Η σύσκεψη του γαλλικού υπουργείου οικονομικών με το ΔΝΤ και με την ΕΚΤ τεκμηρίωσε πως η Γερμανία είναι το πρόβλημα της Ευρωζώνης και όχι το ευρώ – ότι πρόκειται για μία χώρα που απομυζεί αχόρταγα όλους τους εταίρους της, ενώ υποθάλπει τη βιωσιμότητα της νομισματικής ένωσης, οδηγώντας την στη διάλυση.
«Παρά το ότι τα εθνικά θέματα αποτελούν το κυριότερο ενδιαφέρον των Ελλήνων, λόγω του έμφυτου πατριωτισμού και της επικίνδυνης γεωγραφικής θέσης της χώρας τους, η οικονομία πρέπει να τους απασχολεί περισσότερο – επειδή όταν ένα κράτος δεν είναι οικονομικά ισχυρό, τότε αργά ή γρήγορα υποδουλώνεται και μετατρέπεται σε αποικία. Σε έναν χώρο που δεν είναι καν κράτος αφού δεν μπορεί να εφαρμόσει το διεθνές Δίκαιο, ενώ ασφαλώς απειλείται η εδαφική του ακεραιότητα – λόγω του ότι δεν έχει τα μέσα για να την προστατεύσει».
Ανάλυση
Η κοινή σύσκεψη του ΔΝΤ (άρα των Η.Π.Α. που δεν ανέχονται πια τα γερμανικά πλεονάσματα), καθώς επίσης του γαλλικού υπουργείου οικονομικών (πηγή), με τη συμμετοχή της ΕΚΤ μέσω ενός μέλους του εκτελεστικού της συμβουλίου (P. PRAET) και χωρίς τη Γερμανία, προκάλεσε μεγάλη εντύπωση – ειδικά τα διαγράμματα που πρόβαλε το στέλεχος της κεντρικής τράπεζας (πηγή), τα οποία απεικονίζουν τους συσχετισμούς της γερμανικής με τη γαλλική οικονομία που υποχωρεί συνεχώς.
Με βάση τα διαγράμματα αυτά τεκμηριώθηκε ότι, οι αιτίες της «γαλλικής υποχώρησης» δεν είναι άλλες από το μισθολογικό dumping της Γερμανίας, καθώς επίσης από τα διαφορετικά ποσοστά πληθωρισμού μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης – τα οποία έχουν φυσικά σχέση με τους μισθούς, αφού όσο υψηλότεροι είναι, τόσο περισσότερο τροφοδοτείται η άνοδος των τιμών.
Ειδικότερα, το πρώτο διάγραμμα συγκρίνει το πραγματικό ΑΕΠ των δύο χωρών (GDP), καθώς επίσης την εγχώρια ζήτηση (DD) στη Γαλλία (γαλάζια, ανοιχτή γαλάζια καμπύλη) και στη Γερμανία (κόκκινη, ανοιχτή καφέ). Εν προκειμένω φαίνεται καθαρά πως η άνοδος της εγχώριας ζήτησης/κατανάλωσης στη Γερμανία παραμένει σημαντικά χαμηλότερη από την αύξηση του ΑΕΠ – ενώ η απόσταση διπλασιάσθηκε μετά το 2005, μειώθηκε λίγο την περίοδο της χρηματοπιστωτικής κρίσης και αυξήθηκε ξανά.
Στη Γαλλία όμως η κατάσταση είναι ακριβώς η αντίθετη, με την έννοια πως η εγχώρια ζήτηση είναι σταθερά πιο ανοδική από το ΑΕΠ – γεγονός που σημαίνει ότι, αυτή αποτελεί την κινητήρια δύναμη του και όχι οι εξαγωγές, όπως συμβαίνει με τη Γερμανία. Από το ίδιο διάγραμμα διαπιστώνεται πως η άνοδος του ΑΕΠ της Γερμανίας ήταν χαμηλότερη από αυτήν της Γαλλίας, έως το 2013 – ενώ έκτοτε η απόσταση μειώθηκε και πρόσφατα έγινε ίση. Παρά το ότι δε η εγχώρια ζήτηση έμεινε σταθερή στη Γαλλία, ο ρυθμός ανάπτυξης της συνολικά αδυνάτισε – κάτι που δεν μπορεί παρά να οφείλεται στην πτώση των εξαγωγών της.
Η υποψία μας αυτή τεκμηριώνεται από το επόμενο διάγραμμα, στην αριστερή πλευρά του οποίου φαίνεται το μερίδιο της εκάστοτε χώρας στις παγκόσμιες εξαγωγές – όπου ναι μεν έχει μειωθεί και στις δύο χώρες λόγω κυρίως της ανόδου της Κίνας, αλλά της Γαλλίας (γαλάζια καμπύλη) κατά πολύ περισσότερο. Η μεσαία εικόνα του διαγράμματος τώρα αποκαλύπτει την αιτία της γαλλικής ήττας – η οποία δεν είναι άλλη από το κόστος εργασίας ανά μονάδα παραγομένου προϊόντος στους εμπορεύσιμους τομείς που, ενώ αυξανόταν σταθερά στη Γαλλία, στη Γερμανία υποχώρησε ραγδαία έως το 2008 (έχοντας μεν αυξηθεί μετά, αλλά παραμένοντας χαμηλότερο από το 1999!).
Από το συγκεκριμένο γράφημα τεκμηριώνεται ξεκάθαρα το μισθολογικό dumping που ασκεί ύπουλα η Γερμανία μετά την υιοθέτηση του ευρώ – το οποίο ασφαλώς δεν αφορά μόνο τη Γαλλία, αλλά όλες τις άλλες χώρες της Ευρωζώνης που φυσικά δεν μπορούν να το αντιμετωπίσουν με την υποτίμηση του νομίσματος τους, οπότε χάνουν σταδιακά την ανταγωνιστικότητα τους.
Για να γίνει κατανοητό, το εξής απλοϊκό παράδειγμα: Το ένα από τα δύο βιβλιοπωλεία ενός δρόμου, αντί να αυξάνει τους μισθούς των υπαλλήλων του κάθε χρόνο, όπως συμβαίνει με το άλλο, τους μειώνει – οπότε είναι αυτόματα σε θέση να πουλάει τα βιβλία του με χαμηλότερες τιμές, λόγω του μικρότερου εργατικού κόστους του (=άνοδος της ανταγωνιστικότητας του), με αποτέλεσμα να παίρνει σταδιακά όλο και περισσότερους πελάτες του άλλου.
Στη τελείως δεξιά πλευρά τώρα του παραπάνω διαγράμματος φαίνεται πως το μικτό κέρδος (mark–up) των εμπορεύσιμων τομέων, η διαφορά δηλαδή του τιμολογιακού περιθωρίου των επιχειρήσεων της Γερμανίας και της Γαλλίας, έχει αυξηθεί σε τεράστιο βαθμό μετά το 1999 – ακριβώς επειδή οι γερμανικές επιχειρήσεις έχουν χαμηλότερο κόστος πωληθέντων σε σχέση με τις γαλλικές, οπότε μπορούν να κερδίζουν περισσότερα.
Για παράδειγμα, μία γερμανική επιχείρηση μπορεί να προσθέσει 0,50 € σε ένα προϊόν που αγοράζει για 2 € έτσι ώστε να καλύψει τα λειτουργικά της έξοδα και να έχει κέρδος, όταν μία ανταγωνιστική γαλλική πρέπει να προσθέσει 0,90 € για να έχει το ίδιο αποτέλεσμα – γεγονός που σημαίνει πως η γερμανική, πουλώντας το προϊόν της έναντι 2,50 € παίρνει σταδιακά τους πελάτες της γαλλικής, αφού αυτή πουλάει πολύ ακριβότερα (2,90 €).
Σε γενικές γραμμές πάντως το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος καθορίζει τις τιμές, ενώ οι τιμές στην Ευρωζώνη καθορίζουν την επιτυχία των εξαγωγών των χωρών-μελών της. Ως εκ τούτου, το γερμανικό μισθολογικό dumping προκάλεσε την εκρηκτική άνοδο των εξαγωγών της χώρας – ενώ την ίδια στιγμή τα κέρδη των γερμανικών εξαγωγικών επιχειρήσεων έφτασαν στο ζενίθ.
Σε τελική ανάλυση λοιπόν οι γερμανικές εξαγωγικές επιχειρήσεις έγιναν οι πλέον ανταγωνιστικές, χωρίς οι Γερμανοί να αυξήσουν ανάλογα την εσωτερική τους ζήτηση, με αποτέλεσμα να κορυφωθούν τα πλεονάσματα της Γερμανίας – οπότε τα ελλείμματα των εταίρων της, αφού τα πλεονάσματα του ενός είναι ελλείμματα του άλλου (εξίσωση μηδενικού αθροίσματος / πλεονάσματα – ελλείμματα = 0).
Περαιτέρω, κάποιος θα μπορούσε να ισχυρισθεί πως οι Γάλλοι θα έπρεπε να ενεργήσουν ανάλογα με τους Γερμανούς – εάν υποθέσουμε πως οι Γάλλοι εργαζόμενοι θα ανεχόταν τις μειώσεις και δεν θα αντιδρούσαν. Η απάντηση εδώ δίνεται από το επόμενο διάγραμμα, στην αριστερή πλευρά του οποίου φαίνεται γενικά στην Ευρωζώνη η εξέλιξη του πληθωρισμού (HICP level, μπλε καμπύλη), του πληθωρισμού χωρίς τα τρόφιμα και την ενέργεια (γαλάζια καμπύλη), καθώς επίσης η τάση που συμφωνήθηκε με την ΕΚΤ (2%) – ενώ στη δεξιά ορισμένων άλλων κρατών της Ευρωζώνης.
Όπως διαπιστώνεται, η Γερμανία (κόκκινη καμπύλη) έχει σταθερά το χαμηλότερο ύψος πληθωρισμού από όλα τα κράτη, ενώ η Ισπανία (κίτρινη καμπύλη) τον υψηλότερο (το Λουξεμβούργο αποτελεί εξαίρεση, αφού δεν παράγει ουσιαστικά τίποτα για να εξάγει, επιβιώνοντας λόγω των τραπεζών του και του καθεστώτος του ως φορολογικός παράδεισος – υπενθυμίζοντας πως όλες οι χώρες αυτού του είδους έχουν πολύ υψηλά εξωτερικά χρέη, τα οποία όμως είναι τυπικά αφού οφείλονται στο χρηματοπιστωτικό κλάδο και στις εξωτερικές επενδύσεις/δανειοδοτήσεις τους).
Η αιτία του χαμηλού πληθωρισμού της Γερμανίας είναι ξανά το μισθολογικό dumping, αφού το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος καθορίζει τον πληθωρισμό – ο οποίος αποκλίνει σημαντικά μετά το 2013, από τον συμφωνηθέντα στόχο με την ΕΚΤ (2%). Όταν όμως ο πληθωρισμός είναι χαμηλός, τότε η αγοραστική αξία των μισθών είναι μεγαλύτερη και μπορούν να μειωθούν ονομαστικά ή να παραμείνουν σταθεροί – κάτι που είναι σε θέση μεν να κάνει η Γερμανία, αλλά όχι η Γαλλία.
Ο λόγος τώρα που διατηρείται χαμηλά ο πληθωρισμός γενικότερα στην Ευρωζώνη, επιδεινώνοντας τις οικονομίες πολλών χωρών, μεταξύ των οποίων της Γαλλίας (ο χαμηλός πληθωρισμός αυξάνει τα πραγματικά χρέη κοκ.) δεν είναι άλλος από τη Γερμανία – η οποία έχει ένα πολύ μεγάλο μέγεθος, επηρεάζοντας σημαντικά τα συνολικά μεγέθη της νομισματικής ένωσης.
Επίλογος
Τα παραπάνω είναι τα συμπεράσματα της σύσκεψης του γαλλικού υπουργείου οικονομικών με το ΔΝΤ, τα οποία ουσιαστικά παρουσίασε/τεκμηρίωσε το στέλεχος της ΕΚΤ, επιτιθέμενο έμμεσα στη Γερμανία – σε μία χώρα που απομυζεί αχόρταγα όλους τους εταίρους της, ενώ υποθάλπει τη βιωσιμότητα της Ευρωζώνης, οδηγώντας την στη διάλυση.
Τα εκλογικά αποτελέσματα της Ιταλίας, η οποία είναι αδύνατον να ξεφύγει από την τεράστια κρίση που βιώνει παραμένοντας στην Ευρωζώνη εάν δεν αλλάξει την πολιτική της η Γερμανία, επιβεβαιώνουν ουσιαστικά τους κινδύνους της νομισματικής ένωσης – αφού τα δύο κόμματα που έχουν θέσει υπό αμφισβήτηση το ευρώ υπερβαίνουν το 50% των Ιταλών ψηφοφόρων.
Ολοκληρώνοντας, τα πλεονάσματα της Γερμανίας αφορούν επίσης τις Η.Π.Α., αφού τα επιτυγχάνει με τη βοήθεια του υποτιμημένου ευρώ, λόγω της κρίσης χρέους των εταίρων της που η ίδια προκαλεί – επειδή εάν είχε το δικό της νόμισμα θα ανατιμούταν αυτόματα λόγω ακριβώς των πλεονασμάτων, οπότε θα έχανε τα πλεονεκτήματα της αυξημένης ανταγωνιστικότητας μέσω του μισθολογικού dumping που εφαρμόζει.
Πηγή : https://analyst.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου