Πρόσκληση για άμεσο αναστοχασμό του ζητήματος της διεθνούς Ασφάλειας και Σταθερότητος
Υπό Καθηγητού Ιωάννου Θ. Μάζη, ΕΚΠΑ
Υπό Καθηγητού Ιωάννου Θ. Μάζη, ΕΚΠΑ
Η τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα ξεκίνησε με σημαντικά θετικά κεκτημένα σε σχέση με τη μεταπολεμική διεθνή τάξη του 20ου αιώνα, αλλά και κληρονομώντας και αρκετά σοβαρά διεθνή διακυβεύματα ή διεθνείς προκλήσεις, που παραμένουν προς επίλυση ή προς διευθέτηση. Η κυριότερη εξ αυτών είναι η κατάσταση στην Ανατολική Μεσόγειο, καθόσον αυτή η περιοχή παραμένει είτε ιστορικά, είτε και με βάση τις σύγχρονες θεμελιώδεις γεωπολιτικές θεωρήσεις ο κλειδόλιθος του Aναχωματικού Δακτυλίου “Rimland” (κατά τον N.J. Spykman) της Ευρασίας. Μιας περιοχής όπου η αναβίωση του νεοψυχροπολεμικού κλίματος όπου η Ρωσία ανακτά βαθμιαία όλο και περισσότερο τη θέση της μείζονος παραδοσιακής απειλής για την Ατλαντοκεντρική Δύση, ενώ η Κίνα ήδη επιβεβαιώνεται ως η Δύναμη που διεκδικεί την πρωτοκαθεδρία από τις ΗΠΑ σε σημαντικό αριθμό κρισίμων επιμέρους τομέων, εξασφαλίζοντας το μεγαλύτερο ποσοστό συνισταμένης ονομαστικής εθνικής Ισχύος σε πλανητική κλίμακα.
Επιπροσθέτως, στο νέο ρευστό και ασταθές μεταψυχροπολεμικό Διεθνές Σύστημα, βοηθούσης της πανδημίας και της συνοδής οξύνσεσως όλων των χαρακτηριστικών της διεθνούς οικονομικής κρίσεως, αναδύονται νέοι αναθεωρητικοί σωβινιστικοί και αυταρχικοί εθνοκρατικοί περιφερειακοί δρώντες επιθυμούντες να επανατοποθετηθούν προνομιακώς στο αναδιαμορφούμενο αυτό διεθνές περιβάλλον.
Οι εθνοκρατικοί αυτοί δρώντες καταφεύγουν σε επικίνδυνες και αναχρονιστικές αναβιώσεις αυτοκρατορικών αντιλήψεων εις βάρος κάθε μορφής συντελεστών δημοκρατικού και νομικού πολιτικού πολιτισμού των όμορων και της «διατήρησης της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας», εν γένει.
Της οικουμενικής αυτής συνθήκης, της αποτελούσης το θεμελιώδες επίτευγμα του μεταπολεμικού κόσμου, το οποίο σφραγίστηκε με το αίμα και τη θυσία εκατομμυρίων θυμάτων, κατεξοχήν εκ των δύο Παγκοσμίων Πολέμων του 20ου αιώνα, και αποτυπώθηκε στο προοίμιο του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, ως θεμελιώδης στόχος του Παγκόσμιου Οργανισμού, όπως και ως αντίστοιχη αυτονόητη υποχρέωση για τα κράτη-μέλη του. Της συνθήκης αυτής που απετέλεσε και συνεχίζει να αποτελεί οικουμενική ηθική δέσμευση για τους Λαούς παγκοσμίως για ειρηνικό και ασφαλές μέλλον που θα εξασφαλίζει την ευημερία και τη βιωσιμότητα των επομένων γενεών.
Η Τουρκία, λόγω γεωγραφικών και γεωοικονομικών παραμέτρων και πληθυσμού, αποτελεί σημαντικότατη κρατική παρουσία στην Ανατολική Μεσόγειο, αλλά και λόγω των θρησκευτικών και κοινωνικών της χαρακτηριστικών, αποτελεί μαζί με την Ελλάδα τον σημαντικότερο μηχανισμό ζεύξεως των κύριων πόλων μεταβλητής ισχύος της Περιμέτρου της αρχομένης από την Ασία (Κίνα, Ιαπωνία, Ινδία, Πακιστάν, Ινδονησία) και εξικνουμένης μέχρι την Ευρω-ατλαντική Δύση. Επίσης, είναι απολύτως ευκρινές ότι η Ν/Α Πτέρυγα του ΝΑΤΟ, όπως αυτή συντίθεται από το Δίπολο Ελλάδος-Τουρκίας, εντάσσει στον Δυτικό Αναχωματικό Δακτύλιο τα σημαντικότατα γεωστρατηγικώς ενδιάμεσα κέντρα της Μέσης Ανατολής – Αραβομουσουλμανικού κόσμου, του Ισραήλ και των κρατών περιοχής MENA-SAHEL και εξισορροπεί την ισχύ του «Σλαβικού» κέντρου με κύριο εκφραστή τη Ρωσία και το γειτνιάζον πλέγμα ελεγχομένων – ή επηρεαζομένων – από αυτήν κρατών, στον Καύκασο και τα Βαλκάνια.
Κατά την τελευταία εικοσαετία το φαινόμενο της αναβιώσεως του ριζοσπαστικού Ισλάμ (radical islam), είτε με τη μορφή παραστρατιωτικών ενόπλων οργανώσεων (ISIS/Daesch, Al Sabaab, Al Qaeda κλπ.), είτε με τη μορφή αντιστοίχων με πολιτική ανατρεπτική και εξεγερσιακή ιδεολογία και πρακτική, την οποία οργανώνει και προωθεί διεθνώς η Μητέρα Οργάνωση των Αδελφών Μουσουλμάνων, διευκόλυναν το καθεστώς Ερντογάν και το εργαλειοποίησαν ως ΝΑΤΟϊκό κέλυφος των διεθνιστικών ισλαμιστικών επιδιώξεών τους.
Επιπροσθέτως, στο νέο ρευστό και ασταθές μεταψυχροπολεμικό Διεθνές Σύστημα, βοηθούσης της πανδημίας και της συνοδής οξύνσεσως όλων των χαρακτηριστικών της διεθνούς οικονομικής κρίσεως, αναδύονται νέοι αναθεωρητικοί σωβινιστικοί και αυταρχικοί εθνοκρατικοί περιφερειακοί δρώντες επιθυμούντες να επανατοποθετηθούν προνομιακώς στο αναδιαμορφούμενο αυτό διεθνές περιβάλλον.
Οι εθνοκρατικοί αυτοί δρώντες καταφεύγουν σε επικίνδυνες και αναχρονιστικές αναβιώσεις αυτοκρατορικών αντιλήψεων εις βάρος κάθε μορφής συντελεστών δημοκρατικού και νομικού πολιτικού πολιτισμού των όμορων και της «διατήρησης της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας», εν γένει.
Της οικουμενικής αυτής συνθήκης, της αποτελούσης το θεμελιώδες επίτευγμα του μεταπολεμικού κόσμου, το οποίο σφραγίστηκε με το αίμα και τη θυσία εκατομμυρίων θυμάτων, κατεξοχήν εκ των δύο Παγκοσμίων Πολέμων του 20ου αιώνα, και αποτυπώθηκε στο προοίμιο του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, ως θεμελιώδης στόχος του Παγκόσμιου Οργανισμού, όπως και ως αντίστοιχη αυτονόητη υποχρέωση για τα κράτη-μέλη του. Της συνθήκης αυτής που απετέλεσε και συνεχίζει να αποτελεί οικουμενική ηθική δέσμευση για τους Λαούς παγκοσμίως για ειρηνικό και ασφαλές μέλλον που θα εξασφαλίζει την ευημερία και τη βιωσιμότητα των επομένων γενεών.
Η Τουρκία, λόγω γεωγραφικών και γεωοικονομικών παραμέτρων και πληθυσμού, αποτελεί σημαντικότατη κρατική παρουσία στην Ανατολική Μεσόγειο, αλλά και λόγω των θρησκευτικών και κοινωνικών της χαρακτηριστικών, αποτελεί μαζί με την Ελλάδα τον σημαντικότερο μηχανισμό ζεύξεως των κύριων πόλων μεταβλητής ισχύος της Περιμέτρου της αρχομένης από την Ασία (Κίνα, Ιαπωνία, Ινδία, Πακιστάν, Ινδονησία) και εξικνουμένης μέχρι την Ευρω-ατλαντική Δύση. Επίσης, είναι απολύτως ευκρινές ότι η Ν/Α Πτέρυγα του ΝΑΤΟ, όπως αυτή συντίθεται από το Δίπολο Ελλάδος-Τουρκίας, εντάσσει στον Δυτικό Αναχωματικό Δακτύλιο τα σημαντικότατα γεωστρατηγικώς ενδιάμεσα κέντρα της Μέσης Ανατολής – Αραβομουσουλμανικού κόσμου, του Ισραήλ και των κρατών περιοχής MENA-SAHEL και εξισορροπεί την ισχύ του «Σλαβικού» κέντρου με κύριο εκφραστή τη Ρωσία και το γειτνιάζον πλέγμα ελεγχομένων – ή επηρεαζομένων – από αυτήν κρατών, στον Καύκασο και τα Βαλκάνια.
Κατά την τελευταία εικοσαετία το φαινόμενο της αναβιώσεως του ριζοσπαστικού Ισλάμ (radical islam), είτε με τη μορφή παραστρατιωτικών ενόπλων οργανώσεων (ISIS/Daesch, Al Sabaab, Al Qaeda κλπ.), είτε με τη μορφή αντιστοίχων με πολιτική ανατρεπτική και εξεγερσιακή ιδεολογία και πρακτική, την οποία οργανώνει και προωθεί διεθνώς η Μητέρα Οργάνωση των Αδελφών Μουσουλμάνων, διευκόλυναν το καθεστώς Ερντογάν και το εργαλειοποίησαν ως ΝΑΤΟϊκό κέλυφος των διεθνιστικών ισλαμιστικών επιδιώξεών τους.
Το καθεστώς Ερντογάν χρησιμοποίησε, όπως νομίζει λανθασμένα, και αυτό την Οργάνωση των Αδελφών, ειδικά μετά το πραξικόπημα του 2016, να εγκαταλείψει οριστικά τους όποιους (έστω και ρητορικούς) φιλο-ευρωπαϊκούς οραματισμούς και να ενστερνιστεί ένα ακραιφνώς Τουρκο-ισλαμιστικό γεωστρατηγικό σχεδιασμό. Με βάση τον σχεδιασμό αυτόν, θεμελιωμένο σε νεο-Οθωμανικούς και ισλαμο-παντουρανικούς εθνικιστικούς οραματισμούς, εξύφανε ένα ανεπανάληπτο (από την εποχή της Οθωμανικής περιόδου) αναθεωρητικό σωβινιστικό τρίπτυχο ισλαμο-παντουρανικής/τουρκικής – νεοοθωμανικής παρεμβατικής εξωστρέφειας που θέτει γεωστρατηγικούς στόχους για την Τουρκία πολύ πέραν αυτών που θα χαρακτηρίζαν μια τοπική ή περιφερειακή ηγεμονική Δύναμη. Στην επικίνδυνη αυτή πορεία του τουρκο-ισλαμιστικού επεκτατισμού, η Τουρκία αντιμετωπίζει ως ουσιαστικότερο εμπόδιο τον Ελληνισμό της ανατολικής Μεσογείου, ήτοι την Ελληνική και Κυπριακή Δημοκρατία και τον έλεγχο που κατά το εφαρμοστέο Διεθνές Δίκαιο ασκούν αντιστοίχως στις περιοχές κυριαρχίας ή/και κυριαρχικών δικαιωμάτων ή έστω νομίμως ανατιθέμενων διεθνών αρμοδιοτήτων τους (βλ. εθνική επικράτεια / νησιά – κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου, ηπειρωτικές και / ή νησιωτικές θαλάσσιες ζώνες κυριαρχίας ή κυριαρχικών δικαιωμάτων, όπως Αιγιαλίτιδα ζώνη ή Υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ αντιστοίχως, αντισυμβατικές διεθνοδικαϊκώς εθνικομειονοτικές αποσχιστικές διεκδικήσεις στην Θράκη κλπ.).
Για τους λόγους αυτούς, από το 1974 έχει εφαρμόσει μια στρατηγική εμπράκτου διεκδικήσεως και αμφισβητήσεως κυριαρχίας ή κυριαρχικών δικαιωμάτων σε Ελλάδα και Κύπρο, η οποία περιλαμβάνει τη χρήση βίας, ή και την απειλή χρήσης βίας, η οποία συμπληρώνει ή υποστηρίζει την στρατηγική συμπιέσεως μέχρι εξαφανίσεως του ελληνισμού, όπως αυτή εκδηλώθηκε από την επαύριον ακόμη της σύναψης της Συνθήκης της Λωζάννης (1923), είτε εντός της Τουρκικής επικράτειας (διώξεις ελλήνων μειονοτικών πληθυσμών), είτε εκτός αυτής. Στην τακτική της αυτή, χρησιμοποιεί την μέθοδο της υποδαυλίσεως μειονοτικών και κοινοτικών (μειονοτικές ομάδες ή κοινότητες) ζητημάτων στις κοινότητες μουσουλμανικών πληθυσμών σε Ελλάδα και Κύπρο. Οι εν λόγω μακρόχρονες και διαρκώς εντεινόμενες μεθοδεύσεις της Τουρκίας, ειδικά καθόσον εκδηλώνονται με τη χρήση ή απειλή χρήσης βίας έναντι της εθνικής κυριαρχίας και της πολιτικής ανεξαρτησίας κράτους συνιστούν ρητή και επαναλαμβανόμενη μάλιστα παραβίαση θεμελιωδών Κανόνων αναγκαστικού Διεθνούς Δικαίου (Jus Cogens), καθώς καταστρατηγούν θεμελιώδεις αρχές του Χάρτη του ΟΗΕ, και άρα θεωρείται βασίμως ότι συνιστούν επιθετική ενέργεια εις βάρος τρίτου Κράτους, συμφώνως προς τις προβλέψεις και τα κριτήρια που θέτει η Απόφασις 3314/XXIX (1977) της ΓΣ του ΟΗΕ, περί ορισμού της Επιθέσεως στις διακρατικές σχέσεις. Υπό την έννοια αυτή, δε, καθιστούν θεμιτή την έντονη διαμαρτυρία, αλλά και νόμιμη την όποια δυναμική αντίδραση του θιγόμενου κράτους ή κρατών, ακόμη και περιλαμβάνοντας τη χρήση βίας, στη βάση των προβλέψεων του Άρθρου 51 του ΧτΗΕ, περί του εγγενούς και αδιαμφισβήτητου Δικαιώματος για Αυτοάμυνα. Η δε συνεχιζομένη και μάλιστα εντεινομένη εκδήλωση τοιούτων πράξεων εις βάρος κρατών μελών του ΟΗΕ τείνει καλύπτουσα και τα κριτήρια αξιολογήσεως που θέτει το άρθρο 39 του ΧτΗΕ περί “αξιολογικής εκτιμήσεως” (εκ μέρους του ΣΑ του ΟΗΕ) αντιδιεθνών κρατικών συμπεριφορών ως τιθεμένων εκτός πνεύματος και γράμματος των προβλέψεων του ΧτΗΕ, καθόσον παραβιάζουν τις θεμελιώδεις αρχές του ΧτΗΕ περί επιλύσεως των διεθνών διαφορών με ειρηνικό τρόπο και ρητής απαγορεύσεως χρήσεως βίας όπως αυτές καθορίζονται ρητά στις παρ. 3 και 4 του Άρθρου 2 του ΧτΗΕ, αλλά και επιβεβαιώθησαν και κωδικοποιήθησαν περαιτέρω μεταγενέστερα στις σχετικές οικουμενικής αποδοχής πρόνοιες της Διακηρύξεως Αρχών του Διεθνούς Δικαίου περί “φιλικών σχέσεων και Συνεργασίας μεταξύ κρατών”, όπως αυτές υιοθετήθηκαν από την ΓΣ του ΟΗΕ (UN GE A Res 2625 (XXV), 24 Οκτ. 1970), και εν τέλει συνιστούν αναμφισβήτητα πλέον μείζονα απειλή για την περιφερειακή και κατ’ επέκταση τη Διεθνή Ειρήνη και Ασφάλεια.
Η επίθεση που δέχεται η Ελλάδα από την Τουρκία είναι επίθεση σε ολόκληρο τον Δυτικό Κόσμο. Η αντίληψη της «Γαλάζιας Πατρίδας» που προσπαθεί να επιβάλει η Τουρκία νομιμοποιεί τις αυθαίρετες αξιώσεις της Κίνας και της Ρωσίας, οι οποίες θεωρούν τις εγγύς θαλάσσιες περιοχές πέριξ αυτών ως «γαλάζιο έδαφος», δηλαδή ως προέκταση της χερσαίας επιφανείας των. Επιπροσθέτως, η Τουρκία αντιμετωπίζει τα ελληνικά νησιά ως ανύπαρκτα από νομικής απόψεως, ωσάν εάν μεταξύ αυτής και της ηπειρωτικής Ελλάδας να υπάρχει μόνον θάλασσα. Δηλαδή, σε περίπτωση που η Τουρκία επιβάλει τις έκνομες αξιώσεις της, τότε προωθεί de facto μια ανάγνωση του Δικαίου της Θάλασσας συμφώνως προς την οποία οι ηπειρωτικές ακτές είναι σαφώς ανώτερες των νησιών. Είναι προφανές ότι η άποψη αυτή υπονομεύει τα δικαιώματα όχι μόνο ελληνικών νησιών του Αιγαίου, αλλά και ευρύτερα τα δικαιώματα και άλλων νησιών τρίτων χωρών, όπως η Σικελία, ή η Σαρδηνία, ή «πρώην αποικιακών» νησιών Ευρωπαϊκών χωρών, όπως η Γουαδελούπη της Γαλλίας κλπ., αλλά και ευρύτερα τη νομική υπόσταση νησιωτικών χωρών όπως είναι π.χ. μείζονες και ελάσσονες νησιωτικοί σχηματισμοί του Ηνωμένου Βασιλείου (ΗΒ) ή η Μάλτα. Πολύ δε περισσότερο, η Κύπρος!
Εξεταζόμενες εντός ενός ευρύτερου γεωπολιτικού πλαισίου, οι αξιώσεις αυτές της Τουρκίας προωθούν τη μακρόπνοη στρατηγική των Μεγάλων Χερσαίων Ευρασιατικών δυνάμεων, με προεξάρχουσα την Κίνα, επιβάλλοντας την έκνομη αντίληψη ότι τα μεμονωμένα νησιά και οι αρχιπελαγικές δομές γύρω από αυτές, θα πρέπει “αυτοδικαίως” να βρίσκονται στη σφαίρα επιρροής τους. Στο σύγχρονο επεισόδιο του ιστορικού ανταγωνισμού μεταξύ Θαλασσίων και Χερσαίων δυνάμεων, η Τουρκία προωθεί τα στρατηγικά συμφέροντα των σημερινών Χερσαίων Δυνάμεων, δηλαδή της Ρωσίας και της Κίνας, προωθώντας την άποψη ότι οι πέριξ των Ευρασιατικών Χωρών “εγγύς θάλασσες” αποτελούν το «γαλάζιο έδαφός τους» ενώ τα νησιωτικά συμπλέγματα που βρίσκονται κοντά στις ακτές τους, “δεν έχουν ίσα δικαιώματα” , “δεν υπάρχουν από νομικής απόψεως” και θα πρέπει να ενσωματωθούν στο “γαλάζιο αυτό έδαφος”. Στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο παίζεται ένα κρίσιμης σημασίας επεισόδιο του νέου «Μεγάλου Παιχνιδιού» μεταξύ των Eυρασιατικών Xερσαίων Δυνάμεων και της Ευρωατλαντικής Δύσης και η Τουρκία λειτουργεί ως η “αιχμή του δόρατος” του Eυρασιατικού Συμπλέγματος της Κίνας – Ρωσίας – Ιράν. Αν η Τουρκία επιβάλει τις παράλογες και έκνομες αξιώσεις της έναντι της Ελλάδας και της Κύπρου στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο αντιστοίχως, αυτή θα είναι η κερκόπορτα η οποία θα επιτρέψει στο Ευρασιατικό Σύμπλεγμα να επιβάλει την παγκόσμια ηγεμονία του.
Με άλλα λόγια, η Δύση οφείλει να καταστήσει σαφές στην Τουρκία ότι απέναντι από τις ακτές της δεν υπάρχει η ανοικτή θάλασσα, την οποία μπορεί να διεκδικήσει απεριόριστα για «γαλάζιο έδαφός» της, αλλά υπάρχουν δύο άλλες χώρες-μέλη της ΕΕ και του ΟΗΕ: Η Ελληνική και η Κυπριακή Δημοκρατία. Να κατανοήσει ότι, συμφώνως προς το εφαρμοστέο διεθνές δίκαιο, στο Αιγαίο και την Ν/Α Μεσόγειο υπάρχει απέναντί της μία ενιαία θαλασσοχερσαία δομή, με τα Νησιά και την Ηπειρωτική χώρα να συνθέτουν μια ενιαία και αδιαίρετη γεωπολιτική ενότητα, την Ελλάδα. Η προέκταση της θαλάσσιας ζώνης της Χωρικής Θάλασσας (Αιγιαλίτιδας Ζώνης), και της Υφαλοκρηπίδας, η οποία καθορίζεται και προσμετράται από την ηπειρωτική και την νησιωτική (όπου αυτή υφίσταται) τουρκική ακτογραμμή δεν εκτείνεται απεριόριστα ή αυθαίρετα, αλλά έως εκεί που τελειώνουν οι αντίστοιχες θαλάσσιες ζώνες που καθορίζονται από την αντικείμενη ακτογραμμή του νησιωτικού συμπλέγματος των ελληνικών νησιών του Αιγαίου. Αντιστοίχως και εις την περίπτωση της ανατολικής Μεσογείου και της εκεί υφισταμένης Κυπριακής Δημοκρατίας. Η υπεράσπιση των ελληνικών θέσεων λοιπόν, δεν αποτελεί μόνον υπεράσπιση των βασικών αρχών και γενικών και ειδικών κανόνων του διεθνούς δικαίου, των εφαρμοστέων εις την περίπτωση του Αιγαίου και της ανατολικής Μεσογείου, δεν αποτελεί μόνον υπεράσπιση της Λογικής έναντι της Παράνοιας, δεν είναι μόνον υπεράσπιση της Εθνικής κυριαρχίας και εδαφικής Ακεραιότητας ενός, αλλά και δεύτερου Ευρωπαϊκού κράτους έναντι ενός αδηφάγου Νεο-οθωμανού, ισλαμιστή και ιμπεριαλιστή γείτονα, είναι και η υπεράσπιση των θεμελιωδών γεωπολιτικών συμφερόντων της Ευρωατλαντικής Δύσης ενάντια στην προσπάθεια των συσπειρωμένων ευρασιατικών Δυνάμεων να αλλάξουν υπέρ τους τον γεωπολιτικό χάρτη του κόσμου, όπως περιγράφει ο πρώην Πρωθυπουργός της Τουρκίας στην Κυβέρνηση του ΑΚP, o Δρ. Αχμέτ Νταβούτογλου στο βιβλίο του «Το στρατηγικό βάθος της Τουρκίας».
Επιπροσθέτως, αν η Τουρκία κυριαρχήσει στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο τότε θα ελέγχει το εσωτερικό αίθριο του συμπλέγματος Ευρασίας – Αφρικής, προσφέροντας στις Χερσαίες Ευρασιατικές Δυνάμεις (Ρωσία-Κίνα-Ιράν) ένα τεράστιας σημασίας γεωπολιτικό πλεονέκτημα ώστε να κυριαρχήσουν στο νέο “Μεγάλο Παιχνίδι/Great Game” έναντι της ευρωατλαντικής Δύσης.
Συνακoλούθως και η ελληνική κυβέρνησις οφείλει να κατανοήσει το μέγεθος της προκλήσεως που αντιμετωπίζει η χώρα αλλά και την ιστορικής ευθύνη που επωμίζεται. Θα πρέπει να αντιληφθεί ότι η Τουρκία έχει εξαπολύσει επίθεση ολοκληρωτικού χαρακτήρα εναντίον της Ελλάδας επιδιώκοντας να την ακρωτηριάσει γεωπολιτικά και εν συνεχεία να τη μετατρέψει σε προτεκτοράτο της. Και αφού θα έχει εξουδετερώσει τη μόνη χώρα στην περιοχή που αναδεικνύεται ως εμπόδιο στα σχέδιά της, να προχωρήσει στο κυρίως σχέδιό της που είναι η είσοδός της ως ισότιμη Δύναμη στο ιερατείο των μεγάλων ευρασιατικών Δυνάμεων που θέλουν να αποτελέσουν τον νέο παγκόσμιο κυρίαρχο. Η Τουρκία θέλει να είναι η Τέταρτη Χώρα, μαζί με τη Ρωσία, την Κίνα και το Ιράν, που θα φιλοδοξούν να αποτελέσουν τον νέο παγκόσμιο ηγεμόνα και να κυριαρχήσουν πάνω στην ευρωτλαντική Δύση.
Συνεπώς, η Ελλάδα υποχρεούται, είτε το θέλει είτε όχι, να πρωταγωνιστήσει σε ένα νέο “Μεγάλο Παιχνίδι” που θα κρίνει τις μοίρες του πλανήτη για τις επόμενες δεκαετίες ή και αιώνες. Άρα, οφείλει να αναπτύξει νέα εργαλεία ερμηνείας των γεωπολιτικών εξελίξεων και επιδράσεώς της εις τα διεθνή δρώμενα και να αντιληφθεί την απειλή της Τουρκίας σε όλο της το μέγεθος. Κρίσιμης σημασίας για τον σκοπό αυτό είναι η δημιουργία ενός πραγματικού Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας, αλλά και η ενίσχυση των ελληνικών στρατηγικών συνεργασιών με σημαντικές χώρες της Δύσης, το Ισραήλ, τις Αραβικές Χώρες και την Ινδία.
Η επιβεβαίωση και ενίσχυση υφιστάμενων και διαπραγμάτευση και αξιοποίηση νέων στρατηγικών θεωρήσεων με παλαιούς και νέους συμμάχους και άλλους τινές πρόθυμους για συνεργασία κρατικούς δρώντες στο εγγύς ή απώτερο γεωπολιτικό χώρο, όπως η πρόταση στρατηγικής συμφωνίας με “ρήτρα στρατιωτικής συνδρομής” που πρότεινε η Γαλλία στο πλαίσιο του εξοπλιστικού προγράμματος της Ελλάδος με θαλάσσιες πλατφόρμες τύπου Belhara, θα μπορούσε να είναι ένα βασικό και αναγκαίο πρώτο βήμα ενισχύσεως ή εμπεδώσεως των στρατηγικών της ερεισμάτων ώστε να δυνηθεί η Ελλάδα να λειτουργήσει με τον τρόπο που απαιτείται σε αυτό το νέο “Μεγάλο Παιχνίδι”. Τη στιγμή που το ΝΑΤΟ διανύει μια “μεταβατική περίοδο” και η Ε.Ε. δεν έχει βρει τον βηματισμό της ανεξαρτητοποιούμενη από τις εθνοκεντρικές επιταγές του Βερολίνου, απαιτείται η εξέταση της σκοπιμότητoς επεκτάσεως και περαιτέρω ενισχύσεως των γεωστρατηγικών της δυνατοτήτων, μέσω αναλήψεως συμπληρωματικών και εκ παραλλήλου διμερών, ή και πολυμερών στρατηγικών πρωτοβουλιών εντός του πλαισίου του Δυτικού Κόσμου, που θα εξασφαλίσουν τα ζωτικά συμφέροντα της Δύσεως έναντι του επιθετικού γεωστρατηγικού σχεδιασμού των Ευρασιατικών Χερσαίων Δυνάμεων, με στόχο τον διεθνή έλεγχο. Τοιυτοτρόπως, θα δοθεί η ευκαιρία μιας πολύπτυχης δυνατότητος επιλογών εξισορροπήσεως στο Ευρω-ατλαντικό πόλο, έναντι της μελλοντικής ανταγωνιστικής σχέσης με τρίτα κράτη που διεκδικούν ηγεμονικό ρόλο στον 21ο αιώνα (όπως κατ’ εξοχήν η Κίνα, η Ρωσία κλπ.), τα οποία λειτουργούν με αιχμή του δόρατος των την Τουρκία. Την λύση σε αυτήν την γεωστρατηγική εξίσωση ανασχέσεως των ανωτέρω Ευρασιατικών ηγεμονικών φιλοδοξιών προσφέρει η Ευρωατλαντική προστασία και συνεργασία με το Δίπολο του Ελληνισμού, δηλαδή της Ελλάδας και της Κύπρου. Αυτό θα αναδείξει τον καίριο ρόλο Ελλάδας και Κύπρου για την δημοκρατική Δύση εξισορροπώντας τις ανατρεπτικές προσπάθειες του τουρκικού Ευρασιατικού αναθεωρητισμού στο Ανατολικό Σύμπλοκο Ασίας – Μέσης Ανατολής – Αραβικού Κόσμου και Ρωσίας.
Στο Αιγαίο και στην Νοτιο-Ανατολική Μεσόγειο διακυβεύονται σήμερα όχι μόνον η ειρηνική συνύπαρξη των χωρών της περιοχής, αλλά τα οικουμενικά πεπρωμένα της Διεθνούς Ειρήνης και Ασφαλείας. Η Δύση οφείλει να μην επιτρέψει στις νεοοθωμανικές τουρκικές βλέψεις, ενισχυμένες με τον ισλαμιστικό ιδεολογικό πυρήνα, να θίξουν την εθνική ακεραιότητα και τα κυριαρχικά δικαιώματα Ελλάδας και Κύπρου, αλλά να μεριμνήσει προς την ενίσχυση της Ελλάδας, όπως και η Ελλάδα οφείλει να προστατεύσει την ύπαρξή της, αλλά και τον διϊστορικό και διαχρονικό της ρόλο ως ουμανιστικού και εκσυγχρονιστικού ορίου της Δυτικής Δημοκρατίας έναντι των όποιων αναβιώσεων αναχρονιστικών υπολειμμάτων Ανατολικού δεσποτισμού. Και η ευκαιρία για να το πράξει προσφέρεται και πάλιν από την κοιτίδα της νεώτερης δημοκρατικής παραδώσεως της Ευρώπης, την Γαλλία, η οποία φαίνεται πως είναι η μόνη ευρωπαϊκή χώρα που δείχνει όχι μόνον να κατανοεί, αλλά στην παρούσα ιστορική συγκυρία να συμμερίζεται το τεράστιο αυτό Ευρωδυτικό γεωπολιτικό διακύβευμα.
Πηγή : https://www.militaire.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου