Τα δύο καθοριστικά σφάλματα του Τούρκου προέδρου, που προκάλεσαν τη μεγάλη ήττα του κόμματός του στις πρόσφατες δημοτικές εκλογές
Από τον
Από τον
Σάββα Καλεντερίδη
Ηταν Μάρτιος του 1994, όταν ο Νετζμετίν Ερμπακάν, πατέρας του πολιτικού Ισλάμ στην Τουρκία, έπιανε από το χέρι έναν νέο πολιτικό και του άνοιγε τον δρόμο για μια λαμπρή πολιτική σταδιοδρομία. Ο νέος εκείνος ήταν ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, με ασήμαντες γυμνασιακές σπουδές και μόνο εφόδιο την πολύ καλή σχέση που είχε με τον «δάσκαλο» Ερμπακάν και το θάρρος που κουβαλούσε λόγω της ποντιακής καταγωγής του, ένα χαρακτηριστικό που έκτοτε θα τον οδηγούσε σε ρηξικέλευθες αποφάσεις, που έχουν μέσα τους και το στοιχείο της αυτοκαταστροφής.
Τον Μάρτιο του 1994 ο Ερμπακάν είχε καταστρώσει ένα στρατηγικό σχέδιο: να κατακτήσει πρώτα τους μεγάλους δήμους της Τουρκίας, οι οποίοι θα αποτελέσουν το εφαλτήριο για την κατάληψη της κεντρικής εξουσίας, της κυβέρνησης. Ετσι, το Κόμμα της Ευημερίας έδωσε το χρίσμα σε νέα πρόσωπα, για να διεκδικήσουν τους δήμους Κωνσταντινούπολης, Αγκυρας, Καισάρειας, Ικονίου και Αδάνων.
Οντως το στρατηγικό σχέδιο πέτυχε, το Κόμμα της Ευημερίας πήρε τους παραπάνω δήμους και την επόμενη χρονιά στις γενικές εκλογές του Δεκεμβρίου του 1995 κατέκτησε την πρωτιά, με 21,38% και 158 βουλευτές, με δεύτερο το Κόμμα της Μητέρας Πατρίδας, του Μεσούτ Γιλμάζ, με 19,65 και 132 βουλευτές, και τρίτο το Κόμμα του Ορθού Δρόμου, της Τανσού Τσιλέρ, με 19,18% και 135 βουλευτές.
Δήμαρχος Κωνσταντινούπολης εξελέγη ο Ταγίπ Ερντογάν, με ποσοστό 25,19%, το άστρο του οποίου έλαμψε από τους πρώτους μήνες της θητείας του στον θώκο αυτόν.
Επειτα από πολλές διαβουλεύσεις, τελικά ο Ερμπακάν τον Ιούνιο του 1996 κατόρθωσε να γίνει πρωθυπουργός της Τουρκίας, σε κυβέρνηση συνεργασίας με την Τανσού Τσιλέρ, προκαλώντας σοβαρές ανησυχίες και αντιδράσεις στη Δύση, κυρίως στις ΗΠΑ και στο Ισραήλ, λόγω του «οράματος» του νέου πρωθυπουργού, ο οποίος ήθελε μια «παγκόσμια μουσουλμανική ένωση, με δική της κεντρική τράπεζα, κοινό νόμισμα (μουσουλμανικό δηνάριο), δικά της οπλικά συστήματα τελευταίας γενιάς, για να γίνει η ένωση αυτή κυρίαρχη δύναμη στον κόσμο».
Η ανησυχία αυτή αντικατοπτριζόταν και στις τάξεις των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων, οι οποίες τότε θεωρούνταν ο θεματοφύλακας του κεμαλισμού και του κοσμικού χαρακτήρα του τουρκικού κράτους.
Ετσι, στις 28 Φεβρουαρίου 1997, μετά την τακτική σύνοδο του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας της Τουρκίας, επιδόθηκε στον Ερμπακάν ένα τελεσίγραφο, το οποίο τελικά τον οδήγησε σε παραίτηση έναν χρόνο μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, τον Ιούνιο του 1997.
Οσο ήταν σε εξέλιξη οι διεργασίες για την ανατροπή της κυβέρνησης Ερμπακάν, το βαθύ κράτος στην Τουρκία διαπίστωσε ότι οι ΗΠΑ, διά του πρέσβη τους στην Αγκυρα Μόρτον Αμπράμοβιτς, είχαν δείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το πολιτικό άστρο του Ταγίπ Ερντογάν. Γι’ αυτό αποφάσισαν να τον «κοντύνουν» λίγο. Ετσι, μόλις αποχώρησε από τη θέση του δημάρχου Κωνσταντινούπολης, στις 26 Μαρτίου 1999, οδηγήθηκε στις φυλακές έπειτα από καταδίκη σε δεκάμηνη φυλάκιση για ομιλία που έκανε στο Σιίρτ στις 6 Δεκεμβρίου 1997, στην οποία «χρησιμοποίησε φράσεις που οδηγούσαν σε θρησκευτικό και φυλετικό διαχωρισμό και έσπερναν μίσος στον λαό».
Κάθισε τέσσερις μήνες στη φυλακή και αποφυλακίστηκε, όμως, διά παν ενδεχόμενο, δεδομένης της υποστήριξης που είχε από την πρεσβεία των ΗΠΑ, του αφαιρέθηκε το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι.
Εν τω μεταξύ, από τις 16 Ιανουαρίου 1998 το Κόμμα της Ευημερίας είχε κλείσει με απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου, ιδρύθηκε η συνέχειά του, το Κόμμα της Ηθικής (Fazilet Partisi), το οποίο όμως δεν εξέφραζε τα νεαρά στελέχη του κινήματος Ερμπακάν.
Αυτά τα στελέχη αποχώρησαν και τις 14 Αυγούστου 2001 ίδρυσαν το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ), το οποίο στις εκλογές του 2002 έλαβε το ποσοστό του 34,43% και πήρε την κυβέρνηση, την οποία διατηρεί έως σήμερα.
Η μόνη αλλαγή που έγινε ήταν ο νόμος που ψηφίστηκε στην τουρκική Βουλή για την άρση της απαγόρευσης συμμετοχής στις εκλογές του Ερντογάν, μετά την οποία συμμετείχε στις επαναληπτικές εκλογές του νομού Σιίρτ, στις 9 Μαρτίου
2003, που προκλήθηκαν επί τούτου, για να εκλεγεί βουλευτής.
Αυτό ήταν. στις 14 Μαρτίου 2003 έγινε πρωθυπουργός και έκτοτε κυριαρχεί στο πολιτικό σκηνικό της Τουρκίας.
Γιατί τα αναφέρουμε όλα αυτά, που μοιάζουν και με έναν πολιτικό επικήδειο, αλλά δεν είναι;
Στις δημοτικές εκλογές του Μαρτίου του 2019 ο Ερντογάν έκανε δύο στρατηγικά λάθη.
Το ένα ήταν το γεγονός ότι προσωποποίησε τις εκλογές, ως μη όφειλε, πήγε και έκανε ομιλίες σε δεκάδες δήμους, υποστηρίζοντας τους υποψηφίους του κόμματός του. Δηλαδή, λειτούργησε ως κομματάρχης και όχι ως πρόεδρος της Δημοκρατίας, που πρέπει να εκφράζει το σύνολο του λαού.
Το δεύτερο είναι ότι στην προεκλογική εκστρατεία κατανάλωσε τις στρατηγικές εφεδρείες του, δηλαδή «τα έδωσε όλα», όπως λέει ο λαός.
Ομως αυτά τα δύο λάθη ίσως καταστούν καθοριστικά για την περαιτέρω πολιτική πορεία αυτού του μεγάλου πολιτικού για την Τουρκία.
Κι αυτό γιατί η προσωποποίηση των εκλογών, το γεγονός ότι τις πήρε στην πλάτη του, τον αναγκάζει να φορτωθεί ο ίδιος την ήττα.
Επίσης, το γεγονός ότι «τα έδωσε όλα» οδήγησε στην απομυθοποίησή του. Δηλαδή, το φαινόμενο Ερντογάν εξαντλήθηκε, δεν έχει να δώσει τίποτε άλλο, αυτό είναι ένα συμπέρασμα που πιστεύει ένα μέρος του τουρκικού πληθυσμού, πολύ μεγαλύτερο από τα ποσοστά του συνόλου της αντιπολίτευσης.
Μπορεί να ρωτήσει κανείς «ποια ήττα;».
Μπορεί το κόμμα του να διατήρησε τα ποσοστά του, όμως έχασε έπειτα από 25 ολόκληρα χρόνια την Κωνσταντινούπολη, την Αγκυρα και τα Αδανα, καθώς και τους μητροπολιτικούς δήμους Μερσίνας και Αττάλειας.
Και τα έχασε από δικό του, προσωπικό λάθος, αφού η σκλήρυνση της στάσης του απέναντι στους Κούρδους τους οδήγησε στην αντιπολίτευση, με το συγκεκριμένο καταστροφικό για τον Ερντογάν αποτέλεσμα.
Γιατί καταστροφικό;
Μα γιατί το άστρο του Ερντογάν έλαμψε τον Μάρτιο του 1994 στην Κωνσταντινούπολη, εκεί όπου ένα άλλο άστρο έλαμψε τον Μάρτιο του 2019, επισκιάζοντας το δικό του.
Είναι το άστρο του Εκρέμ Ιμάμογλου.
Ομως τι σημαίνουν οι εκλογές αυτές για το μέλλον του Ερντογάν και τη Τουρκίας θα το δούμε στο άρθρο μας της Κυριακής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου