Η ταξική ακτινογραφία των φορολογικών εσόδων μέσα από τους επίσημους
αριθμούς και 8 ερωτήσεις και απαντήσεις ● Τη χειρότερη αναλογία άμεσων
και έμμεσων φόρων στην Ε.Ε. διατηρεί η Ελλάδα χάρη στην πεισματική
άρνηση της κυβέρνησης της Ν.Δ. να μειώσει τους συντελεστές ΦΠΑ και
Ειδικούς Φόρους σε βασικά αγαθά ● Ελαφρύνσεις μόνο για τα... ρετιρέ ● Με
εισοδήματα φτώχειας το 40% των φορολογούμενων.
Δύο
εβδομάδες πριν από τις εκλογές και οι συζητήσεις γύρω από τη φορολογική
δικαιοσύνη έχουν πάρει φωτιά∙ ομοίως και οι επικρίσεις για το «ποιοι
ευνοήθηκαν» και «ποιοι πλήρωσαν το μάρμαρο» την τετραετία που μας
πέρασε.
Ο ΣΥΡΙΖΑ κάνει λόγο για φορομπηχτική πολιτική και άλωση
των εισοδημάτων από την ακρίβεια από τη στιγμή που δεν μειώθηκαν οι
έμμεσοι φόροι, οι οποίοι πέρσι απέφεραν το 60% των κρατικών εσόδων. Η
Ν.Δ. από την πλευρά της αντιτείνει ότι υπήρξαν μειώσεις σε μια ευρεία
γκάμα φόρων, γεγονός που συνέβαλε στο να περιοριστεί η μηνιαία
παρακράτηση σε μισθωτούς και συνταξιούχους και να μη θιγούν τα χαμηλά
και μεσαία εισοδήματα.
Ωστόσο,
σύμφωνα με την αξιωματική και τα άλλα κόμματα της αντιπολίτευσης οι
μειώσεις που έγιναν την περίοδο της προηγούμενης διακυβέρνησης ήταν
στοχευμένες, αφορούσαν λίγους και όχι φυσικά το σύνολο.
Επίσης
καμία παρέμβαση δεν έγινε στο μέτωπο του ΦΠΑ ή στους ΕΦΚ, με αποτέλεσμα
να μην υπάρχει η παραμικρή ανακούφιση για τους καταναλωτές. Tην αλήθεια
για όλα αυτά, όπως και για την όξυνση της κοινωνικής ανισότητας θα τη
διαπιστώσει ο κάθε πολίτης με τις ερωτήσεις - απαντήσεις για τη
φορολογική πολιτική του 2023, των προηγούμενων ετών αλλά και αυτών που
έπονται, με το στίγμα να το δίνουν ο προϋπολογισμός και τα στοιχεία της
ΑΑΔΕ για την κατανομή των φορολογικών βαρών.
1. Ποιο είναι το ύψος των φετινών εισπράξεων από φόρους;
Σύμφωνα
με τον προϋπολογισμό του 2023, τα φορολογικά έσοδα θα ανέλθουν σε
56,748 δισ. ευρώ καταγράφοντας αύξηση 3,33% σε σχέση με το 2022, με
αποτέλεσμα νοικοκυριά και επιχειρήσεις να επωμίζονται επιπλέον φόρους
που προσεγγίζουν τα 2 δισ. ευρώ.
Την κούρσα
οδηγεί ο ΦΠΑ, από τον οποίο οι εισπράξεις -με πλοηγό τις ανατιμήσεις στα
τρόφιμα- θα αυξηθούν κατά 1 δισ. ευρώ στα 22,2 δισ. ευρώ, που αποτελεί
νέο ιστορικό υψηλό. Ανοδικά θα κινηθούν και τα έσοδα από τους ΕΦΚ
ξεπερνώντας την πρόβλεψη του προϋπολογισμού για εισπράξεις 7,1 δισ.
ευρώ.
Την ίδια στιγμή τα έσοδα από τον φόρο
εισοδήματος θα ανέλθουν στα 17,7 δισ. ευρώ (αύξηση κατά 916 εκατ. ευρώ),
εκ των οποίων 11,3 δισ. ευρώ θα έρθουν από τα φυσικά πρόσωπα και 6,3
δισ. ευρώ από τα νομικά (μαζί με την προκαταβολή). Από την ακίνητη
περιουσία θα εισπραχθούν 2,3 δισ. ευρώ, ποσό που είναι το ίδιο με το
2022.
2. Διορθώθηκε η αδικία στην αναλογία άμεσων/έμμεσων φόρων τα τελευταία χρόνια;
Το
αντίθετο. Δεν υπήρξε η παραμικρή μετατόπιση του φορολογικού βάρους από
την έμμεση στην άμεση φορολογία, που είναι και η κοινωνικά δικαιότερη.
Σύμφωνα με τη μελέτη του Ινστιτούτου Ερευνών της ΓΣΕΕ, το μερίδιο των
έμμεσων φόρων στο ΑΕΠ αυξήθηκε από 13,9% το 2009 σε 17,5% το 2019, ενώ
παράλληλα επιδεινώθηκε και ο λόγος άμεσων προς έμμεσους φόρους από 0,74
το 2009 σε 0,56 το 2019.
Ο μέσος όρος του
αντίστοιχου λόγου για το σύνολο των χωρών της Ε.Ε. ήταν 0,98 το 2019.
Αυτό σημαίνει ότι κατά μέσο όρο στις χώρες της Ε.Ε. σε καθένα ευρώ που
συλλέγεται από άμεσους φόρους αντιστοιχεί 1 ευρώ από έμμεσους φόρους,
ενώ στην Ελλάδα σε κάθε ευρώ άμεσων φόρων αντιστοιχεί 1,8 ευρώ έμμεσων.
3. Την περίοδο της διακυβέρνησης της Ν.Δ. ποιες ήταν οι ελαφρύνσεις που αφορούσαν τα ευρύτερα στρώματα του πληθυσμού και ποιες οι στοχευμένες;
Ευρύτερη μάζα:
Κατάργηση εισφοράς αλληλεγγύης, εισαγωγικός συντελεστής 9% από 22% στην
κλίμακα των μισθωτών-συνταξιούχων για εισοδήματα έως 10.000 ευρώ,
μείωση του φόρου επιχειρήσεων στο 22% από 28% και μείωση της
προκαταβολής στο 55%. Στα ακίνητα ο ΕΝΦΙΑ «κουρεύτηκε» κατά 30%.
Παρεμβάσεις… για τα ρετιρέ:
●
Μείωση ανώτατου συντελεστή στο 44% από 45% (η οποία σε συνδυασμό με τις
υπόλοιπες αλλαγές στην κλίμακα εξασφαλίζει σε άγαμο μισθωτό με
εισοδήματα πάνω από 100.000 και έως 200.000 ευρώ μείωση στον φόρο
εισοδήματος κατά 3.000 ευρώ).
● Μείωση
συντελεστή φορολόγησης μερισμάτων στο 5% (οι μέτοχοι ευνοούνται
παράλληλα και από τη μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων στο 22%
καθώς μεγαλώνει το ποσό της «πίτας» των κερδών που μπορούν να μοιραστούν
από την ανώνυμη εταιρεία. Για παράδειγμα σε μεγαλομέτοχο που λαμβάνει 5
εκατ. ευρώ τον χρόνο από μερίσματα, του μένουν στην τσέπη 250.000 ευρώ
από φόρους!)
● Αύξηση του αφορολόγητου για
γονικές παροχές-δωρεές στα 800.000 ευρώ (στην πράξη το αφορολόγητο είναι
πολύ μεγαλύτερο, διότι είναι ανά γονέα και ανά τέκνο συν αυτό που έχουν
οι παππούδες και οι γιαγιάδες. Για παράδειγμα, περιουσία μέχρι 1,6
εκατ. ευρώ στην οποία ο κάθε γονέας κατέχει μερίδιο 50% και
μεταβιβάζεται στο παιδί τους, δεν θα έχει την παραμικρή φορολογική
επιβάρυνση).
● Κατάργηση συμπληρωματικού
ΕΝΦΙΑ (μεγάλα και ισχυρά μπόνους σε περίπου 450.000 πολυϊδιοκτήτες που
πέφτουν στα μαλακά με τον συμπληρωματικό φόρο, καθώς θα επιβάλλεται μόνο
όταν ένα από τα ακίνητα του υπόχρεου υπερβαίνει τα 400.000 ευρώ αλλά
και όταν η συνολική περιουσία του είναι πάνω από 300.000 ευρώ).
4. Υπήρξαν μειώσεις σε ΦΠΑ και ΕΦΚ λόγω της ακρίβειας;
Οχι,
παρά την καταιγίδα ανατιμήσεων στα τρόφιμα, με τη Ν.Δ. να «κρύβεται»
πίσω από το αυξημένο δημοσιονομικό κόστος. Μόνο ο ΦΠΑ στην εστίαση
διατηρήθηκε στο 13%.
5. Το τέλος επιτηδεύματος, που πληρώνουν επαγγελματίες και επιχειρήσεις, καταργήθηκε;
Οχι. Αποτελεί υπόσχεση για το μέλλον.
6. Εγιναν αλλαγές στα τεκμήρια δαπανών διαβίωσης;
Οχι. Μόνο υποσχέσεις για μεσοσταθμικές μειώσεις κατά 30% από 1/1/2025.
7. Υπήρξαν μέτρα που κατέληξαν σε ναυάγιο;
Ναι. Το μέτρο της έκπτωσης φόρου έως 2.200 ευρώ για τις ηλεκτρονικές αποδείξεις από 20 κατηγορίες επαγγελματιών.
8. Ποια είναι η σημερινή εικόνα για τον πλούτο των Ελλήνων;
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της ΑΑΔΕ:
●
Εξι στα δέκα νοικοκυριά δηλώνουν στην Εφορία ετήσια εισοδήματα έως
10.000 ευρώ ενώ με εισοδήματα φτώχειας έως 5.000 ευρώ εμφανίζεται το 40%
των φυσικών προσώπων.
● 668.195 φορολογούμενοι, που αποτελούν το 10,2% του συνόλου, δηλώνουν μηδενικό εισόδημα.
● 1.199 φυσικά πρόσωπα δηλώνουν εισοδήματα άνω των 900.000 ευρώ.
● Εισοδήματα από 15.000 έως 18.000 ευρώ δηλώνουν 437.889 φορολογούμενοι που αντιπροσωπεύουν το 6,7% των συνολικών εισοδημάτων.
● Το 82,7% των φορολογουμένων δηλώνουν εισοδήματα έως 20.000 ευρώ τον χρόνο και πληρώνουν το 33% των φόρων.
●
Ο αριθμός των νοικοκυριών που ανήκουν στη μεσαία τάξη, αν υποθέσουμε
ότι αυτή εκτείνεται στη ζώνη δηλωθέντων εισοδημάτων από 20.000 έως και
50.000 ευρώ, ανέρχεται σε 986.382.
● Από το
συνολικό εισόδημα των 79,727 δισ. ευρώ τα 32,5 δισ. ευρώ δηλώθηκαν από
μισθωτούς, τα 24,89 δισ. ευρώ από συνταξιούχους, τα 10,7 δισ. ευρώ από
ελεύθερους επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενους, τα 8,242 δισ. ευρώ από
εισοδηματίες και τα 3,3 δισ. ευρώ από φορολογούμενους με αγροτική
δραστηριότητα.
● 1.035 φυσικά πρόσωπα δηλώνουν 3,188 δισ. ευρώ από μερίσματα.
● 61.997 νοικοκυριά δηλώνουν ότι διαθέτουν εισοδήματα, ακίνητα, καταθέσεις και άλλα περιουσιακά στοιχεία στο εξωτερικό.
●
978.051 φορολογούμενοι δηλώνουν ότι εισπράττουν ενοίκια από την
εκμίσθωση κατοικιών που συνολικά φτάνουν τα 3,44 δισ. ευρώ ή 3.500 ευρώ
κατά μέσο όρο.
● 4.697.685 νοικοκυριά
διαμένουν σε κύρια ιδιόκτητη, μισθωμένη ή δωρεάν παραχωρημένη κατοικία
ενώ 941.324 εμφανίζονται με δευτερεύουσα κατοικία.
●
102.183 φορολογούμενοι πηγαίνουν τα παιδιά τους σε ιδιωτικά σχολεία
καταβάλλοντας συνολικά 409 εκατ. ευρώ ή 4.000 ευρώ κατά μέσο όρο.
●
4.124 φορολογούμενοι καταβάλλουν δαπάνες για οικιακές βοηθούς, σοφέρ
και δασκάλους, συνολικής αξίας 33,658 εκατ. ευρώ ή 8.161 ευρώ κατά μέσο
όρο ο καθένας.
● Οι φορολογούμενοι διαθέτουν 4.096.198 αυτοκίνητα, 93.737 σκάφη αναψυχής, 391 ιδιωτικά αεροπλάνα και ελικόπτερα.
Μάριος Χριστοδούλου
Πάνος Κοσμάς
«Δίκαιη
φορολογία» επιγράφεται το σχετικό κεφάλαιο του προγράμματος της Ν.Δ.
Ωστόσο, τα επίσημα στατιστικά στοιχεία της Κομισιόν για τις χώρες-μέλη
σχετικά με την κατανομή των φόρων στις διάφορες κατηγορίες αποδεικνύουν
το αντίθετο. Η Ελλάδα περιλαμβάνεται στη μικρή ομάδα χωρών που
διακρίνονται για την πλέον άδικη κατανομή των φορολογικών βαρών και
μάλιστα διακρίνεται και για αρνητικές πρωτιές τόσο σε επίπεδο ευρωζώνης
όσο και σε επίπεδο ευρωπαϊκού Νότου.
Οπως
αποδεικνύουν τα στατιστικά στοιχεία, το «δίκαιη φορολογία» είναι
πολιτικός ευφημισμός… Είναι κοινό μυστικό ότι τα κλειδιά για τον
χαρακτήρα ενός φορολογικού συστήματος και μιας φορολογικής πολιτικής
είναι η κατανομή των φόρων στις διάφορες κατηγορίες, δηλαδή η κατανομή
των φορολογικών βαρών ανάμεσα σε έμμεσους και άμεσους φόρους, σε φόρους
σε χαμηλά, μεσαία και υψηλά εισοδήματα, ανάμεσα σε επιχειρήσεις και
εργαζόμενους/ες.
Με
αυτά λοιπόν τα κριτήρια, τα ευρωπαϊκά στατιστικά στοιχεία αποκαλύπτουν
για το ελληνικό φορολογικό σύστημα και την κυβερνητική πολιτική της
τελευταίας τετραετίας τα εξής:
● Η Ελλάδα έχει
τους υψηλότερους έμμεσους φόρους ως ποσοστό του ΑΕΠ και έναν από τους
υψηλότερους πανευρωπαϊκά, με την εξαίρεση κυρίως των
κεντροανατολικοευρωπαϊκών χωρών (Λετονία, Εσθονία, Λιθουανία, Σλοβακία),
καθώς και της Κύπρου και της Ιρλανδίας. Στην ομάδα των χωρών του
ευρωπαϊκού Νότου (Ισπανία, Πορτογαλία, Ιταλία) κατέχει την καθόλου
τιμητική πρώτη θέση.
● Η απόκλιση ανάμεσα σε έμμεσους και άμεσους φόρους είναι ακόμη πιο εντυπωσιακή: 7,7 μονάδες υπέρ των έμμεσων φόρων!
●
Στην κατηγορία των έμμεσων φόρων η Ελλάδα έχει το υψηλότερο ποσοστό
φόρων κατανάλωσης και το δεύτερο υψηλότερο στον ΦΠΑ στον ευρωπαϊκό Νότο.
●
Στην κατηγορία των άμεσων φόρων έχει το χαμηλότερο ποσοστό φόρων
εισοδήματος φυσικών προσώπων στον ευρωπαϊκό Νότο και εκ των χαμηλότερων
πανευρωπαϊκά, εξαιτίας των χαμηλών συντελεστών φόρου σε μεσαία και υψηλά
εισοδήματα. Τα ίδια ισχύουν και για τον φόρο επιχειρήσεων.
●
Στην κατηγορία των κοινωνικών εισφορών, είναι η μόνη χώρα του
ευρωπαϊκού Νότου όπου το ποσοστό των φόρων στην εργασία είναι υψηλότερο
από το αντίστοιχο ποσοστό των φόρων στις επιχειρήσεις.
●
Σε όλες τις κατηγορίες έχει σημαντική αρνητική απόκλιση σε σχέση με τον
μέσο όρο των χωρών της ευρωζώνης των 19, με την απόκλιση στη σχέση
άμεσων και έμμεσων φόρων να είναι… χαώδης. Απαραίτητη διευκρίνιση: τα
ευρωπαϊκά φορολογικά συστήματα είναι επίσης άδικα, αλλά το ελληνικό
συνιστά απόκλιση μέσα στην αδικία.
● Οσον
αφορά τον φορολογικό συντελεστή των κερδών των επιχειρήσεων, η Ελλάδα
κατέχει την καθόλου τιμητική θέση της χώρας που πραγματοποίησε τη
μεγαλύτερη μείωση του συντελεστή από το 2018 ώς το 2022, με την Εσθονία
να ακολουθεί κατά πόδας και όλες τις άλλες χώρες να έχουν
πραγματοποιήσει μικρές έως οριακές μειώσεις ή και αυξήσεις.
Συμπέρασμα:
Το φορολογικό σύστημα στην Ελλάδα είναι στην ευρωπαϊκή πρωτοπορία όσον
αφορά την ένταση των άδικων χαρακτηριστικών του: τα φορολογικά βάρη
κατανέμονται κοινωνικά άδικα, υπέρ των κερδών, των υψηλών και μεσαίων
εισοδημάτων και κατά των μισθωτών και των χαμηλών εισοδημάτων. Οι
φοροαπαλλαγές της τελευταίας τετραετίας, για τις οποίες επαίρεται η
Ν.Δ., επιδείνωσαν ακόμη περισσότερο τον άδικο χαρακτήρα του.
Το μη πρόγραμμα της Ν.Δ. για τους φόρους
Τον
τίτλο «Δίκαιη φορολογία» φέρει το κεφάλαιο του προγράμματος της Ν.Δ.
που αφορά το φορολογικό σύστημα. Σε ένα κείμενο 106 λέξεων, τα
πραγματικά μέτρα που επηρεάζουν την κατανομή των φόρων, είναι δύο και
αμφότερα επεκτείνουν κατά τι τη φορολογική αδικία:
●
«Επέκταση του μειωμένου ΦΠΑ σε μεταφορές επιβατών, καφέ και μη
αλκοολούχα ποτά, κινηματογράφο, γυμναστήρια, σχολές χορού και τουριστικό
πακέτο έως το τέλος του 2023». Από όλη τη συζήτηση για τη μείωση των
έμμεσων φόρων, η Ν.Δ. κράτησε την ανάγκη για μείωση ΦΠΑ στο «τουριστικό
πακέτο». Αυτό κέρδισε την «ευαισθησία» της εις βάρος του ΦΠΑ στα τρόφιμα
και τις υπηρεσίες υγείας ή του Ειδικού Φόρου στα καύσιμα…
●
«Αναπροσαρμογή και εξορθολογισμός συστήματος τεκμηρίων (μείωση κατά
περίπου 30% μεσοσταθμικά) από 1/1/2025, κατόπιν της υποχρεωτικής
εφαρμογής του myData και της ενίσχυσης των ηλεκτρονικών συναλλαγών». Το
μόνο που μπορεί να πετύχει αυτό είναι να παρατείνει τη φοροαποφυγή για
τους επιτήδειους που έχουν τρόπους να παρακάμψουν την ηλεκτρονική
σύλληψη της φορολογητέας ύλης.
Συμπέρασμα: Το
πρόγραμμα της Ν.Δ. για τους φόρους στη νέα τετραετία είναι από
επουσιώδες έως ανύπαρκτο. Ο,τι είχε να πει και να κάνει, εκτινάσσοντας
στα ύψη τους δείκτες φορολογικής αδικίας, το είπε και το έκανε από το
2019 μέχρι και σήμερα.
Στον πάτο του ΟΟΣΑ, με τον χαμηλότερο συντελεστή στα μερίσματα
Ειρήνη Νταή*
Η
συζήτηση για τη φορολογική πολιτική βρίσκεται διαχρονικά στην καρδιά
του πολιτικού ανταγωνισμού και τον τελευταίο καιρό βρίσκεται και στο
επίκεντρο του πολιτικού διαλόγου στην Ελλάδα.
Η
φορολογική πολιτική είναι βασικό εργαλείο αναπτυξιακής πολιτικής και
κρίσιμη συνιστώσα συλλογικής και ατομικής ευημερίας και κοινωνικής
συνοχής.
Σε αυτή τη βάση ξεκινάμε από την εξής
παραδοχή: η αφετηρία της φορολογικής πολιτικής έγκειται στους όρους με
τους οποίους συλλέγονται τα δημόσια έσοδα -η δομή του φορολογικού
συστήματος, οι αρχές που το διέπουν- και στο πώς και προς τα πού
προσανατολίζονται οι δημόσιες δαπάνες που χρηματοδοτούνται από τα
φορολογικά έσοδα.
Τα τελευταία χρόνια έχει
επικρατήσει η λογική ότι η πιο χαμηλή φορολόγηση των υψηλών εισοδημάτων ή
και εν γένει των διαφόρων προσόδων πέραν της εργασίας και των μεγάλων
περιουσιακών στοιχείων συντελεί από μόνη της στην ανάπτυξη και την
κοινωνική ευημερία.
Η λογική αυτή όχι μόνο δεν επιβεβαιώνεται εμπειρικά αλλά αμφισβητείται από τα πραγματικά δεδομένα.
Για
παράδειγμα, ο φορολογικός συντελεστής στη χώρα μας στα μερίσματα,
δηλαδή στα διανεμόμενα κέρδη, μειώθηκε σε 5% το 2020 με τον ευρωπαϊκό
μέσο όρο να κυμαίνεται σε 25%, κατατάσσοντας τη χώρα μας στη χαμηλότερη
σειρά κατάταξης μετά τη Λετονία. Την ίδια στιγμή τα μερίσματα στην
Ιρλανδία φορολογούνται με 51%, στη Δανία με 42%, στη Βρετανία και στον
Καναδά με 39%.
Ομως, η μείωση του φορολογικού
συντελεστή μερισμάτων δεν ενισχύει τις επιχειρήσεις και τις παραγωγικές
επενδύσεις τους, αλλά τους εισοδηματίες.
Ιδιαίτερα
δε ο μη Ελληνας επενδυτής δεν απαλλάσσεται από τον φόρο αλλά
αναγκάζεται να πληρώνει τη διαφορά στην πατρίδα του, όπου η φορολογία
είναι υψηλότερη.
Συστάσεις και από τον ΟΟΣΑ
Σύμφωνα
με τον ΟΟΣΑ, στο επίκεντρο των φορολογικών συστάσεων για την Ελλάδα
βρίσκονται οι χαμηλοί συντελεστές στα μερίσματα και η φορολογική
συμμόρφωση των αυτοαπασχολουμένων, κάτι που θα μπορούσε να οδηγήσει στη
μείωση των επιβαρύνσεων της μεσαίας τάξης της μισθωτής εργασίας, η οποία
συνεχίζει να σηκώνει μεγάλο βάρος από τα χρόνια της δημοσιονομικής
προσαρμογής.
Σε ένα άλλο επίπεδο, πρόσφατα
άνοιξε μια συζήτηση για την έμμεση φορολογία, με αφορμή το εάν θα ήταν
δημοσιονομικά συνετό και κοινωνικά σκόπιμο να μειωθούν φόροι, όπως ο ΦΠΑ
σε βασικά καταναλωτικά αγαθά ή και ο ΕΦΚ στα καύσιμα.
Με
τον εξαιρετικά υψηλό πληθωρισμό του προηγούμενου διαστήματος και την
κρίση ακρίβειας να επιμένει και μην έχει αντιμετωπιστεί δραστικά έως
τώρα, ένα θέμα που τίθεται εμφατικά τελευταία είναι η φοροδοτική
ικανότητα των πολιτών.
Για πρώτη φορά, οι
έμμεσοι φόροι έφθασαν να αποτελούν το 60% των εσόδων του Δημοσίου μακράν
από τα υψηλότερα ποσοστά στην Ευρώπη, φαινόμενο που είχε να εμφανιστεί
πάνω από 20 χρόνια.
Είναι ενδεικτικό ότι το
2022 το κράτος εισέπραξε 5 δισ. ευρώ περισσότερα από το 2021 από τους
έμμεσους φόρους (33,2 δισ. ευρώ το 2022 από 28,1 δισ. ευρώ το 2021).
Αυτή
είναι μια συνθήκη η οποία πλήττει πρωτίστως τα χαμηλά και μεσαία
εισοδήματα που δαπανούν ένα πολύ σημαντικό μέρος του εισοδήματος τους σε
είδη διατροφής και σε καύσιμα, που μαζί με τα κόστη στέγασης και
λογαριασμών ενέργειας αντιστοιχούν έως και στο σύνολο του μηνιαίου
εισοδήματος ενός νοικοκυριού.
Το φορολογικό
σύστημα στην Ελλάδα εμφάνιζε χρόνιες στρεβλώσεις, οι οποίες δεν
αντιμετωπίστηκαν δραστικά. Σε αυτές, τα τελευταία χρόνια έχει
«επικαθήσει» και μια αντίληψη για τη φορολογική πολιτική που από τη μία
αποδέχεται -αν δεν ευνοεί- πρακτικές που υποσκάπτουν τη φορολογική
συμμόρφωση και από την άλλη διαμορφώνει μια διαβρωτική κουλτούρα στην
κοινωνία.
Και όλα αυτά κινητοποιούν μια διαδικασία αντίστροφης αναδιανομής με μεσο-μακροπρόθεσμη επίπτωση στο επίπεδο των ανισοτήτων.
Στο
πλαίσιο αυτό, είναι κρίσιμο η συζήτηση να μετατοπιστεί στο πώς θα
διαμορφωθεί ένα προοδευτικό, σταθερό και δίκαιο φορολογικό σύστημα, που
θα ευνοεί τη βιώσιμη ανάπτυξη, θα εξισορροπεί την αναλογία άμεσων και
έμμεσων φόρων, θα μειώνει τα φορολογικά βάρη στη μισθωτή εργασία, θα
παρέχει αντικίνητρα για την εκτεταμένη φοροδιαφυγή και θα χρηματοδοτεί
με επάρκεια το κοινωνικό κράτος και τις λειτουργίες που ενισχύουν την
κοινωνική συνοχή και αναβαθμίζουν τη συλλογική και ατομική ευημερία.
*Υπ. Δρ Οικονομικών Επιστημών ΕΚΠΑ & συντονίστρια Ομάδας Κοινωνικών Αναλύσεων ΕΝΑ
Πλοιοκτήτες
Συνεισφέρουν το 0,0022% των φοροεσόδων και μόνο... εθελοντικά
Οι
Ελληνες πλοιοκτήτες είναι μακράν η πιο σκανδαλωδώς ευνοημένη φορολογικά
κοινωνική ομάδα, έχοντας εξασφαλίσει ένα καθεστώς απόλυτης φορολογικής
ασυλίας στο όνομα μιας ιδιότυπης αντίληψης «εθνικού συμφέροντος»,
ενσωματωμένης στο ίδιο το Σύνταγμα (άρθρο 107) και σε δεκάδες
νομοθετημένες υπέρ εφοπλισμού φοροαπαλλαγές.
Παρότι
βρίσκονται στην κορυφή του κόσμου ελέγχοντας το 42% της παγκόσμιας
χωρητικότητας με τα 5.800 πλοία κάθε είδους, πολύ πάνω από τους
δεύτερους Κινέζους, η συνεισφορά τους στα κρατικά έσοδα είναι μόνο
«εθελοντική» και ως μέγεθος αστεία.
Από το 1995,
οπότε υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία, οι Ελληνες πλοιοκτήτες, ανεξαρτήτως
σημαίας που έχουν υψώσει στα πλοία τους, σχεδόν διπλασίασαν τον στόλο
τους από τα 3.140 πλοία (σύμφωνα με στοιχεία της Ενωσης Ελλήνων
Εφοπλιστών και του Committee) στα 5.800 και τη χωρητικότητά τους από τα
71 εκατ. GT σε 246 εκατ. GT.
Μιλάμε
δηλαδή για σχεδόν τετραπλασιασμό της δυναμικότητας του στόλου τους, που
η αξία του ξεπερνά τα 170 δισ. δολάρια. Σε τι τζίρους και κέρδη
μεταφράζονται αυτά τα στοιχεία δεν είναι σαφές, μια και οι εταιρείες των
Ελλήνων πλοιοκτητών έχουν διασπείρει τις έδρες τους σε δεκάδες χώρες
και φορολογικούς παραδείσους με διαφορετικά καθεστώτα φορολόγησης.
Αλλά
είναι χαρακτηριστικό ότι πέρσι μόνο 16 ελληνικές εισηγμένες σε ξένα
χρηματιστήρια εταιρείες (κυρίως ΗΠΑ) είχαν κέρδη 3,1 δισ. δολάρια. Τι
έχουν εισφέρει στα ελληνικά κρατικά ταμεία οι Ελληνες εφοπλιστές από το
1995 μέχρι σήμερα; Μόλις 1,3 δισ. ευρώ μέχρι και το 2021, οπότε υπάρχουν
διαθέσιμα στοιχεία της Eurostat. Μάλιστα από το 1995 μέχρι και το 2012 η ετήσια φορολογική συμβολή τους ήταν μόλις 9 έως 20 εκατ. ευρώ.
Από
το 2013, οπότε εγκαινιάστηκε η πατέντα της «εθελοντικής συνεισφοράς»,
το ετήσιο ποσό αυξήθηκε σταδιακά από τα 56 εκατ. ευρώ τον πρώτο χρόνο
στα 158 εκατ. το 2021. Οι Ελληνες πλοιοκτήτες εισφέρουν δηλαδή το
0,0022% των ετήσιων κρατικών εσόδων κι αυτό όχι γιατί είναι
υποχρεωμένοι, αλλά χάρη στον... πατριωτισμό τους!
Γιάννης Κιμπουρόπουλος
Πηγή : https://www.efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου