Το «πνεύμα της εποχής» είχε αρχίσει να αλλάζει πριν από τον Covid-19. Πριν από περισσότερο από έναν χρόνο, ο υπουργός Οικονομίας Γερμανίας, συνέταξε μια «Εθνική Βιομηχανική Στρατηγική 2030». Σε αυτήν, πρότεινε την καθολική κρατική παρέμβαση στην οικονομία, προκειμένου να προστατευθούν οι εθνικοί εταιρικοί »πρωταθλητές» – με χαλαρότερη αντιμονοπωλιακή νομοθεσία, μερίδια του κράτους στις εταιρείες και ούτω καθεξής. Ως δικαιολογία, ανέφερε τον ανταγωνισμό από μια μερκαντιλιστική και οικονομικά ανθεκτική Κίνα. Μία «δεξαμενή σκέψης» προειδοποίησε ακόμη και για «επιστροφή του σε λογικές οικονομικού εθνικισμού στη Γερμανία». Το περασμένο φθινόπωρο, ο υπουργός “μαλάκωσε” με διακριτικό τρόπο τα σχέδιά του και λίγο αργότερα τα έβαλε οριστικά (όπως φαινόταν τότε) στο “ράφι”. Το Μάρτιο, ωστόσο, ως μέρος του πακέτου τόνωσης της οικονομίας λόγω κορονοϊού, οι Αλτμάιερ και Μέρκελ ανέσυραν εκ νέου τα συγκεκριμένα σχέδια. Όλα ήταν εκεί: ένα ταμείο 100 δισεκατομμυρίων ευρώ για την αγορά μεριδίων σε εταιρείες και κανόνες για το μπλοκάρισμα συγκεκριμένων εξαγορών από ξένους επενδυτές. Κρατικές ενισχύσεις παντού, μικρές ή μεγάλες. Η μεγαλύτερη διάσωση, στα 9 δισεκατομμύρια ευρώ, είναι εκείνη της Deutsche Lufthansa, ωστόσο ο κατάλογος είναι μακρύς και αυξάνεται. Προφανώς, όλοι έχουν καταστεί πλέον «πρωταθλητές» στη Γερμανία.
Έχουμε αναφερθεί επανειλημμένα στο μερκαντιλισμό της Γερμανίας – καθώς επίσης στην προσπάθεια της να δημιουργήσει τις βάσεις, για την επιστροφή της σε μία σύγχρονη μορφή του εθνικοσοσιαλισμού από οικονομικής πλευράς (ανάλυση). Τονίσαμε δε ήδη από το 2013 πως στη Γερμανία αναβίωνε ο εθνικοσοσιαλισμός, με το εξής κείμενο μας:
Γερμανία, η αναβίωση του εθνικοσοσιαλισμού
Όπως φαίνεται, οι Γερμανοί Πολίτες έχουν χάσει εντελώς την εμπιστοσύνη τους στην οικονομία της ελεύθερης αγοράς – η οποία θεωρείται μεν ως παραγωγική, αλλά υπεύθυνη για τις συνεχώς αυξανόμενες αδικίες στη χώρα.
Το γεγονός αυτό σημαίνει ότι επιθυμούν ένα κεντρικά κατευθυνόμενο, ελεγχόμενο από το κράτος οικονομικό σύστημα – ευρισκόμενοι προφανώς ένα βήμα μπροστά, σε σχέση με τις εξελίξεις και την άνοδο της ακροδεξιάς σε άλλες χώρες, έχοντας την εμπειρία του παρελθόντος.
Σύμφωνα με δημοσκόπηση μεγάλης γερμανικής εφημερίδας, το 65% περίπου των Γερμανών έχουν την άποψη ότι, οι συνθήκες στη πατρίδα τους δεν είναι δίκαιες – ενώ μόλις το 18% έχει αντίθετη άποψη.
Γνωρίζοντας τώρα πως τη χρονική περίοδο μεταξύ των ετών 1964 και 1990 η σχέση αυτή ήταν σχεδόν ακριβώς μοιρασμένη (50%-50%), συμπεραίνεται ότι μετά το 1990, όπου ενώθηκαν ουσιαστικά οι δύο Γερμανίες, οι κοινωνικές αδικίες αυξανόταν – ή, τουλάχιστον, αυτό πιστεύει το μεγαλύτερο μέρος των πολιτών, αφού το 61% θεωρεί πως τα τελευταία 3-4 χρόνια μεγεθύνθηκαν οι κοινωνικές αδικίες.
Περαιτέρω, ενοχοποιείται η οικονομία της αγοράς, ο καπιταλισμός δηλαδή, για τις μεγάλες αδυναμίες του Κράτους Δικαίου – αφού το συγκεκριμένο σύστημα κοινωνικής οργάνωσης χαρακτηρίζεται ως άπληστο (56%), άσπλαχνο (53%), ληστρικό (51%) και συνδεδεμένο με συνεχώς μεγαλύτερο κόστος διαβίωσης (υψηλές τιμές, 49%).
Αν και το 68% των ερωτηθέντων θεωρεί ότι το σύστημα τροφοδοτεί καλύτερα τους ανθρώπους με προϊόντα, ενώ το 66% πως προσφέρει ευημερία, μόλις το 12% έχει την άποψη ότι είναι κοινωνικά δίκαιο – ως ανθρώπινο δε χαρακτηρίζεται από την απόλυτη μειοψηφία (10%), γεγονός που σημαίνει ότι σχεδόν το 90% πιστεύει πως είναι απάνθρωπο.
Η επιθυμία της κεντρικά κατευθυνόμενης οικονομίας εκ μέρους των Πολιτών, του εθνικοσοσιαλισμού πιθανότατα, συμπεραίνεται από το ότι τον συνδέουν με την ασφάλεια (51%), με την κοινωνική δικαιοσύνη (43%), καθώς επίσης με τον ανθρωπισμό (27%) – ενώ το 33% θα ήθελε να επεμβαίνει το κράτος πολύ περισσότερο στη λειτουργία της αγοράς.
Ενδιαφέρον είναι επίσης το ότι, το 36% των πολιτών στην πρώην δυτική Γερμανία, ενώ το 42% στην πρώην ανατολική πιστεύει ότι, εάν η οικονομία ήταν κεντρικά κατευθυνόμενη, το βιοτικό τους επίπεδο δεν θα ήταν χειρότερο. Οι απαντήσεις δε στο παρακάτω ερώτημα που τέθηκε είναι αρκετά ενδιαφέρουσες:
Ερώτηση: “Ας υποθέσουμε ότι σε μία χώρα προκύπτει μία οικονομική κρίση. Για να ελαφρυνθούν τα οδυνηρά επακόλουθα της κρίσης αυτής, επεμβαίνει το κράτος στην ελεύθερη οικονομία. Τοποθετεί τις τιμές πώλησης των προϊόντων (διατίμηση), ενισχύει τις επιχειρήσεις που αδυνατούν να ανταπεξέλθουν με την κρίση και εμποδίζει τις απολύσεις των εργαζομένων. Εν τούτοις, η οικονομική κατάσταση δεν καλυτερεύει. Πως θα έπρεπε κατά την άποψη σας να ενεργήσει το συγκεκριμένο κράτος;”.Απάντηση: Εδώ αποτελεί μεγάλη έκπληξη το γεγονός ότι, μόλις το 15% των ερωτηθέντων απάντησε πως το κράτος θα έπρεπε να πάρει πίσω τα μέτρα που επέβαλλε, αφού δεν είχαν τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Το 40% είχε την άποψη ότι κάτι τέτοιο δεν θα έπρεπε να συμβεί – πως το κράτος δηλαδή δεν θα έπρεπε σε καμία απολύτως περίπτωση να πάρει τα μέτρα πίσω, για να μην γίνει ακόμη χειρότερη η κατάσταση της οικονομίας. Ένα ποσοστό δε επί πλέον, της τάξης του 25%, απάντησε πως κάτω από αυτές τις συνθήκες, ο κρατικός μηχανισμός θα έπρεπε να εντείνει τις προσπάθειες του, επεμβαίνοντας ακόμη περισσότερο στη λειτουργία της ελεύθερης αγοράς.
Περαιτέρω, ο έλεγχος των τιμών πώλησης των προϊόντων, αποτελεί μία από τις βασικές επιθυμίες των Γερμανών – αφού σχεδόν οι μισοί (46%) θεωρούν θετικές τέτοιου είδους κρατικές επεμβάσεις. “Βρίσκω πολύ σωστή την τοποθέτηση ανώτατων ορίων στις τιμές των προϊόντων βασικής διατροφής. Μόνο με τον τρόπο αυτό μπορεί κανείς να σιγουρευθεί ότι δεν θα ακριβαίνουν συνεχώς και ότι θα έχει τη δυνατότητα να τα αγοράζει στο μέλλον”, ήταν η θέση των περισσοτέρων, όσον αφορά το συγκεκριμένο θέμα, ενώ μόλις το 37% ήταν υπέρ των κανόνων της ελεύθερης αγοράς.
Σε μία ανάλογη ερώτηση, η οποία αφορούσε τα ενοίκια, το 71% τοποθετήθηκε υπέρ της κρατικής παρέμβασης για τον ορισμό ανωτάτων ορίων – γεγονός που φαίνεται λογικό, αφού η φούσκα ακινήτων που έχει ξεκινήσει στη Γερμανία (αφενός μεν λόγω των πολύ χαμηλών επιτοκίων δανεισμού, αφετέρου επειδή δεν γίνονται πλέον επενδύσεις στον ευρωπαϊκό νότο, οπότε εισρέουν πίσω στη χώρα τα χρήματα από τα εμπορικά πλεονάσματα), έχει σαν αποτέλεσμα την κατακόρυφη άνοδο των ενοικίων.
Τα εντυπωσιακά αυτά «ευρήματα» του δημοψηφίσματος, αποδεικνύουν πόσο πολύ έχει επηρεάσει η οικονομική κρίση τους Γερμανούς, παρά το ότι είναι η μοναδική χώρα της Δύσης, η οποία δεν έχει αντιμετωπίσει μεγάλα προβλήματα – επίσης, τι ακριβώς προκαλεί η καταστροφική, η ανήθικη, η εγκληματική πολλές φορές συμπεριφορά πολλών διευθυντικών στελεχών της βιομηχανίας και των τραπεζών.
Βέβαια ο φιλελευθερισμός, ο οποίος ουσιαστικά ξεκίνησε από τη Μ. Βρετανία, δεν ευδοκίμησε σχεδόν ποτέ στη Γερμανία – στην οποία η ησυχία, η τάξη, η ασφάλεια και η διατήρηση του βιοτικού επιπέδου, προηγούνται της προθυμίας ανάληψης επιχειρηματικού ή άλλου ρίσκου.
Οι επιθυμίες αυτές των Γερμανών έχουν σαν αποτέλεσμα να επιλέγουν την κεντρικά κατευθυνόμενη οικονομία – όπου το κράτος, έχοντας τις ιδιότητες του πατέρα, φροντίζει όσο καλύτερα μπορεί τα παιδιά του.
Το ότι η υιοθέτηση της κεντρικά κατευθυνόμενης οικονομίας είναι εις βάρος της Δημοκρατίας, δεν φαίνεται να απασχολεί τους Γερμανούς – παρά τις οδυνηρές εμπειρίες τους, όσον αφορά τον εθνικοσοσιαλισμό. Επίσης δεν απασχολεί τους Πολίτες της πρώην Ανατολικής Γερμανίας, οι οποίοι είχαν την εμπειρία ενός άλλου κεντρικά κατευθυνόμενου οικονομικού συστήματος: του κομμουνισμού.
Το γεγονός αυτό οφείλεται πιθανότατα στην αδυναμία του συστήματος της αγοράς να εξασφαλίσει την ισορροπία μεταξύ ελευθερίας και δικαιοσύνης – μία ισορροπία που ορίζεται ως «η τέχνη της Δημοκρατίας». (πηγή)
.
Σήμερα, μετά από εφτά χρόνια, εν μέσω της πανδημίας, καταργούνται όλοι οι κανόνες που ίσχυαν στην ΕΕ, με αποτέλεσμα να θριαμβολογούν μόνο οι ανόητοι – όπως ορισμένοι πολιτικοί στην Ελλάδα που δεν καταλαβαίνουν τι ακριβώς συμβαίνει, θεωρώντας πως είναι επίτευγμα η δημιουργία ελλειμμάτων και ο νέος δανεισμός, μη έχοντας προφανώς διδαχθεί τίποτα από το παρελθόν. Ακόμη δε και ο πρωθυπουργός τεκμηρίωσε τη δήθεν ανάκαμψη της Ελλάδας με το ότι μπορεί να δανείζεται από τις αγορές – γεγονός που αποτελεί το άκρον άωτο της ανοησίας, ειδικά σε ένα κράτος που έχει βυθιστεί ξανά σε ύφεση, ενώ είναι το πιο χρεοκοπημένο στην παγκόσμια ιστορία.
Επίσης με τους επαίνους της ΕΕ, παρά το ότι όλοι γνωρίζουμε πως οι Γερμανοί επιβραβεύουν τους πολιτικούς που διευκολύνουν την απομύζηση των χωρών τους (υπενθυμίζουμε πως βράβευσαν τον κ. Παπανδρέου το 2011, πριν τον ανατρέψουν) – τις διατεταγμένες κυβερνήσεις τους δηλαδή που ακολουθούν πιστά τις εντολές τους. Αυτό που έχει όμως ενδιαφέρον δεν είναι το τι συμβαίνει στην Ελλάδα που βαδίζει ολοταχώς προς το γκρεμό, αλλά το πώς κρίνουν οι ξένοι τα τεκταινόμενα στη Γερμανία – όπως το κατωτέρω άρθρο του Bloomberg:
Η ανησυχητική στροφή της Γερμανίας στον κρατικό καπιταλισμό
“Κάθε τόσο, κατά τη διάρκεια αυτής της εξαιρετικά ιδιαίτερης χρονιάς, είναι καλό να σταματάμε και κοιτάζουμε με δέος πόσα έχουν ήδη αλλάξει και πόσο γρήγορα.
Πάρτε ως παράδειγμα τη Γερμανία. Ολόκληρη την τελευταία δεκαετία, το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου, συμπεριλαμβανομένου και εμού, «μάλωνε» τους Γερμανούς «τσιγκούνηδες» προκειμένου να ξεπεράσουν το φετίχ των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών και να ξοδέψουν, να ξοδέψουν και πάλι να ξοδέψουν. Στη συνέχεια, εμφανίζεται μια πανδημία και ξαφνικά κάνουν ακριβώς αυτό που τους ζητούσαμε όλοι.
Και πώς το κάνουν! Συμπεριλαμβανομένων των τελευταίων συμπληρωματικών και βοηθητικών για τη ρευστότητα μέτρων, όπως οι εγγυήσεις, το πακέτο τόνωσης της οικονομίας της Γερμανίας για το μετριασμό του οικονομικού χτυπήματος από τον Covid-19 ανέρχεται σε περισσότερα από 1,3 τρισεκατομμύρια ευρώ. Είναι μακράν το μεγαλύτερο στην Ευρώπη και μάλιστα ξεπερνά και εκείνο της Αμερικής, αν συγκριθεί με το επίπεδο του ΑΕΠ. «Δόξα και τιμή» στην καγκελάριο Merkel!
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτό το «μπαζούκα», όπως το αποκαλεί ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας, είναι απαραίτητο και θετικό. Οι Γερμανοί, εξάλλου, δεν έχουν τελείως άδικο όταν αποφαίνονται πως η τωρινή τους “γενναιοδωρία” είναι δυνατή μόνον χάρη στην προηγούμενη λιτότητά τους, η οποία αντιμετώπιζαν με τόσο μεγάλη απογοήτευση εκ μέρους όλων. Παρά την τωρινή “γαλαντομία” της, η Γερμανία αναμένει να εξέλθει από την κρίση με το χρέος να ανέρχεται σε “μόνον” 80% του ΑΕΠ, από περίπου 60%.
Οι παρενέργειες
Όπου όμως χορηγείται φαρμακευτική αγωγή σε τεράστιες και ξαφνικές δόσεις, υπάρχει κίνδυνος δυσάρεστων παρενεργειών. Στη Γερμανία και στην Ευρώπη γενικά, μια τέτοια παρενέργεια μπορεί να είναι μια διαρκής μετατόπιση της κουλτούρας και της φιλοσοφίας της κυβερνητικής διαχείρισης από πολιτικές φιλικές προς την αγορά προς τον κρατικό παρεμβατισμό. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι βαδίζουμε προς μια οικονομία πλήρως βασισμένη στον κεντρικό σχεδιασμό. Ωστόσο, ακόμη και αν αυτή η στροφή φτάσει έως και τα μισά του δρόμου, θα σήμαινε την “αγορά” ανακούφισης σήμερα, με τίμημα μια μίζερη πραγματικότητα αύριο.
Το zeitgeist είχε αρχίσει να αλλάζει πριν από τον Covid-19. Πριν από περισσότερο από έναν χρόνο, ο υπουργός Οικονομίας της Μέρκελ, Πέτερ Αλτμάιερ, συνέταξε μια “Εθνική Βιομηχανική Στρατηγική 2030”. Σε αυτήν, πρότεινε καθολική κρατική παρέμβαση στην οικονομία προκειμένου να προστατευθούν οι εθνικοί εταιρικοί “πρωταθλητές” – με χαλαρότερη αντιμονοπωλιακή νομοθεσία, μερίδια του κράτους στις εταιρείες και ούτω καθεξής. Ως δικαιολογία, ο Αλτμάιερ ανέφερε τον ανταγωνισμό από μια μερκαντιλιστική και οικονομικά ανθεκτική Κίνα. Για φιλοσοφική θεμελίωση και πολιτική υποστήριξη της γραμμής του, προσέτρεξε στη Γαλλία.
Η ιδέα του Αλτμάιερ έμοιαζε, αρχικά, καταδικασμένη από τα γεννοφάσκια της. Η εκδοχή του “dirigisme” (=του κρατικού ελέγχου της οικονομίας και της κοινωνίας) που πρότεινε, πιθανόν να ήταν ακριβώς αυτό που θα περίμενε κανείς από τους Γάλλους.
Είναι όμως απολύτως ξένο προς τη μεταπολεμική παράδοση του γερμανικού ορντολιμπεριαλισμού και ελευθερίας της αγοράς. Τα μεγάλα επιχειρηματικά λόμπι αρνήθηκαν να προσχωρήσουν στη λογική του, όπως και η Mittelstand των μεσαίων, οικογενειακών επιχειρήσεων, οι οποίες συχνά υπερέχουν στους εξειδικευμένους τομείς τους, αλλά δύσκολα θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν εταιρικοί “πρωταθλητές”.
Ένα think tank προειδοποίησε ακόμη και για “επιστροφή του σε λογικές οικονομικού εθνικισμού στη Γερμανία”. Το περασμένο φθινόπωρο, ο Αλτμάιερ “μαλάκωσε” με διακριτικό τρόπο τα σχέδιά του και λίγο αργότερα τα έβαλε οριστικά (όπως φαινόταν τότε) στο “ράφι”.
Το Μάρτιο, ωστόσο, ως μέρος του πακέτου τόνωσης της οικονομίας λόγω κορονοϊού, οι Αλτμάιερ και Μέρκελ ανέσυραν εκ νέου τα συγκεκριμένα σχέδια. Όλα ήταν εκεί: ένα ταμείο 100 δισεκατομμυρίων ευρώ για την αγορά μεριδίων σε εταιρείες και κανόνες για το μπλοκάρισμα συγκεκριμένων εξαγορών από ξένους επενδυτές. Κρατικές ενισχύσεις παντού, μικρές ή μεγάλες. Η μεγαλύτερη διάσωση, στα 9 δισεκατομμύρια ευρώ, είναι εκείνη της Deutsche Lufthansa, ωστόσο ο κατάλογος είναι μακρύς και αυξάνεται. Προφανώς, όλοι έχουν καταστεί πλέον “πρωταθλητές” στη Γερμανία.
Το μέγεθος των κρατικών ενισχύσεων προς επιχειρήσεις της Γερμανίας δεν συγκρίνεται ούτε κατά προσέγγιση με το αντίστοιχο άλλων ευρωπαϊκών οικονομιών
Η “πράσινη” και η ψηφιακή παράμετρος
Βεβαίως, υπάρχουν πολλά στοιχεία για να επαινέσει κανείς στον τρόπο με τον οποίο η Μέρκελ έχει παρέμβει στην κρίση μέχρι στιγμής. Το πακέτο ανάκαμψής της είναι πιθανώς το πιο “πράσινο” στον κόσμο. Άφθονα χρήματα θα εισρέουν προς τα ηλεκτρικά οχήματα και τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Σε αντίθεση με το πακέτο τόνωσης του 2008, αυτό δεν δίνει στους ανθρώπους “μετρητά για αυτοκίνητα – φουγάρα” με κινητήρες εσωτερικής καύσης. Οι Γερμανοί μοιάζουν δε έτοιμοι να χρηματοδοτήσουν οτιδήποτε διαθέτει μπροστά του το επίθετο “ψηφιακό”.
Υπάρχει όμως μια διαφορά μεταξύ του να επαινεί κανείς τη Μέρκελ επειδή κάνει την καλύτερη δυνατή εκμετάλλευση μιας τραγικής συνθήκης, όπως η πανδημία του κορονοϊού και της αποδοχής της υποκείμενης λογικής του να αφήσουμε τον κρατικό “Λεβιάθαν” να “μοιράζει” κεφάλαια. Τα επιχειρήματα κατά του κρατικού καπιταλισμού δεν έχουν διαφοροποιηθεί από τότε που τα εξέθεσα στην “μακρινή” εκείνη εποχή προ πανδημίας – δηλαδή… τον Ιανουάριο του 2020.
Πρώτον, τα κράτη τείνουν να συγχέουν το μέγεθος μιας εταιρείας με τη δύναμη και τη δυναμική της. Δεύτερον, είναι συνήθως χειρότεροι από τους ιδιώτες επενδυτές στο να εντοπίζουν “νικητές” ανά κλάδο και πάντα χειρότερα στο να βγάζουν χρήματα από τους “χαμένους”. Τρίτον, μετατρέπουν την οικονομία σε έναν τεράστιο ανταγωνισμό επιχειρηματικών λόμπι που τελικά βλάπτει τους φορολογούμενους και τους καταναλωτές.
Ο κίνδυνος ενδοευρωπαϊκής σύγκρουσης
Επειδή, επιπλέον, η τρέχουσα αλλαγή οικονομικού παραδείγματος από την αγορά στο κράτος είναι πανευρωπαϊκή, υπάρχουν επίσης νέα προβλήματα γύρω από τη βιομηχανική πολιτική που θα αυξήσουν την ένταση εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Μια προϋπόθεση της ενιαίας αγοράς της ΕΕ ήταν ότι δεν επιτρέπεται η ενίσχυση των κρατών μελών προς τις εταιρείες τους “γενικά”, διότι κάτι τέτοιο θα στρέβλωνε τον ανταγωνισμό. Αυτό έχει πλέον αλλάξει.
Αυτή την περίοδο, λόγω της πανδημίας, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εγκρίνει μαζικά κρατικές ενισχύσεις, συνήθως εντός λίγων ωρών. Δεν έχουν ωστόσο όλα τα κράτη μέλη παρόμοιου μεγέθους πορτοφόλια ή δυνατότητες για να παρέχουν πιστωτικές γραμμές.
Η Ισπανία, για παράδειγμα, υπέφερε περισσότερο από την επιδημία σε σχέση με τη Γερμανία – κι όμως δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να στηρίξει τις εταιρείες της ούτε κατά προσέγγιση όσο τις στηρίζει το Βερολίνο.
Έτσι, περίπου το ήμισυ του συνόλου των κρατικών ενισχύσεων στην ΕΕ στην κρίση το αντιπροσωπεύει μία και μόνη χώρα: η Γερμανία. Όπως σημειώνει ένα think tank, υποεκτιμώντας μάλιστα την κατάσταση, αυτό θα οδηγήσει όχι μόνο σε ακόμη μεγαλύτερη απόκλιση μεταξύ των ευρωπαϊκών οικονομικών, αλλά και “σε συγκρούσεις εντός της ΕΕ”.
Τίποτε από τα παραπάνω δεν έχει σκοπό να αρνηθεί την ανάγκη για αποφασιστική δημοσιονομική τόνωση για τη διάσωση της ζωής του ασθενούς, ο οποίος στην συγκεκριμένη περίπτωση είναι η γερμανική και ευρωπαϊκή οικονομία.
Όμως, όπως κάθε σοφός γιατρός, οι ηγέτες της Ευρώπης, και πάνω απ’ όλα η Μέρκελ, πρέπει να διασφαλίσουν ότι η θεραπεία στα επείγοντα δεν θα μετατραπεί σε χρόνια νοσηλεία. Η τόνωση, με αυτήν την έννοια, είναι σαν τα οπιοειδή: απαραίτητη για ανακούφιση σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, εθιστική και καταστροφική όταν συνεχίζεται για μεγαλύτερο διάστημα.
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, ο αμερικανός περιγράφει μεν σωστά αυτά που συμβαίνουν στη Γερμανία, κυρίως το ότι είχε σχεδιαστεί ένα χρόνο πριν η επιστροφή της στον κρατικό καπιταλισμό ή εθνικοσοσιαλισμό καλύτερα που δρομολογείται σήμερα με την ευκαιρία της πανδημίας συν την κατάσταση των Η.Π.Α., αλλά δεν συνειδητοποιεί τις πραγματικές της προθέσεις – ούτε το ότι έχει εγκαταλείψει ουσιαστικά την ΕΕ, ακολουθώντας το δικό της δρόμο.
Όσον αφορά τις διακρατικές συγκρούσεις εντός της ΕΕ που προβλέπει, είναι στα πλαίσια της οικοδόμησης του τέταρτου Ράιχ της, με οικονομικά μέσα αυτή τη φορά – με δεδομένη την υπερχρέωση της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Ισπανίας που ακολουθούν την πολιτική μέτρων της Γερμανίας, με την ύπουλη έγκριση της, αφού διαθέτουν πολύ μικρότερες δυνατότητες, καθώς επίσης τα προβλήματα των Η.Π.Α.
Ως εκ τούτου, οι εξελίξεις στην ήπειρο μας θα είναι καταιγιστικές, αφού ο εθνικοσοσιαλισμός έχει πολλά πρόσωπα – ενώ η Ελλάδα δεν είναι μόνο εντελώς ανοχύρωτη, αλλά συνεχίζει τα ίδια λάθη, με μία ξεκάθαρα γερμανόφιλη κυβέρνηση που υπηρετεί τυφλά τη Γερμανία. Δεν θέλουμε φυσικά να είμαστε μάντεις κακών, ούτε μπορούμε να προβλέψουμε το μέλλον – αλλά αυτά που συμβαίνουν είναι τόσο καθαρά, ώστε μόνο κάποιος που θα εθελοτυφλούσε δεν θα τα έβλεπε.
Πηγή : https://analyst.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου