Η Ελλάδα μπορεί να πετύχει πραγματικά θαύματα. Εν τούτοις, όπως ένας κακός, διεφθαρμένος και ενδοτικός διαχειριστής μπορεί να εξανεμίσει σε χρόνο μηδέν μία τεράστια περιουσία, έτσι και οι ανίκανες, ανεπαρκείς, δουλοπρεπείς και ενδοτικές κυβερνήσεις – κάτι που συμβαίνει δυστυχώς στην πατρίδα μας.
Άποψη
Οι οικονομολόγοι κρίνονται ως καλοί, όταν κάνουν σωστές προβλέψεις ή δίνουν λύσεις σε δύσκολες εποχές – όπως στην περίπτωση του J.M. Keynes που έζησε το κραχ και τη Μεγάλη Ύφεση 1929 συμβάλλοντας τα μέγιστα στην αντιμετώπιση της, ενώ εάν είχε εισακουσθεί στην περίπτωση της Γερμανίας και της συνθήκης των Βερσαλλιών, θα είχαν αποφευχθεί η άνοδος του ναζισμού, οι θηριωδίες του Χίτλερ και ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος. Η προσέγγιση δε του οικονομολόγου ήταν η εξής: «δείτε ένα πρόβλημα και προσπαθήστε να βρείτε λύση, αντί να δείτε ένα πρόβλημα και να προσπαθήσετε να καταλάβετε γιατί υπήρχε πριν την επίλυση».
Οι ομοιότητες του εν προκειμένω με τον J. Law που έζησε 200 χρόνια πριν, ειδικά όσον αφορά την προσέγγιση ενός προβλήματος και τη σημασία της ρευστότητας σε μία οικονομία, ήταν εντυπωσιακές – υπενθυμίζοντας πως ο Σκωτσέζος κλήθηκε να επιλύσει τη χρεοκοπία ουσιαστικά της Γαλλίας μετά το θάνατο του Λουδοβίκου του 14ου το 1715. Τότε η χώρα είχε χρέη ύψους 3 δις λίβρες, ετήσια έσοδα 145 εκ. λίβρες και ετήσιες δαπάνες 142 εκ. λίβρες – οπότε πρωτογενή πλεονάσματα 3 εκ. λίβρες, με τα οποία όμως έπρεπε να πληρώνει ετήσιους τόκους για τα χρέη της ύψους 145 εκ. λίβρες (για σύγκριση, τα έσοδα σήμερα της Ελλάδας είναι περί τα 50 δις € και το δημόσιο χρέος της 360 δις €, οπότε επταπλάσιο των εσόδων – ενώ τότε της Γαλλίας ήταν εικοσαπλάσιο).
Τελικά κατάφερε να βρει τη λύση, χωρίς να χρεοκοπήσει εν πρώτοις η Γαλλία – ενώ η μεγάλη του διαφορά με τον Keynes ήταν το ότι, εφάρμοζε ο ίδιος τις θεωρίες του, ενώ ο Βρετανός πολύ σωστά δεν το έκανε ποτέ, ενεργώντας πάντοτε ως σύμβουλος των κυβερνήσεων και όχι ως εκτελεστικό όργανο (ο J. Schumpeter απέδειξε με την παταγώδη αποτυχία του ως υπουργός οικονομικών πως η τακτική του Keynes ήταν πολύ πιο αποτελεσματική – ότι άλλος πρέπει να σχεδιάζει και άλλος να εφαρμόζει τα σχέδια).
Στην περίπτωση της Ελλάδας τώρα η λύση του προβλήματος της είναι ουσιαστικά απλή. Ειδικότερα, πρώτη προτεραιότητα της οφείλει να είναι η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των Πολιτών προς την Πολιτεία, μεταξύ άλλων με την καταπολέμηση του βρώμικου πελατειακού και κομματικού κράτους – καθώς επίσης με την παραδειγματική τιμωρία όλων όσων καταδίκασαν ενδοτικά την Ελλάδα στην Τρόικα, στην πολιτική των μνημονίων και στο καταστροφικό PSI (ανάλυση).
Η ενέργειες αυτές από μόνες τους (έχουμε περιγράψει αναλυτικά δέκα βασικά βήματα, πηγή), θα μπορούσαν να οδηγήσουν την Ελλάδα στην έξοδο από την κρίση – αφού θα δημιουργούσαν τις προϋποθέσεις επιστροφής των 140 δις € καταθέσεων που διέφυγαν στο εξωτερικό. Έτσι θα χρηματοδοτούνταν το δημόσιο, οι τράπεζες, οι επενδύσεις κοκ. με δικά μας μέσα – με αποτέλεσμα να σταματήσει επιτέλους η ζητιανιά των πολιτικών μας κομμάτων που μας εξευτελίζει διεθνώς.
Φυσικά δε, θα πρέπει να ελέγχονται απόλυτα από τους ικανότερους Έλληνες και όχι από ξένους το Υπουργείο Οικονομικών, η Τράπεζα της Ελλάδος, η ΕΛΣΤΑΤ και η Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων – θεωρώντας πως οι τέσσερις αυτοί πυλώνες μπορούν να εγγυηθούν την πρόοδο και την ευημερία της χώρας.
Στη συνέχεια οφείλει να καταρτισθεί ένας Κρατικός Ισολογισμός, σε ετήσια βάση, έτσι ώστε να γνωρίζουν κάθε φορά οι Πολίτες όχι μόνο τι χρωστούν, αλλά και τι τους ανήκει – ενώ η φορολογική πολιτική πρέπει να γίνει σταθερή και ανταγωνιστική με τις γύρω χώρες, ταυτόχρονα με τη δημιουργία ενός φιλικού προς τις επιχειρήσεις πλαισίου λειτουργίας τους (πηγή).
Το σημαντικότερο για την Ελλάδα είναι η ανάκτηση των τιμών της ακίνητης περιουσίας του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα, καθώς επίσης του χρηματιστηρίου, όπου χάθηκε πάνω από 1 τρις € – αφού μόνο έτσι μπορούν να εξυγιανθούν οι τράπεζες, να κρατήσουν τα σπίτια τους αρκετοί Πολίτες και να επανέλθει η χαμένη πιστοληπτική τους ικανότητα. Μόνο έτσι θα είναι σε θέση το κράτος και οι ιδιώτες να δανείζονται για τη διεξαγωγή επενδύσεων, ώστε να εισέλθει η Ελλάδα σε μία βιώσιμη πορεία ανάπτυξης.
Επόμενος στόχος οφείλει να είναι ένα δημοσιονομικό έλλειμμα του προϋπολογισμού κάτω από το 3% της συμφωνίας του Μάαστριχτ και σε ανάλογο ύψος με τον πληθωρισμό (πηγή). Επίσης ένα ισοσκελισμένο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών που δεν θα στηρίζεται όμως στη φτωχοποίηση που επιβλήθηκε στην πατρίδα μας από τα μνημόνια, αλλά στην παραγωγή πλούτου από τους τρεις βασικούς πυλώνες της οικονομίας μας: από τον πρωτογενή τομέα, από τη ναυτιλία και από τον τουρισμό, συνεπικουρούμενους από τη μεταποίηση και τη βιομηχανία.
Σκοπός μας είναι να μειώνουμε συνεχώς το χρέος ως προς το ΑΕΠ αυξάνοντας το ΑΕΠ, έτσι ώστε να μην είναι εις βάρος της ευημερίας του ελληνικού λαού, όπως η ακριβώς αντίθετη πολιτική των μνημονίων. Η Ελλάδα έχει άλλωστε τεράστιες δυνατότητες και προοπτικές, αρκεί να «ξυπνήσει» η δημιουργικότητα και η επιχειρηματικότητα των Πολιτών της – ενώ ως χώρα αποτελεί μία ιδανική επενδυτική επιλογή, αρκεί να εξασφαλιστούν οι κατάλληλες συνθήκες.
Σε κάθε περίπτωση, γνωρίζοντας πως μόνο οι προοπτικές βιώσιμης ανάπτυξης μίας χώρας επιβραβεύονται σήμερα από τους εγχώριους και διεθνείς επενδυτές, ενώ μόνο μέσω της ανάπτυξης μπορούν να επιλυθούν τα μεγάλα προβλήματα της χώρας, όπως η ανεργία, το συνταξιοδοτικό, το ασφαλιστικό και τόσα άλλα, η Ελλάδα πρέπει να επικεντρωθεί στους τρόπους αύξησης του ΑΕΠ της, επιλύοντας ορθολογικά την εξίσωση:
ΑΕΠ = Κατανάλωση + Ιδιωτικές επενδύσεις + Δημόσιες Δαπάνες + Εμπορικό ισοζύγιο (=εξαγωγές μείον τις εισαγωγές).
Ειδικότερα, όλες οι ενέργειες μας πρέπει να έχουν ως αντικείμενο τον τελευταίο συντελεστή της εξίσωσης: το εμπορικό ισοζύγιο. Εν προκειμένω δεν εφευρίσκουμε τον τροχό, αλλά αναδεικνύουμε ένα επιτυχημένο παράδειγμα μίας χώρας που τα κατάφερε, παρά το ότι θεωρούμε ότι αποτελεί το μείζονα εχθρό της πατρίδας μας – της Γερμανίας. Όπως φαίνεται από το γράφημα (στη μέση, 2001-2007, μαύρη στήλη), η Γερμανία μπόρεσε να πληρώσει το τεράστιο κόστος της επανένωσης της και να αναδειχθεί στην ισχυρότερη οικονομική δύναμη της Ευρώπης, ακριβώς επειδή στηρίχθηκε στο εμπορικό ισοζύγιο της – δημιουργώντας τις προϋποθέσεις μείωσης των εισαγωγών και αύξησης των εξαγωγών της.
Κατ’ επακόλουθο, εμείς οι Έλληνες οφείλουμε εν πρώτοις να περιορίζουμε συνεχώς τις εισαγωγές μας – καταναλώνοντας μόνο ελληνικά προϊόντα και αποφεύγοντας ότι δεν έχει παραχθεί στην Ελλάδα σαν το διάβολο. Παράλληλα, πρέπει να κάνουμε τα πάντα για να αυξάνουμε τις εξαγωγές μας – με την έννοια πως οι Ιδιωτικές επενδύσεις οφείλουν να αφορούν μόνο εξαγωγικά προϊόντα, ενώ οι Δημόσιες δαπάνες, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται οι δημόσιες επενδύσεις, πρέπει να έχουν επίσης τον ίδιο στόχο, χωρίς να ξεπουλάμε τις κερδοφόρες επιχειρήσεις μας σε εξευτελιστικές τιμές. Για να γίνει περισσότερο κατανοητή η εξίσωση, τα εξής:
Έστω ΑΕΠ = 100 + 100 + 100 + (150-250) = 200
Εν προκειμένω διαπιστώνουμε ότι, το σύνολο των τριών πρώτων συντελεστών του ΑΕΠ (κατανάλωση + ιδιωτικές επενδύσεις + δημόσιες δαπάνες) από 300 μειώνεται στα 200, επειδή το εμπορικό έλλειμμα (εξαγωγές 150 και εισαγωγές 250) είναι αρνητικό (-100). Εάν λοιπόν καταφέρουμε να ισοσκελίσουμε το εμπορικό έλλειμμα, να είναι δηλαδή οι εισαγωγές μας ίσες με τις εξαγωγές, τότε η εξίσωση με χαμηλότερες εισαγωγές κατά 100 και με σταθερούς τους υπόλοιπους συντελεστές της, μετατρέπεται ως εξής:
ΑΕΠ = 100 + 100 + 100 + (150-150) = 300
Επομένως έχουμε μία αύξηση του ΑΕΠ κατά 50%, από τα 200 στα 300, μόνο και μόνο λόγω της μείωσης των εισαγωγών – άρα της κατανάλωσης ελληνικών προϊόντων, η οποία θα αυξήσει στη συνέχεια τις εγχώριες ιδιωτικές επενδύσεις, οπότε ακόμη περισσότερο το ΑΕΠ. Εάν τώρα αυξάνονταν επί πλέον οι εξαγωγές κατά 50, ξανά με σταθερούς τους υπόλοιπους συντελεστές, τότε η εξίσωση θα διαμορφωνόταν ως εξής:
ΑΕΠ = 100 + 100 + 100 + (200-150) = 350
Με το παραπάνω υπεραπλουστευμένο παράδειγμα κατανοεί κανείς ότι, η ανάπτυξη και η άνοδος του ΑΕΠ δεν είναι το προϊόν ενός θαύματος, όπως άλλωστε τεκμηριώθηκε από τη Γερμανία – αλλά μίας ορθολογικά σχεδιασμένης διαχείρισης της οικονομίας για επιτευχθεί το ζητούμενο, καθώς επίσης μίας σωστής ενημέρωσης των Πολιτών, χωρίς τη γνώση και τη στήριξη των οποίων είναι καταδικασμένη η οποιαδήποτε προσπάθεια, ακόμη και αν επιχειρείται από θεϊκές κυβερνήσεις.
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, η Ελλάδα μπορεί να πετύχει πραγματικά θαύματα – αφού πρόκειται για μία πάμπλουτη χώρα, με σημαντικότατα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα στη γεωργία, στον τουρισμό και στη ναυτιλία, με τεράστιο υπόγειο πλούτο, καθώς επίσης με μία εξαιρετική γεωπολιτική θέση. Εν τούτοις, όπως ένας κακός και διεφθαρμένος διαχειριστής μπορεί να εξανεμίσει σε χρόνο μηδέν μία τεράστια περιουσία, έτσι και οι ανίκανες, ανεπαρκείς, δουλοπρεπείς και ενδοτικές κυβερνήσεις – όπως συμβαίνει δυστυχώς στην πατρίδα μας.
Εάν βέβαια οι Πολίτες αποδειχθούν ξανά τόσο ανόητοι, ώστε να εκλέξουν ακόμη μία φορά κάποιο από εκείνα τα κόμματα που τους κατέστρεψαν στο παρελθόν, περιμένοντας με το ίδιο πείραμα να έχουν διαφορετικά αποτελέσματα, τότε θα είναι άξιοι της μοίρας τους – τεκμηριώνοντας πως δεν έχουν μάθει τίποτα από τα χρόνια της κρίσης, αφού θα συνέχιζαν να πιστεύουν τις κενές υποσχέσεις χρεοκοπημένων κομμάτων που θέλουν να συνεχίσουν να νέμονται την εξουσία, αδιαφορώντας εντελώς για την πατρίδα τους.
Πηγή : https://analyst.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου