H πλήρης υποταγή της εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας στα οικονομικά συμφέροντα είναι δεδομένη σε παγκόσμιο επίπεδο.
Άποψη
– του Σαράντου Λέκκα
Η πραγματικότητα αυτή δεν αμφισβητείται από κανένα είναι όμως μια στρεβλή πραγματικότητα που εγείρει θέματα Δημοκρατίας.
Η ασυδοσία του διεθνούς κεφαλαίου δημιουργεί έλλειμμα Δημοκρατίας το οποίο έχει μεγάλο κόστος για την παγκόσμια κοινότητα.
Το έλλειμμα δεν δημιουργήθηκε εν μια νυκτί, είναι αποτέλεσμα μιας εξελικτικής πορείας όπου η μεν εκτελεστική εξουσία υπό την πίεση των πραγμάτων υποχωρούσε από θέσεις που είχαν κατά το παρελθόν δημιουργήσει περιόδους ευημερίας το δε κερδοσκοπικό κεφάλαιο έχοντας από ένα σημείο και μετά την πλήρη πρωτοβουλία των κινήσεων οδηγούσε τα πράγματα στην άκρα αποδυναμώνοντας πλήρως την εκτελεστική εξουσία.
Θεωρητικά Δημοκρατία είναι το πολίτευμα που η εξουσία πηγάζει από το λαό, ασκείται από το λαό και υπηρετεί τα συμφέροντα του λαού.
Υπάρχει σήμερα πολίτης που έχει αυτή την αίσθηση; υπάρχει σήμερα πολίτης που πιστεύει ότι η εκτελεστική εξουσία και για να είμαστε πιο κατανοητοί οι κυβερνήσεις μπορούν να επιβληθούν στο κερδοσκοπικό κεφάλαιο ή να καθορίσουν Όρους στις διεθνείς νομισματικές σχέσεις;
Η Δημοκρατία είναι ως λέξη σύνθετη από το ‘δήμος’ δηλαδή το σύνολο των ανθρώπων που έχουν πολιτικά δικαιώματα και από το κράτος που αντιπροσωπεύει την δύναμη, την εξουσία, την κυριαρχία.
Υπάρχει σήμερα πολίτης που πιστεύει ότι το κράτος έχει δύναμη, εξουσία ή μπορεί έστω και τυπικά να κυριαρχεί έναντι του κερδοσκοπικού κεφαλαίου;
Πολλοί θέλοντας να δικαιολογήσουν την μη ύπαρξη ορίων στην δραστηριότητα του διεθνούς κεφαλαίου επικαλούνται την ελευθερία, το κύριο χαρακτηριστικό της Δημοκρατίας.
Όντως δημοκρατία και ελευθερία είναι ως έννοιες αλληλένδετες και αλλησύνδετες, δεν νοείται η μια χωρίς την άλλη, έχουν μια σχέση αλληλεξάρτησης.
Όμως άλλο ελευθερία και άλλο ασυδοσία.
Δυστυχώς για τη παγκόσμια κοινότητα το διεθνές κεφάλαιο κινείται ανεξέλεγκτα χωρίς να υπάρχει κάποιος ηθικός ή νομικός φραγμός που έστω για τα προσχήματα να έχει κάποιου είδους δύναμη περιορισμού του.
Η αρχή της ασυδοσίας εντοπίζεται στα μέσα της δεκαετίας του 1970, όταν το σύστημα σταθερών ισοτιμιών του Μπρέτον Γούντς (Bretton Woods) έλαβε τέλος.
Το 1944 στο Μπρέτον Γούντς καθιερώθηκε το σύστημα των σταθερών ισοτιμιών, όπου τα νομίσματα υπόκεινταν σε σταθερή ισοτιμία έναντι του δολαρίου, το οποίο με την σειρά του ήταν σταθερό έναντι του χρυσού (1 ουγγιά = 35 δολάρια ΗΠΑ).
Παράλληλα τέθηκαν όρια στην κίνηση κεφαλαίων όπου πλέον γίνονταν κινήσεις αποκλειστικά και μόνο για την κάλυψη του παγκόσμιου εμπορίου.
Στην ουσία η διεθνής νομισματική τάξη προσαρμόζονταν στην διεθνή εμπορική τάξη και όχι στα συμφέροντα των κερδοσκόπων.
Φυσικά οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων δεν ήταν πρωτόγνωροι είχαν πρωτοεμφανιστεί κατά τον Παγκόσμιο Πόλεμο.
Πρώτη διδάξας η Αγγλία η οποία αφού προχώρησε στη άρση του κανόνα του χρυσού, ( ο οποίος συνέπεια αυτής της κίνησης έπαψε να είναι το παγκόσμιο νομισματικό σύστημα), στην συνέχεια εισήγαγε περιορισμούς στην κίνηση κεφαλαίων.
Το παράδειγμα ακολούθησαν και άλλες κυβερνήσεις οι οποίες είχαν ως βασική τους επιδίωξη να εμποδίσουν την φυγή κεφαλαίων προκειμένου να μπορούν να φορολογήσουν το κεφάλαιο και να διατηρούν τα επιτόκια χαμηλά ώστε να μπορούν να χρηματοδοτήσουν την πολεμική τους προσπάθεια.
Οι έλεγχοι εξαφανίστηκαν μετά το τέλος του Α’ παγκοσμίου πολέμου και εμφανίστηκαν εκ νέου και εν μέρει κατά την διάρκεια της μεγάλης κρίσης.
Πήραν θεμελιώδεις διαστάσεις στα πλαίσια της νέας αρχιτεκτονικής που καθιερώθηκε το 1944 στο Μπρέτον Γούντς.
Στην ουσία οι πρώτες τρεις δεκαετίες μετά το τέλος του Παγκοσμίου Πολέμου αποτελούν περίοδο με τους πιο αυστηρούς περιορισμούς στην διεθνή κίνηση κεφαλαίων και γενικότερα στην ιστορία του καπιταλισμού.
Παράλληλα όμως η συγκεκριμένη περίοδος που ξεκίνησε το 1944 με το Μπρέτον Γούντς και τελείωσε το 1973 ήταν περίοδος ισχυρής οικονομικής ανάπτυξης, πλήρους απασχόλησης, σημαντικής αύξησης των πραγματικών εισοδημάτων και ενίσχυσης της κοινωνικής προόδου.
Μετά το 1973 το παγκόσμιο νομισματικό σύστημα διαμορφώθηκε στα δεδομένα που γνωρίζουμε έως σήμερα, ελεύθερες συναλλαγματικές ισοτιμίες και ελεύθερη κίνηση των κεφαλαίων.
Στο όνομα της ελευθερίας οι αγορές καταρχήν απαίτησαν την απελευθέρωση των διακυμάνσεων των συναλλαγματικών ισοτιμιών και το επέτυχαν εγκαινιάζοντας την έναρξη του νομισματικού ανταγωνισμού.
Στη συνέχεια υποχρεωτικά έπρεπε να ακολουθήσει η απελευθέρωση της κίνησης κεφαλαίων, στην ουσία μονόδρομος, αφού δεν νοούνται ελεύθερες ισοτιμίες και έλεγχοι στην κίνηση κεφαλαίων.
Ο συνδυασμός των δυο όπως ήταν αναμενόμενο άνοιγε διάπλατα την κερκόπορτα της Δημοκρατίας στο αδηφάγο κερδοσκοπικό κεφάλαιο.
Η εκτελεστική εξουσία έπαψε να είναι εξουσία, έπαψε να έχει δύναμη και στην ουσία υποδουλώθηκε στο διεθνές κεφαλαίο.
Έγινε έρμαιο των απειλών του.
Η απειλή μαζικής φυγής κεφαλαίων οδηγούσε σε νέες υποχωρήσεις σε νέα νομοθετικά εκτρώματα κατάλυσης βασικών αρχών της Δημοκρατίας.
Ο μοχλός πίεσης ήταν τρομακτικός, μια σειρά από χρηματοπιστωτικές κρίσεις αν την υφήλιο έδειχναν το μέγεθος της καταστροφής που ακολουθούσε την φυγή κεφαλαίων.
Η υποδούλωση των κυβερνήσεων και των πολιτικών στις ορέξεις των κερδοσκόπων ήταν απόλυτη.
Η εκάστοτε οικονομική πολιτική έπρεπε απαραίτητα να υποκύπτει στις απαιτήσεις του διεθνούς κεφαλαίου.
Με την απειλή της φυγής το κεφάλαιο προωθούσε τα συμφέροντα και επανακαθόριζε τις προτεραιότητες του.
Πλέον είχε θεοποιηθεί ως υπέρτατη αξία η διεθνής ανταγωνιστικότητα και όλα περιστρέφονταν γύρω από αυτή εις βάρος πάντοτε της ανάπτυξης, της απασχόλησης και εν τέλει της κοινωνικής συνοχής.
Η πλήρης υποταγή στα οικονομικά συμφέροντα αναπόφευκτη και νομοτελειακά δεδομένη.
Η ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων στηρίζονταν σε δυο προϋποθέσεις στους ισχυρούς χρηματοοικονομικούς τομείς οι οποίοι ζητούσαν νέες αγορές πλήρως απελευθερωμένες και στο φόβητρο που εξέπεμπε ως εργαλείο πειθαρχίας.
Ελεύθερη κίνηση χωρίς κεφάλαια δεν νοείται επομένως χρειάζονταν απαραίτητα καύσιμη ύλη, δηλαδή πλεόνασμα κεφαλαίου το οποίο δημιουργούνταν από την μείωση των επιτοκίων, από την αναδιανομή του εις βάρος των μισθωτών και προς όφελος των κερδών και από την μείωση των παραγωγικών επενδύσεων .
Όπως είναι γνωστό οι παραγωγικές επενδύσεις δεσμεύουν κεφάλαια για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Μεταξύ της αρχής της επένδυσης και της ενσωμάτωσης της στην παραγωγική διαδικασία το κεφάλαιο που έχει επενδυθεί δεν αποφέρει κέρδη, οπότε το εύκολο και άμεσο κέρδος στρέφει την προσοχή του κερδοσκοπικού κεφαλαίου στις χρηματοοικονομικές επενδύσεις.
Οι κινήσεις κεφαλαίων σε παγκόσμιο επίπεδο έχουν λάβει τρομακτικές διαστάσεις, κατά μέσο όρο μεταφέρονται καθημερινά από την μια άκρη του κόσμου στη άλλη περί τα 5 τρις δολάρια.
Μόλις το 3% αυτών εξυπηρετεί την διακίνηση αγαθών και υπηρεσιών το υπόλοιπο 97% αφορά μετακινήσεις σε χρηματοοικονομικό επίπεδο δηλαδή κεφαλαίων που αναζητούν βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες ευκαιρίες τοποθέτησης.
Οι αγορές συναλλάγματος αποτελούν τις γέφυρες ανάμεσα στα νομίσματα χωρών που είναι συνδεδεμένα μεταξύ τους μέσω του διεθνούς εμπορίου, των άμεσων ξένων επενδύσεων και χρηματοοικονομικών επενδύσεων.
Είναι οι αγορές που δημιουργήθηκαν εκ της ανάγκης στήριξης του παγκοσμίου εμπορίου και που σήμερα η ασυδοσία τις έχει μετατρέψει σε όργανο της κερδοσκοπίας.
Κυριολεκτικά σήμερα χρηματοδοτούν την κερδοσκοπία.
Στην ουσία και εκ των στατιστικών στοιχείων που δεν αμφισβητούνται από κανένα η ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων αφορά κερδοσκοπικές πρακτικές.
Η ελευθερία έχει όμως τα όρια της, κυρίως δε, όταν η χρησιμοποίηση της με τρόπο ιδιοτελή αποδεικνύεται αντιπαραγωγική και βλαπτική για την κοινωνία.
Αντί να μπαίνουν όρια στην δημοκρατία από το αδηφάγο κερδοσκοπικό κεφαλαίο είναι προτιμότερο να μπουν όρια στην διεθνή κινητικότητα του.
Αρκετά η απειλή φυγής των κεφαλαίων από μια χώρα έχει κυριαρχήσει στις διεθνείς νομισματικές σχέσεις.
Αυτό πρέπει να ανατραπεί ή εάν θέλουμε να είμαστε πιο κοντά στην πραγματικότητα να περιοριστεί σε μια πρώτη φάση, εάν θέλουμε οι νομισματικές σχέσεις να αποτελούν υπόβαθρα ανάπτυξης και ευημερίας.
Η υποταγή στα οικονομικά συμφέροντα πρέπει να πάρει τέλος, αρκετά άλωσε την Δημοκρατία και αρκετά συνέθλιψε την πραγματική οικονομία.
Δεν μπορεί οι λεγόμενοι θεσμικοί να διαθέτουν εξωπραγματικές δυνάμεις και να κυβερνούν τον κόσμο.
Δεν μπορεί πίσω από το νεφελώδες “οι αγορές”΄ να κρύβονται οι αντιδημοκρατικοί μηχανισμοί που ελέγχουν την ανθρωπότητα διότι, σε τελική ανάλυση ποιοι συνιστούν τις αγορές;
Οι άρχοντες των κεφαλαίων είναι οι διαχειριστές των hedge-funds, δηλαδή οι διαχειριστές των κεφαλαίων που προέρχονται από κεφάλαια πλουσίων ιδιωτών, από συνταξιοδοτικά ταμεία, από ασφαλιστικές εταιρείες, από κληροδοτήματα, από εκκλησιαστικά κεφάλαια, κτλ .
Στην ουσία “αγορές” είμαστε όλοι εμείς με την διαφορά ότι έχουμε εκχωρήσει την δύναμη μας στους διαχειριστές των κεφαλαίων μας.
Αυτό πρέπει να πάρει τέλος.
Αντί να μπαίνουν όρια στην Δημοκρατία με εκβιαστικό και ιταμό τρόπο από το αδηφάγο κερδοσκοπικό κεφάλαιο, είναι προτιμότερο να μπουν όρια στην διεθνή κινητικότητα του.
Πηγή : https://analyst.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου