MOTD

Αλλαχού τα κόμματα γεννώνται διότι εκεί υπάρχουσι άνθρωποι διαφωνούντες και έκαστος άλλα θέλοντες. Εν Ελλάδι συμβαίνει ακριβώς το ανάπαλιν. Αιτία της γεννήσεως και της πάλης των κομμάτων είναι η θαυμαστή συμφωνία μεθ’ ης πάντες θέλουσι το αυτό πράγμα: να τρέφωνται δαπάνη του δημοσίου.

Εμμανουήλ Ροΐδης, 1836-1904, Έλληνας συγγραφέας

Σάββατο 16 Νοεμβρίου 2019

Σύγχρονες Απειλές και Μεταρρύθμιση της Πολιτικής Εθνικής Ασφαλείας

Οφείλουμε να αποκτήσουμε έναν προσανατολισμό για να εξελιχθούμε σε γεωπολιτική δύναμη της Μεσογείου και του βαλκανικού χώρου.

Γράφει ο Δημήτριος Τσαϊλάς
Υποναύαρχος ε.α. ΠΝ. Δίδαξε, μεταξύ άλλων, επί σειρά ετών,
στις έδρες Επιχειρησιακής Σχεδιάσεως και της Στρατηγικής και Ασφάλειας
σε ανώτερους Αξιωματικούς στην Ανώτατη Διακλαδική Σχολή Πολέμου.

Καθ’ όλη την ιστορία του πολέμου, οι αντίπαλοι προσπάθησαν να δυσκολέψουν και να περιορίσουν την ελευθερία κινήσεων και δράσεως του δυνητικού αντιπάλου στο πεδίο της μάχης. Ενώ οι παλαιότερες μορφές της προσπάθειας αυτής περιλάμβαναν εμπόδια, όπως το Σινικό Τείχος της Κίνας ή η γραμμή Μεταξά στα καθ’ ημάς, από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, οι αμυντικοί ερευνητές προσδιόρισαν το συνδυασμό προσέγγισης, πληροφοριών-τεχνολογίας, χερσαίου, θαλασσίου και εναέριου χώρου, ως την αναδυόμενη απειλή για την προβολή στρατιωτικής ισχύος. Ακριβώς όπως το Blitzkrieg άλλαξε τους κανόνες της μάχης το 1940, σήμερα η πρόσβαση στις τεχνολογίες και στρατηγικές σε περιοχές άρνησης (Anti-Access Area Denial) έχουν επαναπροσδιορίσει το χαρακτήρα του σύγχρονου πολέμου. Αυτό συμβαίνει διότι με αυτόν τον τρόπο υπονομεύονται οι σύγχρονες δυνάμεις προβολής ισχύος των κρατών, δηλαδή με την άρνηση της ελεύθερης δράσης γύρω από τις περιοχές ενδιαφέροντος.

Οι νέες απειλές ασφάλειας μας κτυπάν εδώ και καιρό τον κώδωνα του κινδύνου. Χαρακτηρίζονται δε, ακόμη και από εχθρούς χωρίς κυρίαρχο έδαφος, σύνορα ή σταθερές βάσεις. Αυτές οι απειλές περιλαμβάνουν την εξαγωγή τρομοκρατίας, διάδοση των όπλων μαζικής καταστροφής, λαθρεμπορίου ναρκωτικών, ανεξέλεγκτη προσφυγική ροή, λαθρομετανάστευση, πειρατεία στις θάλασσες και τις εκτεταμένες πυρκαγιές σε όλη την ελληνική επικράτεια. Ο παραδοσιακός ορισμός της έννοιας της ασφάλειας, όπως τον γνωρίζαμε, θεωρούσε ως το βασικότερο στοιχείο αυτής τον έλεγχο και τη χρήση της στρατιωτικής ισχύος από τα κράτη. Συνδεόταν δε, με την προστασία της εδαφικής ακεραιότητας των κρατών. Σήμερα, η τάση είναι η ανάδειξη της σπουδαιότητας, των μη στρατιωτικών πτυχών της εθνικής ασφάλειας.

Στη σύγχρονη εποχή η τρομοκρατία, με την ευρεία έννοια του όρου, πλέον διέρχεται μια μεταβατική ή καλύτερα θα λέγαμε μια εξελισσόμενη στρατηγική τα τελευταία χρόνια όπως είναι η εκδήλωση ασύμμετρων απειλών. Είναι ένα όπλο με ή χωρίς τεχνολογική υπόσταση, πολύ χαμηλού κόστους, που εφαρμοζόμενο εναντίον του όποιου εχθρού, προσδίδει φοβερή και ασυναγώνιστη δύναμη. Εξ’ άλλου η οργανωμένη βία που διεξάγεται μεταξύ μυστικών υπηρεσιών και παρακρατικών ομάδων δεν απαιτούν στρατιωτικές ικανότητες, καθώς η ενδιαφερόμενη πλευρά βασίζεται σε δόλια ενέργεια για να επιτευχθεί η βούλησή της ή και για να κάμψει το ηθικό του αντιπάλου.

Πέραν όλων αυτών των απειλών στην περιοχή μας, η ιστορία αποδεικνύει ότι οι συγκρούσεις μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδος είναι φαινομενικά αναπόφευκτες. Τι πρέπει να κάνουμε; Τι ακριβώς συμβαίνει ανάμεσα στις δύο γειτονικές συμμαχικές δυνάμεις, οι οποίες φαίνεται να είναι κλειδωμένες σε μια αντιπαλότητα; Ποια είναι η στάση των ελλήνων ηγετών απέναντι στην ανερχόμενη ναυτική ισχύ της Τουρκίας; Θα αποδεχτούμε την Τουρκία να γίνει τελικά ηγεμονεύουσα δύναμη;

Το πρώτο πράγμα που πρέπει να κατανοήσουμε για το τι συμβαίνει στη σχέση μεταξύ της Ελλάδος και της Τουρκίας είναι ότι η συνολική σχέση καθοδηγείται από μια δυναμική του παιγνίου μηδενικού αθροίσματος (όπου το όφελος του ενός είναι ίσο με την απώλεια του άλλου), στο οποίο μια περιφερειακή δύναμη όπως η Τουρκία επηρεάζει την Ελλάδα, με όλες τις φυσικές και προβλέψιμες συνέπειες αυτού.

Η Τουρκία ως μεγαλύτερη χώρα, αισθάνεται ισχυρότερη και ταυτόχρονα αισθάνεται αδικημένη από τη γεωγραφία, λόγω της κυριαρχίας των ελληνικών νησιών του ανατολικού Αιγαίου και των 14 νησιών του συμπλέγματος Καστελλόριζου-Μεγίστης, και ως εκ’ τούτου, περιορισμένη από την Ελλάδα, οπότε εστιάζεται στη θάλασσα αναζητώντας ζωτικό χώρο που δεν της ανήκει, σύμφωνα με τις ισχύουσες συμβάσεις και συνθήκες. Προσπαθεί δε, να ερμηνεύσει τους κανόνες του διεθνούς δικαίου της θαλάσσης με ανατολίτικη νοοτροπία (τα δικά σου, δικά μου και τα δικά μου, δικά μου) για να ξεπεράσει τα κυριαρχικά δικαιώματα μας, αμφισβητώντας ακόμη και την κυριαρχία ορισμένων (ο αριθμός αυτών εξαρτάται από το ποιος το επικαλείται) ελληνικών νήσων. Από τη δική μας πλευρά ο Ελληνισμός είναι συνηθισμένος στην κυριαρχία των θαλασσίων χώρων του Αιγαίου και της ανατολικής Μεσογείου που του διασφαλίζονται από το δίκαιο της θαλάσσης και τις διάφορες διεθνείς ή διμερείς συνθήκες, και αισθάνεται διαταραγμένος από μια αυξανόμενη και κακότροπη Τουρκία. Εφ’ όσον συμβαίνει αυτό, τότε ο ανταγωνισμός αυτός εξαπλώνεται σε όλη τη σχέση, δημιουργώντας εστίες εντάσεων, που πιθανόν να κλιμακωθούν σε θερμά επεισόδια και τελικά να καταλήξουν σε συγκρούσεις ή ακόμη και πόλεμο με ανυπολόγιστες ζημίες.

Η εθνική μας στρατηγική οφείλει και πρέπει να λαμβάνει υπόψη της όλους τους παράγοντες της γεωπολιτικής πραγματικότητας. Αυτό το στοιχείο είναι πολύ κρίσιμο, επειδή αναπτύσσεται και εφαρμόζεται σε πραγματικό χρόνο και χώρο για την αντιμετώπιση του όποιου αντιπάλου. Ένα κράτος, λοιπόν, οφείλει να προσαρμόζει συνειδητά τη στρατηγική του στις γεωπολιτικές πραγματικότητες. Σε περίπτωση που οι γεωπολιτικές συνθήκες αλλάξουν, οι διαμορφωτές πολιτικής πρέπει να είναι σε θέση να διακρίνουν αυτές τις αλλαγές και να τροποποιήσουν τη στρατηγική και τους στρατηγικούς σκοπούς αναλόγως. Σε κάθε περίπτωση όμως, ο αντικειμενικός σκοπός είναι και παραμένει ο ίδιος.

Η Ελλάδα είναι ένα πολιτισμένο φιλελεύθερο δημοκρατικό κράτος και είναι πιστό στις αρχές της ΕΕ του ΟΗΕ και στη συνθήκη του ΝΑΤΟ. Γι’ αυτό το λόγο στις διεθνείς σχέσεις της, επιμένει στην αποχή από πράξεις που θα συνιστούσαν απειλή ή χρήση βίας. Οφείλουμε όμως να είμαστε έτοιμοι για κάθε ενδεχόμενο και να παρακολουθούμε όλες τις εξελίξεις. Έχουμε την υποχρέωση να είμαστε έτοιμοι να συμμετέχουμε στο διεθνές γίγνεσθαι και να αντιμετωπίζουμε τους κινδύνους, που ήδη διαφαίνονται στον ορίζοντα, όπως είναι η αναθεωρητική πολιτική της Τουρκίας, το πρόβλημα εισόδου του κύματος των μεταναστών και προσφύγων και η ανάπτυξη νέων τακτικών πολέμου. Για αυτό το λόγο εκτιμάται ότι είναι απαραίτητη η προσπάθεια ευθυγράμμισης των εθνικών και των κοινών ευρωπαϊκών στόχων στον γεωπολιτικό μας χώρο.

Οι ελληνικές κυβερνήσεις μέχρι σήμερα κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η σχέση της Τουρκίας ως συμμάχου στο ΝΑΤΟ έχει διαταραχτεί, και προσπαθούν να αξιοποιήσουν αυτή τη διαταραχή όσο μπορούν προς όφελος του ελληνισμού, σε κάθε γεωστρατηγικό χώρο. Αυτό σημαίνει προς ώρας, πρώην στρατηγικοί εταίροι της Τουρκίας, όπως το Ισραήλ και η Αίγυπτος είναι πλέον στρατηγικοί αντίπαλοί της, και εταίροι του ελληνισμού. Αυτό είναι απλά ένα παράδειγμα ενός υποκείμενου φαινομένου, χωρίς όμως να μειώνει την τουρκική στρατηγική αξία για τη συμμαχία τουλάχιστον.

Τον τελευταίο καιρό η αυξανόμενη εχθρότητα, μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας προέρχεται περισσότερο από τις τουρκικές ικανότητες που έχει αποκτήσει παρά την τουρκική συμπεριφορά. Να το πούμε λίγο διαφορετικά: Η αναζήτηση της Τουρκίας για «πολιτική ηγεμονία και υπεροπλία στη θάλασσα» αποτελεί μια υπαρξιακή απειλή για την ανεξαρτησία όχι μόνο των γειτονικών της κρατών αλλά κυρίως για την ύπαρξη του Ελληνισμού. Αυτό είναι ξεκάθαρο καθώς η βελτιούμενη ικανότητα της τουρκικής σκληρής ισχύος, πιστεύεται ότι είναι και ο βασικός παράγοντας, αυτής της έντασης. Μόλις η Τουρκία πετύχει την αεροναυτική υπεροχή, αυτό θα σημάνει αυτόματα, ανεξάρτητα από τις τουρκικές προθέσεις, αντικειμενική απειλή για την Ελλάδα και θα ήταν ασυμβίβαστο με την ύπαρξη του ενιαίου χώρου του Ελληνισμού (Ελλάδος-Κύπρου).

Αυτός είναι και ο βασικότερος λόγος που η Ελλάδα πρέπει να μεταρρυθμίσει την Πολιτική Εθνικής Ασφαλείας και τη στάση της χρήσης σκληρής ισχύος της. Έχουμε απομακρυνθεί από το είδος της αποτροπής που επιβάλλεται από ένα ναυτογενές έθνος για τη στήριξη των εθνικών μας συμφερόντων και του ζωτικού μας θαλασσίου χώρου. Δεν καταφέραμε να συμβαδίσουμε με την αλλαγή της παγκόσμιας πολιτικής, οικονομικής και στρατιωτικής πραγματικότητας, ιδιαίτερα τα τελευταία δέκα χρόνια που βρεθήκαμε σε οικονομική ύφεση και κρίση. Μια νέα όμως Πολιτική Εθνικής Ασφαλείας που να συνδέει τη χρήση βίας με σαφείς και άμεσες απειλές για την εθνική μας ασφάλεια και επιβίωση θα μας έδινε το χρόνο και τους πόρους για να εκσυγχρονίσουμε την αμυντική μας στάση για την επόμενη τουλάχιστον εικοσαετία.

Οι προοπτικές για τη χρήση βίας έχουν αλλάξει ταχύτερα από ό, τι σκεφτόμασταν στην πολεμική σχεδίαση μας. Τα λάθη του παρελθόντος και η μεταβαλλόμενη φύση του πολέμου πρέπει να ληφθούν πλέον υπόψη με σκοπό να διορθωθούν τάχιστα. Μια νέα διάσταση της απειλής της εθνικής ασφάλειας έχει εξελιχθεί στο θαλάσσιο χώρο των συνόρων όλου του Ελληνισμού και απαιτείται στρατηγική σκέψη και προσήλωση, που θα πρέπει να ενσωματωθεί σε μια ολοκληρωμένη εγχώρια Αμυντική Στρατηγική στηρίζοντας, όχι μόνο τη Ναυπηγοεπισκευαστική ικανότητά μας, αλλά ταυτόχρονα και την εγχώρια αμυντική βιομηχανία.

Είναι κανόνας ότι, οι οικονομικές πραγματικότητες συνδέονται άμεσα με τις στρατιωτικές δαπάνες. Η Ελλάδα δεν μπορεί πλέον να αντέξει οικονομικά την ανυπαρξία σκέψης με στρατιωτικές εξαγορές. Οι καταχρήσεις του παρελθόντος, όπου οι πολιτικοί πίεζαν για στρατιωτικό εξοπλισμό που οι ένοπλες δυνάμεις δεν ήθελαν ή δεν χρειαζόντουσαν, και γίνονταν αποδεκτές ως μέρος ενός παιχνιδιού εξαγοράς εκτός ελέγχου, αντιμετωπίζουν πλέον μια έντονη οικονομική πραγματικότητα. Δεν μπορούμε να τις αντέξουμε.

Τι χρειάζεται να γίνει;

Πρώτον, η τρέχουσα στρατηγική και η πολιτική πρέπει να αλλάξουν με την επιστροφή στην αξιόπιστη αποτροπή του πολέμου.

Αυτό απαιτεί μια επίμονη, και σκόπιμη αλλαγή στην αμυντική νοοτροπία. Να δούμε αξιόπιστα και με ρεαλισμό την εθνική μας άμυνα ως το “εργαλείο” ανάμεσα στα όργανα ισχύος του έθνους. Να δηλώσουμε επίσημα τις κόκκινες γραμμές. Όταν ο πόλεμος δηλώνεται με τη δέουσα διαδικασία, δεν αφήνει τίποτα αμφιλεγόμενο. Οι Έλληνες δεν χρειάζεται να “οδηγηθούν” για μια δίκαιη, ηθική χρήση ισχύος.

Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής έχουν βάλει πολύ νερό στο κρασί τους για δεκαετίες, με κατευναστικές πολιτικές. Η στρατιωτική ισχύς πρέπει και θα είναι πάντα ένα κρίσιμο όργανο της διπλωματίας μας. Να κατέχει ένα τεράστιο, έμφυτο στρατιωτικό αντίκτυπο στους υπολογισμούς φίλων και αντιπάλων. Η «επίδειξη ισχύος» έχει χρησιμότητα επειδή συνδέει το σύνολο των δυνατοτήτων μας με πολιτικο-στρατιωτικές καταστάσεις.

Μια σαφώς διαρθρωμένη νέα Πολιτική Εθνικής Ασφάλειας που αναγνωρίζει αυτό, είναι μια καλή αρχή για να ξεκινήσουμε. Η πραγματοποίηση ενός αμυντικού προϋπολογισμού και των ευρύτερων στρατιωτικών πολιτικών και στρατηγικών σύμφωνα με την εν λόγω Πολιτική Εθνικής Ασφαλείας θα είναι το επόμενο βήμα.

Δεύτερον, πρέπει να αντιμετωπίσουμε τη νέα εποχή.

Οι παλαιές έννοιες, που βασίζονταν σε μια ισορροπία δυνάμεων που εξαρτιόνταν από μια επισφαλή αποδοχή της λογικής με βάση τις θεωρίες και τις “σκάλες” της κλιμάκωσης, είναι ξεπερασμένες. Οι πιθανοί παίκτες έχουν αλλάξει, τα όπλα δεν είναι τα ίδια, και τα πιθανά σενάρια είναι σημαντικά διαφορετικά από το παρελθόν. Μια απειλή για την αμοιβαία αυτοκτονία είναι πλέον πειστική μεταξύ των εθνικών κρατών, και δεν σημαίνει τίποτα στους αδίστακτους παράγοντες. Πρέπει να εφαρμοστούν νέα σχέδια και πολιτικές και νέες αντιλήψεις, πριν αντιμετωπίσουμε την όποια συμπλοκή μας. Δεν μπορούμε να προβλέψουμε ποιο θα είναι το μέγεθος αυτής της συμπλοκής, καθώς οι συνδυασμοί και οι παραλλαγές αυξάνονται σταθερά, αλλά μπορούμε να είμαστε πολύ πιο προετοιμασμένοι από ό, τι είμαστε τώρα.

Τρίτον, πρέπει να προσαρμόσουμε και να εκσυγχρονίσουμε τη δομή των δυνάμεών μας για να εξυπηρετήσουμε μια ενημερωμένη ελληνική προσέγγιση για τη χρήση βίας προσαρμοσμένη στον τρόπο που κατανοούν οι Έλληνες και θα στηρίξουν την απόφαση ακόμη και για πόλεμο. Έχουμε μια ισχυρή βάση από την οποία θα ξεκινήσουμε. Ο εκσυγχρονισμός και η προσαρμογή στη νέα Πολιτική Εθνικής Ασφαλείας μπορεί να γίνει με λογικό ρυθμό. Βασικά, πρέπει να αξιοποιήσουμε ό, τι έχουμε, ενώ παράλληλα να οικοδομούμε και διαμορφώνουμε τις δυνάμεις με σύνεση και ορθολογισμό.

Η ικανότητα κινητοποίησης πρέπει να επανεξεταστεί και να ενισχυθεί καθώς οι δυνατότητες και οι προθέσεις για χρήση στρατιωτικής ισχύος αυξάνονται. Αυτό συνεπάγεται όχι μόνο νέες προσεγγίσεις στις αποθεματικές δυνάμεις και τις δυνάμεις της εθνοφρουράς, αλλά και μια νέα αντίληψη για «πυρήνες» μόνιμων ενεργών δυνάμεων που θα λειτουργούν κυρίως για την εκτέλεση επιχειρήσεων.

Επίλογος

Οι μεταβολές στη διεθνή ισορροπία ισχύος θα οδηγήσουν αναπόφευκτα σε αλλαγές στις κυριότερες απειλές για την ασφάλεια οποιουδήποτε έθνους. Αυτά πρέπει να καλυφθούν από μεταβολές στην εθνική πολιτική ασφαλείας και αντίστοιχες αλλαγές στις στρατηγικές έννοιες των υπηρεσιών. Καθώς διανύουμε μια πολύ κρίσιμη περίοδο παγκοσμίως, η πατρίδα μας βρίσκεται σε ένα σημαντικό σταυροδρόμι όσον αφορά τις Ένοπλες Δυνάμεις. Σε όλες αυτές τις σύγχρονες απειλές πρέπει να δοθούν απαντήσεις. Και γρήγορα. Αυτό, δεν θα προερχόταν ποτέ από την υιοθέτηση των στρατηγικών επιλογών μιας κατευναστικής πολιτικής. Αντ΄ αυτής, καλύτερα να αναζητηθεί μια νέα, με πυλώνες τις αρχές της ρεαλιστικής αντίληψης. Οι σχεδιαστές της εθνικής στρατηγικής και της πολιτικής εθνικής ασφάλειας γνωρίζουν ότι πρέπει να έχουν πάντα υπ’ όψη τους την ασύμμετρη διάσταση της απειλής, η οποία πρέπει να βρει έκφραση σε κάθε επίπεδο, τακτικό, επιχειρησιακό και στρατηγικό.

Οφείλουμε να αποκτήσουμε ένα προσανατολισμό για να εξελιχθούμε σε γεωπολιτική δύναμη της Μεσογείου και του βαλκανικού χώρου. Η βασική προϋπόθεση για την επίτευξη αυτού του σκοπού, είναι η πολιτική εθνικής ασφαλείας να παράσχει ένα αποτρεπτικό δόγμα με σύγχρονες αμυντικές υποδομές με σωστή τεχνογνωσία για τα θέματα αμυντικής και εξωτερικής πολιτικής με συμμαχίες τόσο στα Βαλκάνια, όσο και στη Μεσόγειο. Αντί λοιπόν να γινόμαστε θεατές των διαφόρων καταστάσεων στη γειτονιά μας, να προβούμε σε διεξοδικό καθορισμό της πολιτικής εθνικής ασφαλείας διότι είναι πράγματι ζωτικής σημασίας σε μια εποχή όπου η γειτονιά μας μοιάζει με ένα “δαχτυλίδι της φωτιάς” και όχι ένα “δαχτυλίδι γάμου”.

Σημείωση: Η παραπάνω ανάλυση του κυρίου Τσαϊλά δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Δημοσιογραφία τεύχος 21(Φθινόπωρο 2019) που κυκλοφορεί σε ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕ ΤΟ COLUMBIA JOURNALISM REVIEW

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου