Η νέα ελληνική κυβέρνηση, με στόχο την άνοδο της κατάταξης της χώρας στο δείκτη ανταγωνιστικότητας για να πετύχει την αύξηση των ξένων επενδύσεων, σχεδιάζει την πλήρη κατάργηση των νόμων και των κανόνων για τις πολυεθνικές – με το καινούργιο «αναπτυξιακό» νομοσχέδιο. Δηλαδή, την παροχή δυνατοτήτων αποφυγής πληρωμής φόρων, την κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων, τη μείωση των μισθών, τη διευκόλυνση των απολύσεων, την κατάργηση των περιβαλλοντικών ή/και αρχαιολογικών εμποδίων, την απαξίωση με στόχο την κατάτμηση και το ξεπούλημα των δημοσίων επιχειρήσεων, τον περιορισμό του κοινωνικού κράτους κοκ. Εάν λοιπόν καταφέρει τα παραπάνω με πλεονέκτημα το γεγονός ότι, η προηγούμενη κυβέρνηση της άνοιξε το δρόμο, πείθοντας τους Έλληνες πως δεν υπάρχει άλλη λύση, τότε η Ελλάδα πράγματι θα αποκτήσει μία πολύ καλύτερη θέση στο δείκτη – προσελκύοντας ξένες επενδύσεις που όμως δεν θα ωφελήσουν καθόλου τους Πολίτες αλλά, αντίθετα, θα τους εξαθλιώσουν ακόμη περισσότερο.
Ανάλυση
Η Ελλάδα έχασε δύο θέσεις στο δείκτη της παγκόσμιας ανταγωνιστικότητας (Global Competitiveness Report, GCR) – πέφτοντας στην 59η θέση, από την 57η προηγουμένως (πηγή), σημειώνοντας όμως πως η βαθμολογία της ήταν σε επίπεδα ρεκόρ το 2018, συγκριτικά με τα προηγούμενα χρόνια (πηγή). Η Σιγκαπούρη, ο νέος φορολογικός παράδεισος με πολίτευμα τη δικτατορία, η Ελβετία της Ασίας όπως αποκαλείται, κατέκτησε την πρώτη θέση (πηγή) – ενώ η Γερμανία βρέθηκε στην 7η θέση, από την τρίτη το 2018. Ο στόχος τώρα της σημερινής ελληνικής κυβέρνησης, είναι η άνοδος της χώρας στο δείκτη της παγκόσμιας ανταγωνιστικότητας – μεταξύ άλλων μέσω του νέου αναπτυξιακού νομοσχεδίου που κατέθεσε και θα ψηφίσει (πηγή).
Το νομοσχέδιο αυτό δίνει «γη και ύδωρ» στους επενδυτές και στις αφελληνισμένες τράπεζες, εις βάρος των Πολιτών – με την πλήρη «απελευθέρωση» της αγοράς εργασίας, με την απορρύθμιση των συλλογικών συμβάσεων και με την κατάργηση των πάσης φύσεως κανόνων για τις πολυεθνικές. Εν προκειμένω ο υπουργός ανάπτυξης, με έναν απίστευτο χολιγουντιανού τύπου θεατρινισμό που άφησε αποσβολωμένους τους πάντες στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής, απαίτησε σοβαρότητα – κάνοντας όμως ακριβώς το αντίθετο, σε υπερθετικό βαθμό! Αυτό και μόνο αρκούσε για να συνειδητοποιήσουμε το είδος των ανθρώπων που κυβερνούν την Ελλάδα – οπότε να προβλέψουμε με ασφάλεια το μέλλον της.
Περαιτέρω, σύμφωνα με την οργάνωση που βαθμολογεί την ανταγωνιστικότητα κάθε χώρας, μία καλή θέση σημαίνει μακροπρόθεσμες δυνατότητες ανάπτυξης – κάτι που όμως δεν τεκμηριώνεται, με κριτήριο το 2012, όπου η Κίνα ήταν στην 29η θέση και η Ινδία στην 59η, με μέσο ρυθμό ανάπτυξης έκτοτε 7%, ενώ η Γερμανία και η Ελβετία, στην 6η και 1η θέση τότε, δεν ξεπέρασαν το 1,7%. Ποιά είναι όμως αλήθεια τα μέλη της οργάνωσης που εκπονεί το δείκτη;
Απλούστατα ένα ίδρυμα, στο οποίο συμμετέχουν οι 1.000 ισχυρότερες πολυεθνικές του πλανήτη – με έναν σημαντικό προϋπολογισμό, ο οποίος χρηματοδοτείται από τους 100 «στρατηγικούς εταίρους» της οργάνωσης. Στρατηγικοί εταίροι δε μπορούν να γίνουν μόνο οι ηγέτες διεθνών κλάδων της παγκόσμιας οικονομίας, όπως το γερμανικό αγροτοβιομηχανικό τέρας, η Bayer – με πολυετή καλή διακυβέρνηση και με στόχο «να βελτιώσουν την κατάσταση του πλανήτη» (έτσι περιγράφονται στην ιστοσελίδα του ιδρύματος και δεν πρόκειται για αστείο, όπως ίσως υποθέσει κανείς).
Μεταξύ άλλων στρατηγικοί εταίροι είναι η Deutsche Bank, η εγκληματική συμμορία κατά την ίδια τη γερμανική αστυνομία και η αμερικανική AIG – η οποία ήταν μεταξύ των εταιριών που πυροδότησαν τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και διασώθηκαν από τους φορολογουμένους. Δύσκολα λοιπόν μπορεί να πιστέψει κανείς πως έχουν σωστή εταιρική διακυβέρνηση ή ότι στόχος τους είναι να βελτιώσουν τις συνθήκες που επικρατούν στον πλανήτη – ενώ η όλη δομή του ιδρύματος θυμίζει το αντίστοιχο της διεθνούς διαφάνειας, με έδρα τη Γερμανία και με μέλη της τις πιο διεφθαρμένες εταιρίες της υφηλίου.
Αναλύοντας τώρα κανείς τη μεθοδολογία του δείκτη ανταγωνιστικότητας, διαπιστώνει πως λειτουργεί με τη χρήση συντελεστών που δεν επηρεάζουν άμεσα την ανταγωνιστικότητα – αλλά έμμεσα, μέσω των αποδόσεων (=κερδών) των επενδύσεων που θεωρεί το ίδρυμα πως «αποτελούν τους βασικούς μοχλούς ανάπτυξης». Επομένως, θεωρείται πως ο στόχος του μεγαλύτερου δυνατού κέρδους των επιχειρήσεων είναι συνώνυμος με το στόχο της ανόδου του ρυθμού ανάπτυξης – γεγονός που σημαίνει πως όλα όσα αυξάνουν τα κέρδη των πολυεθνικών που επενδύουν στην κάθε χώρα, είναι θετικά για την ανταγωνιστικότητα της και οδηγούν στην ανάπτυξη της. Επιγραμματικά λοιπόν η υψηλή βαθμολογία της εκάστοτε χώρας σημαίνει για τις πολυεθνικές τα εξής:
(α) ότι οι επενδύσεις τους θα έχουν μεγάλες αποδόσεις (=κέρδη),(β) πως δεν θα οδηγείται μεγάλο μέρος αυτών των αποδόσεων στους εργαζομένους μέσω των μισθών ή/και στο δημόσιο μέσω των φόρων, καθώς επίσης(γ) ότι δεν θα είναι αντιμέτωπες με ενοχλητικούς νόμους και με κανονισμούς, όπως για παράδειγμα με περιβαλλοντικούς.
Εν προκειμένω το ύψος του φόρου μισθωτών υπηρεσιών δεν υπολογίζεται ως ποσοστό επί των μισθών, αλλά ως ποσοστό επί των κερδών – ενώ διαπιστώνει κανείς μία εντυπωσιακή ομοιότητα των χωρών που ευρίσκονται στις ανώτερες θέσεις του δείκτη ανταγωνιστικότητας, με αυτές που τοποθετούνται επίσης στις πρώτες θέσεις του σκιώδους δείκτη που εκπονεί η οργάνωση «Δίκτυο Φορολογικής Δικαιοσύνης» (Tax Justice Network). Δηλαδή, όσο πιο ψηλά στο δείκτη ανταγωνιστικότητας βρίσκεται η κάθε χώρα, τόσο πιο φορολογικά άδικη είναι ως προς τους απλούς Πολίτες της – κάτι που μάλλον δεν μπορεί να θεωρηθεί ως σύμπτωση.
Για παράδειγμα, χώρες όπως η Ελβετία, η Σιγκαπούρη, το Λουξεμβούργο (η όαση της φοροδιαφυγής), η Ολλανδία (η βασίλισσα της φοροδιαφυγής) και η Γερμανία (η πρωταθλήτρια του ξεπλύματος μαύρου χρήματος), ευρίσκονται σταθερά στις πρώτες θέσεις στην κατάταξη του δείκτη ανταγωνιστικότητας – προφανώς επειδή διαθέτουν τις απαραίτητες υποδομές που βοηθούν τις πολυεθνικές να υπονομεύουν τη φορολογική νομοθεσία και τους κανόνες διαφάνειας. Ο δείκτης λοιπόν μετράει στην ουσία τη σημασία των διαφόρων κρατών παγκοσμίως για τις πολυεθνικές – έτσι ώστε να επιλέγουν σωστά ποιά χώρα εξυπηρετεί καλύτερα τα συμφέροντα τους.
Συνεχίζοντας, από τη συγκεκριμένη οπτική γωνία εξηγείται πολύ πιο εύκολα γιατί ο οργανισμός τονίζει από πολλά χρόνια τώρα ότι, η προστασία των απολύσεων και οι υπόλοιπες ρυθμίσεις της αγοράς εργασίας, αποτελούν το σημαντικότερο ανταγωνιστικό μειονέκτημα της Γερμανίας – δηλαδή, το μεγαλύτερο εμπόδιο, όσον αφορά το ρυθμό ανάπτυξης της. Ένας από τους επί μέρους συντελεστές του δείκτη ανταγωνιστικότητας είναι άλλωστε «η ευελιξία στων καθορισμό των μισθών» – όπου η Γερμανία το 2012 κατάφερε να φτάσει μόλις στην 139η θέση από τη 144η προηγουμένως.
Στην περίπτωση αυτή, μία χώρα έχει χαμηλό βαθμό όταν διαθέτει μία κεντρική διαδικασία καθορισμού των μισθών των εργαζομένων, με την ύπαρξη συλλογικών συμβάσεων – ενώ έναν υψηλό, όταν η κάθε επιχείρηση μπορεί μόνη της να καθορίζει τους μισθούς. Εκτός αυτού, οι ελεύθερες απολύσεις χωρίς αποζημιώσεις οδηγούν σε υψηλότερες θέσεις – όσον αφορά την κατάταξη τους στον παγκόσμιο δείκτη ανταγωνιστικότητας (GCR).
Εν τούτοις, παρά τη χαμηλή βαθμολογία της το 2012, η ανεργία στη Γερμανία μειώθηκε σε μεγάλο βαθμό – οπότε «κατηγορήθηκε» πως η έλλειψη εργατικού δυναμικού αυξάνει τους μισθούς, μειώνει την ανταγωνιστικότητα και άρα τις δυνατότητες ανάπτυξης της. Έτσι η κυβέρνηση της αποφάσισε τη μαζική προσέλκυση μεταναστών το 2015, για να επιλύσει το ανταγωνιστικό μειονέκτημα της χώρας, όσον αφορά τη χαμηλή ανεργία, οπότε την άνοδο των μισθών – προκαλώντας έκτοτε τεράστια προβλήματα στην Ευρώπη.
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, είμαστε μεν υπέρ της ελεύθερης οικονομίας, αλλά εναντίον των πάσης φύσεως μονοπωλίων – ειδικά των ιδιωτικών, αφού τα κρατικά ωφελούν το σύνολο της κοινωνίας, όταν πρόκειται για κοινωφελείς επιχειρήσεις που λειτουργούν με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια.
Η νέα ελληνική κυβέρνηση τώρα, με στόχο την άνοδο της κατάταξης της χώρας στο δείκτη ανταγωνιστικότητας για να πετύχει την αύξηση των ξένων επενδύσεων, σχεδιάζει την πλήρη κατάργηση των νόμων και των κανόνων για τις πολυεθνικές με το καινούργιο «αναπτυξιακό» νομοσχέδιο – δηλαδή, την παροχή δυνατοτήτων αποφυγής πληρωμής φόρων, την κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων, τη μείωση των μισθών, τη διευκόλυνση των απολύσεων, την κατάργηση των περιβαλλοντικών ή/και αρχαιολογικών εμποδίων, την απαξίωση με στόχο την κατάτμηση και το ξεπούλημα των δημοσίων επιχειρήσεων, τον περιορισμό του κοινωνικού κράτους κοκ.
Εάν λοιπόν καταφέρει τα παραπάνω με πλεονέκτημα το γεγονός ότι, η προηγούμενη κυβέρνηση της άνοιξε το δρόμο, πείθοντας τους Έλληνες πως δεν υπάρχει άλλη λύση, τότε η Ελλάδα πράγματι θα αποκτήσει μία πολύ καλύτερη θέση στο δείκτη ανταγωνιστικότητας – προσελκύοντας επενδύσεις που όμως δεν θα ωφελήσουν καθόλου τους Πολίτες αλλά, αντίθετα, θα τους εξαθλιώσουν ακόμη περισσότερο. Με απλά λόγια θα αυξάνεται μεν το ΑΕΠ της χώρας, αλλά ταυτόχρονα θα μειώνεται το βιοτικό επίπεδο του πληθυσμού – κάτι που δυστυχώς θα διαπιστώσουν οι Πολίτες, όταν θα είναι πολύ αργά.
Υστερόγραφο: Ελπίζουμε πάντως πως ο στόχος της κυβέρνησης είναι η προσέλκυση των ξένων πολυεθνικών κατά το παράδειγμα της Ιρλανδίας, υπενθυμίζοντας τα εξής: «Όπως ίσως θυμόμαστε, η στατιστική υπηρεσία της Ιρλανδίας ανακοίνωσε το 2015 ότι, το ΑΕΠ της χώρας αυξήθηκε κατά 26%! – γεγονός που φυσικά προκάλεσε πολλά ειρωνικά σχόλια εκ μέρους της διεθνούς στατιστικής κοινότητας. Στην αρχή βέβαια θεωρήθηκε ως ένα αριθμητικό λάθος που δεν είχε σχέση με την παραγωγική εξέλιξη της χώρας – η οποία δεν θα μπορούσε να αυξηθεί τόσο πολύ, μέσα σε ένα μόλις έτος.
Στη συνέχεια όμως αποδείχθηκε πως παραδόξως το νούμερο ήταν σωστό – με βάση τους διεθνείς στατιστικούς κανόνες. Ανάλογα βέβαια βελτιώθηκε ραγδαία το ποσοστό χρέους ως προς το ΑΕΠ της χώρας, από το 120% κάτω από το 80%, καθώς επίσης το έλλειμμα του προϋπολογισμού της (από το -30% το 2010 σχεδόν στο 0% το 2016) – κάτι που μόνο από θαύμα θα μπορούσε να συμβεί. Θαύμα ή όχι όμως, αυτό τη βοήθησε να σταματήσει την πολιτική λιτότητας, να δανειστεί φθηνά και να ξεφύγει από την κρίση» (πηγή). Ελπίζουμε λοιπόν πως το πρότυπο δεν είναι η Γουατεμάλα, στα ίχνη της οποίας βρίσκεται δυστυχώς ήδη η Ελλάδα (ανάλυση).
Πηγή : https://analyst.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου