Οι τράπεζες δεν θα αφήσουν ανυπεράσπιστη τη μεγαλύτερη πηγή πλούτου και δύναμης τους – γεγονός που τεκμηριώθηκε από το χθεσινό δημοψήφισμα της Ελβετίας, όπου προηγουμένως οι Ελβετοί χειραγωγήθηκαν σε τέτοιο βαθμό, ώστε να ψηφίσουν εναντίον του δικού τους συμφέροντος.
Επικαιρότητα
Τα χρήματα ασφαλώς δεν φυτρώνουν, ούτε βγαίνουν από τα δέντρα, ενώ δεν αποτελούν μόνο τη «λιπαντική ουσία» του συστήματος – όπως θέλουν να πιστεύουμε οι δημιουργοί τους, με αποτέλεσμα να αδιαφορούμε για τη λειτουργία τους. Δεν είναι δε τυχαίο το ότι τα χρήματα, καθώς επίσης το χρηματοπιστωτικό σύστημα που στηρίζεται σε αυτά, έχουν μείνει στο περιθώριο των οικονομικών επιστημών – θεωρούμενα ως ένας εξωγενής παράγοντας που δεν επηρεάζει τα οικονομικά τεκταινόμενα.
Ως εκ τούτου υπάρχουν ελάχιστες αναφορές σχετικά με την προέλευση τους – κάτι που έχει αλλάξει από την ελβετική πρωτοβουλία για την υιοθέτηση του πλήρους χρήματος, η οποία κατάφερε να συγκεντρώσει 100.000 υπογραφές και να θέσει το θέμα σε δημοψήφισμα.
Οι Ελβετοί ψηφοφόροι όμως απέρριψαν τελικά την πρόταση υιοθέτησης του πλήρους χρήματος με 75,7% ΟΧΙ – οπότε κέρδισαν οι αντίπαλοι της πρωτοβουλίας, οι οποίοι ήταν κυρίως οι τράπεζες, η κυβέρνηση και οι εταιρείες δημοσκόπησης. Έτσι χάθηκε η ευκαιρία τερματισμού του συστήματος των κλασματικών τραπεζικών αποθεματικών, το οποίο είναι υπεύθυνο για της μεγάλες χρηματοπιστωτικές κρίσεις – με βασικούς επικριτές του τον J. Tobin και τον I. Fisher. Η άποψη της κεντρικής τους τράπεζας δεν ήταν θετική, επειδή θεωρεί πως κινδυνεύει να πολιτικοποιηθεί η νομισματική πολίτική (πηγή) – ενώ σχετικά με τη νομισματική κυριαρχία υπάρχουν διάφορες τοποθετήσεις (πηγή).
Συμφωνώντας τώρα με τον I. Fisher, θεωρούμε πως η «αιτία των αιτιών», αυτή δηλαδή που «κρύβεται» στη βάση του προβλήματος των χρηματοπιστωτικών κρίσεων, είναι η αρχιτεκτονική του σημερινού, «χάρτινου» νομισματικού συστήματος – της δημιουργίας χρημάτων από το πουθενά, μέσω κυρίως των εμπορικών τραπεζών, η οποία τους παρέχει τεράστια προνόμια εις βάρος των εθνικών κρατών και των Πολιτών τους. Το γεγονός αυτό οδηγεί υποχρεωτικά σε συνεχώς αυξανόμενες και συχνότερες οικονομικές κρίσεις, οι οποίες αποτελούν ταυτόχρονα «την αιτία και το αιτιατό» της υπερχρέωσης.
Για εκείνο το χρονικό διάστημα λοιπόν που δεν θα αποφασισθεί η αντιμετώπιση του κεντρικού προβλήματος της δημιουργίας χρημάτων από το πουθενά, οι κρίσεις θα συνεχίζονται αυξανόμενες, μέχρι την τελική κατάρρευση του συστήματος. Οι προσπάθειες δε καταπολέμησης της κρίσης με την έκδοση νέων, «ακάλυπτων» χρημάτων, με τεχνητά χαμηλά επιτόκια δανεισμού (τα οποία διαστρεβλώνουν τις αξίες, δημιουργούν τεράστιες φούσκες και καταστρέφουν «το αόρατο χέρι της αγοράς»), είναι αδύνατον να έχουν αποτέλεσμα.
Κατά την άποψη μας, όπως επίσης πολλών άλλων οικονομολόγων, αποδεχόμενοι τη δυσκολία και τους κινδύνους της επιστροφής στον κανόνα του χρυσού, η μοναδική λύση είναι η κυκλοφορία χρημάτων, τα οποία θα είναι 100% καλυμμένα (εγγυημένα) – γεγονός που είναι δυνατόν να συμβεί, εάν οι εμπορικές τράπεζες υποχρεωθούν να διαθέτουν εγγυήσεις στις εκάστοτε κεντρικές, ίσες με το 100% τω χρημάτων που δανείζουν (αντί μόλις 1% σήμερα στην Ευρωζώνη).
Αναλυτικότερα, μετά τη μεγάλη ύφεση του 1929, πολλοί Αμερικανοί οικονομολόγοι ήταν της άποψης ότι, οι εμπορικές τράπεζες θα έπρεπε να υποχρεωθούν να καλύπτουν όλα τα δάνεια που ενέκριναν, διατηρώντας 100% εγγυήσεις στις εκάστοτε κεντρικές. «Η βασική ιδέα είναι να ανεξαρτητοποιηθούν τα χρήματα από τις πιστώσεις», τεκμηρίωσε τότε τη θέση του ο οικονομολόγος I. Fisher, ολοκληρώνοντας με το εξής: «Οφείλουμε να διαχωρίσουμε τη διαδικασία της δημιουργίας και της καταστροφής των χρημάτων, από τις τραπεζικές λειτουργίες».
Η πρόταση του κ. I. Fisher, γνωστή ως το «πλάνο του Σικάγου», εξετάσθηκε πολύ σοβαρά από τον Αμερικανό πρόεδρο F Roosevelt, ο οποίος όμως δεν μπόρεσε να την εφαρμόσει στην πράξη – προφανώς επειδή αντιστάθηκε με επιτυχία ο πανίσχυρος χρηματοπιστωτικός κλάδος, ο οποίος κερδίζει τεράστια ποσά από το συγκεκριμένο βασιλικό του προνόμιο.
Δύο οικονομολόγοι τώρα του ΔΝΤ ασχολήθηκαν με την ερώτηση, σχετικά με τα επακόλουθα της εφαρμογής αυτής της ιδέας στη σημερινή εποχή, προσπαθώντας να απαντήσουν με τη βοήθεια των μεθόδων της σύγχρονης μακροοικονομίας – δημιουργώντας ένα εξειδικευμένο μοντέλο, το οποίο εμπλούτισαν με στοιχεία της αμερικανικής οικονομίας (πηγή). Τα αποτελέσματα των ερευνών τους ήταν εντυπωσιακά, αφού διαπιστώθηκε ότι, οι μελέτες των οικονομολόγων από το 1930 είναι εξ ολοκλήρου σωστές. Το βασικό συμπέρασμα τους ήταν το εξής:
«Η εφαρμογή του πλάνου του Σικάγου σήμερα, θα μείωνε σημαντικά τις μανιοκαταθλιπτικές εξάρσεις των αγορών, οι οποίες είναι συνδεδεμένες με τους ρυθμούς ανάπτυξης-ύφεσης. Θα μπορούσε επί πλέον να εμποδίσει εντελώς τις τραπεζικές επιθέσεις (Bank runs), καθώς επίσης να οδηγήσει στον περιορισμό των δημοσίων και ιδιωτικών χρεών. Εκτός αυτού, θα είχε σαν αποτέλεσμα την σημαντική καλυτέρευση του βιοτικού μας επιπέδου – ενώ θα προκαλούσε ανάπτυξη, η οποία θα πλησίαζε ακόμη και το 10% του ΑΕΠ».
Ολοκληρώνοντας, από τη στιγμή εκείνη που τα κράτη παρέδωσαν το κυριαρχικό τους προνόμιο, σχετικά με τη δημιουργία χρημάτων, στις εμπορικές τράπεζες, καθώς επίσης τα κέρδη τους από αυτό (υπολογίζονται μεταξύ 5% και 10% επί των δημοσίων εσόδων), οι τράπεζες κατάφεραν να αναδειχθούν στον κυρίαρχο του παιχνιδιού – με αποτέλεσμα τα κράτη, οι πολίτες τους δηλαδή, να πληρώνουν ετήσια υπέρογκους τόκους. Εύλογα λοιπόν οι τράπεζες δεν πρόκειται να αφήσουν ανυπεράσπιστη τη μεγαλύτερη πηγή πλούτου και δύναμης τους – γεγονός που τεκμηριώθηκε από το δημοψήφισμα της Ελβετίας, όπου προηγουμένως οι Πολίτες της χειραγωγήθηκαν σε τέτοιο βαθμό, ώστε να ψηφίσουν εναντίον του δικού τους συμφέροντος (όπως άλλωστε συμβαίνει συνήθως).
Πηγή : https://analyst.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου