Η άνοδος του ρυθμού ανάπτυξης παγκοσμίως, για να μπορέσουν να εξυπηρετηθούν τα βουνά των χρεών που συνεχίζουν να συσσωρεύονται, εξαρτάται από την αύξηση των επενδύσεων – ενώ ο κορυφαίος υποψήφιος μίας επόμενης κρίσης είναι η Κίνα, με την εθελόδουλη Ελλάδα στο απόλυτο μηδέν.
«Δεν βοηθούν δυστυχώς τα ιστορικά παραδείγματα κρατών που κέρδισαν την ελευθερία τους αφού χρεοκόπησαν διασώζοντας τα περιουσιακά τους στοιχεία, όπως της Γερμανίας το 1953, της Ρωσίας το 1998 και της Αργεντινής το 2001 – τα χρέη των οποίων διεγράφησαν κατά το μεγαλύτερο μέρος τους, αφού προηγουμένως είχαν υπερχρεωθεί (μονομερώς της Ρωσίας και της Αργεντινής, σε συμφωνία με τους πιστωτές της Γερμανίας).
Ούτε της Βραζιλίας ή της Τουρκίας που ζήτησαν τη βοήθεια του ΔΝΤ και λεηλατήθηκαν μεν, αλλά τελικά δεν χρεοκόπησαν – αφού, σε αντίθεση με όλες αυτές τις χώρες στο παρελθόν, η Ελλάδα είναι μέλος μίας νομισματικής ένωσης, οπότε δεν υπάρχει μία πρόσφατη εμπειρία, ούτε υπήρξε ποτέ στην παγκόσμια ιστορία ένα τόσο χρεοκοπημένο σε ξένο νόμισμα κράτος».
Ανάλυση
Μετά από μία βαθιά, συστημική κρίση, χρειάζονται περίπου 8-10 χρόνια έως ότου η οικονομία ανακάμψει – κάτι που συνέβη επίσης σήμερα, όπου δέκα χρόνια μετά την κρίση του 2008 η παγκόσμια οικονομία ομαλοποιείται. Έτσι εισερχόμαστε σε μία φάση, κατά την οποία η παραγωγικότητα και οι επενδύσεις θα αυξάνονται πάνω από το μέσον όρο. Το γεγονός αυτό φαίνεται από τις προβλέψεις του ΔΝΤ, το οποίο για πρώτη φορά τον Οκτώβρη τις αναθεώρησε προς τα πάνω – ενώ προηγουμένως τις είχε διορθώσει προς τα κάτω για 27 συνεχείς φορές. Σίγουροι πως θα συμβεί κάτι τέτοιο όμως θα είμαστε μόνο εάν αυξηθούν οι παγκόσμιες επενδύσεις – μία τάση που ήδη παρατηρείται, αρκεί βέβαια να συνεχιστεί στο μέλλον.
Συνεχίζοντας, οι χρηματοπιστωτικές κρίσεις αφήνουν χαρακτηριστικά ίχνη στα οικονομικά δεδομένα, ενώ η τελευταία ταιριάζει απόλυτα με τη συνολική ιστορική εικόνα: ως συνήθως δηλαδή οι αιτίες έχουν σχέση με την αγορά ακινήτων, στην οποία δημιουργούνται φούσκες που προκαλούν σημαντικά προβλήματα στο τραπεζικό σύστημα – με αποτέλεσμα να απαιτείται ένα μεγάλο και επίπονο χρονικό διάστημα για να εξυγιανθεί.
Εν τούτοις, αυτή τη φορά η εικόνα διαφοροποιήθηκε από την κρίση χρέους της Ευρώπης – η οποία προσέθεσε μία επί πλέον διάσταση στην παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση. Τα πολύ σοβαρά προβλήματα, στα οποία βυθίστηκαν ορισμένες χώρες της Ευρωζώνης είναι αξιοσημείωτα, σχεδόν μοναδικά στην ιστορία. Για παράδειγμα, η ελληνική κρίση ανήκει στις χειρότερες των τελευταίων 100 ετών – ενώ μπορεί να συγκριθεί μόνο με τη Μεγάλη Ύφεση της δεκαετίας του 1930 (αν και η σύγκριση είναι ελλιπής, αφού τότε το βιοτικό επίπεδο των ανθρώπων ήταν πολύ χαμηλότερο). Μεγάλα προβλήματα αντιμετώπισαν επί πλέον η Ιταλία, η Ισπανία, η Πορτογαλία και η Ιρλανδία – χώρες που θυμίζουν ένα ηφαίστειο που έχει μεν εκραγεί στο παρελθόν χωρίς να καταστρέψει τα πάντα, αλλά συνεχίζει να είναι ενεργό.
Στα πλαίσια αυτά, εάν ο ρυθμός ανάπτυξης στις Η.Π.Α., στη Γερμανία, στη Γαλλία και στη βόρεια Ευρώπη επιταχυνθεί σημαντικά, τότε θα μπορούσε να προκαλέσει μία παγκόσμια αύξηση των επιτοκίων – οπότε η ερώτηση θα ήταν τι θα συνέβαινε με μία χώρα όπως η Ιταλία, εάν δεν συμμετείχε σε αυτήν την ανάπτυξη λόγω των υπερβολικά υψηλών δημοσίων χρεών της που την εμποδίζουν. Σε μία τέτοια περίπτωση η Ιταλία θα μπορούσε να βυθιστεί σε μία κλασσική κρίση χρέους – όπως της Λατινικής Αμερικής τη δεκαετία του 1980.
Υπενθυμίζουμε πως εκείνη την εποχή επιταχύνθηκε ο ρυθμός ανάπτυξης στις ευημερούσες χώρες του πλανήτη, με αποτέλεσμα να αυξηθούν τα επιτόκια. Το γεγονός αυτό δε είχε ως αποτέλεσμα να μην είναι σε θέση να χρηματοδοτήσουν τα χρέη τους κράτη όπως η Βραζιλία, η Αργεντινή και το Μεξικό – ένα πρόβλημα που δεν έχει μέχρι στιγμής η Ιταλία, αποκλειστικά και μόνο επειδή η ΕΚΤ αγοράζει τα ομόλογα της διατηρώντας τεχνητά χαμηλά τα επιτόκια τους.
Ως εκ τούτου θεωρείται πως η ΕΚΤ, σε πλήρη αντίθεση με τη Fed, θα αντιμετωπίσει τεράστιες δυσκολίες όταν θελήσει να αυξήσει τα βασικά επιτόκια, ειδικά να σταματήσει το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE) – το οποίο στην πραγματικότητα αποτελεί μία επιδότηση του ευρωπαϊκού Νότου από το Βορά, με εξαίρεση την Ελλάδα που έχει απομονωθεί στην καραντίνα.
Ουσιαστικά δηλαδή η Ισπανία, η Πορτογαλία και η Ιταλία λαμβάνουν κάτω από το τραπέζι μαζικές πιστώσεις από τη Γερμανία και τη Γαλλία, οι οποίες αγοράζουν τα ομόλογα τους ή δανείζουν τις τράπεζες τους – επίσης μέσω του συστήματος TARGET 2, το οποίο έχει αρχίσει ξανά να διογκώνεται με κύριο δανειστή εδώ τη Γερμανία (γράφημα). Εάν λοιπόν η ΕΚΤ θελήσει να σταματήσει το QE, θα χρειαστεί για την αντικατάσταση του κάτι άλλο – όπως, για παράδειγμα, ένα είδος Ευρωομολόγων.
Αντίθετα, τα προγράμματα τόνωσης της οικονομίας όπως η ποσοτική χαλάρωση, ήταν μία καθαρή «τακτική εξαπάτησης» στις Η.Π.Α. – αφού επικεντρώθηκαν κυρίως στην αγορά ομολόγων του δημοσίου, μέσω των οποίων μεταφερόταν απλά χρήματα εντός του κρατικού μηχανισμού, από την κεντρική τράπεζα στο δημόσιο. Ως εκ τούτου δεν επηρεάσθηκε η οικονομία από το σταμάτημα τους – ούτε θα υπάρξουν μεγάλα προβλήματα όταν η Fed αρχίσει να απορροφά την υπερβάλλουσα ρευστότητα, μειώνοντας τον όγκο του ισολογισμού της (με εξαίρεση ίσως τα χρηματιστήρια).
Η απειλή της Κίνας
Περαιτέρω, έχει μεν εξυγιανθεί σε κάποιο βαθμό το τραπεζικό σύστημα στη Δύση, μετά τη διάσωση των μεγάλων τραπεζών από τα κράτη όπως της βρετανικής Royal Bank of Scotland, της αμερικανικής Citigroup ή της ελβετικής UBS, αλλά παραμένει διογκωμένο και εξαιρετικά ρυθμισμένο – με αποτέλεσμα πολλές μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις να αντιμετωπίζουν προβλήματα, όσον αφορά το δανεισμό τους. Ως εκ τούτου δεν είναι τόσο εύκολη η χρηματοδότηση της ανάπτυξης, οπότε οι προβλέψεις μπορεί να αποδειχθούν λανθασμένες – ενώ είναι η αιτία, λόγω της οποίας ορισμένοι οικονομολόγοι ζητούν αύξηση των κεφαλαίων των τραπεζών και λιγότερες ρυθμίσεις.
Το μεγάλο ερωτηματικό εδώ δεν είναι όμως οι Η.Π.Α. ή η Ευρώπη, αλλά η Κίνα – η οποία αποτελεί τον κορυφαίο υποψήφιο της επόμενης μεγάλης χρηματοπιστωτικής κρίσης. Οι κινεζικές αρχές βέβαια κάνουν τα πάντα για να εμποδίσουν το ξέσπασμα μίας κρίσης – ενώ, επειδή στην Κίνα δεν υπάρχουν πραγματικοί ιδιωτικοί επιχειρηματικοί όμιλοι, η κυβέρνηση είναι σε θέση να επεμβαίνει γρηγορότερα, από ότι συμβαίνει στη Δύση.
Εν τούτοις στην οικονομία της χώρας συνεχίζουν να υπάρχουν πολλές ανισορροπίες, επειδή είναι επικεντρωμένη στις εξαγωγές και στις επενδύσεις κυρίως σε έργα υποδομών, όπως ο δρόμος του μεταξιού – με την έννοια ότι, στους δύο αυτούς τομείς στηρίζεται ο ρυθμός ανάπτυξης της. Εκτός αυτού εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις πιστώσεις – οπότε, εάν υπάρξουν χρηματοδοτικές δυσκολίες ή μόνο μία επιβράδυνση της πιστωτικής αύξησης, τότε η απειλή να ξεσπάσει κρίση είναι μεγάλη.
Με δεδομένες δε τις επιθέσεις της εναντίον του δολαρίου σε συνεργασία με τη Ρωσία, με το Ιράν και με τη Βενεζουέλα δευτερευόντως, ειδικά τις προσπάθειες της να προκαλέσει ένα μεγάλο πλήγμα στο πετροδολάριο μέσω της Σαουδικής Αραβίας, οι απαιτήσεις που αντιμετωπίζει η κυβέρνηση της είναι τεράστιες – οπότε δεν είναι δύσκολο να χαθεί κάποια στιγμή ο έλεγχος.
Η Ελλάδα
Μέσα σε αυτό το παγκόσμιο περιβάλλον, με την ΕΕ να αντιμετωπίζει το πρόβλημα του BREXIT και την Ευρωζώνη τις ιταλικές εκλογές στις αρχές Μαρτίου, οι οποίες ενδεχομένως να αποτελέσουν την αφετηρία της εξόδου της χώρας από το ευρώ, (ένα νόμισμα που δεν θέλει να υιοθετήσει καμία άλλη χώρα όπως η Σουηδία, η Δανία ή η Πολωνία γνωρίζοντας τα προβλήματα του – όπως η αδυναμία αντιμετώπισης οικονομικών κρίσεων, η μη δυνατότητα ανάκτησης της ανταγωνιστικότητας μέσω της νομισματικής πολιτικής, η πολιτική της φτωχοποίησης του γείτονα χωρών όπως η Γερμανία κοκ.), οι Έλληνες αναζητούν λύσεις για να ξεφύγουν από την παγίδα, στην οποία έχουν οδηγηθεί.
Γνωρίζουν πια πως η παραμονή τους στην ευρωπαϊκή καραντίνα, έρμαιο των πιστωτών τους και ειδικά της Γερμανίας, δεν θα έχει μόνο ως αποτέλεσμα την υφαρπαγή της δημόσιας και μεγάλου μέρους της ιδιωτικής τους περιουσίας – αφού φαίνεται πλέον καθαρά από το θέμα της Μακεδονίας πως θα κινδυνεύσει σοβαρά και η εδαφική τους ακεραιότητα, επειδή θα υποχρεώνονται σε διαρκείς συμβιβασμούς για να συνεχίσει να χρηματοδοτείται η οικονομία τους.
Εν προκειμένω δεν βοηθούν δυστυχώς τα ιστορικά παραδείγματα κρατών που κέρδισαν την ελευθερία τους αφού χρεοκόπησαν διασώζοντας τα περιουσιακά τους στοιχεία, όπως της Γερμανίας το 1953, της Ρωσίας το 1998 και της Αργεντινής το 2001 – τα χρέη των οποίων διεγράφησαν κατά το μεγαλύτερο μέρος τους αφού προηγουμένως είχαν υπερχρεωθεί (μονομερώς της Ρωσίας και της Αργεντινής, σε συμφωνία με τους πιστωτές της Γερμανίας).
Ούτε της Βραζιλίας ή της Τουρκίας που ζήτησαν τη βοήθεια του ΔΝΤ και λεηλατήθηκαν μεν, αλλά τελικά δεν χρεοκόπησαν – αφού, σε αντίθεση με όλες τις χώρες στο παρελθόν, η Ελλάδα είναι μέλος μίας νομισματικής ένωσης, οπότε δεν υπάρχει καμία πρόσφατη εμπειρία.
Αποτελεί βέβαια αναμφίβολο γεγονός το ότι, η Ελλάδα βίωσε την πιο αποτυχημένη διάσωση στην παγκόσμια ιστορία, ενώ είναι η μακράν πιο χρεοκοπημένη χώρα του πλανήτη – αφού το δημόσιο χρέος της είναι στο 180% του ΑΕΠ της, σε ξένο νόμισμα και εξωτερικό, κάτι που δεν έχει συμβεί ποτέ, το κόκκινο ιδιωτικό στο 140% του ΑΕΠ, ενώ ο παραγωγικός της ιστός είναι εντελώς κατεστραμμένος.
Παρά το ότι όμως η μοναδική λύση που φαίνεται είναι η επώδυνη πτώχευση εντός της Ευρωζώνης, όπου όμως θα μπορούσε να αναγκασθεί μέσω των τραπεζών να εγκαταλείψει το ευρώ, οι Έλληνες αναζητούν ρεαλιστικές δυνατότητες παραμένοντας στο κοινό νόμισμα και χωρίς να απαιτηθεί η χρεοκοπία τους – όπως θα ήταν μία δεκαετής περίοδο χάριτος για το 50% του δημοσίου χρέους τους (περί τα 160 δις €) με τα επιτόκια του ESM, ενώ στη συνέχεια η εξυπηρέτηση του με ρήτρα εξαγωγών (ανάλυση).
Κάτι τέτοιο όμως θα προϋπέθετε τη συμφωνία των πιστωτών και ιδιαίτερα της Γερμανίας, η οποία δεν έχει κανένα λόγο να το κάνει – αφού δανείζοντας την Ελλάδα με ένα ποσόν της τάξης των 60-80 δις € που δεν εκταμίευσε καν αλλά εγγυήθηκε, (α) υποθήκευσε τη δημόσια περιουσία της συμπεριλαμβανομένων των ενεργειακών αποθεμάτων, η οποία έχει πολλαπλάσια αξία, (β) οι επιχειρήσεις και οι Πολίτες της θα εξαγοράσουν πάμφθηνα ακίνητα και ελληνικές εταιρείες, (γ) έχει εξασφαλίσει το γεωπολιτικό έλεγχο της χώρας μας που της χρειάζεται για πολλούς λόγους (ενεργειακοί αγωγοί κλπ.), (δ) θα εκμεταλλευθεί το φθηνό εργατικό δυναμικό μας ως σκλάβους χρέους για τη βιομηχανία της, (ε) εισάγει εκπαιδευμένους Έλληνες στη χώρα της, οι οποίοι έχουν κοστίσει στην Ελλάδα τεράστια ποσά (πάνω από 200.000 € ανά άτομο), (στ) μπορεί χρησιμοποιεί την Ελλάδα για «αποθήκευση» μεταναστών κοκ.
Επομένως, αυτό που ζητούν οι Έλληνες δεν είναι ρεαλιστικό – ειδικά όταν είναι αδύνατον να χρηματοδοτηθεί το δημόσιο χρέος από τις αγορές μακροπρόθεσμα με βιώσιμα επιτόκια μετά το τέλος της τρίτης δανειακής σύμβασης, αφού κανένας επενδυτής δεν εμπιστεύεται μία ουσιαστικά εντελώς χρεοκοπημένη χώρα. Πόσο μάλλον εάν σταματήσει το QE (πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης) της ΕΚΤ ή εάν συνεχίσει να μην επιτρέπεται η συμμετοχή της Ελλάδας – αφού σε μία τέτοια περίπτωση δεν θα τα κατάφερνε ούτε καν η Ιταλία.
Από την άλλη πλευρά αρκετοί ανησυχούν μήπως τυχόν μαζικές διαδηλώσεις και διαμαρτυρίες τους, οδηγήσουν στο σταμάτημα του δανεισμού της χώρας από την Ευρώπη, στο κλείσιμο των τραπεζών, στη χρεοκοπία και στην έξοδο από τη Ευρωζώνη – μήπως δώσουν μόνοι τους οι Έλληνες δηλαδή τη δικαιολογία στους πιστωτές να ενεργήσουν με αυτόν τον τρόπο. Συμπεραίνουμε επομένως εύλογα ότι, είναι πρόθυμοι να αποδεχθούν όλα όσα αναφέραμε παραπάνω – ένα χαμηλότερο βιοτικό επίπεδο και την απώλεια της εθνικής τους ανεξαρτησίας, με την ελπίδα πως θα συμβούν κάποια γεγονότα στο μέλλον που θα επιλύσουν από μόνα τους το πρόβλημα ή απλά θα το αμβλύνουν.
Το γεγονός δε ότι, η Ελλάδα αλλάζει σταδιακά ιδιοκτήτες, αφού οι επιχειρήσεις της και τα περιουσιακά της στοιχεία εξαγοράζονται από Γερμανούς, Κινέζους, Άραβες, Τούρκους ή Αμερικανούς, ενδεχομένως έμμεσα και από Ρώσους, τους δίνει την εντύπωση πως θα είναι ασφαλείς – επειδή όλες αυτές οι χώρες θα στηρίξουν τις επιχειρήσεις τους και δεν θα θελήσουν να χάσουν τα χρήματα τους. Ειδικά όσον αφορά τις εγχώριες ελίτ, καθώς επίσης τα περισσότερα πολιτικά κόμματα που δεν έχουν κανένα δικό τους σχέδιο ουσιαστικά εκτός των μνημονίων, η παραμονή της Ελλάδας υπό ξένη κυριαρχία θεωρείται προτιμότερη από οτιδήποτε άλλο – ενώ ο μεγαλύτερος φόβος τους είναι οι κοινωνικές εξεγέρσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην απώλεια των προνομίων των μεν και στην τιμωρία των δε (των υπευθύνων της υπερχρέωσης και της χρεοκοπίας).
Συμπερασματικά λοιπόν, κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις είναι αδύνατον να προτείνει κανείς έναν άλλο δρόμο, αυτόν της εθνικής ανεξαρτησίας για την Ελλάδα – αφού απαραίτητη προϋπόθεση θα ήταν η στήριξη του από ολόκληρη την κοινωνία, η οποία δεν υπάρχει λόγω του διαχωρισμού της σε πολλές και διαφορετικές ομάδες συμφερόντων ή αντιλήψεων. Με ακόμη πιο απλά λόγια, όταν οι περισσότεροι προτιμούν να στείλουν τα παιδιά τους στο εξωτερικό μετανάστες και να παραμείνει υποδουλωμένη η πατρίδα τους, αδιαφορώντας για το διεθνή εξευτελισμό τους αρκεί να μην απειληθούν τα ψίχουλα της σύνταξης τους ή να μην διακινδυνεύσουν οι καταθέσεις τους, οι προτάσεις δεν έχουν νόημα – αφού ποτέ δεν μπορεί να αποκλεισθεί το ρίσκο.
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας μαγικές, σίγουρες και χωρίς κόστος λύσεις δεν υπάρχουν – ενώ κανένας δεν μπορεί να πετύχει θαύματα ή να προτείνει κάτι απόλυτα ασφαλές. Στα πλαίσια αυτά όσο οι Έλληνες δεν γνωρίζουν όλοι μαζί τι θέλουν και τι είναι πρόθυμοι να θυσιάσουν για να το πετύχουν, η κατάσταση της πλειοψηφίας ως άτομα θα πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο – ενώ το βιοτικό της επίπεδο θα εξισωθεί στην καλύτερη περίπτωση με αυτό των γειτονικών της χωρών, με την πολιτική που θα της επιβληθεί να είναι αντίστοιχη με αυτήν της Τυνησίας (ανάλυση).
Θεωρούμε λοιπόν ανόητες τις διαμαρτυρίες στα λόγια με την ταυτόχρονη υποταγή στις πράξεις – αφού απλά επιδεινώνονται οι συνθήκες, κλιμακώνονται τα βασανιστήρια και αυξάνεται δυσανάλογα ο χρόνος «αναπροσαρμογής». Με απλά λόγια, αφού οι Έλληνες δεν έχουν καμία πρόθεση να αγωνιστούν θυσιάζοντας την όποια ευημερία τους, είναι καλύτερα να πάψουν να αντιδρούν στα μνημόνια, καθώς επίσης σε όλα όσα τους επιβάλλονται – εφαρμόζοντας τα βασιλικότερα του βασιλιά όπως η κυβέρνηση, έτσι ώστε να αποκτήσουν την εμπιστοσύνη των κυρίων τους, όπως οφείλει ο κάθε συνειδητά εθελόδουλος που δεν αξίζει βέβαια το αξίωμα του Πολίτη.
Ας μην ξεχνάμε άλλωστε πως υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ ενός σκλάβου και ενός δούλου: αφού ο σκλάβος θέλει να απελευθερωθεί με κάθε θυσία ενώ ο δούλος όχι, προσπαθώντας να έχει την εκτίμηση των κυρίων του και ανησυχώντας για την υγεία τους, έτσι ώστε να εξασφαλίζει το ξεροκόμματο που του δίνουν. Είναι ανόητο βέβαια να απαιτεί ένας δούλος να τον σέβονται οι κύριοι του – αφού είναι αδύνατον ποτέ να συμβεί.
Η αξιωματική αντιπολίτευση πάντως στην Ελλάδα, ένθερμος οπαδός των μνημονίων, είναι χαμένη από χέρι – αφού η κυβέρνηση μπορεί να εφαρμόζει τα μνημόνια πολύ καλύτερα, έχοντας εξημερώσει τους αντιδραστικούς όσο καμία άλλη μέσω της δολοφονίας της τελευταίας τους ελπίδας, οπότε είναι προτιμότερη για τους νέους ιδιοκτήτες της χώρας και κυρίους της.
Πηγή : https://analyst.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου