Οι ελίτ «αγοράζουν» τις εκλογές, χωρίς σχεδόν κανέναν περιορισμό – ενώ οι μάζες έχουν την ψευδαίσθηση πως επιλέγουν οι ίδιες τις κυβερνήσεις τους, παραπλανημένες από τις σκηνοθετημένες τηλεοπτικές ή άλλες ψεύτικες συγκρούσεις των πολιτικών. Δυστυχώς δεν κατανοούν ότι, οι πράξεις των κομμάτων εξουσίας, από τις οποίες οφείλει να τα κρίνει κανείς και όχι από τα λόγια τους, διαφέρουν ελάχιστα μεταξύ τους – όπως στο παράδειγμα της Ελλάδας, όπου οι δύο μεγάλες παρατάξεις υποστηρίζουν τα μνημόνια, διαφωνώντας μόνο ως προς τις λεπτομέρειες της εφαρμογής τους, με κριτήριο την εκάστοτε κομματική τους πελατεία.
Ανάλυση
Ορισμένες αναλύσεις είναι σωστό να επαναλαμβάνονται, όταν και εάν κρίνει κανείς πως δεν έχουν συνειδητοποιηθεί ακόμη. Στα πλαίσια αυτά υπενθυμίζουμε πως ο «λαϊκισμός», ο οποίος υιοθετείται από κόμματα όλων των αποχρώσεων αλλά τελικά στηρίζει τον ακραίο νεοφιλελευθερισμό, όπως στην περίπτωση της «αριστεράς» στην Ελλάδα, λέγεται πως έχει γενέτειρα του το Ισραήλ – σύμφωνα με την καθηγήτρια κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου της Ιερουσαλήμ κυρία Eva Illouz (πηγή), κατά την οποία τα εξής:
«Η χώρα έχει ενδιαφέρον για μία συζήτηση σχετικά με τη γενικότερη αταξία που επικρατεί στον πλανήτη, επειδή τουλάχιστον μία δεκαετία πριν από την παγκόσμια «διολίσθηση» στο φονταμενταλισμό, είχε υιοθετήσει μία οπισθοδρομική λαϊκιστική πολιτική«.
Η καθηγήτρια συμπληρώνει ότι, για πολλές δεκαετίες τα αριστερά και τα φιλελεύθερα κόμματα καθόριζαν το πολιτικό κλίμα στο Ισραήλ – παραμελώντας από την αρχή μία διαρκώς αυξανόμενη ομάδα Εβραίων μεταναστών από τις αραβικές χώρες, τα μέλη της οποίας για πολλά χρόνια θεωρούνταν ως «επισκέπτες εργάτες» και όχι ως ισότιμοι Πολίτες.
Έτσι έχασαν τη στήριξη τους από την πλειοψηφία του πληθυσμού, αφού έπαψαν να την εκπροσωπούν – με αποτέλεσμα να ανέλθουν στην εξουσία λαϊκιστικά κόμματα, τα οποία τασσόταν με το μέρος αυτών των ομάδων. Παρά το ότι δε η πρώτη παγκοσμιοποίηση αποτελούσε την κεντρική ιδεολογία των εργαζομένων, καθώς επίσης των μειονοτήτων στο 19ο και στον 20ο αιώνα, για να εξασφαλίσουν την ισότιμη αντιμετώπιση τους, σήμερα επιλέγουν τον εθνικισμό και τη θρησκευτική τους περιχαράκωση – επειδή είναι οι μεγάλοι χαμένοι της ασύμμετρης δεύτερης παγκοσμιοποίησης.
Ο επικεφαλής τώρα του ισραηλινού θρησκευτικού κόμματος Schas ισχυρίσθηκε πως η εκλογή του κ. Trump αποτελεί ένα σημάδι για την επερχόμενη έλευση του Μεσσία – ενώ το Ισραήλ γενικότερα, η πολιτική του οποίου είχε πάρει πολλά χρόνια προηγουμένως «λαϊκιστική μορφή», θεωρείται πως έφτασε στο ζενίθ της ισχύος του με τη νίκη του νέου προέδρου της υπερδύναμης που γιορτάσθηκε στη χώρα περισσότερο από παντού.
Ο έλεγχος των μαζών
Συνεχίζοντας ο «λαϊκισμός», έτσι όπως τον περιγράψαμε, αποτελεί πιθανότατα τη νέα μέθοδο επιβολής του ακραίου νεοφιλελευθερισμού, μέσω της εξαπάτησης των μαζών – στις οποίες δίνονται υποσχέσεις που ηχούν μεν εξαιρετικά, αλλά δεν τηρούνται ποτέ. Οι επωφελούμενοι αυτής της διαδικασίας πάντως δεν είναι φυσικά οι αμερικανοί, οι γερμανοί ή όποιος άλλος λαός – αλλά το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο και η παγκόσμια ελίτ, η οποία κυβερνάει τη Δύση. Στόχος της είναι η περαιτέρω συγκέντρωση πλούτου και δύναμης, με τις εξής μεθόδους (πηγή):
(1) Η διάλυση της Δημοκρατίας: Ο συνιδρυτής των Η.Π.Α. και 4ος πρόεδρος (J. Madison) είχε την πεποίθηση πως η Δημοκρατία είναι το καλύτερο πολίτευμα. Θεωρούσε όμως ότι, ο έλεγχος της θα έπρεπε να βρίσκεται στα χέρια των πλουσίων, επειδή είναι πιο υπεύθυνοι – ενώ εάν οι φτωχοί ενώνονταν θα έπαιρναν την ιδιοκτησία των πλουσίων, γεγονός που θα ήταν άδικο. Έτσι οι Η.Π.Α. υιοθέτησαν μία ολιγαρχική ουσιαστικά δημοκρατία, η οποία δεν έχει καμία σχέση με τη λέξη που χρησιμοποιείται.
Αν και ο Αριστοτέλης είχε την ίδια άποψη, πρότεινε μία εντελώς διαφορετική λύση: την καταπολέμηση των ανισοτήτων, μέσω της δημιουργίας ενός κοινωνικού κράτους. Ως εκ τούτου την πραγματική Δημοκρατία, ενώ ο Αμερικανός ήθελε την κατάργηση της – κάτι που τείνει να ολοκληρωθεί σήμερα, μετά την επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού και την αποτυχία όλων των άλλων συστημάτων.
(2) Η διαμόρφωση ιδεολογιών: Τη δεκαετία του 1960 δημιουργήθηκαν μεγάλα κύματα υπέρ της Δημοκρατίας, τα οποία τρομοκράτησαν τις ελίτ. Την αμέσως επόμενη δεκαετία υπήρξε μία τεράστια και οργανωμένη επίθεση των επιχειρήσεων, η οποία είχε στόχο την καταπολέμηση αυτών των τάσεων που επιδίωκαν την ισότητα μεταξύ των ανθρώπων – μέσω προειδοποιήσεων περί του ότι η Οικονομία χάνει των έλεγχο της Κοινωνίας, πως η Δημοκρατία ευρίσκεται σε κρίση, ότι έχει γίνει συνώνυμη της ασυδοσίας κοκ. Έτσι διαμορφώθηκε μία καινούργια ιδεολογία: αυτή που εξυπηρετεί τα συμφέροντα των ισχυρών.
(3) Η μεταρρύθμιση της οικονομίας: Όσο οι τράπεζες ήταν ρυθμισμένες, δεν υπήρχαν οικονομικές κρίσεις – οπότε οι κοινωνίες είχαν το χρόνο, την άνεση και τη δυνατότητα να διαμαρτύρονται, να διεκδικούν τα δικαιώματα τους, καθώς επίσης να αντιστέκονται στην εκμετάλλευση τους από τις ελίτ.
Για να αντιμετωπισθεί το «πρόβλημα» οι τράπεζες απορυθμίσθηκαν, αφέθηκαν ελεύθερες δηλαδή να κάνουν ότι θέλουν, ενώ ταυτόχρονα υπήρξε μία αστρονομική άνοδος της χρηματοπιστωτικής κερδοσκοπίας – όπως στο παράδειγμα των μεγάλων εταιρειών, όπου ένα σημαντικό μέρος του τζίρου τους επιτυγχάνεται με τη διακίνηση των κεφαλαίων τους, χωρίς να προστίθεται τίποτα στην αξία της οικονομίας (χωρίς να παράγεται ΑΕΠ).
Από την άλλη πλευρά μεταφέρθηκε ένα μεγάλο μέρος της παραγωγής στο εξωτερικό, ενώ το εμπορικό σύστημα αναδιαμορφώθηκε και διεθνοποιήθηκε – με βασικό στόχο τη δημιουργία ανταγωνισμού μεταξύ των εργαζομένων παγκοσμίως, έτσι ώστε να διατηρούνται χαμηλά τα εισοδήματα τους αφού οι αμερικανοί έπρεπε να ανταγωνίζονται τους κινέζους. Ταυτόχρονα προστατεύονταν τα υψηλά αμειβόμενα στελέχη των πολυεθνικών, ενώ οι εργαζόμενοι δεν μπορούσαν να μετακινηθούν ελεύθερα, όταν τα κεφάλαια είχαν πλήρη ελευθερία κινήσεων – με στόχο της πολιτικής εξουσίας την αύξηση της ανασφάλειας των εργαζομένων, επειδή τότε ελέγχονται ευκολότερα (πηγή).
(4) Η μετατόπιση των βαρών: Επιβάλλονται φορολογικές ελαφρύνσεις στους πλουσίους, άμεσα ή έμμεσα (=ίδρυση φορολογικών παραδείσων) – με την παράλληλη αύξηση των φόρων για τους φτωχούς που καλούνται να εξισορροπήσουν τις διαφορές. Η αιτιολογία που χρησιμοποιείται έντεχνα είναι η διεξαγωγή επενδύσεων εκ μέρους των εισοδηματικά ισχυρών, με στόχο τη δημιουργία θέσεων εργασίας – κάτι που δεν έχει τεκμηριωθεί ποτέ.
Αντίθετα, όταν θέλει να εξασφαλίσει κανείς περισσότερες επενδύσεις θα πρέπει να αυξήσει την αγοραστική δύναμη των εργαζομένων (μείωση φόρων, αύξηση μισθών) – επειδή καταναλώνουν όλα τα χρήματα που εισπράττουν, αυξάνοντας τη ζήτηση που δημιουργεί την ανάγκη διεξαγωγής επενδύσεων, οπότε νέες θέσεις εργασίας.
Όταν όμως αυξάνονται τα εισοδήματα των πλουσίων, δεν καταναλώνουν περισσότερο, ενώ τα χρησιμοποιούν κερδοσκοπικά. Επομένως δεν διεξάγονται επενδύσεις στην πραγματική οικονομία, αλλά δημιουργούνται φούσκες – όπως συμβαίνει τα τελευταία χρόνια με τα πακέτα ποσοτικής διευκόλυνσης των κεντρικών τραπεζών, μέσω των οποίων επιτυγχάνεται η μεγαλύτερη αναδιανομή εισοδημάτων στην παγκόσμια ιστορία, από τα κάτω προς τα επάνω.
(5) Ο εκμηδενισμός της αλληλεγγύης: Από την πλευρά των ελίτ η αλληλεγγύη είναι επικίνδυνη, οπότε οι άνθρωποι θα έπρεπε να ενδιαφέρονται μόνο για τον εαυτό τους – προφανώς αφού μπορεί να ενώσει τις μάζες εναντίον τους, όπως στο παράδειγμα των πλειστηριασμών ακινήτων στην Ελλάδα εις βάρος των τραπεζών.
Το γεγονός αυτό διαπιστώνεται από τις επιθέσεις που δέχεται το κοινωνικό κράτος, καθώς επίσης όλες οι υπόλοιπες ασφαλιστικές δικλείδες των εργαζομένων (μαζικές απολύσεις, συλλογικές συμβάσεις κοκ.), με την επίκληση της μείωσης της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας – όπου όμως δεν δίνεται σημασία στο συντελεστή «κεφάλαιο», αλλά μόνο στις αμοιβές των εργαζομένων.
Εν προκειμένω, όταν οι ελίτ θέλουν να καταστρέψουν ένα υφιστάμενο σύστημα για να επιβάλλουν το δικό τους, τότε του αφαιρούν εν πρώτοις τα χρήματα – τη ρευστότητα δηλαδή, όπως παρατηρείται στην Ελλάδα. Τότε το σύστημα παύει να λειτουργεί, με αποτέλεσμα οι άνθρωποι να εξεγείρονται ζητώντας κάτι άλλο. Αυτή είναι η στάνταρ μέθοδος, μέσω της οποίας δρομολογούνται οι ιδιωτικοποιήσεις.
Εκτός αυτού καλλιεργείται η εντύπωση ότι, εάν αποκρατικοποιηθούν οι ζημιογόνες δημόσιες επιχειρήσεις οι άνθρωποι θα πληρώνουν λιγότερους φόρους – επειδή οι ιδιώτες θα αναλάβουν τις ζημίες τους! Προφανώς είναι ανόητο να το αποδέχεται κανείς, ενώ το πρώτο πράγμα που κάνουν οι ιδιώτες είναι να αυξήσουν τις τιμές ακόμη και στις κερδοφόρες, όπως στο παράδειγμα της FRAPORT – όταν φυσικά θα μπορούσε να κερδίζει το κράτος ακόμη και από τις ζημιογόνες επιχειρήσεις του, αυξάνοντας ανάλογα τις τιμές τους.
(6) Ο έλεγχος των ρυθμιστικών Αρχών: Διαπιστώνεται σχεδόν πάντοτε ότι, η πρωτοβουλία υιοθέτησης κανόνων που ελέγχουν διάφορους τομείς, προέρχεται από τους ίδιους τους ελεγχόμενους – όπως στο παράδειγμα των τραπεζικών λόμπι που υιοθετούν νόμους για τη ρύθμιση του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Ήδη από τη δεκαετία του 1980 υπήρξαν μεγάλες τραπεζικές και οικονομικές κρίσεις, ειδικά στις Η.Π.Α., όπου το «σύστημα» (τράπεζες, μεγάλες επιχειρήσεις, ασφαλιστικές εταιρείες κοκ.) διασώθηκε από τους φορολογουμένους – όπως συνέβη πρόσφατα σε πολλές χώρες, μεταξύ των οποίων στη χρεοκοπημένη Ελλάδα, οι Πολίτες της οποίας επιβαρύνθηκαν με πάνω από 40 δις € για να διασώσουν τις τράπεζες που τελικά αφελληνίσθηκαν.
Βασικό στοιχείο εδώ είναι η κατάργηση του νόμου που απαγόρευε την ένωση των εμπορικών με τις επενδυτικές τράπεζες το 1999, με αποτέλεσμα να διασωθούν πολλές χρεοκοπημένες τράπεζες αμέσως μετά, από τις κυβερνήσεις Bush και Obama –παρά το ότι σε ένα καπιταλιστικό σύστημα δεν επιτρέπεται η διάσωση επιχειρήσεων. Όπως φαίνεται λοιπόν, οι κανόνες του καπιταλισμού ισχύουν μόνο για τους φτωχούς – οι οποίοι όταν υπερχρεώνονται χάνουν τα σπίτια και τις περιουσίες τους, αφού το κράτος δεν τους διασώζει ανάλογα.
Βέβαια, το σύστημα που έχουμε σήμερα δεν είναι ο καπιταλισμός της ελεύθερης αγοράς, αλλά ο ακραίος νεοφιλελευθερισμός, ο οποίος έχει έναν διττό χαρακτήρα: διαφορετικό για τους πλουσίους και τους φτωχούς. Φυσικά δε θα συνεχίσει να υπάρχει, όσο δεν αντιδρούν οι μάζες – οι οποίες πιστεύουν ανόητα πως ζουν σε φιλελεύθερες κοινωνίες, όταν στην πραγματικότητα πρόκειται για σοβιετικού τύπου οικοδομήματα των ελίτ.
(7) Η ενορχήστρωση εκλογών: Η δύναμη των κομμάτων έχει άμεση σχέση με τη χρηματοδότηση τους – αφού διαφορετικά δεν έχουν τη δυνατότητα να πληρώνουν τα έξοδα τους, τις διαφημίσεις τους, τα γραφεία που νοικιάζουν ανά τη χώρα κοκ. Ως εκ τούτου είναι εξαρτημένα από τις ελίτ – οι οποίες τότε καθορίζουν τις «δημοκρατικές επιλογές» των μαζών, στηρίζοντας συνήθως κόμματα που δεν διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους, όσον αφορά τα συμφέροντα τους (των ελίτ).
Οι ελίτ λοιπόν ουσιαστικά αγοράζουν τις εκλογές, χωρίς σχεδόν κανέναν περιορισμό –ενώ οι μάζες έχουν την ψευδαίσθηση πως επιλέγουν οι ίδιες τις κυβερνήσεις τους, παραπλανημένες από τις σκηνοθετημένες τηλεοπτικές ή άλλες συγκρούσεις των πολιτικών. Δυστυχώς δεν κατανοούν ότι, οι «πράξεις» των κομμάτων εξουσίας, από τις οποίες οφείλει να τα κρίνει κανείς και όχι από τα λόγια τους, διαφέρουν ελάχιστα μεταξύ τους – όπως στο παράδειγμα της Ελλάδας, όπου οι δύο μεγάλες παρατάξεις υποστηρίζουν τα μνημόνια, αφού από αυτά αντλούν τη χρηματοδότηση τους, διαφωνώντας μόνο ως προς τις λεπτομέρειες της εφαρμογής τους, με κριτήριο την κομματική τους πελατεία.
(8) Η διατήρηση του «όχλου» υπό έλεγχο: Μία από τις ελάχιστες δυνατότητες των μαζών να αντισταθούν στις πιέσεις των ελίτ, ήταν τα οργανωμένα εργατικά συνδικάτα – έως ότου τοποθετήθηκαν στο στόχαστρο με διάφορους τρόπους, όπως ο χρηματισμός και η διαφθορά των ηγετών τους, η διαπλοκή τους με τη διεφθαρμένη πολιτική κοκ., με αποτέλεσμα σήμερα να έχουν σχεδόν εξαφανιστεί. Για παράδειγμα, στις Η.Π.Α. μόλις το 7% των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα είναι οργανωμένο σε συνδικάτα – οπότε οι ελίτ δεν έχουν πια καμία δυσκολία, όσον αφορά τον έλεγχο τους.
(9) Η μετατροπή των Πολιτών σε καταναλωτές: Μία από τις καλύτερες δυνατότητες ελέγχου των ανθρώπων, σύμφωνα με το γνωστό οικονομολόγο T.Veblen, είναι η «παραγωγή» καταναλωτών – η μετατόπιση των ενδιαφερόντων των ανθρώπων δηλαδή σε επιφανειακά θέματα. Με απλά λόγια σε ένα είδος σύγχρονου καταναλωτισμού, έτσι ώστε να αποφεύγουν τις ανόητες σκέψεις, όπως είναι η διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους, η συμμετοχή τους στην ψήφιση νόμων κοκ. – οπότε να είναι θεατές αυτών που συμβαίνουν, παρά το ότι τους αφορούν άμεσα, χωρίς να συμμετέχουν ενεργά.
Ο στόχος αυτός επιτυγχάνεται μέσω των διαφημίσεων κάθε είδους – όπου οι άνθρωποι χειραγωγούνται σχετικά με το πώς θα έπρεπε να είναι η ζωή τους, καθώς επίσης τι θα ήταν ιδανικό να κατέχουν. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τις εκλογές, όπου ο στόχος είναι η δημιουργία μίας πλειοψηφικής ομάδας ψηφοφόρων, η οποία θα λαμβάνει παράλογες αποφάσεις, αφού θα ψηφίζει ενάντια στα συμφέροντα της – καθοδηγούμενη από τα ΜΜΕ και τους κατ’ επίφαση ειδικούς που τους παρουσιάζουν.
Υπενθυμίζουμε εδώ πως αμέσως μετά την εκλογή του ο πρόεδρος Obama πήρε το βραβείο της καλύτερης καμπάνιας, από τη διαφημιστική βιομηχανία της χώρας του – επειδή τα κατάφερε, χωρίς ουσιαστικά να υποσχεθεί τίποτα. Φυσικά έχει αποκτήσει έκτοτε πολλούς μιμητές – ακόμη και στην Ελλάδα, όπου η αξιωματική αντιπολίτευση δηλώνει συνεχώς πως δεν υπόσχεται τίποτα στους Έλληνες.
(10) Η δημιουργία συναισθημάτων αδυναμίας στον πληθυσμό: Σύμφωνα με μία πρόσφατη έρευνα (M. Gilens), το 70% του αμερικανικού πληθυσμού δεν επηρεάζει καθόλου την πολιτική της χώρας του. Οι άνθρωποι το γνωρίζουν πολύ καλά, όπως διαπιστώνεται επίσης στην Ελλάδα – όπου αρκετοί θέλουν να αντιδράσουν στη ληστεία που συντελείται, αλλά δεν βρίσκουν κάποιον τρόπο να το κάνουν.
Το αποτέλεσμα των παραπάνω είναι να εξοργίζονται οι Πολίτες, να απογοητεύονται και να μισούν όλους τους Θεσμούς – μη ενεργώντας εποικοδομητικά, αφού κινητοποιούνται μεν με διάφορους τρόπους, όπως ο ακτιβισμός, αλλά με ένα αυτοκαταστροφικό μένος. Έτσι επιτίθενται ο ένας εναντίον του άλλου, με διάφορες κατηγορίες και σε ευάλωτους στόχους – κάτι που φυσικά καταστρέφει τις κοινωνικές σχέσεις. Ορισμένοι δε αναζητούν κάποιον ηγέτη, ο οποίος θα τους σώσει – παρά το ότι γνωρίζουν πως το σύστημα δεν επιτρέπει σε κανέναν εχθρό του να ανέλθει στην εξουσία, ενώ είναι αδύνατον χωρίς να χρηματοδοτηθεί/προωθηθεί από το ίδιο.
Εν προκειμένω ο στόχος των ελίτ είναι να κάνουν τους ανθρώπους να μισούν και να φοβούνται ο ένας τον άλλο, οπότε να μην οργανώνονται – καθώς επίσης να ενδιαφέρονται μόνο για τον εαυτό τους και για κανέναν άλλο. Όποιοι δε αναφέρουν δημόσια τι συμβαίνει, χαρακτηρίζονται αυθαίρετα ως οπαδοί θεωριών συνωμοσίας ή/και τοποθετούνται στο στόχαστρο των συμπολιτών τους – με την κατηγορία πως επιδιώκουν ιδιωτικά οφέλη, όπως το κέρδος από τη συγγραφή των άρθρων τους, κάποιο πολιτικό αξίωμα ή απλά την προσωπική προβολή τους, οπότε δεν τους ακούει κανείς.
Επίλογος
Σύμφωνα με το φιλόσοφο J. Dewey, μόνο όταν όλοι οι Θεσμοί, η παραγωγή, το εμπόριο, οι τράπεζες και τα ΜΜΕ ελέγχονται δημοκρατικά, θα καταφέρουμε να οικοδομήσουμε μία λειτουργική δημοκρατική κοινωνία – κάτι που θα μπορούσε τότε μόνο να επιτευχθεί, όταν όλοι οι άνθρωποι ενωθούν μεταξύ τους, χωρίς κομματικές αγκυλώσεις, αγωνιζόμενοι για τα δικαιώματα τους, όπως έκαναν στο παρελθόν.
Ίσως βέβαια να φαίνεται σήμερα ουτοπικό κάτι τέτοιο, αφού οι κοινωνίες έχουν υποστεί όλη αυτή τη χειραγώγηση που αναλύσαμε παραπάνω – κάτι που όμως θα μπορούσε να αλλάξει, εάν οι άνθρωποι κατανοήσουν τις μεθόδους, μέσω των οποίων γίνονται υποχείρια αυτών που θέλουν να τους ελέγχουν, για να διατηρούν οι ίδιοι τα προνόμια τους, αυξάνοντας τα αχόρταγα.
Ολοκληρώνοντας υπάρχουν συνήθως πολλά «γιατί»: για παράδειγμα, γιατί ο πόλεμος του Ιράκ, γιατί της Λιβύης ή της Συρίας, γιατί κατέρρευσε η Βενεζουέλα, γιατί η Ελλάδα χρεοκόπησε κοκ. Η απάντηση όμως είναι πάντοτε η ίδια: για την απόκτηση πλούτου και δύναμης από μία μικρή μειοψηφία, η οποία έχει πάρει τα ηνία.
Ο πόλεμος σημαίνει πώληση όπλων, κλοπή φυσικών πόρων όπως η ενέργεια, μετακίνηση πληθυσμών, ανοικοδόμηση κατεστραμμένων πόλεων κλπ. – άρα χρήματα και εξουσία, καθώς επίσης έλεγχο των πληθυσμών, μεταξύ άλλων μέσω της δημιουργίας πολυπολιτισμικών κοινωνιών όπως στο παράδειγμα της Σουηδίας. Η χρεοκοπία συνοδεύεται από την κερδοσκοπία, από τη λεηλασία της χώρας, από την επιβολή μίας νέας τάξης πραγμάτων, από την τρομοκράτηση άλλων χωρών κοκ. – ξανά με κίνητρο τον πλούτο και τη δύναμη οπότε, μπορεί να είναι πολλοί οι αριθμητές, αλλά ο παρανομαστής είναι πάντοτε ένας: τα χρήματα και η εξουσία.
Πηγή : https://analyst.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου