Του Δημήτρη Τσαϊλά*
Είναι καταφανής πλέον η επιστροφή του ανταγωνισμού ισχύος και προκαλεί μία μετατόπιση της ευρωπαϊκής ασφάλειας και των διατλαντικών σχέσεων προς την αποτροπή και την άμυνα
Την τελευταία εικοσαετία ο κόσμος έχει αλλάξει δραματικά και το γεωπολιτικό πεδίο παρουσιάζει μια καινοφανή μεταβλητότητα, έτσι που η συνολική επανεκτίμηση είναι επιβεβλημένη. O σημερινός κόσμος μας χαρακτηρίζεται από αύξηση της αβεβαιότητας και της αστάθειας, τόσο στο εσωτερικό περιβάλλον των χωρών όσο και σε διεθνές επίπεδο. Και όπως έχω αναφέρει και παλαιότερα, έχει εισέλθει σε μία φάση που τολμώ να την ονομάσω «φάση της γεωπολιτικής δημιουργικής καταστροφής». Ωστόσο, οι συζητήσεις στις συνόδους του ΝΑΤΟ συνδέθηκαν στενά με τις επιχειρήσεις διαχείρισης κρίσεων και τις διεθνείς απειλές. Όμως πλέον είναι καταφανής η επιστροφή του ανταγωνισμού ισχύος και προκαλεί μία μετατόπιση της ευρωπαϊκής ασφάλειας και των διατλαντικών σχέσεων προς την αποτροπή και την άμυνα.
Η επιστροφή του ανταγωνισμού ισχύος και η αυξανόμενη αβεβαιότητα για τη δέσμευση των Ηνωμένων Πολιτειών έναντι της Ευρώπης οδηγούν σε νέες εκκλήσεις να μετατραπεί η Ε.Ε. σε αυτόνομο πόλο της παγκόσμιας πολιτικής. Βλέπουμε ότι οι ευρωπαϊκές χώρες τείνουν να θεωρούν την Κοινή Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας (ΚΠΑΑ) της Ε.Ε. ως χρήσιμο μέσο για να περιορίσει την υπερβολική εξάρτηση από τις Ηνωμένες Πολιτείες σε θέματα ασφάλειας. Οι ΗΠΑ από την πλευρά τους έχουν παραδοσιακά αντιληφθεί τα επιχειρήματα της Ε.Ε. σε αυτόν τον τομέα, τόσο ως ευκαιρία όσο και ως πρόκληση. Αυτή η στάση αντικατοπτρίζεται επίσης στη σχέση Ε.Ε. – ΝΑΤΟ, η οποία ανέκαθεν έδειξε έναν συνδυασμό ανταγωνισμού και συνεργασίας. Ταυτόχρονα, η ανάγκη της Ε.Ε. να παράσχει στον παγκόσμιο ρόλο της ασφάλειας και μια διατλαντική δέσμευση υπογραμμίζει τις δυνατότητες ενός πιο διαρθρωμένου διαλόγου Ε.Ε. – ΝΑΤΟ. Και αυτό διότι επιθυμούμε μια προοπτική για να διασφαλίσουμε ότι η σχέση θα διατηρηθεί σταθερή σε ένα ταχέως μεταβαλλόμενο και επιδεινούμενο γεωστρατηγικό περιβάλλον.
Οι συζητήσεις για τη συνεργασία Ε.Ε. – ΝΑΤΟ όμως, εκτιμάται ότι, παραμένουν κολλημένες σε ένα μήκος κύματος της δεκαετίας του 1990, καθώς η διαχείριση των κρίσεων και οι διακρατικές προκλήσεις αποτελούν τους βασικούς παράγοντες αναφοράς. Πέραν αυτών, οι ΗΠΑ έχουν προειδοποιήσει ότι οποιαδήποτε προσπάθεια των Ευρωπαίων να επιδιώξουν τη συνεργασία στον τομέα της ασφάλειας στο πλαίσιο της Ε.Ε. πρέπει να αποφύγει την επανάληψη των υφιστάμενων δομών του ΝΑΤΟ, να διακρίνει τα μέλη του ΝΑΤΟ που δεν είναι μέλη της Ε.Ε. ή να αποσυνδέσει την Ε.Ε. από τη διατλαντική αρχιτεκτονική ασφάλειας. Ωστόσο, αναγνώρισαν ότι υπάρχει αυξανόμενο πολιτικό αίτημα για ευρωπαϊκή στρατηγική αυτονομία. Το πιο σημαντικό, ίσως, είναι ότι βρισκόμαστε σε μία εποχή που οι ΗΠΑ υιοθετούν μία λιγότερο άμεση και αφοσιωμένη προσέγγιση στις ευρωπαϊκές υποθέσεις ασφάλειας, καθώς προσπαθούν να στρέψουν την προσοχή τους σε άλλες περιοχές. Οπότε η έννοια της ευρωπαϊκής ισοδυναμίας σε ένα παγκόσμιο πλαίσιο καθορίζεται ολοένα και περισσότερο από τον ανταγωνισμό της Κίνας – Αμερικής. Για να είναι επιτυχής η όποια αλλαγή, οι Ευρωπαίοι θα πρέπει να κάνουν περισσότερα στον τομέα της ασφάλειας.
Η έννοια της ευρωπαϊκής στρατηγικής αυτονομίας και οι συζητήσεις για τη σχέση Ε.Ε. – ΝΑΤΟ παραμένει ιδιαίτερα σημαντική στην ευρύτερη γειτονιά της Ευρώπης. Η επιστροφή του ανταγωνισμού ισχύος αναγνωρίζεται ολοένα και περισσότερο στους κύκλους του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε. Η μετάβαση από έναν κόσμο που κυριαρχείται από διεθνείς προκλήσεις ασφάλειας σε έναν όλο και περισσότερο καθορισμένο από τον ανταγωνισμό ισχύος θα έχει ισχυρό αντίκτυπο στις συζητήσεις για τις σχέσεις Ε.Ε. – ΝΑΤΟ.
Αυτό που ιδιαίτερα απασχολεί την Ελλάδα είναι οι τουρκικές διεκδικήσεις στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο θάλασσα, που έχουν αντίκτυπο αφενός στις σχέσεις καλής γειτονίας και συμμαχίας, αφετέρου στην αρχιτεκτονική ευρωπαϊκής ασφαλείας. Επίσης, υπάρχει μια ευρέως επικριθείσα παρέμβαση της Τουρκίας στη Συρία, που προκάλεσε μια πολιτική θύελλα στους συμμαχικούς κύκλους. Η Τουρκία κατέχει το δεύτερο μεγαλύτερο στρατό στο ΝΑΤΟ και χρειάζεται να είναι βασικός εταίρος στη διατλαντική στρατηγική προς τη Συρία, τη Ρωσία, το Ιράν και άλλους κινδύνους. Οι σχέσεις της Τουρκίας με τους περισσότερους ευρωπαίους συμμάχους είναι βαθύτατα προβληματικές και οι σχέσεις με τις ΗΠΑ βρίσκονται σε σημείο σχεδόν κατάρρευσης σε μία σειρά θεμάτων. Αμφισβητεί όλο και περισσότερο την αξιοπιστία της εγγύησης ασφάλειας του ΝΑΤΟ σε περιστατικά στα σύνορά της και έχει επιδιώξει στενότερους δεσμούς με τη Ρωσία. Αυτό, σε συνδυασμό με την τουρκική δράση στη Συρία και μία ξεχωριστή διαμάχη με τον ελληνισμό για την εξερεύνηση ενέργειας στη Μεσόγειο, έχει εκθέσει την Τουρκία σε εμπάργκο όπλων και άλλες κυρώσεις από συμμάχους του ΝΑΤΟ. Ορισμένοι, μαζί με την Ελλάδα, στο πλαίσιο της συμμαχίας, αναρωτιούνται επίσης πώς η Τουρκία εντάσσεται σε μια συμμαχία κοινών αξιών. Η αμοιβαία υποψία βαθαίνει όλο και περισσότερο.
Συμπεράσματα και προτάσεις
Η βασική πρόκληση για τις σχέσεις Ε.Ε. – ΝΑΤΟ είναι να αντιμετωπίσουν την τάση του ανταγωνισμού ισχύος παγκοσμίως. Ούτε η Ε.Ε. ούτε το ΝΑΤΟ, ούτε η σχέση τους μπορεί να ξεφύγει από την πρόκληση του ανταγωνισμού μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας, η οποία εδραιώνεται γρήγορα ως διαρθρωτικό χαρακτηριστικό της διεθνούς πολιτικής.
Η σχέση Ε.Ε. – ΝΑΤΟ πρέπει επίσης να αντιμετωπίσει την επιστροφή του ανταγωνισμού ισχύος στην ίδια την Ευρώπη, δεδομένης μάλιστα μιας όλο και περισσότερο δυναμικής Ρωσίας και αντιδραστικής συμμάχου Τουρκίας. Η Τουρκία είναι μάλλον απίθανο να εγκαταλείψει το ΝΑΤΟ, καθώς εξακολουθεί να δίνει μία πολύτιμη αξία στο διατλαντικό τραπέζι, αλλά τα συμπτώματα μιας όλο και πιο αμφιλεγόμενης σχέσης θα μπορούσαν να επιφέρουν περεταίρω κυρώσεις.
Από επιχειρησιακή άποψη, ο περιορισμός της Ε.Ε. στη διαχείριση κρίσεων εκτός Ευρώπης εμποδίζει την άμεση και διαρθρωμένη συνεργασία με το ΝΑΤΟ για την κατάλληλη άμυνα και αποτροπή. Ωστόσο, εξακολουθούν να υπάρχουν ορισμένοι τρόποι με τους οποίους η Ε.Ε. μπορεί να συμβάλει στην ενίσχυση της αποτροπής στην Ευρώπη. Ο ένας είναι στη σφαίρα της στρατιωτικής κινητικότητας, δεδομένου ότι τα ευρωπαϊκά στρατεύματα μπορούν να κινούνται ελεύθερα και γρήγορα σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή ήπειρο, είναι το κλειδί για τα σχέδια του ΝΑΤΟ για την ενίσχυση της Ανατολικής Ευρώπης σε μία σχετική με τη Ρωσία έκτακτη ανάγκη. Ο άλλος είναι ο έλεγχος των θαλασσίων ζωνών της Μεσογείου από μία ευρωπαϊκή ναυτική δύναμη, ως παράγων διατήρησης της ασφάλειας.
Η δέσμευση Ε.Ε. – ΝΑΤΟ σε μία συνεχή συζήτηση για την ασφάλεια και την άμυνα στην Ευρώπη είναι απαραίτητη. Μία στρατηγική επικοινωνία που δεν θα μεταφραστεί αναγκαστικά σε στήριξη συγκεκριμένων επιλογών πολιτικής που προωθούν οι κυβερνήσεις, αλλά θα χρησιμεύσει ως προπύργιο κατά της παραπληροφόρησης καθώς και των λαϊκιστικών επιχειρημάτων και θα ενισχύσει την ανθεκτικότητα της συμμαχίας. Πρέπει να σκεφτόμαστε και τα ακραία σενάρια. Δύο στοιχεία που έχουν ζωτική σημασία για την ικανότητα των Ευρωπαίων να αμυνθούν είναι η δομή διοίκησης του ΝΑΤΟ και η εκτεταμένη αποτροπή που παρέχουν οι Ηνωμένες Πολιτείες. Εάν αυτά πάψουν να υφίστανται, οι Ευρωπαίοι θα έπρεπε αμέσως να παρέχουν εναλλακτικές λύσεις.
Να επενδύσουμε στις ευρωπαϊκές στρατιωτικές δυνατότητες και τους μηχανισμούς για την ανάπτυξή τους. Αυτό είναι απαραίτητο για την αντιστάθμιση μιας αποδέσμευσης των ΗΠΑ, παρέχοντας ταυτόχρονα μεγαλύτερο μερίδιο της συλλογικής ικανότητας του ΝΑΤΟ. Κάτι τέτοιο θα καθιστούσε λιγότερο πιθανό ότι οι ΗΠΑ θα αποφασίσουν να μειώσουν την υποστήριξή τους, ενώ ταυτόχρονα θα καταστήσουν την Ευρώπη πιο αυτόνομη σε περίπτωση αποδέσμευσης της Αμερικής.
Ενίσχυση των προσπαθειών για τη διαβεβαίωση των κανόνων του διεθνούς δικαίου της θάλασσας. Η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη πρέπει να εκφράζεται με μετρήσιμες δεσμεύσεις για την ασφάλεια της Ανατολικής Μεσογείου. Ήδη οι διαφορετικές αντιλήψεις απειλών αποτελούν πηγή αδυναμίας τόσο για το ΝΑΤΟ όσο και για την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Τέλος να δεχτούμε ότι η οικοδόμηση ευρωπαϊκών στρατιωτικών δυνατοτήτων και η δημιουργία πειστικής αποτρεπτικής και αμυντικής στάσης θα διαρκέσει περισσότερο από μία δεκαετία και θα απαιτήσει συνεχείς οικονομικές επενδύσεις. Δεν υπάρχουν εκπτώσεις στην αξιοπιστία.
* Ο υποναύαρχος ε.α. ΠΝ Δημήτρης Τσαϊλάς είναι Senior recercher of Strategy International και Member of Institude for National and International Security.
*Δημοσιεύθηκε στη “ΜτΚ” στις 8 Δεκεμβρίου 2019
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου