Είναι ξεκάθαρο πως καμία ελληνική κυβέρνηση δεν είχε και δεν έχει όραμα – ενώ η Ελλάδα «άγεται και φέρεται» από μία διεφθαρμένη, μεταπρατική οικονομική ελίτ που ενδιαφέρεται μόνο για τον εαυτό της. Ακόμη χειρότερα, που είναι πρόθυμη κάθε φορά να σκύψει το κεφάλι δουλικά και να συνεργασθεί με ξένους – ακόμη και εις βάρος της πατρίδας της. Έτσι έχει καταντήσει η Ελλάδα μία παθητική εισαγωγική χώρα – όσον αφορά την πολιτική που συνήθως είναι μιμητική, τις ιδέες, τα προϊόντα, τις υπηρεσίες, τα κεφάλαια κοκ. Ακόμη δε και στον τουρισμό, στη δήθεν βαριά βιομηχανία της χώρας, σύντομα τα μεγαλύτερα ξενοδοχεία της θα ανήκουν σε ξένους – ενώ οι Έλληνες θα παρέχουν απλά τις υπηρεσίες τους, ως τα γκαρσόνια της Ευρώπης. Ως υπάλληλοι της κάθε TUI που οδηγεί σήμερα σκόπιμα πολλά ξενοδοχεία στη χρεοκοπία, μη πληρώνοντας τα – προφανώς για να τα εξαγοράσει πάμφθηνα. Όσον αφορά δε τις εξαγωγές, το νούμερο ένα «προϊόν» της κατεχόμενης Ελλάδας στα δέκα χρόνια της βαθιάς κρίσης και των μνημονίων, ήταν τα 500.000 μορφωμένα παιδιά της – κόστους εκπαίδευσης άνω των 100 δις € συνολικά και ικανότητας παραγωγής ΑΕΠ περί τα 25 δις € ετησίως. Χαρίσαμε δηλαδή στους ξένους, κυρίως στη Γερμανία, 100 δις € έμψυχο δυναμικό και ΑΕΠ 25 δις € – το οποίο αντικαταστήσαμε με εξαθλιωμένους παράνομους μετανάστες, με αυτούς τους δύστυχους ανθρώπους που η ΕΕ μας ανάγκασε να εγκλωβίσουμε στην επικράτεια μας.
Άποψη
Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, η κάθε πολιτική ιδεολογία διαθέτει ένα αφήγημα με τρία βασικά στοιχεία: (α) μία κατάσταση που είτε παρουσιάζει ως κόλαση είτε είναι πραγματική, με έναν εχθρό που πρέπει να συντριβεί, (β) ένα όραμα για κάποιον τελειότερο κόσμο και (γ) ένα σχέδιο για το πώς θα διενεργηθεί η μετάβαση από την υφιστάμενη κόλαση στον επιδιωκόμενο παράδεισο. Όσον αφορά δε τα μέσα μετάβασης, συνήθως συμπεριλαμβάνουν την κατάληψη και τη βελτίωση του ισχυρότερου εργαλείου της κοινωνίας: του κράτους.
Εύλογα λοιπόν, όλες οι πολιτικές ιδεολογίες τείνουν προς τον ολοκληρωτισμό της μίας ή της άλλης μορφής – ενώ εξαρτώνται από την υπέρβαση των προτιμήσεων και των επιλογών των ανθρώπων, με στόχο την αντικατάσταση τους με άλλα σενάρια και με προγραμματισμένα συστήματα πεποιθήσεων, καθώς επίσης συμπεριφοράς.
Παράδειγμα ο κομμουνισμός σοβιετικού τύπου, ο οποίος παρουσιάζει την κοινωνία που έχει δημιουργηθεί (α) ως κόλαση με εχθρό τον καπιταλισμό, (β) τον εργατικό έλεγχο και το τέλος της ιδιοκτησίας ως τον παράδεισο και (γ) με τα μέσα για την επίτευξη του στόχου μετά την κατάληψη της εξουσίας του κράτους από το ένα και μοναδικό κόμμα, να είναι η βίαιη απαλλοτρίωση. Ο σοσιαλισμός είναι μία ηπιότερη εκδοχή του κομμουνισμού, μέσα από έναν αποσπασματικό οικονομικό σχεδιασμό, αλλά με την ίδια κατάληξη – ενώ ο σημερινός μονοπωλιακός καπιταλισμός έχει στόχο την κατάληψη του κράτους από τις ελίτ.
Μία άλλη ιδεολογία είναι ο ρατσισμός που θεωρεί (α) ως κόλαση την ανάμιξη των φυλών, (β) ως παράδεισο τη φυλετική ομοιογένεια και (γ) ως μέσα αλλαγής την περιθωριοποίηση, την εκδίωξη ή την εκκαθάριση ορισμένων φυλών (γενοκτονία). Ο φασισμός είναι κάτι ανάλογο – πιστεύοντας (α) πως το παγκόσμιο εμπόριο, ο ατομικισμός και η μετανάστευση είναι ο εχθρός, (β) ένας ισχυρός εθνικισμός ο παράδεισος και (γ) το μέσο αλλαγής ένας μεγάλος ηγέτης. Πάντοτε δηλαδή υπάρχει το ίδιο αφήγημα: η κόλαση, ο παράδεισος και το μέσον μετάβασης – με το φασισμό κάθε μορφής να θεωρεί ως μέσον έναν προικισμένο ηγέτη, τύπου Χίτλερ ή Στάλιν.
Κάθε μία τώρα από αυτές τις ιδεολογίες, εστιάζεται από πνευματικής πλευράς σε ένα είδος ιστορίας που έχει σχεδιασθεί, που είναι δηλαδή τόσο απλή, ώστε να είναι κατανοητή από το μυαλό της πλειοψηφίας των ανθρώπων – με λαϊκιστικές αναφορές του τύπου «Σκεφθείτε την εκμετάλλευση. Σκεφθείτε την ανισότητα. Σκεφθείτε τη φυλή. Σκεφθείτε την εθνική ταυτότητα. Σκεφθείτε τη θρησκεία κοκ.». Κάθε μία δε από αυτές τις αναφορές έχει τη δική της γλώσσα – η οποία δείχνει την προσκόλληση κάποιου στη συγκεκριμένη ιδεολογία που παρουσιάζει ως τον παράδεισο.
Συνεχίζοντας, όλες αυτές οι ψευδείς πολιτικές ιδεολογίες, με στόχο απλά και μόνο την κατάληψη της εξουσίας από μία ιδιοτελή ομάδα, μπορούν να αντικατασταθούν από ένα συλλογικό εθνικό όραμα – το οποίο να εμπνέει ολόκληρη την κοινωνία, οδηγώντας την δημοκρατικά σε ένα καλύτερο μέλλον.
Ειδικά όσον αφορά την Ελλάδα, είναι ξεκάθαρο πως καμία κυβέρνηση της δεν είχε και δεν έχει όραμα – ενώ «άγεται και φέρεται» από μία διεφθαρμένη, μεταπρατική οικονομική ελίτ που ενδιαφέρεται μόνο για τον εαυτό της. Ακόμη χειρότερα, που είναι πρόθυμη κάθε φορά να σκύψει το κεφάλι δουλικά και να συνεργασθεί με ξένους – ακόμη και εις βάρος της πατρίδας της.
Έτσι έχει καταντήσει η Ελλάδα μία παθητική εισαγωγική χώρα – όσον αφορά την πολιτική που συνήθως είναι μιμητική, τις ιδέες, τα προϊόντα, τις υπηρεσίες, τα κεφάλαια κοκ. Ακόμη δε και στον τουρισμό, στη δήθεν βαριά βιομηχανία της χώρας, σύντομα τα μεγαλύτερα ξενοδοχεία της θα ανήκουν σε ξένους – ενώ οι Έλληνες θα παρέχουν απλά τις υπηρεσίες τους, ως τα γκαρσόνια της Ευρώπης. Ως υπάλληλοι της κάθε TUI (θυμίζουμε της πρώην Preussag) που οδηγεί σήμερα σκόπιμα πολλά ξενοδοχεία στη χρεοκοπία μη πληρώνοντας τα – προφανώς για να τα εξαγοράσει πάμφθηνα.
Όσον αφορά δε τις εξαγωγές, το νούμερο ένα «προϊόν» της κατεχόμενης Ελλάδας στα δέκα χρόνια της βαθιάς κρίσης και των μνημονίων, ήταν τα 500.000 μορφωμένα παιδιά της – κόστους εκπαίδευσης άνω των 100 δις € συνολικά και ικανότητας παραγωγής ΑΕΠ περί τα 25 δις € ετησίως. Χαρίσαμε δηλαδή στους ξένους, κυρίως στη Γερμανία, 100 δις € έμψυχο δυναμικό και ΑΕΠ 25 δις € – το οποίο αντικαταστήσαμε με εξαθλιωμένους παράνομους μετανάστες, με αυτούς τους δύστυχους ανθρώπους που η ΕΕ μας ανάγκασε να εγκλωβίσουμε στην επικράτεια μας.
Δυστυχώς, ακόμη και μετά το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, αντί να χρησιμοποιήσουμε τα χρήματα του σχεδίου Μάρσαλ για την παραγωγική μας ανασυγκρότηση που θα μας προσέφερε μία σταθερή, βιώσιμη ανάπτυξη, καταναλώσαμε ένα μεγάλο μέρος τους στη χρηματοδότηση του εμφυλίου πολέμου – ενώ όπως συνέβη αργότερα, με τα ΕΣΠΑ και με την ΚΑΠ, ένα άλλο μεγάλο μέρος κατέληξε στην ιδιοκτησία της απάτριδος, διεφθαρμένης ελίτ μας που στη συνέχεια τα φυγάδευσε στις τράπεζες του εξωτερικού, επειδή δεν εμπιστευόταν τις εκάστοτε κυβερνήσεις! ΄
Αυτής της ελίτ που σήμερα δεν διστάζει να προβάλει τουρκικές σειρές στα ΜΜΕ που διαθέτει για να εκβιάζει τους πολιτικούς ή να ωθεί την κυβέρνηση σε μία χαμένη εκ των προτέρων διαπραγμάτευση με την Τουρκία – επειδή δεν την ενδιαφέρουν καθόλου έννοιες όπως «εθνική αξιοπρέπεια» ή «υπερηφάνεια», ενώ ανέκαθεν συνεργαζόταν με τις δυνάμεις κατοχής, είτε αυτές ήταν οι Οθωμανοί, είτε οι Γερμανοί σύμμαχοι τους.
Η υπόλοιπη κοινωνία μας, χειραγωγούμενη προφανώς και χωρίς κανένα όραμα, εξελίχθηκε σε μία καταναλωτική μάζα – ισχυριζόμενη ανέκαθεν πως η Ελλάδα είναι μία δυστυχισμένη, φτωχή χώρα που δεν έχει άλλες δυνατότητες. Αν είναι δυνατόν να έχουν αυτές τις αντιλήψεις οι κάτοικοι μίας πάμπλουτης, πολλαπλά προικισμένης Ελλάδας – με την καλύτερη γεωπολιτική θέση διεθνώς και με μία έκταση συμπεριλαμβανομένων των θαλασσών της ίση με της Γαλλίας.
Τέλος, επικράτησαν στην Ελλάδα οι συντεχνίες και ένας αρρωστημένος, βρώμικος συνδικαλισμός, δίνοντας τη χαριστική βολή στη βιομηχανική μας παραγωγή – ενώ κανένα από αυτά τα «συνδικάτα της ντροπής» δεν θέλει να καταλάβει πως είναι αδύνατες οι βιώσιμες αυξήσεις των μισθών σε ένα καπιταλιστικό περιβάλλον, χωρίς την αύξηση της παραγωγικότητας των εργαζομένων που έχει τριπλάσιο σχεδόν «πολλαπλασιαστή» στη βιομηχανία, από ότι στις υπηρεσίες. Επίσης πως η παραγωγή πρέπει να προηγείται της κατανάλωσης, ότι το εμπορικό ισοζύγιο είναι το καρδιογράφημα της χώρας ή πως τα χρέη οδηγούν στη δουλεία – παρά το ότι όλα αυτά είναι γνωστά σε όλους μας από τους προγόνους μας.
Εύλογα λοιπόν, όλες οι πολιτικές ιδεολογίες τείνουν προς τον ολοκληρωτισμό της μίας ή της άλλης μορφής – ενώ εξαρτώνται από την υπέρβαση των προτιμήσεων και των επιλογών των ανθρώπων, με στόχο την αντικατάσταση τους με άλλα σενάρια και με προγραμματισμένα συστήματα πεποιθήσεων, καθώς επίσης συμπεριφοράς.
Παράδειγμα ο κομμουνισμός σοβιετικού τύπου, ο οποίος παρουσιάζει την κοινωνία που έχει δημιουργηθεί (α) ως κόλαση με εχθρό τον καπιταλισμό, (β) τον εργατικό έλεγχο και το τέλος της ιδιοκτησίας ως τον παράδεισο και (γ) με τα μέσα για την επίτευξη του στόχου μετά την κατάληψη της εξουσίας του κράτους από το ένα και μοναδικό κόμμα, να είναι η βίαιη απαλλοτρίωση. Ο σοσιαλισμός είναι μία ηπιότερη εκδοχή του κομμουνισμού, μέσα από έναν αποσπασματικό οικονομικό σχεδιασμό, αλλά με την ίδια κατάληξη – ενώ ο σημερινός μονοπωλιακός καπιταλισμός έχει στόχο την κατάληψη του κράτους από τις ελίτ.
Μία άλλη ιδεολογία είναι ο ρατσισμός που θεωρεί (α) ως κόλαση την ανάμιξη των φυλών, (β) ως παράδεισο τη φυλετική ομοιογένεια και (γ) ως μέσα αλλαγής την περιθωριοποίηση, την εκδίωξη ή την εκκαθάριση ορισμένων φυλών (γενοκτονία). Ο φασισμός είναι κάτι ανάλογο – πιστεύοντας (α) πως το παγκόσμιο εμπόριο, ο ατομικισμός και η μετανάστευση είναι ο εχθρός, (β) ένας ισχυρός εθνικισμός ο παράδεισος και (γ) το μέσο αλλαγής ένας μεγάλος ηγέτης. Πάντοτε δηλαδή υπάρχει το ίδιο αφήγημα: η κόλαση, ο παράδεισος και το μέσον μετάβασης – με το φασισμό κάθε μορφής να θεωρεί ως μέσον έναν προικισμένο ηγέτη, τύπου Χίτλερ ή Στάλιν.
Κάθε μία τώρα από αυτές τις ιδεολογίες, εστιάζεται από πνευματικής πλευράς σε ένα είδος ιστορίας που έχει σχεδιασθεί, που είναι δηλαδή τόσο απλή, ώστε να είναι κατανοητή από το μυαλό της πλειοψηφίας των ανθρώπων – με λαϊκιστικές αναφορές του τύπου «Σκεφθείτε την εκμετάλλευση. Σκεφθείτε την ανισότητα. Σκεφθείτε τη φυλή. Σκεφθείτε την εθνική ταυτότητα. Σκεφθείτε τη θρησκεία κοκ.». Κάθε μία δε από αυτές τις αναφορές έχει τη δική της γλώσσα – η οποία δείχνει την προσκόλληση κάποιου στη συγκεκριμένη ιδεολογία που παρουσιάζει ως τον παράδεισο.
Συνεχίζοντας, όλες αυτές οι ψευδείς πολιτικές ιδεολογίες, με στόχο απλά και μόνο την κατάληψη της εξουσίας από μία ιδιοτελή ομάδα, μπορούν να αντικατασταθούν από ένα συλλογικό εθνικό όραμα – το οποίο να εμπνέει ολόκληρη την κοινωνία, οδηγώντας την δημοκρατικά σε ένα καλύτερο μέλλον.
Ειδικά όσον αφορά την Ελλάδα, είναι ξεκάθαρο πως καμία κυβέρνηση της δεν είχε και δεν έχει όραμα – ενώ «άγεται και φέρεται» από μία διεφθαρμένη, μεταπρατική οικονομική ελίτ που ενδιαφέρεται μόνο για τον εαυτό της. Ακόμη χειρότερα, που είναι πρόθυμη κάθε φορά να σκύψει το κεφάλι δουλικά και να συνεργασθεί με ξένους – ακόμη και εις βάρος της πατρίδας της.
Έτσι έχει καταντήσει η Ελλάδα μία παθητική εισαγωγική χώρα – όσον αφορά την πολιτική που συνήθως είναι μιμητική, τις ιδέες, τα προϊόντα, τις υπηρεσίες, τα κεφάλαια κοκ. Ακόμη δε και στον τουρισμό, στη δήθεν βαριά βιομηχανία της χώρας, σύντομα τα μεγαλύτερα ξενοδοχεία της θα ανήκουν σε ξένους – ενώ οι Έλληνες θα παρέχουν απλά τις υπηρεσίες τους, ως τα γκαρσόνια της Ευρώπης. Ως υπάλληλοι της κάθε TUI (θυμίζουμε της πρώην Preussag) που οδηγεί σήμερα σκόπιμα πολλά ξενοδοχεία στη χρεοκοπία μη πληρώνοντας τα – προφανώς για να τα εξαγοράσει πάμφθηνα.
Όσον αφορά δε τις εξαγωγές, το νούμερο ένα «προϊόν» της κατεχόμενης Ελλάδας στα δέκα χρόνια της βαθιάς κρίσης και των μνημονίων, ήταν τα 500.000 μορφωμένα παιδιά της – κόστους εκπαίδευσης άνω των 100 δις € συνολικά και ικανότητας παραγωγής ΑΕΠ περί τα 25 δις € ετησίως. Χαρίσαμε δηλαδή στους ξένους, κυρίως στη Γερμανία, 100 δις € έμψυχο δυναμικό και ΑΕΠ 25 δις € – το οποίο αντικαταστήσαμε με εξαθλιωμένους παράνομους μετανάστες, με αυτούς τους δύστυχους ανθρώπους που η ΕΕ μας ανάγκασε να εγκλωβίσουμε στην επικράτεια μας.
Δυστυχώς, ακόμη και μετά το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, αντί να χρησιμοποιήσουμε τα χρήματα του σχεδίου Μάρσαλ για την παραγωγική μας ανασυγκρότηση που θα μας προσέφερε μία σταθερή, βιώσιμη ανάπτυξη, καταναλώσαμε ένα μεγάλο μέρος τους στη χρηματοδότηση του εμφυλίου πολέμου – ενώ όπως συνέβη αργότερα, με τα ΕΣΠΑ και με την ΚΑΠ, ένα άλλο μεγάλο μέρος κατέληξε στην ιδιοκτησία της απάτριδος, διεφθαρμένης ελίτ μας που στη συνέχεια τα φυγάδευσε στις τράπεζες του εξωτερικού, επειδή δεν εμπιστευόταν τις εκάστοτε κυβερνήσεις! ΄
Αυτής της ελίτ που σήμερα δεν διστάζει να προβάλει τουρκικές σειρές στα ΜΜΕ που διαθέτει για να εκβιάζει τους πολιτικούς ή να ωθεί την κυβέρνηση σε μία χαμένη εκ των προτέρων διαπραγμάτευση με την Τουρκία – επειδή δεν την ενδιαφέρουν καθόλου έννοιες όπως «εθνική αξιοπρέπεια» ή «υπερηφάνεια», ενώ ανέκαθεν συνεργαζόταν με τις δυνάμεις κατοχής, είτε αυτές ήταν οι Οθωμανοί, είτε οι Γερμανοί σύμμαχοι τους.
Η υπόλοιπη κοινωνία μας, χειραγωγούμενη προφανώς και χωρίς κανένα όραμα, εξελίχθηκε σε μία καταναλωτική μάζα – ισχυριζόμενη ανέκαθεν πως η Ελλάδα είναι μία δυστυχισμένη, φτωχή χώρα που δεν έχει άλλες δυνατότητες. Αν είναι δυνατόν να έχουν αυτές τις αντιλήψεις οι κάτοικοι μίας πάμπλουτης, πολλαπλά προικισμένης Ελλάδας – με την καλύτερη γεωπολιτική θέση διεθνώς και με μία έκταση συμπεριλαμβανομένων των θαλασσών της ίση με της Γαλλίας.
Τέλος, επικράτησαν στην Ελλάδα οι συντεχνίες και ένας αρρωστημένος, βρώμικος συνδικαλισμός, δίνοντας τη χαριστική βολή στη βιομηχανική μας παραγωγή – ενώ κανένα από αυτά τα «συνδικάτα της ντροπής» δεν θέλει να καταλάβει πως είναι αδύνατες οι βιώσιμες αυξήσεις των μισθών σε ένα καπιταλιστικό περιβάλλον, χωρίς την αύξηση της παραγωγικότητας των εργαζομένων που έχει τριπλάσιο σχεδόν «πολλαπλασιαστή» στη βιομηχανία, από ότι στις υπηρεσίες. Επίσης πως η παραγωγή πρέπει να προηγείται της κατανάλωσης, ότι το εμπορικό ισοζύγιο είναι το καρδιογράφημα της χώρας ή πως τα χρέη οδηγούν στη δουλεία – παρά το ότι όλα αυτά είναι γνωστά σε όλους μας από τους προγόνους μας.
Επίλογος
Συμπερασματικά λοιπόν, πράγματι οι σημερινές συνθήκες είναι κόλαση – ενώ λείπει το όραμα για ένα καλύτερο μέλλον, με τα εμπόδια της μεταπρατικής διεφθαρμένης ελίτ να παραμένουν στη θέση τους. Μπορούμε όμως να τα καταφέρουμε, επειδή ακριβώς έχουμε την τύχη να ζούμε σε μία πάμπλουτη χώρα που έχει όλες τις προϋποθέσεις – αρκεί να δραστηριοποιηθούμε συλλογικά χωρίς να περιμένουμε καμία βοήθεια από κανέναν, αφού ούτε θα μας δοθεί ποτέ, ούτε την έχουμε ανάγκη.
Πηγή : https://analyst.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου