Οι κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο μελετούν ένα άρθρο που εμφανίστηκε τον περασμένο Ιανουάριο και είχε τίτλο «Γιατί η Αμερική πρέπει να ηγηθεί και πάλι». Συγγραφέας του ήταν ο Τζο Μπάιντεν. Στο άρθρο του για το Foreign Affairs, ο Μπάιντεν εκφράζει δυσαρέσκεια διότι η κυβέρνηση Τραμπ «παραιτήθηκε της αμερικανικής ηγεσίας». Υπόσχεται πως «η ατζέντα εξωτερικής πολιτικής του θα τοποθετήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες και πάλι στην κεφαλή του τραπεζιού».
Είναι όμως πολύ πιο εύκολο για τον εκλεγμένο πρόεδρο να μιλάει για την επανεδραίωση της αμερικανικής ηγεμονίας παρά να το πράξει. Οι ΗΠΑ δεν είναι τόσο ισχυρές όσο ήταν κάποτε. Με την επανένταξη σε διεθνείς φορείς -τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας ή τη Συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα- δεν θα μπει η Αμερική «στην κεφαλή του τραπεζιού». Το τίμημα της συμμετοχής σε διεθνείς διαπραγματεύσεις μπορεί να είναι η αποδοχή συμβιβασμών που δεν είναι δημοφιλείς στην Ουάσινγκτον. Το αν αυτό είναι ένα τίμημα που οι Αμερικανοί πολιτικοί και ψηφοφόροι θα δεχθούν, δεν είναι σαφές.
Στην Ουάσινγκτον, ο φράσεις «παγκόσμια τάξη της οποίας ηγείται η Αμερική», «φιλελεύθερη παγκόσμια τάξη» και «τάξη με βάση τους κανόνες», φαίνεται να χρησιμοποιούνται συχνά εναλλάξ. Αυτή η σύγχυση είναι κατανοητή. Η παγκόσμια τάξη μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο σχεδιάστηκε ουσιαστικά από τις ΗΠΑ. Υπάρχει λόγος που το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα έχουν έδρα στην Ουάσινγκτον και ο ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη. Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991 απλώς ενίσχυσε την ηγεμονία των ΗΠΑ.
Ο Ντόναλντ Τραμπ ήρθε στην εξουσία το 2016, ισχυριζόμενος πως διεθνείς φορείς όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου δεν κάνουν πια για την Αμερική. Οι ΗΠΑ εξαπατήθηκαν και οι «παγκοσμιοποιητές» φτωχαίνουν τους απλούς Αμερικανούς, είπε. Αν αφαιρέσουμε την γνωστή τραμπική υπερβολή και παράνοια, η ρητορική κρύβει ορισμένα σωστά σημεία. Σε έναν κόσμο όπου η εξουσία είναι πιο ίσα κατανεμημένη, μια τάξη με βάση τους κανόνες και ένας ηγούμενος από τις ΗΠΑ κόσμος δεν είναι το ίδιο πράγμα.
Αυτή η άλυτη ένταση διαπερνά την προσέγγιση του Μπάιντεν ως προς τις διεθνείς σχέσεις. Στο άρθρο του στο Foreign Affairs, ο κ. Biden επιβεβαιώνει πως «οι ΗΠΑ πρέπει να ηγηθούν του κόσμου» στην κλιματική αλλαγή και υπόσχεται πως η Αμερική θα «συγκαλέσει συνέδριο των χωρών με τις περισσότερες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα παγκοσμίως». Η χώρα με τις περισσότερες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα είναι η Κίνα. Φαίνεται εξαιρετικά απίθανο το Πεκίνο να συμφωνήσει υπάκουα να εμφανιστεί σε ένα συνέδριο που θα συγκαλέσουν οι ΗΠΑ -στο οποίο ο Μπάιντεν υπόσχεται να «κλειδώσει δεσμεύσεις που μπορούν να εφαρμοστούν, οι οποίες θα μειώσουν τις εκπομπές».
Ρεαλιστικά, η Κίνα και πολλοί άλλοι θα επιμείνουν πως το μόνο σωστό φόρουμ για τις διαπραγματεύσεις για το κλίμα είναι οι διαπραγματεύσεις μέσω του ΟΗΕ. Ευτυχώς για την κυβέρνηση Biden, στην επόμενη σύνοδο του ΟΗΕ για το κλίμα, την COP26, θα προεδρεύει μια φιλική χώρα, το Ηνωμένο Βασίλειο. Αλλά ακόμα και έτσι, η υπόσχεση του εκλεγμένου προέδρου για δεσμεύσεις που μπορούν να εφαρμοστούν για τη μείωση των εκπομπών ρύπων μπορεί να μην είναι εφαρμόσιμη, ακόμα και στις ίδιες τις ΗΠΑ. Οι εταίροι των ΗΠΑ στις διαπραγματεύσεις θα γνωρίζουν πως το Κογκρέσο πιθανόν θα έχει τον τελευταίο λόγο σε οποιεσδήποτε υποσχέσεις δώσουν οι ΗΠΑ. Mε τους Ρεπουμπλικάνους πιθανότατα να διατηρούν τον έλεγχο της Γερουσίας, η κυβέρνηση Μπάιντεν θα δυσκολευτεί να υλοποιήσει αυτά που έχει υποσχεθεί.
Παρόμοια προβλήματα απειλούν να παρεμποδίσουν τη δέσμευση του νέου προέδρου πως η Αμερική θα ηγηθεί στα θέματα του εμπορίου. Ο Μπάιντεν υπόσχεται να αντισταθεί «σε μια επικίνδυνη παγκόσμια διολίσθηση προς τον προστατευτισμό». Αλλά γνωρίζει πως η επιθετικότητα του Τραμπ έναντι του ελεύθερου εμπορίου βρίσκει σύμφωνους πολλούς Αμερικανούς ψηφοφόρους. Η καχυποψία για τις νέες εμπορικές συμφωνίες διαπερνά τις κομματικές γραμμές. Το 2016 η Χίλαρι Κλίντον αναγκάστηκε να αποκηρύξει την εμπορική συμφωνία Trans-Pacific Partnership, στις διαπραγματεύσεις για την οποία είχε συμβάλει και η ίδια, λόγω της επιθετικής στάσης εντός του δικού της κόμματος, των Δημοκρατικών.
Η λύση του κ. Biden είναι να υποσχεθεί πως οι «ηγέτες του τομέα της εργασίας και του περιβάλλοντος» θα «βρίσκονται στο τραπέζι» από την αρχή οποιωνδήποτε αμερικανικών εμπορικών διαπραγματεύσεων. Αλλά αυτό θα μπορούσε να επιβραδύνει σημαντικά τη διαδικασία προς νέες εμπορικές πρακτικές. Εν τω μεταξύ, ο κόσμος προχωράει.
Προ ημερών, οι ηγέτες 15 χωρών της περιοχής Ασίας-Ειρηνικού (περιλαμβανομένων της Ιαπωνίας, της Κίνας και της Νότιας Κορέας) υπέγραψαν μια από τις μεγαλύτερες συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου στην ιστορία. Ο Μπάιντεν και η ομάδα του μιλούν πολύ για τη συσπείρωση των φίλων της Αμερικής, προκειμένου να αντισταθούν στην Κίνα. Όμως ήδη δημιουργούνται νέα δεδομένα.
Η έμφαση που δίνει ο εκλεγμένος πρόεδρος στη συνεργασία με τους συμμάχους αντί της αντιπαράθεσης και της κατάχρησής τους όπως έκανε ο Τραμπ είναι οπωσδήποτε μια καλή ιδέα. Αλλά μια πιο φιλική αμερικανική στάση δεν αποτελεί εγγύηση επιτυχίας -ακόμα και στην Ευρώπη.
Η ΕΕ συνεχίζει τα δικά της σχέδια να αυξήσει τη ρύθμιση και τη φορολόγηση αμερικανικών τεχνολογικών ομίλων, όπως η Google και η Amazon. Η κυβέρνηση Μπάιντεν, όπως και η κυβέρνηση Τραμπ, πιθανότατα θα αντιταχθεί σε πολλές από αυτές τις προσπάθειες. Μια πρόωρη αντιπαράθεση αναφορικά με τη φορολόγηση ή τη ρύθμιση των τεχνολογικών εταιρειών θα μπορούσε να «ξεφουσκώσει» τις ελπίδες για μια νέα εποχή διατλαντικής αβρότητας -ή πως η «αμερικανική ηγεσία» είναι μια εύκολη απάντηση σε δύσκολα προβλήματα της παγκόσμιας διακυβέρνησης.
Ο Τζον Ικενμπέρυ, ακαδημαϊκός του Princeton στον οποίον αποδίδεται η φράση «φιλελεύθερη παγκόσμια τάξη», προτείνει σε ένα νέο βιβλίο πως η ιδέα του φιλελεύθερου διεθνισμού θα πρέπει να διαχωριστεί από την αμερικανική ηγεσία. Υποστηρίζει πως για τις ΗΠΑ, «σε μια εποχή φθίνουσας αμερικανικής εξουσίας, η αξία της συνεργασίας με άλλες φιλελεύθερες δημοκρατίες θα πρέπει να αυξηθεί». Αυτό πιθανότατα είναι αλήθεια. Αλλά μπορεί να είναι ευκολότερο να επιχειρηματολογήσει κανείς υπέρ αυτού στο Princeton παρά στην Ουάσινγκτον, όπου η εθνική κυριαρχία εξακολουθεί να φυλάσσεται με ζήλο.
Ο Μπάιντεν θα δυσκολευτεί να πείσει τους Αμερικανούς πως οι ΗΠΑ μπορούν να επωφεληθούν από τη διεθνή συμμετοχή, χωρίς να παίρνουν αυτόματα τον ηγετικό ρόλο. Αλλά, η θετική πλευρά είναι πως η Αμερική δεν θα καταστρέφει πλέον ενεργά τους παγκόσμιους θεσμούς.
Αυτό από μόνο του αποτελεί τεράστια ανακούφιση.
Είναι όμως πολύ πιο εύκολο για τον εκλεγμένο πρόεδρο να μιλάει για την επανεδραίωση της αμερικανικής ηγεμονίας παρά να το πράξει. Οι ΗΠΑ δεν είναι τόσο ισχυρές όσο ήταν κάποτε. Με την επανένταξη σε διεθνείς φορείς -τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας ή τη Συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα- δεν θα μπει η Αμερική «στην κεφαλή του τραπεζιού». Το τίμημα της συμμετοχής σε διεθνείς διαπραγματεύσεις μπορεί να είναι η αποδοχή συμβιβασμών που δεν είναι δημοφιλείς στην Ουάσινγκτον. Το αν αυτό είναι ένα τίμημα που οι Αμερικανοί πολιτικοί και ψηφοφόροι θα δεχθούν, δεν είναι σαφές.
Στην Ουάσινγκτον, ο φράσεις «παγκόσμια τάξη της οποίας ηγείται η Αμερική», «φιλελεύθερη παγκόσμια τάξη» και «τάξη με βάση τους κανόνες», φαίνεται να χρησιμοποιούνται συχνά εναλλάξ. Αυτή η σύγχυση είναι κατανοητή. Η παγκόσμια τάξη μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο σχεδιάστηκε ουσιαστικά από τις ΗΠΑ. Υπάρχει λόγος που το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα έχουν έδρα στην Ουάσινγκτον και ο ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη. Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991 απλώς ενίσχυσε την ηγεμονία των ΗΠΑ.
Ο Ντόναλντ Τραμπ ήρθε στην εξουσία το 2016, ισχυριζόμενος πως διεθνείς φορείς όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου δεν κάνουν πια για την Αμερική. Οι ΗΠΑ εξαπατήθηκαν και οι «παγκοσμιοποιητές» φτωχαίνουν τους απλούς Αμερικανούς, είπε. Αν αφαιρέσουμε την γνωστή τραμπική υπερβολή και παράνοια, η ρητορική κρύβει ορισμένα σωστά σημεία. Σε έναν κόσμο όπου η εξουσία είναι πιο ίσα κατανεμημένη, μια τάξη με βάση τους κανόνες και ένας ηγούμενος από τις ΗΠΑ κόσμος δεν είναι το ίδιο πράγμα.
Αυτή η άλυτη ένταση διαπερνά την προσέγγιση του Μπάιντεν ως προς τις διεθνείς σχέσεις. Στο άρθρο του στο Foreign Affairs, ο κ. Biden επιβεβαιώνει πως «οι ΗΠΑ πρέπει να ηγηθούν του κόσμου» στην κλιματική αλλαγή και υπόσχεται πως η Αμερική θα «συγκαλέσει συνέδριο των χωρών με τις περισσότερες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα παγκοσμίως». Η χώρα με τις περισσότερες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα είναι η Κίνα. Φαίνεται εξαιρετικά απίθανο το Πεκίνο να συμφωνήσει υπάκουα να εμφανιστεί σε ένα συνέδριο που θα συγκαλέσουν οι ΗΠΑ -στο οποίο ο Μπάιντεν υπόσχεται να «κλειδώσει δεσμεύσεις που μπορούν να εφαρμοστούν, οι οποίες θα μειώσουν τις εκπομπές».
Ρεαλιστικά, η Κίνα και πολλοί άλλοι θα επιμείνουν πως το μόνο σωστό φόρουμ για τις διαπραγματεύσεις για το κλίμα είναι οι διαπραγματεύσεις μέσω του ΟΗΕ. Ευτυχώς για την κυβέρνηση Biden, στην επόμενη σύνοδο του ΟΗΕ για το κλίμα, την COP26, θα προεδρεύει μια φιλική χώρα, το Ηνωμένο Βασίλειο. Αλλά ακόμα και έτσι, η υπόσχεση του εκλεγμένου προέδρου για δεσμεύσεις που μπορούν να εφαρμοστούν για τη μείωση των εκπομπών ρύπων μπορεί να μην είναι εφαρμόσιμη, ακόμα και στις ίδιες τις ΗΠΑ. Οι εταίροι των ΗΠΑ στις διαπραγματεύσεις θα γνωρίζουν πως το Κογκρέσο πιθανόν θα έχει τον τελευταίο λόγο σε οποιεσδήποτε υποσχέσεις δώσουν οι ΗΠΑ. Mε τους Ρεπουμπλικάνους πιθανότατα να διατηρούν τον έλεγχο της Γερουσίας, η κυβέρνηση Μπάιντεν θα δυσκολευτεί να υλοποιήσει αυτά που έχει υποσχεθεί.
Παρόμοια προβλήματα απειλούν να παρεμποδίσουν τη δέσμευση του νέου προέδρου πως η Αμερική θα ηγηθεί στα θέματα του εμπορίου. Ο Μπάιντεν υπόσχεται να αντισταθεί «σε μια επικίνδυνη παγκόσμια διολίσθηση προς τον προστατευτισμό». Αλλά γνωρίζει πως η επιθετικότητα του Τραμπ έναντι του ελεύθερου εμπορίου βρίσκει σύμφωνους πολλούς Αμερικανούς ψηφοφόρους. Η καχυποψία για τις νέες εμπορικές συμφωνίες διαπερνά τις κομματικές γραμμές. Το 2016 η Χίλαρι Κλίντον αναγκάστηκε να αποκηρύξει την εμπορική συμφωνία Trans-Pacific Partnership, στις διαπραγματεύσεις για την οποία είχε συμβάλει και η ίδια, λόγω της επιθετικής στάσης εντός του δικού της κόμματος, των Δημοκρατικών.
Η λύση του κ. Biden είναι να υποσχεθεί πως οι «ηγέτες του τομέα της εργασίας και του περιβάλλοντος» θα «βρίσκονται στο τραπέζι» από την αρχή οποιωνδήποτε αμερικανικών εμπορικών διαπραγματεύσεων. Αλλά αυτό θα μπορούσε να επιβραδύνει σημαντικά τη διαδικασία προς νέες εμπορικές πρακτικές. Εν τω μεταξύ, ο κόσμος προχωράει.
Προ ημερών, οι ηγέτες 15 χωρών της περιοχής Ασίας-Ειρηνικού (περιλαμβανομένων της Ιαπωνίας, της Κίνας και της Νότιας Κορέας) υπέγραψαν μια από τις μεγαλύτερες συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου στην ιστορία. Ο Μπάιντεν και η ομάδα του μιλούν πολύ για τη συσπείρωση των φίλων της Αμερικής, προκειμένου να αντισταθούν στην Κίνα. Όμως ήδη δημιουργούνται νέα δεδομένα.
Η έμφαση που δίνει ο εκλεγμένος πρόεδρος στη συνεργασία με τους συμμάχους αντί της αντιπαράθεσης και της κατάχρησής τους όπως έκανε ο Τραμπ είναι οπωσδήποτε μια καλή ιδέα. Αλλά μια πιο φιλική αμερικανική στάση δεν αποτελεί εγγύηση επιτυχίας -ακόμα και στην Ευρώπη.
Η ΕΕ συνεχίζει τα δικά της σχέδια να αυξήσει τη ρύθμιση και τη φορολόγηση αμερικανικών τεχνολογικών ομίλων, όπως η Google και η Amazon. Η κυβέρνηση Μπάιντεν, όπως και η κυβέρνηση Τραμπ, πιθανότατα θα αντιταχθεί σε πολλές από αυτές τις προσπάθειες. Μια πρόωρη αντιπαράθεση αναφορικά με τη φορολόγηση ή τη ρύθμιση των τεχνολογικών εταιρειών θα μπορούσε να «ξεφουσκώσει» τις ελπίδες για μια νέα εποχή διατλαντικής αβρότητας -ή πως η «αμερικανική ηγεσία» είναι μια εύκολη απάντηση σε δύσκολα προβλήματα της παγκόσμιας διακυβέρνησης.
Ο Τζον Ικενμπέρυ, ακαδημαϊκός του Princeton στον οποίον αποδίδεται η φράση «φιλελεύθερη παγκόσμια τάξη», προτείνει σε ένα νέο βιβλίο πως η ιδέα του φιλελεύθερου διεθνισμού θα πρέπει να διαχωριστεί από την αμερικανική ηγεσία. Υποστηρίζει πως για τις ΗΠΑ, «σε μια εποχή φθίνουσας αμερικανικής εξουσίας, η αξία της συνεργασίας με άλλες φιλελεύθερες δημοκρατίες θα πρέπει να αυξηθεί». Αυτό πιθανότατα είναι αλήθεια. Αλλά μπορεί να είναι ευκολότερο να επιχειρηματολογήσει κανείς υπέρ αυτού στο Princeton παρά στην Ουάσινγκτον, όπου η εθνική κυριαρχία εξακολουθεί να φυλάσσεται με ζήλο.
Ο Μπάιντεν θα δυσκολευτεί να πείσει τους Αμερικανούς πως οι ΗΠΑ μπορούν να επωφεληθούν από τη διεθνή συμμετοχή, χωρίς να παίρνουν αυτόματα τον ηγετικό ρόλο. Αλλά, η θετική πλευρά είναι πως η Αμερική δεν θα καταστρέφει πλέον ενεργά τους παγκόσμιους θεσμούς.
Αυτό από μόνο του αποτελεί τεράστια ανακούφιση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου