Τα δυσθεώρητα υψηλά τιμολόγια ενέργειας στην Ευρώπη δεν έχουν προκύψει τυχαία, αλλά κατόπιν σχεδιασμού, ο οποίος συμπεριλαμβάνει την εκθετική αύξηση των πρόσθετων φόρων και εισφορών, των ρυθμιζόμενων χρεώσεων και των δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων. Όλα αυτά ως αποτέλεσμα συγκεκριμένων κυβερνητικών αποφάσεων. Στο προηγούμενο άρθρο είδαμε πως οι κυβερνήσεις της ΕΕ προχώρησαν σε παρεμβάσεις, που αντί να λύσουν, ή έστω να αμβλύνουν, το πρόβλημα το ενέτειναν.
Ο περιορισμός της συμμετοχής στο ενεργειακό μείγμα απόλυτα αξιόπιστων πηγών, όπως των πυρηνικών και των υδροηλεκτρικών σταθμών, που παρέχουν το πλεονέκτημα της συνεχούς λειτουργίας, και η αντικατάστασή τους με τις ευμετάβλητες λόγω καιρικών συνθηκών ανανεώσιμες πηγές, απαιτεί την υποστήριξη των δικτύων από μονάδες φυσικού αερίου. Επιπλέον, απαιτεί μεγάλες επενδύσεις σε υποδομές κυρίως στις δαπανηρές μονάδες αποθήκευσης.
Ο σχεδιασμός ταλαιπωρεί ολόκληρη την Ευρώπη και θα συνεχίσει να προκαλεί πλήγματα σε βάθος αρκετών ετών. Μία ενεργειακή μετάβαση οφείλει να αποδεικνύεται ανταγωνιστική και να εγγυάται την ασφάλεια της προσφοράς. Σε αντίθετη περίπτωση, εγκυμονεί μεγάλους κινδύνους, με τις παρεμβάσεις να παραμένουν άστοχες και επικίνδυνες, χωρίς να επιλύουν προβλήματα.
Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις οφείλουν να προβληματισθούν για την περικοπή όλων των επιβαρύνσεων στα τιμολόγια ενέργειας που δεν σχετίζονται με την παραγωγή και την κατανάλωση, συμπεριλαμβανομένης και της μεταφοράς του κόστους των προηγούμενων σφαλμάτων στους πολίτες. Παράλληλα απαιτείται μείωση φόρων που απλά εξαντλούν τις οικονομικές αντοχές. Επίσης, μεταφορά των δαπανών που δεν έχουν σχέση με την ενέργεια στον προϋπολογισμό, με ταυτόχρονη περικοπή άσκοπων δαπανών, ώστε να αποτραπούν διευρύνσεις ελλειμμάτων.
Η αγορά δεν συμπεριφέρεται πάντοτε άψογα, αλλά οι κυβερνητικές παρεμβάσεις συνήθως αστοχούν, αποδεικνύοντας πως οι κυβερνήσεις σφάλλουν στην επιλογή των νικητών. Ακόμα χειρότερα αστοχούν πολύ περισσότερο στις επιλογές των ηττημένων, με αποτέλεσμα οι παρεμβάσεις να δημιουργούν πρόσθετα φορτία χρέους και τους καταναλωτές να καλούνται να επιβαρυνθούν με επιπλέον κόστος.
Κενές περιεχομένου
Προ δεκαπενταετίας στην ΕΕ (συμπεριλαμβανομένης και της Βρετανίας), λειτουργούσαν 152 πυρηνικοί αντιδραστήρες, καλύπτοντας το 33% των συνολικών ενεργειακών αναγκών της, όταν στις ΗΠΑ καλύπτονταν μόλις το 18%. Η δε ενίσχυση της παραγωγής αναγνωριζόταν τότε ως μία σημαντική εναλλακτική λύση στο πρόβλημα της εκπομπής ρύπων που επηρεάζει δραματικά πλέον τις κλιματολογικές συνθήκες.
Κενές περιεχομένου
Προ δεκαπενταετίας στην ΕΕ (συμπεριλαμβανομένης και της Βρετανίας), λειτουργούσαν 152 πυρηνικοί αντιδραστήρες, καλύπτοντας το 33% των συνολικών ενεργειακών αναγκών της, όταν στις ΗΠΑ καλύπτονταν μόλις το 18%. Η δε ενίσχυση της παραγωγής αναγνωριζόταν τότε ως μία σημαντική εναλλακτική λύση στο πρόβλημα της εκπομπής ρύπων που επηρεάζει δραματικά πλέον τις κλιματολογικές συνθήκες.
Οι κυβερνητικές παρεμβάσεις στον τομέα αυτό χαρακτηρίζονται επιεικώς ιδεοληπτικές, με συνέπεια χώρες, όπως η Γερμανία να εξαρτώνται στο ενεργειακό τους μείγμα, κατά 40% από το φυσικό αέριο, τον λιθάνθρακα και τον λιγνίτη. Μία ακραία συνέπεια αποτελεί ο ενεργειακός κολοσσός Uniper SE, που έχει χρηματοδοτηθεί με €9 δισ. και πρόκειται να λάβει ακόμα €4 δισ. για να αντιμετωπίσει προβλήματα ρευστότητας. Τελικά απορροφά €26,5 δισ. και απαιτεί επιπλέον €40 δισ. για να αντιμετωπίσει την κρίση ρευστότητας, που προκαλείται από τους μηχανισμούς κάλυψης διαφορών αποτίμησης.
Στην Γαλλία, η επιβολή παρεμβατικών επιβαρύνσεων οδηγεί τον κολοσσό της ενεργειακής παραγωγής EDF στην χρεωκοπία και στην αναγκαστική του διάσωση από τα δημόσια ταμεία. Στην Ισπανία η διπλωματική αντιπαράθεση με την Αλγερία, τον μεγαλύτερο προμηθευτή της σε φυσικό αέριο, την υποχρεώνει να αγοράσει τις διπλάσιες ποσότητες φυσικού αερίου από την Ρωσία στο πρώτο εννεάμηνο.
Σε έναν απίστευτο αγώνα δρόμου, η ΕΕ αγωνίζεται να κατασκευάσει περισσότερες από 30 εγκαταστάσεις αεριοποίησης του υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) που εισάγει. Από την άλλη πλευρά αντιμετωπίζει έλλειψη δεξαμενοπλοίων μεταφοράς, λόγω του ότι σχεδόν όλα έχουν δεσμευθεί σε ναύλους προς διαφορετικούς προορισμούς. Οι κυβερνήσεις των χωρών-μελών έχουν επιδείξει μία απίστευτη απρονοησία, αρνούμενες να ενισχύσουν τις εφοδιαστικές αλυσίδες φυσικού αερίου, όταν οι τιμές κινούνταν σε πολύ χαμηλά επίπεδα, με αποτέλεσμα να υποχρεωθούν να δαπανούν τεράστια ποσά σε λύσεις αμφίβολης αποτελεσματικότητας και χαμηλής απόδοσης.
Μειονεκτήματα του σχεδίου μετάβασης
Η επέκταση της εγκατάστασης ανανεώσιμων πηγών δεν πρόκειται να οδηγήσει στην απεξάρτηση από το φυσικό αέριο, από την στιγμή που χαρακτηρίζονται διαλείπουσες στην λειτουργία τους, ευμετάβλητες και με σοβαρές δυσχέρειες στην δημιουργία των εγκαταστάσεων. Επιπλέον ο πολλαπλασιασμός των ανανεώσιμων πηγών απαιτεί τεράστιες δαπάνες μεταφοράς και διανομής ηλεκτρικού φορτίου, αυξάνοντας τις τελικές επιβαρύνσεις για τους καταναλωτές.
Αναμφίβολα η αύξησή τους κρίνεται απόλυτα θετική, αλλά κανένας πολιτικός δεν επιτρέπεται να διακηρύσσει πως αποτελούν την μοναδική λύση. Το πρόβλημα της αποθήκευσης ενέργειας, εστιάζεται στο αστρονομικό κόστος των γραμμών συσσωρευτών και των απαραίτητων υποδομών, που σύμφωνα με συντηρητικές εκτιμήσεις υπερβαίνει τα €2 τρισ. συνιστώντας βασική αρνητική παράμετρο.
Εάν η Ευρώπη αποκτήσει ένα ενεργειακό μείγμα με συμμετοχή κατά 100% των ανανεώσιμων πηγών, αυτό θα αποδειχθεί πως παραμένει ευμετάβλητο και ευάλωτο στην διαλείπουσα λειτουργία του. Σε περιόδους χαμηλής ηλιοφάνειας και ανεπαρκούς αιολικού δυναμικού θα αυξάνει την εξάρτηση από το φυσικό αέριο που παραμένει απαραίτητο μέσον υποστήριξης, αλλά και από τους πυρηνικούς σταθμούς και τα υδροηλεκτρικά έργα που αποτελούν βασικές πηγές συνεχούς λειτουργίας. Επιπλέον, οι ανανεώσιμες πηγές παρά την θετικότατη προσφορά τους στο ενεργειακό μείγμα, λόγω των πρώτων υλών που απαιτούνται στην κατασκευή τους, αυξάνουν τις εξαρτήσεις από χώρες, όπως η Κίνα, η οποία ουσιαστικά ελέγχει την αγορά λιθίου και άλλων που διαθέτουν τα απαραίτητα βιομηχανικά μέταλλα.
Η συμμετοχή των ανανεώσιμων πηγών κατά 45% στο ενεργειακό μείγμα, όπως την ευαγγελίζεται η πρόεδρος της Κομισιόν δεν πρόκειται να εκμηδενίσει την εξάρτηση από το φυσικό αέριο. Απλώς θα μειώσει ελαφρά την συμμετοχή του λόγω της αδιάλειπτης λειτουργίας των μονάδων παραγωγής με βάση το καύσιμο. Σε περιόδους χαμηλής ηλιοφάνειας και ανεπαρκούς αιολικού δυναμικού θα απαιτούνται υψηλότερες αποδόσεις από την αξιοποίηση του φυσικού αερίου και όπως ήδη έχει διαπιστωθεί, οι περίοδοι αυτοί συμπίπτουν με αύξηση της ζήτησης φυσικού αερίου και άνθρακα, επηρεάζοντας ανοδικά τις τιμές.
Συνδυασμός άγνοιας και υπεροψίας
Η τρέχουσα δραματική κρίση ενέργειας αποδεικνύει πανηγυρικά πως απαιτείται μεγαλύτερη ελευθερία της αγοράς και ελαχιστοποίηση των παρεμβάσεων. Η Ευρώπη έχει καταλήξει σε μία τραγική κατάσταση, λόγω ενός συνδυασμού υπεροψίας και άγνοιας των υπευθύνων που ελέγχουν το ενεργειακό μείγμα. Κι αυτό, ενώ η σημασία μίας ισορροπίας στο μείγμα με την συμμετοχή των πυρηνικών σταθμών, των υδροηλεκτρικών έργων, του φυσικού αερίου και των ανανεώσιμων πηγών έχει καταστεί πασιφανής. Η παρεμβατική πολιτική έχει αποδειχθεί καταστροφική και η εμμονή σε ακόμα περισσότερες παρεμβάσεις θα επιδεινώσει τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι Ευρωπαίοι.
Αν και η Παγκόσμια Τράπεζα (World Bank-WB) προβλέπει αποκλιμάκωση των τιμών στην ενέργεια κατά το 2023 περισσότερο από 10%, η πολιτική ηγεσία της ΕΕ οφείλει να προσέξει πως σύμφωνα με τις εκτιμήσεις οι τιμές του, μετά από μία απότομη άνοδο κατά 60% με την κρίση της Ουκρανίας, οι αποκλιμακωμένες τιμές παραμένουν κατά 75% υψηλότερα σε σχέση με τον μέσο όρο της τελευταίας πενταετίας. Στο μέτωπο του αργού πετρελαίου οι τιμές θα διατηρηθούν σε μέσο όρο σε επίπεδα ανώτερα των $90 ανά βαρέλι, $80 ανά βαρέλι κατά το 2024, δραστικά υψηλότερα από την μέση τιμή των $60 ανά βαρέλι της τελευταίας πενταετίας.
Οι τιμές του φυσικού αερίου και του άνθρακα επίσης προβλέπεται να αποκλιμακωθούν, αλλά το φυσικό αέριο στις ΗΠΑ θα διατηρηθεί σε διπλάσια επίπεδα τιμών σε σχέση με τον μέσο όρο της τελευταίας πενταετίας, όπως και ο αυστραλιανός άνθρακας. Στον τομέα του φυσικού αερίου οι τιμές του για την Ευρώπη προβλέπονται τετραπλάσιες σε σχέση με τον μέσο όρο της τελευταίας πενταετίας, γεγονός που κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για πιθανή αποβιομηχάνιση.
Εάν η Ευρώπη αποκτήσει ένα ενεργειακό μείγμα με συμμετοχή κατά 100% των ανανεώσιμων πηγών, αυτό θα αποδειχθεί πως παραμένει ευμετάβλητο και ευάλωτο στην διαλείπουσα λειτουργία του. Σε περιόδους χαμηλής ηλιοφάνειας και ανεπαρκούς αιολικού δυναμικού θα αυξάνει την εξάρτηση από το φυσικό αέριο που παραμένει απαραίτητο μέσον υποστήριξης, αλλά και από τους πυρηνικούς σταθμούς και τα υδροηλεκτρικά έργα που αποτελούν βασικές πηγές συνεχούς λειτουργίας. Επιπλέον, οι ανανεώσιμες πηγές παρά την θετικότατη προσφορά τους στο ενεργειακό μείγμα, λόγω των πρώτων υλών που απαιτούνται στην κατασκευή τους, αυξάνουν τις εξαρτήσεις από χώρες, όπως η Κίνα, η οποία ουσιαστικά ελέγχει την αγορά λιθίου και άλλων που διαθέτουν τα απαραίτητα βιομηχανικά μέταλλα.
Η συμμετοχή των ανανεώσιμων πηγών κατά 45% στο ενεργειακό μείγμα, όπως την ευαγγελίζεται η πρόεδρος της Κομισιόν δεν πρόκειται να εκμηδενίσει την εξάρτηση από το φυσικό αέριο. Απλώς θα μειώσει ελαφρά την συμμετοχή του λόγω της αδιάλειπτης λειτουργίας των μονάδων παραγωγής με βάση το καύσιμο. Σε περιόδους χαμηλής ηλιοφάνειας και ανεπαρκούς αιολικού δυναμικού θα απαιτούνται υψηλότερες αποδόσεις από την αξιοποίηση του φυσικού αερίου και όπως ήδη έχει διαπιστωθεί, οι περίοδοι αυτοί συμπίπτουν με αύξηση της ζήτησης φυσικού αερίου και άνθρακα, επηρεάζοντας ανοδικά τις τιμές.
Συνδυασμός άγνοιας και υπεροψίας
Η τρέχουσα δραματική κρίση ενέργειας αποδεικνύει πανηγυρικά πως απαιτείται μεγαλύτερη ελευθερία της αγοράς και ελαχιστοποίηση των παρεμβάσεων. Η Ευρώπη έχει καταλήξει σε μία τραγική κατάσταση, λόγω ενός συνδυασμού υπεροψίας και άγνοιας των υπευθύνων που ελέγχουν το ενεργειακό μείγμα. Κι αυτό, ενώ η σημασία μίας ισορροπίας στο μείγμα με την συμμετοχή των πυρηνικών σταθμών, των υδροηλεκτρικών έργων, του φυσικού αερίου και των ανανεώσιμων πηγών έχει καταστεί πασιφανής. Η παρεμβατική πολιτική έχει αποδειχθεί καταστροφική και η εμμονή σε ακόμα περισσότερες παρεμβάσεις θα επιδεινώσει τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι Ευρωπαίοι.
Αν και η Παγκόσμια Τράπεζα (World Bank-WB) προβλέπει αποκλιμάκωση των τιμών στην ενέργεια κατά το 2023 περισσότερο από 10%, η πολιτική ηγεσία της ΕΕ οφείλει να προσέξει πως σύμφωνα με τις εκτιμήσεις οι τιμές του, μετά από μία απότομη άνοδο κατά 60% με την κρίση της Ουκρανίας, οι αποκλιμακωμένες τιμές παραμένουν κατά 75% υψηλότερα σε σχέση με τον μέσο όρο της τελευταίας πενταετίας. Στο μέτωπο του αργού πετρελαίου οι τιμές θα διατηρηθούν σε μέσο όρο σε επίπεδα ανώτερα των $90 ανά βαρέλι, $80 ανά βαρέλι κατά το 2024, δραστικά υψηλότερα από την μέση τιμή των $60 ανά βαρέλι της τελευταίας πενταετίας.
Οι τιμές του φυσικού αερίου και του άνθρακα επίσης προβλέπεται να αποκλιμακωθούν, αλλά το φυσικό αέριο στις ΗΠΑ θα διατηρηθεί σε διπλάσια επίπεδα τιμών σε σχέση με τον μέσο όρο της τελευταίας πενταετίας, όπως και ο αυστραλιανός άνθρακας. Στον τομέα του φυσικού αερίου οι τιμές του για την Ευρώπη προβλέπονται τετραπλάσιες σε σχέση με τον μέσο όρο της τελευταίας πενταετίας, γεγονός που κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για πιθανή αποβιομηχάνιση.
Πηγή : https://slpress.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου