Εάν η Ιταλία δεν αντιδράσει (με τη Γαλλία δεν υπάρχει καμία ελπίδα αφού όλοι οι πρόεδροι της υποτάσσονται στη Γερμανία), τότε η μοναδική ελπίδα είναι οι Η.Π.Α. – η οικονομία των οποίων ζημιώθηκε σε μεγάλο βαθμό από την ανατίμηση του δολαρίου σε σχέση με το ευρώ.
«Ένα λάθος δεν γίνεται αλήθεια επειδή είναι ευρέως διαδεδομένο, ούτε η αλήθεια γίνεται λάθος επειδή δεν τη βλέπει κανείς» (Μαχάτμα Γκάντι)
Ανάλυση
Για την Ελλάδα και την Ευρωζώνη υπάρχει μία μόνο βιώσιμη λύση, την οποία έχουμε αναφέρει πολλά χρόνια πριν: η επιστροφή στην αφετηρία, στην προ ευρώ εποχή δηλαδή, όπου όλα τα κράτη θα έχουν τη δική τους κεντρική τράπεζα και τα δικά τους εθνικά νομίσματα, συνδεδεμένα με μία ευρωπαϊκή νομισματική μονάδα.
Με προκαθορισμένο εύρος συν/πλην διακυμάνσεων βέβαια, έτσι ώστε να υπάρχει η απαραίτητη ευελιξία, καθώς επίσης με έναν λογικό μισθολογικό συντονισμό – με στόχο την εξισορρόπηση των εξωτερικών ισοζυγίων τους, για να μην δημιουργούνται μεγάλα πλεονάσματα ή ελλείμματα, οι γνωστές ευρωπαϊκές ασυμμετρίες, οπότε να μη ζει καμία χώρα εις βάρος της άλλης.
Δυστυχώς η οικονομία της Ελλάδας είναι πολύ μικρή για να επιβάλλει κάτι τέτοιο, ενώ η χώρα μας δεν έχει καν τη δυνατότητα σήμερα να αποχωρήσει από την Ευρωζώνη χωρίς να καταστραφεί – επειδή είναι εγκλωβισμένη μετά την υπογραφή του εγκληματικού PSI, καθώς επίσης μετά τις αποικιοκρατικές δανειακές συμβάσεις/μνημόνια που ενέκριναν όλες οι ενδοτικές κυβερνήσει της μετά το 2009. Το μοναδικό κράτος που μπορεί και πρέπει να το επιβάλλει, απειλώντας με τη μονομερή έξοδο του τη Γερμανία (η χώρα δεν καταλαβαίνει καμία άλλη γλώσσα), είναι η Ιταλία – η οποία διαφορετικά θα καταστραφεί, μετατρεπόμενη επίσης σε γερμανική αποικία όπως η Ελλάδα.
Ειδικότερα, εάν η Ιταλία απειλήσει την καγκελάριο με τη μονομερή έξοδο της, τότε θα πανικοβληθεί κυριολεκτικά η γερμανική βιομηχανία – η οποία καταλαβαίνει πολύ καλά τις τρομακτικές συνέπειες μίας τέτοιας εξέλιξης για τις εξαγωγές της, ενώ συνειδητοποιεί πόσα χρήματα θα χαθούν από το Target 2, από τις πιστώσεις των τραπεζών της προς τη χώρα, από τις γαλλικές κοκ. Ως εκ τούτου θα αναγκάσει την καγκελάριο να αλλάξει στάση – ενώ, επειδή η δημοσιονομική, τραπεζική και πολιτική ένωση της Ευρωζώνης είναι απίθανο να επιτευχθεί, θα μελετηθεί σοβαρά η ελεγχόμενη διάλυση της νομισματικής ένωσης, με την επιστροφή όλων των κρατών μαζί στα εθνικά τους νομίσματα.
Ακόμη όμως και να επιτυγχανόταν η δημοσιονομική ένωση, με την έννοια της μεταφοράς των πλεονασμάτων της μίας χώρας για την κάλυψη των ελλειμμάτων της άλλης, όπως συμβαίνει εντός της ομοσπονδιακής Γερμανίας, δεν θα είχε αποτέλεσμα από οικονομικής πλευράς – γεγονός που έχει αποδειχθεί από την «προσάρτηση» της Ανατολικής Γερμανίας στη δυτική τη δεκαετία του ΄90, όπου παρά τα τεράστια ποσά που διατέθηκαν (πάνω από 150 δις ετησίως για δέκα περίπου χρόνια), δεν έχει ανακτήσει ακόμη την ανταγωνιστικότητα της.
Οφείλουμε πάντως να γνωρίζουμε εδώ ότι, πριν από είκοσι χρόνια η Ιταλία είχε την καλύτερη βιομηχανία μηχανημάτων μαζί με τη Γερμανία, σε ολόκληρο τον πλανήτη – ενώ μετά την είσοδο της στην Ευρωζώνη και τη συνεχή ανατίμηση του ευρώ, καθώς επίσης λόγω του ότι οι μισθοί των εργαζομένων της αυξανόταν περισσότερο από την παραγωγικότητα τους (γράφημα), η βιομηχανία της κατέρρευσε.
Αντίθετα, η επιτυχία της Γερμανίας στηρίχθηκε στην ύπουλη διατήρηση των μισθών κάτω από την παραγωγικότητα των εργαζομένων της – με τη συμφωνία των εργατικών συνδικάτων της, οι ηγεσίες των οποίων χρηματίζονταν από τη βιομηχανία της χώρας. Ουσιαστικά το μισθολογικό κόστος ανά μονάδα παραγομένου προϊόντος, τα χρήματα δηλαδή που πρέπει να πληρώσει μία επιχείρηση για να παράγει ένα προϊόν, δεν αυξήθηκαν σχεδόν καθόλου μετά την υιοθέτηση του ευρώ το 1999 – οπότε οι τιμές των γερμανικών προϊόντων παρέμειναν κάτω από τον πληθωριστικό στόχο του 2% που είχε συμφωνηθεί και τήρησε μόνο η Γαλλία.
Εάν βέβαια ενεργούσαν ανάλογα όλες οι άλλες χώρες, όπως η Γερμανία, τότε η νομισματική ένωση θα είχε βυθιστεί από το ξεκίνημα της σε μία καταστροφική ύφεση – σε έναν αποπληθωρισμό που θα είχε διαλύσει εντελώς τις οικονομίες όλων των μελών της. Ως εκ τούτου κανένα κράτος δεν είναι δυνατόν να μιμηθεί τη γερμανική συνταγή – αφού δεν λειτουργεί όταν την εφαρμόζουν πολλοί μαζί.
Η γερμανική ληστεία
Συνεχίζοντας, στην πραγματικότητα η Γερμανία χρησιμοποίησε το ευρώ για να ληστέψει τους εταίρους της, οι οποίοι δυστυχώς δεν το είχαν καταλάβει – γεγονός που τεκμηριώνεται από το ότι, η χώρα δεν είχε ποτέ μία τόσο μεγάλη εξωτερική οικονομική ώθηση σε ολόκληρη ιστορία της. Μέσα σε μόλις δέκα χρόνια το μερίδιο των εξαγωγών στο ΑΕΠ της εκτινάχθηκε από το 30% στο 50%, κάτι που είναι αδιανόητο υπό άλλες προϋποθέσεις – ενώ, εάν η Γερμανία είχε ακόμη το μάρκο, θα ανατιμούταν αντίστοιχα, οπότε δεν θα ήταν σε θέση να επιτύχει τόσο υπέρογκα πλεονάσματα, ούτε ένα τέτοιο μερίδιο εξαγωγών στο ΑΕΠ της.
Σε κάθε περίπτωση η Ευρωζώνη, λόγω των εμπορικών ανισορροπιών στο εσωτερικό της, έχει μετατραπεί σε μία θανάσιμη παγίδα για τα ελλειμματικά κράτη της – ειδικά για την Ελλάδα, η οποία είναι σχεδόν αδύνατον να ξεφύγει. Η αιτία είναι το ότι, επειδή τα κράτη δεν έχουν ένα δικό τους νόμισμα για να το υποτιμήσουν ανακτώντας τη χαμένη τους ανταγωνιστικότητα, ο μόνος δρόμος που τους απομένει είναι να προσπαθήσουν να καλύψουν το γερμανικό τιμολογιακό πλεονέκτημα – μειώνοντας τους μισθούς των εργαζομένων τους (εσωτερική υποτίμηση).
Παρά το ότι όμως η υποτίμηση των νομισμάτων επιτυγχάνεται σχετικά εύκολα, χωρίς δυσμενή επακόλουθα, οι μεγάλες και οριζόντιες μισθολογικές μειώσεις προκαλούν τεράστιες καταστροφές στην οικονομία, χωρίς κανένα θετικό αποτέλεσμα – όπως στο παράδειγμα της Ελλάδας, όπου οι μισθοί περιορίσθηκαν περίπου κατά 30% (μέσος όρος), βυθίζοντας τη χώρα στην ύφεση, εκτινάσσοντας την ανεργία στα ύψη, μειώνοντας τα έσοδα του δημοσίου που υποχρεώθηκε να τα καλύψει με νέους και υπερβολικούς φόρους, διαλύοντας το ασφαλιστικό σύστημα κοκ.
Έτσι η Ελλάδα ευρίσκεται σε τρισχειρότερη θέση σήμερα σχετικά με το ξεκίνημα της κρίσης – επειδή της επιβλήθηκε, σκόπιμα ή μη, μία λανθασμένη πολιτική. Ειδικά όσον αφορά την ανεργία, σύμφωνα με την (εσφαλμένη) νεοκλασική θεωρία, υπάρχουν οι εξής δύο μηχανισμοί που δημιουργούν θέσεις εργασίας, όταν μειώνονται οι μισθοί:
(α) η άνοδος της ανταγωνιστικότητας όσον αφορά το εξωτερικό, όπως συνέβη με την Γερμανία – η οποία όμως τα κατάφερε λόγω της συμμετοχής της στην Ευρωζώνη, αφού διαφορετικά το νόμισμα της μέσα σε ένα ή δύο χρόνια θα ανατιμούταν, οπότε θα έχανε το πλεονέκτημα της και(β) το ότι θεωρητικά οι μειώσεις των μισθών αλλάζουν την παραγωγική δομή μίας οικονομίας – με την έννοια πως λόγω των χαμηλών μισθών οι επιχειρήσεις χρειάζονται περισσότερους εργαζομένους και λιγότερα μηχανήματα, επειδή τις συμφέρει να αντικαθιστούν τα ακριβότερα μηχανήματα με τους φθηνότερους πια εργαζομένους.
Εν τούτοις αυτή η διαδικασία, η υποκατάσταση δηλαδή των μηχανών με ανθρώπους, δεν ισχύει σήμερα – παρά το ότι στη Γερμανία διατηρείται ο μύθος, σύμφωνα με τον οποίο η «ατζέντα 2010» που υιοθέτησε η σοσιαλιστική της κυβέρνηση στα τέλη της δεκαετίας του 1990 προκάλεσε ένα θαύμα απασχόλησης.
Η ατζέντα λειτούργησε μόνο όσον αφορά τις εξαγωγές, επειδή με το μισθολογικό dumping που υιοθέτησε η χώρα εις βάρος των άλλων, εξήγαγε ουσιαστικά ανεργία και εισήγαγε θέσεις εργασίας – ενώ την ίδια χρονική περίοδο η εγχώρια ζήτηση κατέρρευσε, ακριβώς λόγω της μείωσης των μισθών.
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, εάν η Ιταλία δεν αντιδράσει (με τη Γαλλία δεν υπάρχει καμία ελπίδα αφού όλοι οι πρόεδροι της υποτάσσονται στη Γερμανία), τότε η μοναδική ελπίδα είναι οι Η.Π.Α. – η οικονομία των οποίων ζημιώθηκε σε μεγάλο βαθμό από την ανατίμηση του δολαρίου σε σχέση με το ευρώ, από το 1,50 κάποτε στο 1,10 σχετικά πρόσφατα (ήδη πάντως με το 1,23 του ευρώ σε σχέση με το δολάριο, η οικονομία της Ευρωζώνης, βασισμένη στις εξαγωγές, σταμάτησε να αναπτύσσεται).
Ειδικότερα, με δεδομένο το ότι ο πρόεδρος Trump έχει δηλώσει πως δεν πρόκειται να επιτρέψει τόσο μεγάλα πλεονάσματα στη Γερμανία, έχοντας επί πλέον πει πως στη Νέα Υόρκη κυκλοφορούν πολλά BMW, τυχόν υποτίμηση του δολαρίου στο 1,50 απέναντι στο ευρώ, όσο είναι ουσιαστικά η σημερινή του πραγματική αξία, θα ήταν θανατηφόρα για τη γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία – η οποία αποτελεί ουσιαστικά τη σπονδυλική στήλη της οικονομίας της χώρας.
Οι Η.Π.Α. είναι ασφαλώς σε θέση να το επιβάλουν, όπως κάποτε με τη συμφωνία της PLAZA, την οποία πλήρωσε πολύ ακριβά η Ιαπωνία – ο τότε μεγαλύτερος χειραγωγός του νομίσματος, όπως σήμερα η Γερμανία με τη βοήθεια του ευρώ. Τότε η Γερμανία τη γλύτωσε φθηνά, λόγω της ένωσης της – ενώ η εναλλακτική λύση των Η.Π.Α. σήμερα δεν είναι άλλη από τη διάλυση της Ευρωζώνης, με την επιστροφή όλων των χωρών στην αφετηρία, έτσι ώστε να αποκατασταθεί η ισορροπία στην Ευρώπη, καθώς επίσης μεταξύ της Ευρώπης και των Η.Π.Α.
Είναι αλήθεια πιθανόν κάτι τέτοιο; Κατά την άποψη μας ασφαλώς, αφού φαίνεται πως η υπερδύναμη έχει κατανοήσει ότι, το προτεκτοράτο της προσπαθεί να την υποσκελίσει – ενώ συνειδητοποιεί πως ο γερμανικός κίνδυνος εμφανίζεται ξανά στον ορίζοντα.
Βιβλιογραφία: Flasbeck
Πηγή : https://analyst.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου