Οι καταθλίψεις, τα μανιακά επεισόδια και οι κρίσεις πανικού εμποδίζουν την ευημερία μας σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μην μπορεί ποτέ να αντισταθμισθεί από τη μεγαλύτερη κατανάλωση – γεγονότα που σημαίνουν πως δεν είναι καθόλου σωστό να κρίνουμε την οικονομία σε σχέση μόνο με το τι παράγει (ΑΕΠ). Τουλάχιστον το ίδιο σημαντικό είναι το τι ακριβώς συμβαίνει εντός της παραγωγικής διαδικασίας – ποια είναι τα αποτελέσματα της παραγωγής στην κοινωνία και ποια της κοινωνίας στην παραγωγή. Σε κάθε περίπτωση απαιτείται άμεσα μία αλλαγή αντιλήψεων, προτού είναι πολύ αργά για κάτι τέτοιο – αφού γνωρίζουμε πως η κατάληξη είναι πάντοτε η ίδια: αντιπαραθέσεις, κοινωνικές αναταραχές, εγχώριες και διακρατικές συγκρούσεις, παγκόσμιος πόλεμος.
Άποψη
Οι άνθρωποι της «μεταμοντέρνας» εποχής στη Δύση, της κοινωνίας της αφθονίας, συχνά με δανεικά χρήματα που ξεκίνησε ουσιαστικά μετά τη δεκαετία του 1980, υπόκεινται όλο και περισσότερο στον κοινωνικό καταναγκασμό να είναι κάτι ιδιαίτερο – με την έννοια πως αφού οι υλικές ανάγκες τους για τροφή, κατοικία και ταξίδια καλύφθηκαν σε μεγάλο βαθμό, κυριάρχησαν, εμφανίσθηκαν καλύτερα στο προσκήνιο οι κοινωνικές τους ανάγκες. Με απλά λόγια, αντί να επιδιώκουν πλέον τη λήψη περισσότερων πρωτεϊνών, προτιμούν το μεγαλύτερο γόητρο – αυτό που τους διαφοροποιεί σήμερα από όλους τους άλλους.
Σε αυτήν την καινούργια οικονομία τώρα, δεν κερδίζει πλέον εκείνη η επιχείρηση που παράγει προϊόντα ή υπηρεσίες με το χαμηλότερο κόστος συγκριτικά με τις υπόλοιπες, αλλά αυτή που καταφέρνει να έχουν τα αγαθά της μεγαλύτερο γόητρο – όπως στο παράδειγμα των i–phones. Το οικονομικό αποτέλεσμα της συγκεκριμένης αλλαγής είναι η ύπαρξη αγορών που δεν τείνουν πια προς το σημείο ισορροπίας, όπως διδάσκει η κλασσική θεωρία, ενώ ο ανταγωνισμός δεν είναι συνάρτηση του κόστους παραγωγής – με τελικό αποτέλεσμα ο εκάστοτε νικητής να τα παίρνει όλα (the winner takes it all).
Το γεγονός αυτό επεξηγεί την κλιμάκωση των εισοδηματικών ανισοτήτων, η οποία είναι ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα της εποχής μας – ενώ είναι αυτή που προκαλεί την κατακόρυφη άνοδο των χρεών, δημοσίων και ιδιωτικών, που θεωρείται πλέον ως μία θηριώδης ωρολογιακή βόμβα στα θεμέλια της παγκόσμιας οικονομίας. Ερμηνεύει επίσης κοινωνικά φαινόμενα, όπως αυτά των διαμορφωτών της κοινής γνώμης – οι οποίοι κερδίζουν εκατομμύρια δείχνοντας μας από τα μέσα μαζικής δικτύωσης ή από τα ΜΜΕ πώς ζει κανείς και καταναλώνει καλύτερα.
Περαιτέρω, πλήθος ερευνών και στατιστικών τεκμηριώνουν πως ο παραπάνω νέος τρόπος ζωής συνδέεται στενά με την άνοδο των ψυχικών νοσημάτων – όπου στο παράδειγμα των Η.Π.Α., όπου ενώ το ποσοστό που πληθυσμού που υπέφερε το 1980 από τέτοιες διαταραχές ήταν μόλις στο 4%, έφτασε σήμερα στο 55%! Στη Γερμανία έχει εκτοξευθεί στο 33%, ενώ ακόμη και στην Κίνα είναι πλέον στο 18% – σημειώνοντας πώς όσο μεγαλύτερες είναι οι εισοδηματικές ανισότητες, τόσο πιο ευαίσθητη γίνεται η ψυχική υγεία (η φτώχεια είναι συγκριτικό μέγεθος, με την έννοια πως όσο πιο πλούσιος είναι ο γείτονας, τόσο πιο φτωχοί νοιώθουμε).
Η βασική αιτία αυτού του φαινομένου είναι το ότι ο άνθρωπος, ως κοινωνικό ον, δίνει μεγάλη σημασία στην κρίση των άλλων – στο πώς τον αξιολογούν οι συνάνθρωποι του. Ακόμη και τα μωρά δε αναγνωρίζουν με τη βοήθεια των εκφράσεων του προσώπου και τον τόνων της φωνής, εάν χαροποιούν ή εξοργίζουν τους γονείς τους – ενώ το ότι ακόμη και οι ματιές αποδοκιμασίας είναι τρόπον τινά «θανατηφόρες», αποτελεί μέρος των γονιδίων ή/και της στρατηγικής επιβίωσης μας.
Το πλέον επώδυνο όλων είναι το συναίσθημα να κατηγοριοποιηθούμε από τους άλλους ανθρώπους ως αποτυχημένοι – ενώ όσο πιο άνιση είναι μία κοινωνία και όσο πιο υψηλό είναι το κοινωνικό σημείο της πτώσης, με τόσο πιο μεγαλύτερη ευαισθησία αντιδρούν οι άνθρωποι στις κοινωνικές κατηγοριοποιήσεις ή ταξινομήσεις. Η ανισότητα έχει επί πλέον ως αποτέλεσμα να διαθέτει ο εκάστοτε «νικητής» περισσότερα μέσα, για να προβάλλεται απέναντι στους άλλους με πολυτελή ρούχα, με ακριβά χόμπι ή με το υψηλότερο «status» του – συμπεριφορές που αυξάνουν τις ψυχολογικές πιέσεις τους.
Η πλασματική ευημερία
Συνεχίζοντας οι καταθλίψεις, τα μανιακά επεισόδια και οι κρίσεις πανικού εμποδίζουν την ευημερία μας σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μην μπορεί ποτέ να αντισταθμισθεί από τη μεγαλύτερη κατανάλωση – γεγονότα που σημαίνουν πως δεν είναι καθόλου σωστό να κρίνουμε την οικονομία σε σχέση μόνο με το τι παράγει (ΑΕΠ). Τουλάχιστον το ίδιο σημαντικό είναι το τι ακριβώς συμβαίνει εντός της παραγωγικής διαδικασίας – ποιά είναι τα αποτελέσματα της παραγωγής στην κοινωνία και ποια της κοινωνίας στην παραγωγή.
Μία από αυτές τις επιπτώσεις στη διαδικασία της παραγωγής περιγράφεται σε ένα βιβλίο που αφορά μία τετραμελή οικογένεια στο Manhattan – η οποία, με εισόδημα 250.000 $ το έτος, κατηγοριοποιείται μετά βίας στο 10% του πληθυσμού της χώρας. Στις Η.Π.Α. το ελάχιστο αυτό ύψος εισοδήματος, στο εξαιρετικά ανταγωνιστικό κλίμα που επικρατεί, είναι απαραίτητο για να δοθούν στα παιδιά επαρκείς ευκαιρίες εκκίνησης στη ζωή τους – με την ελπίδα να διασωθεί η υφιστάμενη ευημερία στις επόμενες γενιές.
Για να εξασφαλισθεί κάτι τέτοιο απαιτείται βέβαια η πλήρης επαγγελματική απασχόληση και των δύο γονέων – ενώ η οικογένεια ζει σε μία φυσιολογική για τη Νέα Υόρκη «κατοικία-ξενοδοχείο», με γυμναστήριο, με πισίνα και με παιδική χαρά, με προσωπικό φύλαξης και καθαριότητας, με θυρωρό και με γκουβερνάντα. Όλα αυτά βέβαια κοστίζουν, αλλά το προσωπικό είναι σχετικά φθηνό και η επαγγελματική καριέρα προϋποθέτει τέτοιες ανέσεις – αφού διαφορετικά δεν είναι δυνατή.
Περαιτέρω, κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις, κανένας δεν ζει στην πραγματικότητα καλά – αφού οι δύο γονείς είναι υπό συνεχές στρες, επειδή το να πετύχει κανείς αυτά τα εισοδηματικά επίπεδα απέναντι στον ανταγωνισμό των άλλων και να τα υπερασπιστεί, απαιτεί την ολοκληρωτική δέσμευση με τη δουλειά του και πολύ περισσότερες ώρες εργασίας, από τις συνήθεις για τους άλλους. Όσον αφορά τα παιδιά, γνωρίζουν πολύ καλά πόσα χρήματα και ποιοτικό χρόνο επενδύουν σε αυτά οι γονείς τους – ενώ τα πανάκριβα ελιτίστικα σχολεία, στα οποία πηγαίνουν, αγωνίζονται για να διατηρήσουν την κατάταξη τους στο «great schools.org» για οικονομικούς λόγους, οπότε να εξασφαλίσουν τη μέγιστη δυνατή απόδοση από τους «νεαρούς ηγέτες», τους οποίους τους έχουν εμπιστευθεί στα σχολεία οι γονείς τους.
Το τελικό αποτέλεσμα των παραπάνω είναι πως τα παιδιά των πλουσίων οικογενειών υποφέρουν πολύ περισσότερο από κατάθλιψη, από αγχώδεις διαταραχές και από πάσης φύσεων εθισμούς, σε σχέση με τον αμερικανικό μέσο όρο – οπότε εκτός από δασκάλους χρειάζονται και ψυχολόγους για να τα καταφέρουν. Η ανισότητα λοιπόν δημιουργεί τις δικές της εξειδικευμένες, ανταγωνιστικές δουλειές και αυξάνει το ΑΕΠ, αλλά στους εισοδηματικά ισχυρότερους προκαλεί στρες, ενώ στους αδύναμους απογοήτευση – οπότε δεν είναι καθόλου εποικοδομητική για τις ανθρώπινες κοινωνίες, αφού δημιουργεί δύο κόσμους εχθρικούς μεταξύ τους, εκ των οποίων στην ουσία κανένας δεν ευημερεί.
Το κόστος της ανισορροπίας
Συνεχίζοντας, το πόσοι ανθρώπινοι και φυσικού πόροι σπαταλούνται σε έναν τόσο μη ισορροπημένο πλανήτη καταλαβαίνει κανείς, εάν «φυτέψει» νοητικά τα ίδια αυτά πρόσωπα σε έναν παρόμοιο κόσμο – στον οποίο οι «επιτυχημένοι» κάνουν μόνοι τους τις εργασίες του σπιτιού τους, χωρίς υπηρέτες και φρουρούς, ενώ έχουν περισσότερο χρόνο για να διαθέσουν στα παιδιά τους.
Σε αντίθεση δε με τους υπηρέτες τους που είναι συχνά μετανάστες από άλλες χώρες, δεν χρειάζεται να μεταναστεύσουν για να επιβιώσουν – ενώ δεν είναι υποχρεωμένοι καθημερινά να ταξιδεύουν από τα προάστια που διαμένουν στις πόλεις για να εργαστούν, ούτε να αναζητούν διαρκώς νέα δουλειά, ούτε να πληρώνουν στις πλατφόρμες εύρεσης εργασίας το 15% του μισθού τους, όπως συμβαίνει κυρίως στις Η.Π.Α. με την ευέλικτη νεοφιλελεύθερη αγορά εργασίας.
Σε έναν τέτοιο κόσμο, δεν θα υπήρχαν χώρες-νικητές, οι οποίες απομυζούν από τις ηττημένες τις θέσεις εργασίας ή/και τα περιουσιακά τους στοιχεία – όπως η Γερμανία στην Ευρώπη, με την πολιτική της φτωχοποίησης του γείτονα που εγκαινίασε το 2000. Έτσι οι «υπηρέτες» θα μπορούσαν να μείνουν στις πατρίδες και στα σπίτια τους, να κάνουν τις δικές τους οικογένειες, να μορφωθούν και να δαπανούν τα χρήματα τους στην εγχώρια αγορά – οπότε να τονώνουν την τοπική οικονομία.
Θα είχαν χρόνο δε να εξελιχθούν μόνοι τους και να ασχοληθούν με πιο παραγωγικές εργασίες – αντί να γίνονται θυρωροί στα σπίτια των πλουσίων ή να οργανώνονται σε μεταναστευτικές συμμορίες για να αντιδράσουν, προκαλώντας μεταναστευτικό χάος σε πολλές πόλεις.
Ακόμη περισσότερο, σε έναν σχετικά ισορροπημένο πλανήτη, οι οικονομολόγοι δεν θα ήταν υποχρεωμένοι να διαχωρίσουν τη ζήτηση από τις ανάγκες των ανθρώπων, όπως συμβαίνει σήμερα – αφού δεν θα ήταν διαφορετικές μεταξύ τους. Αντίθετα υπό τις σημερινές συνθήκες, όπου το 50% των εισοδημάτων οδηγείται στο 10% των πλουσιοτέρων, η ζήτηση έχει μία πολύ απόμακρη σχέση με τις ανάγκες – ενώ, με δεδομένο το ότι τα δύο τρίτα του εγκεφάλου μας χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση των πολύπλοκων σημερινών κοινωνικών σχέσεων, εάν δεν υπήρχαν οι παραπάνω προβληματισμοί θα ήταν στην υπηρεσία της ευημερίας μας, αντί να σπαταλούνται σε προσωπικούς αμυντικούς μηχανισμούς.
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, οι σημερινές φιλελεύθερες οικονομίες που βασίζονται μόνο στο ΑΕΠ και δεν εκτιμούν καθόλου τους ανθρώπινους και φυσικούς πόρους που σπαταλούνται, δεν είναι ότι καλύτερο για την ευημερία μας – ενώ τα επιχειρήματα υπέρ τους, όπως το (α) πρώτα πρέπει να ψήσεις το γλυκό πριν το μοιράσεις ή (β) η ανισότητα είναι το βασικό κίνητρο για την αύξηση της παραγωγής, δεν είναι προς όφελος της συντριπτικής των ανθρώπων. Επομένως απαιτείται άμεσα μία αλλαγή αντιλήψεων, προτού είναι πολύ αργά για κάτι τέτοιο – αφού γνωρίζουμε πως η κατάληξη είναι πάντοτε η ίδια: αντιπαραθέσεις, κοινωνικές αναταραχές, εγχώριες και διακρατικές συγκρούσεις, παγκόσμιος πόλεμος.
Πηγή : https://analyst.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου