Ο πλανήτης
συνεχίζει να χρειάζεται πετρέλαιο και φυσικό αέριο – αφού δεν έχει
ανακαλυφθεί ακόμη αποτελεσματικός τρόπος κάλυψης των αναγκών του μόνο
από τις ΑΠΕ. Μπορεί λοιπόν οι τιμές του πετρελαίου και του φυσικού
αερίου να υποχωρούν τώρα, κάτι που συμβαίνει συνήθως σε αυτήν την εποχή,
αλλά η υποχώρηση θα είναι παροδική – ενώ θα φανεί μόλις μπει ο
χειμώνας. Ενδεχομένως αμέσως μετά τις ενδιάμεσες αμερικανικές εκλογές
του Νοεμβρίου, αφού η αμερικανική κυβέρνηση διατηρεί χαμηλά τις τιμές
του πετρελαίου, χρησιμοποιώντας τα στρατηγικά αποθέματα των ΗΠΑ –
ξεκάθαρα για πολιτικούς λόγους, εκ μέρους του προέδρου Biden. Οι
κίνδυνοι μίας τέτοιας εξέλιξης για την παγκόσμια οικονομία είναι πάντως
τεράστιοι – κυρίως για τις υπερχρεωμένες χώρες με δίδυμα ελλείμματα και
με καλπάζοντα πληθωρισμό, όπως η Ελλάδα.
Το θέμα της ενέργειας είναι πολύ πιο σοβαρό, από ότι νομίζει κανείς – ενώ φαίνεται καθαρά πως δεν έχουμε δει ακόμη τα χειρότερα.
Αυτό τουλάχιστον συμπεραίνεται από μία πρόσφατη δήλωση του εκτελεστικού
διευθυντή του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας (ΙΕΑ), σύμφωνα με την οποία
τα εξής:
«Ο κόσμος δεν έχει βιώσει ποτέ μία τόσο μεγάλη ενεργειακή κρίση, ως προς το βάθος και την πολυπλοκότητα της. Πιστεύω ότι μπορεί να μην έχουμε δει ακόμη τα χειρότερα» (F. Birol).
Υπενθυμίζοντας πως ο ΙΕΑ είχε ήδη προειδοποιήσει την Ευρώπη για τα ενεργειακά προβλήματα που θα αντιμετώπιζε ήδη από το 2019 (ανάλυση), πριν από τον πόλεμο,
η παραπάνω δήλωση από έναν ειδικό μηχανικό με διδακτορικό, με ισχυρό
υπόβαθρο στην ενέργεια, στα συστήματα ισχύος και στην ενεργειακή
οικονομία, καθώς επίσης με τριακονταετή εμπειρία, δεν είναι καθόλου
τυχαία – οπότε πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν πολύ σοβαρά.
Συνεχίζοντας, το μεγαλύτερο μέρος του
προβλήματος οφείλεται στη μακροπρόθεσμη υποεπένδυση της παγκόσμιας
βιομηχανίας ορυκτών καυσίμων – όσον αφορά την εξερεύνηση και ανακάλυψη
καινούργιων κοιτασμάτων. Με απλά λόγια, για μία περίπου δεκαετία δεν έχουν διατεθεί αρκετά χρήματα για έρευνες, γεωτρήσεις και ανακαλύψεις – εύλογα βέβαια, λόγω του ότι προωθείται η πράσινη ενέργεια.
Εκτός αυτού, δεν διενεργούνται
αρκετές επενδύσεις στην παραγωγή των πετρελαιοπηγών, στους αγωγούς, στα
δεξαμενόπλοια, στην ικανότητα διύλισης και στην αποθήκευση –
γεγονός που καθιστά ακόμη πιο προβληματική την όλη κατάσταση. Επί πλέον,
υπάρχει σοβαρή έλλειψη νέων στη Δύση που επιλέγουν τον ενεργειακό τομέα
για να εργασθούν – ιδίως όσον αφορά το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο.
Φαίνεται δε από τη συρρίκνωση των σχολών που προσέφεραν τέτοια
εκπαιδευτικά προγράμματα – σε κολλέγια και πανεπιστήμια.
Από την επενδυτική τώρα πλευρά της παγκόσμιας ενεργειακής βιομηχανίας, σημειώνοντας πως μπορεί μεν η ενέργεια να τροφοδοτεί την οικονομία αλλά η οικονομία κατευθύνει τα πάντα,
το πρόβλημα ξεκίνησε από τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 – όπου οι
κεντρικές τράπεζες μηδένισαν μεταξύ άλλων τα επιτόκια για να την
καταπολεμήσουν, διαστρεβλώνοντας την αγορά.
Τα χαμηλά, μηδενικά ή/και αρνητικά
επιτόκια μπορεί να ωφέλησαν τις μεγάλες τράπεζες, αλλά στρέβλωσαν σοβαρά
τις ροές κεφαλαίων προς τον ενεργειακό τομέα. Ειδικότερα, όταν δεν
γνωρίζει κανείς πόσο αξίζουν τα χρήματα, μέσω των επιτοκίων, δεν μπορεί να εκτιμήσει σωστά τη μακροπρόθεσμη επένδυση κεφαλαίων – όπου όμως τα σοβαρά, σημαντικά, μεγάλης κλίμακας ενεργειακά έργα, απαιτούν μακροπρόθεσμες επενδύσεις πολλών δεκαετιών.
Ως εκ τούτου, τα χαμηλά επιτόκια της δεκαετίας του 2010, έτειναν να ευνοούν επενδύσεις σχετικά γρήγορης εκτέλεσης και χαμηλού κινδύνου – όπως το fracking στις ΗΠΑ (ανάλυση), όσον αφορά την ενέργεια, με αποτέλεσμα να εξελιχθεί στην κυρίαρχη χερσαία παραγωγή ορυκτών καυσίμων της τελευταίας δεκαετίας.
Έτσι το fracking παρήγαγε εκατομμύρια
βαρέλια πετρελαίου και φυσικού αερίου την ημέρα – ως επί το πλείστον
όμως από φρεάτια με απότομους ρυθμούς πτώσης. Η συνέπεια αυτής της διαδικασίας ήταν η δημιουργία ενός ακριβού και όχι πολύ κερδοφόρου βιομηχανικού «διαδρόμου» – του «drillfrack-produce/drill-frack-produce» (ερμηνεία).
Εν προκειμένω, οι αμερικανικές εταιρίες έπρεπε να επιταχύνουν όσον αφορά τη γεώτρηση – έτσι ώστε να παραμείνουν μπροστά από τις καμπύλες πτώσης.
Με δεδομένη δε την τεράστια περιβαλλοντική καταστροφή που προκαλεί το
fracking, τόσο κατά την εξόρυξη, όσο και κατά τη μεταφορά του LNG,
κανένας δεν μπορεί να θεωρήσει ότι, ο στόχος ήταν η σωτηρία του πλανήτη
μας.
Στον υπόλοιπο κόσμο τώρα πολλές μεγάλες
πετρελαϊκές εταιρίες, ειδικά αυτές που εδρεύουν στην Ευρώπη όπως η BP, η
Shell, η Total και άλλες, αποσύρθηκαν στην ουσία από την εξερεύνηση και ανακάλυψη υδρογονανθράκων τα τελευταία δώδεκα χρόνια
– ενώ οι αιτίες κυμαίνονταν από την αβεβαιότητα για τις τιμές, έως τον
πολιτικό κίνδυνο και το γρήγορα αναπτυσσόμενο μέσω της χειραγώγησης
δυτικό πολιτισμικό αίσθημα, εναντίον «του φρικτού και δαιμονικού
άνθρακα».
Στο παράδειγμα δε του λιγνίτη, είναι χαρακτηριστική η επιβάρυνση του με υπέρογκες ρήτρες ρύπων που καθιστούν ασύμφορη τη χρήση του – ενώ χρησιμοποιούνται για την επιδότηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, όπως τα φωτοβολταϊκά και οι ανεμογεννήτριες (ανάλυση).
Ειδικά στην Ελλάδα, όπου τα αποθέματα λιγνίτη υπολογίζονται πάνω από
250 δις €, σταμάτησαν να λειτουργούν πολλές λιγνιτικές μονάδες (πίνακας)
και έκλεισαν αρκετά ορυχεία – χωρίς να δίνεται καμία σημασία στην
αυξημένη ενεργειακή εξάρτηση της χώρας.
Με απλά λόγια, τα εργοστάσια λιγνίτη εγκαταλείφθηκαν όσον αφορά τις επενδύσεις και έμειναν χωρίς συντήρηση
– οπότε κυριολεκτικά ρήμαξαν. Δύο μονάδες της Πτολεμαΐδας, η τρία και η
τέσσερα κάηκαν, τα ορυχεία του Αμύνταιου καταρρεύσαν το 2017 και τελικά
έκλεισαν, όπως επίσης της Καρδιάς το 2012 και οι εργαζόμενοι εξωθήθηκαν
να φύγουν (πηγή), με αποτέλεσμα να χαθεί η τεχνογνωσία – ενώ υπήρχε προγραμματισμός το 2019 από τη ΔΕΗ, για περαιτέρω κλεισίματα (γράφημα).
Γενικότερα τώρα σε παγκόσμιο επίπεδο, το
αποτέλεσμα ήταν να έχουν σημαντικά μικρότερο κίνητρο οι σοβαρές
εταιρίες να επενδύσουν μακροπρόθεσμα κεφάλαια, σε έργα πετρελαίου και
φυσικού αερίου – τα οποία μπορεί να είναι παράνομα σε λίγα μόλις χρόνια.
Λογικά λοιπόν έχει υποεπενδυθεί στην ενέργεια για ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα – οπότε το πρόβλημα είναι τώρα μεγάλο και πολύπλοκο, αφού δεν είναι δυνατόν να αντιστραφεί τίποτα σε μία νύχτα.
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, μετά από μία δεκαετία
υποεπενδύσεων, είναι σαφές πως δεν υπάρχουν επαρκή βαρέλια από τις
πρόσφατες ανακαλύψεις – ούτε επαρκές πετρέλαιο στους αγωγούς για να καλυφθεί η τρέχουσα, πόσο μάλλον η μελλοντική ζήτηση.
Όλα αυτά επεξηγούν γιατί οι κυρώσεις της Δύσης στη Ρωσία, λόγω της
εισβολής της στην Ουκρανία, απέτυχαν – λειτουργώντας ως μπούμερανγκ,
όσον αφορά τις ΗΠΑ και ειδικά την Ευρώπη.
Ειδικότερα, έως τις αρχές του 2022, πριν τον πόλεμο της Ουκρανίας δηλαδή, η Ρωσία ήταν ο βασικός προμηθευτής της Δύσης, όσον αφορά τα ονομαζόμενα «οριακά βαρέλια»
– ενώ οι εξαγωγές ρωσικού αργού πετρελαίου και προϊόντων διύλισης
διατηρούσαν τις τιμές υπό σχετικό έλεγχο, παρέχοντας εξασφαλισμένη
προσφορά και προβλέψιμο κόστος.
Η κατάσταση όμως έχει πια αλλάξει και θα
γίνει ακόμη πιο προβληματική, μεταξύ άλλων όταν θα ισχύσουν οι νέες
δυτικές κυρώσεις – επειδή ο πλανήτης συνεχίζει να χρειάζεται πετρέλαιο
και φυσικό αέριο, αφού δεν έχει ανακαλυφθεί ακόμη αποτελεσματικός τρόπος
κάλυψης των αναγκών του μόνο από τις ΑΠΕ. Μπορεί λοιπόν οι
τιμές του πετρελαίου και του φυσικού αερίου να υποχωρούν τώρα, κάτι που
συμβαίνει συνήθως σε αυτήν την εποχή, αλλά η υποχώρηση θα είναι παροδική – ενώ θα φανεί μόλις μπει ο χειμώνας.
Ενδεχομένως αμέσως μετά τις ενδιάμεσες αμερικανικές εκλογές του Νοεμβρίου, αφού η αμερικανική κυβέρνηση διατηρεί χαμηλά τις τιμές του πετρελαίου, χρησιμοποιώντας τα στρατηγικά αποθέματα των ΗΠΑ –
ξεκάθαρα για πολιτικούς λόγους, εκ μέρους του προέδρου Biden. Οι
κίνδυνοι μίας τέτοιας εξέλιξης για την παγκόσμια οικονομία είναι πάντως
τεράστιοι – κυρίως για τις υπερχρεωμένες χώρες με δίδυμα ελλείμματα και
με καλπάζοντα πληθωρισμό, όπως η Ελλάδα.
Πηγή : https://analyst.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου