Η Τουρκία αποκλείει την Κύπρο από τις υποδομές και τις δυνατότητες της Συμμαχίας, εκμεταλλευόμενη τα λάθη που έκανε η ελληνική πλευρά
Από τον
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ ΤΑΡΚΑ*
Δεινή ήττα, χωρίς τη διεκδίκηση ανταλλαγμάτων ή έστω τη διατύπωση μιας έντονης διαμαρτυρίας, υπέστη η Ελλάδα έναντι της Τουρκίας στο πλαίσιο των μέτρων υλοποίησης της «Στρατηγικής Αντίληψης» της Ατλαντικής Συμμαχίας.
Σύμφωνα με διπλωματικές πηγές στις Βρυξέλλες, η Μόνιμη Αντιπροσωπία μας στο ΝΑΤΟ, παρά τις άτυπες διαβουλεύσεις μεταξύ του γ.γ. της Συμμαχίας Γ. Στόλτενμπεργκ και των μονίμων αντιπροσώπων Ελλάδας και Τουρκίας Σπ. Λαμπρίδη και Μπ. Οζτούρκ, απέτυχε τελικά να απορρίψει τα αιτήματα αλλαγών της Αγκυρας στο λεγόμενο «Berlin Plus» για τη στρατιωτική συνεργασία με τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Το «Berlin Plus» έχει κορυφαία σημασία για την Κυπριακή Δημοκρατία, καθώς της παρέχει ευκαιρίες και προνόμια σπάνια για ένα μικρό κράτος, ενώ διευκολύνει τον αμυντικό σχεδιασμό Αθήνας - Λευκωσίας σε μια περίοδο που η στρατηγική σημασία της ΝΑ Μεσογείου έχει αναβαθμιστεί εντυπωσιακά.
Επί της ουσίας, η Τουρκία αποκλείει την Κύπρο από τις υποδομές και τις δυνατότητες του ΝΑΤΟ (infrastructure and capabilities), που είχαν καθιερωθεί με το «Berlin Plus» το 2003 και επαναβεβαιώθηκαν με τη διακήρυξη της Συνόδου Κορυφής της Συμμαχίας, τον Ιούλιο του 2018, στις Βρυξέλλες. Οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων των μελών του ΝΑΤΟ είχαν επαναβεβαιώσει όλες τις αποφάσεις, αρχές και δεσμεύσεις που είχαν αναληφθεί το 2003, ενώ είχαν συμφωνήσει και στην ανάπτυξη μέσων «εργαλείων» για την ενίσχυση της ασφάλειας των πολιτών τους. Οι αμοιβαίες δεσμεύσεις είχαν επίσης επιβεβαιωθεί με την Κοινή Δήλωση των υπουργών Εξωτερικών κατά τους εορτασμούς της 70ής επετείου του ΝΑΤΟ, στην Ουάσινγκτον, μόλις προ διμήνου, στις 4 Απριλίου 2019!
Κατά τις ίδιες πηγές, οι οποίες χρεώνουν τα λάθη στο διπλωματικό και όχι στο στρατιωτικό τμήμα της Μόνιμης Αντιπροσωπίας της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ, η ήττα μπορούσε να είχε αποφευχθεί για τους εξής λόγους:
• Πρώτον, οι επαφές Ελλάδας - Τουρκίας έγιναν μόνον υπό τον κ. Στόλτενμπεργκ επί διαδοχικών σχεδίων-παραλλαγών των μέτρων υλοποίησης της Στρατηγικής Αντίληψης, χωρίς την ανάμειξη άλλων συμμάχων και χωρίς την αξιοποίηση διαφορετικών (και πολύ αργών) διαδικασιών του ΝΑΤΟ. Η πάροδος χρόνου και η διεύρυνση των συνομιλιών θα επέτρεπαν την ανάμειξη και άλλων πλευρών, που είναι καχύποπτες για τον ρόλο της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ, κυρίως μετά την απόπειρα πραξικοπήματος του Ιουλίου του 2016 και τη συνεργασία Αγκυρας - Μόσχας από το 2017.
• Δεύτερον, αν και η Ελλάδα οφείλει να αποφεύγει τις τουρκικές παγίδες, ιδιαίτερα κατά την παρούσα πολύ ευαίσθητη περίοδο, θα ήταν χρήσιμο ένα «παιχνίδι καθυστερήσεων» μόλις λίγων εβδομάδων, μέχρι την τελική (;) διευκρίνιση «ξεκαθάρισμα» των σχέσεων ΗΠΑ - Τουρκίας και ΗΠΑ - ΝΑΤΟ. Σε περίπτωση που ο πρόεδρος Ρ. Τ. Ερντογάν φτάσει τελικά σε ρήξη με την Ουάσινγκτον, σηματοδοτώντας μια ιστορική στρατηγική αλλαγή στην ευρύτερη περιοχή, η στρατιωτική συνεργασία ΝΑΤΟ - Ε.Ε. θα αποκτήσει ακόμα μεγαλύτερη σημασία. Λέγεται χαρακτηριστικά πως τα πράγματα θα γίνουν καλύτερα ή ίσως μείνουν στάσιμα για το «Berlin Plus», αλλά σίγουρα δεν θα γίνουν χειρότερα με ανοχή προς νέα τουρκικά αιτήματα.
• Τρίτον, αν και ασφαλώς τηρείται αυστηρό απόρρητο, αποτελεί κοινό μυστικό στους διαδρόμους της έδρας του ΝΑΤΟ ότι υφίσταται διχογνωμία μεταξύ κορυφαίων (πολιτικών, στρατιωτικών και υπηρεσιακών) στελεχών της για τα επόμενα βήματα του «Berlin Plus», εξαιτίας, πρωτίστως, επιφυλάξεων των ΗΠΑ για την εξέλιξη και ανεξαρτησία της ευρωπαϊκής άμυνας.
Οι τουρκικές απόψεις είναι συγγενείς προς τις αμερικανικές μόνον σε ένα πολύ μικρό ποσοστό τους και όποιες αλλαγές προφανέστατα θα κριθούν μεταξύ των ΗΠΑ και των ισχυρών μελών της Ε.Ε., όπως η Γαλλία, με τις προτάσεις του προέδρου Εμ. Μακρόν για τις νέες ευρωπαϊκές δομές, και η Γερμανία, με την παραβίαση από την καγκελάριο Ανγκελα Μέρκελ των δεσμεύσεων για αμυντικές δαπάνες άνω του 2% του ΑΕΠ.
Επομένως, δεν υπάρχει λόγος η Ελλάδα να συναινεί βιαστικά σε τουρκικά αιτήματα που υπονομεύουν τη συνεργασία ΝΑΤΟ - Ε.Ε., η οποία θα κριθεί από ισχυρότερα μέρη, και πάντως δεν θα επιστρέψει στην προ του 2003 κατάσταση.
Παράλληλα, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι, παρά τις αμερικανικές επιφυλάξεις για αλληλοεπικάλυψη αρμοδιοτήτων και ασάφεια στις πηγές χρηματοδότησης, οι συζητήσεις μεταξύ των δύο πλευρών του Ατλαντικού συνεχίζονται κανονικά.
Πρόσφατο παράδειγμα αποτελούν οι συναντήσεις της Επιτροπής Πολιτικής και Ασφάλειας της Ε.Ε., στα τέλη Μαΐου, στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ, στο Πεντάγωνο και το Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας στην Ουάσινγκτον, ενώ είχε προηγηθεί συνάντηση του υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ Μ. Πομπέο και της υψηλής εκπροσώπου της Ε.Ε. Φ. Μογκερίνι, καθώς και των υπουργών Εξωτερικών της Ενωσης με τον αναπληρωτή γ.γ. του ΝΑΤΟ.
*Εκδότης του περιοδικού
«Αμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος
ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου