από τότε μέχρι σήμερα όμως οι αφγανικές δυνάμεις ασφαλείας έχουν καταρρεύσει ταπεινωτικά, χάνοντας τον έλεγχο στο μεγαλύτερο μέρος της χώρας. Οι Ταλιμπάν, με πολύ λιγότερους μαχητές και μέχρι πρόσφατα χωρίς καμία θωράκιση ή βαριά όπλα, κατέλαβαν ολόκληρο το Αφγανιστάν – γνωστό για το μεγάλο ορυκτό του πλούτο (πηγή), αλλά και την τρομακτική φτώχεια του”.
Συνεχίζοντας, ο επίσημος στόχος της εισβολής του ΝΑΤΟ στο Αφγανιστάν, ήταν η εξάλειψη του καθεστώτος των Ταλιμπάν – έτσι ώστε να απελευθερωθεί η χώρα από τους τρομοκράτες της Al Qaeda, κυρίως όμως να μην απειληθεί ξανά η Δύση από τη συγκεκριμένη οργάνωση που ενοχοποιήθηκε για την επίθεση της 11ης Σεπτέμβρη στις Η.Π.Α. Μετά από 20 χρόνια όμως και ενός κόστους της τάξης του 1 τρις $, οι Ταλιμπάν επέστρεψαν στην εξουσία – όπου όμως, αυτοί που επικρίνουν τον πρόεδρο Biden λέγοντας πως το επέτρεψε, παραβλέπουν κάτι εξαιρετικά θεμελιώδες.

Ειδικότερα, οι Η.Π.Α. δεν ήταν τόσο ανόητες να εγκαταλείψουν άθικτο τον εξοπλισμό τους και δεν «επέτρεψαν» στους Ταλιμπάν να ανακτήσουν την εξουσία – αφού αυτός ήταν ο στόχος τους για πολλά χρόνια. Εν προκειμένω, σύμφωνα με τον L. Jones που συνομίλησε το 2008 με έναν αξιωματούχο του υπουργείου εξωτερικών της Μ. Βρετανίας, η πολιτική του ΝΑΤΟ στο Αφγανιστάν ήταν να διαπραγματευθεί με τους Ταλιμπάν – με απώτερο σκοπό να συμμετέχουν σε μία κυβέρνηση συνεργασίας της χώρας. Επτά χρόνια λοιπόν μετά το ξεκίνημα του εικοσαετούς πολέμου, το ΝΑΤΟ είχε αναγνωρίσει πως η μόνη διέξοδος από το Αφγανιστάν ήταν να αποκαταστήσει στην εξουσία τους ανθρώπους, από τους οποίους ήθελε αρχικά να απαλλαγεί.

Η πολιτική αυτή έγινε ξεκάθαρη από την κυβέρνηση Trump – ενώ ο Biden εφάρμοσε ακριβώς αυτά που δρομολόγησε ο Trump, αν και ενδεχομένως με λανθασμένο τρόπο. Όλοι οι υπόλοιποι, όπως η N. Pelosi, η εκπρόσωπος της Βουλής των αντιπροσώπων των Η.Π.Α., συμπεριφέρονταν σαν να ζουν σε ένα παράλληλο σύμπαν – με κριτήριο της κατωτέρω δηλώσεις της:
«Οι Ταλιμπάν πρέπει να γνωρίζουν πως ο κόσμος παρακολουθεί τις ενέργειες τους…Οι Η.Π.Α., η διεθνής κοινότητα και η αφγανική κυβέρνηση, πρέπει να κάνουν ότι είναι δυνατόν για να προστατεύσουν τις γυναίκες και τα κορίτσια της χώρας, από την απάνθρωπη μεταχείριση».
Περαιτέρω, οι περισσότερες δυτικές πολιτικές ελίτ δεν έχουν τίποτα σημαντικό να προτείνουν στο Αφγανιστάν – επειδή ο νεοφιλελεύθερος πολεμικός παρεμβατισμός, ήταν ένα εγχείρημα υπεράνω κομμάτων και συνόρων τα τελευταία τριάντα χρόνια. Μπορεί δε το Ιράκ να χώρισε προσωρινά τη Δύση σε αντίπαλα στρατόπεδα, αλλά πριν από αυτό υπήρξαν κοινές παρεμβάσεις στη Βοσνία, στη Σομαλία, στην Καμπότζη, στη Σιέρα Λεόνε, στο Κοσσυφοπέδιο κοκ. – ενώ μετά στη Λιβύη, στη Συρία ή στο Μάλι όπου, το αργότερο μετά το 1999 η Δύση ευρίσκεται συνεχώς σε πόλεμο.

Επρόκειτο και πρόκειται για έναν «νεοφιλελεύθερο» τύπο πολέμου – ο οποίος επικαλείται προσχηματικά ή βασίζεται στην εσφαλμένη πεποίθηση ότι, η πρόοδος μπορεί να «βομβαρδισθεί». Πως οι βίαιες στρατιωτικές επεμβάσεις είναι σε θέση σε θέση να αποκαταστήσουν, να διαδώσουν καλύτερα την ελευθερία, τη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα – με τελικό αποτέλεσμα όμως να οδηγήσουν στη δημιουργία της δυστοπικές κόλασης του σκλαβοπάζαρου της ISIS.
 
Το μεγάλο λάθος

Συνεχίζοντας, σε σχέση με τη φανερή πλευρά του θέματος (η κρυφή θα μπορούσε να είναι η εγκατάσταση ξανά της Al Qaeda στη χώρα με στόχο τη Ρωσία ή την Κίνα, η επίθεση στο Ιράν δια του Ισραήλ ή οτιδήποτε άλλο), οι δηλώσεις του Biden αναφορικά με τα όρια του νεοφιλελεύθερου παρεμβατισμού που ξεπεράσθηκαν στην περίπτωση του Αφγανιστάν, θυμίζουν το δοκίμιο «Λίγα λόγια για τη μη επέμβαση» του J.S. Mill (πηγή) – το οποίο γράφτηκε σε μία εποχή που η Βρετανική Αυτοκρατορία ήταν στο απόγειο της (1867).

Εκείνη την εποχή οι φιλελεύθεροι (αλλά αποικιοκράτες) σε ολόκληρη την Ευρώπη, πίεζαν τις κυβερνήσεις να επέμβουν εναντίον των αυταρχικών καθεστώτων – με στόχο να εγκαταστήσουν στην εξουσία φιλελεύθερους επαναστάτες. Αντίθετα, ο Mill υποστήριξε τα εξής: (α) αποτελεί ένα θεμελιώδες λάθος το να επιβάλλει κανείς τις ιδέες του σε άλλους ανθρώπους και (β) εάν το επιχειρήσει, εάν δηλαδή επιδιωχθεί η φιλελεύθερη παρέμβαση, δεν θα λειτουργήσει ποτέ στην πράξη.

Επίσης πως η μοναδική δοκιμή που έχει ενδεχομένως κάποια αξία, σχετικά με το εάν ένας λαός έχει καταστεί κατάλληλος για δημοκρατικούς θεσμούς, είναι πως αυτός ο λαός ή ένα επαρκές μέρος του, είναι πρόθυμος και έτοιμος να αντιμετωπίσει το μόχθο, τον κόπο και τους κινδύνους της απελευθέρωσης του από τον αυταρχισμό (από τη σκλαβιά του χρέους και από την κοινοβουλευτική δικτατορία των 158 εδρών με δώρο τις 50 λόγω της ενισχυμένης αναλογικής, όπως θα λέγαμε για τη σημερινή Ελλάδα).

Τέλος, ο Mill συμπλήρωσε ότι, οι αρετές του ελεύθερου ανθρώπου και της Ελευθερίας, δεν μπορούν να μαθευτούν στο Σχολείο της Δουλείας – ενώ εάν ένας λαός δεν έχει αρκετή αγάπη για την ελευθερία του, ικανή να τον απελευθερώσει από τους καταπιεστές του, τότε η ελευθερία που του δίνεται από άλλα χέρια και όχι από τα δικά του, δήθεν σαν να είναι δική του, δεν έχει τίποτα το αληθινό, τίποτα το πραγματικό και τίποτα το μόνιμο.

Εκτός του ότι τώρα όλα αυτά ταιριάζουν σε μεγάλο βαθμό στην Ελλάδα, έτσι όπως κατάντησε ως γερμανική αποικία χρέους που συνεχίζει να χρεώνεται από μία αυταρχική κυβέρνηση παρά το ξεπούλημα και τη λεηλασία, τα πρόσφατα γεγονότα στο Αφγανιστάν αποδεικνύουν πως τα λόγια του Mill είναι ορθολογικά. Ειδικότερα, το καθεστώς του ΝΑΤΟ στην Καμπούλ δεν είχε «τίποτα πραγματικό και τίποτα μόνιμο» – επειδή σχεδόν κανένας δεν ήταν «πρόθυμος να αναλάβει τις δυσκολίες και τους κινδύνους» για να το υπερασπισθεί.

Ο εγχώριος στρατός και οι κάτοικοι προτίμησαν να παραδοθούν στους Ταλιμπάν, παρά να πολεμήσουν για την ελευθερία τους – ενώ δεν υπάρχει τίποτα που να μπορεί να αλλάξει σε αυτό το γεγονός μία ξένη επέμβαση στο Αφγανιστάν ή οπουδήποτε αλλού. Είναι αποδεδειγμένο άλλωστε πως οι μεγαλύτερες διεθνείς αποστολές για την οικοδόμηση ενός κράτους, ακόμη και αυτές που δεν συμμετείχαν σε στρατιωτικές συγκρούσεις, απέτυχαν – στις περιπτώσεις βέβαια που το ίδιο το κράτος δεν ήταν πρόθυμο για τα παραπάνω.

Για παράδειγμα, το 1993/94 τα Ηνωμένα Έθνη ανέλαβαν ολόκληρη την Καμπότζη, για να επιτύχουν/επιβλέψουν την επίλυση του μακροχρόνιου εμφυλίου πολέμου και τη μετάβαση στη δημοκρατία της ελεύθερης αγοράς. Σήμερα η χώρα εξακολουθεί να κυβερνάται από τον επικεφαλής του πρώην κομμουνιστικού καθεστώτος – χωρίς να υπάρχει ίχνος αντιπολίτευσης, αφού έχει εξαλειφθεί εντελώς. Το κράτος της Σομαλίας μετά βίας υπάρχει, μετά την καταστροφική επέμβαση υπό την ηγεσία των Η.Π.Α. το 1991 – ενώ το Ιράκ παραμένει ένας αιματηρός εφιάλτης και η Λιβύη μία κατακερματισμένη χώρα που κυβερνάται από περιφερειακούς πολέμαρχους.
 
Επίλογος

Ολοκληρώνοντας, η αποτυχία των νεοφιλελεύθερων παρεμβάσεων δεν είναι ένα ατυχές αποτέλεσμα που προέρχεται από κακές αποφάσεις, από λανθασμένο σχεδιασμό ή/και από ανεπαρκείς πόρους – αλλά κάτι το εγγενές, κάτι που υπάρχει μέσα στο ίδιο το εγχείρημα. Τα κράτη, όπως επίσης οι ευρύτερες κοινωνικές και πολιτικές τάξεις που τα αντικατοπτρίζουν και τα εδραιώνουν, δεν μπορούν να οικοδομηθούν από έξω – ούτε με το καλό, ούτε με τη βία.

Μπορούν βέβαια να καταστραφούν, όπως το Ιράκ, η Λιβύη ή η Συρία – καμία όμως εξωτερική δύναμη, ξένοι σύμβουλοι ή διεθνής βοήθεια, δεν είναι σε θέση να επαναφέρουν στην κανονικότητα αυτά τα διαλυμένα, «αποτυχημένα κράτη» και τις κοινωνίες τους. Εύλογα ίσως, αφού το έργο της οικοδόμησης μίας συνεκτικής κοινωνίας και ενός λειτουργικού, πόσο μάλλον δημοκρατικού κράτους, μπορεί να είναι μόνο το έργο εκείνων που η ζωή τους εξαρτάται αποκλειστικά και μόνο από αυτό – των Πολιτών δηλαδή που είναι πρόθυμοι να μην εγκαταλείψουν τη χώρα τους, να κοπιάσουν και να αγωνιστούν, για να ανακτήσουν αυτά που έχασαν ή να πετύχουν εκείνα που θέλουν, έχοντας όραμα και πίστη στο στόχο τους.

Μόνο οι τοπικές κοινωνίες και οι εγχώριες πολιτικές δυνάμεις είναι σε θέση να καθορίσουν τελικά τι είδους τάξη πραγμάτων θα προκύψει στο κράτος – ενώ ακόμη και ο πιο ισχυρός στρατός, όπως στην περίπτωση του Αφγανιστάν των Η.Π.Α., μπορεί να στηρίξει μόνο κατά ένα μέρος τη σύγκρουση, ούτε καν κατά το πιο σημαντικό. Φαίνεται όμως πως η Δύση αγνοεί αυτά τα μαθήματα από το παρελθόν της – αφού δεν διδάχθηκε για παράδειγμα τίποτα από το Ιράκ, επαναλαμβάνοντας τα ίδια λάθη στη Λιβύη, ενώ αγνοώντας τη σφαγή στη Λιβύη, παρενέβη στη Συρία.

Το αποτέλεσμα ήταν και θα παραμείνει στο μέλλον το ίδιο: αιματοχυσία, πυροδότηση της τρομοκρατίας και της μετανάστευσης, σφαγές και τεράστια σπατάλη δημοσίων πόρων. Εν προκειμένω, αυτοί που επιμένουν ακόμη πως οι Αμερικανοί δεν έπρεπε να φύγουν από το Αφγανιστάν ή που ζητούν μία νέα εισβολή, όπως οι Βρετανοί, δεν έχουν μάθει τίποτα από αυτές τις εμπειρίες. Ούτε οι Έλληνες βέβαια που περιμένουν να σωθούν από τις δυνάμεις κατοχής, από τις κυβερνήσεις υποχείρια τους και από τα μνημόνια που συνεχίζονται – οδηγώντας αργά αλλά σταθερά στην αλλαγή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος της χώρας τους.

Βασίλης Βιλιάρδος

Πηγή : https://analyst.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου