Θα μπορούσε να πει κανείς πως ο πρόεδρος Putin, με μία σειρά τακτικών νικών σε πολλά στρατιωτικά μέτωπα, οδήγησε τη χώρα του σε μία μεγάλη στρατηγική ήττα – ότι κέρδισε όλες τις γεωπολιτικές μάχες αλλά έχασε τον οικονομικό πόλεμο, με αποτέλεσμα να το πληρώσουν πολύ ακριβά οι Ρώσοι.
Ανάλυση
Πρώτος ο πρόεδρος Putin κατέδειξε τη δύναμη του ρωσικού κράτους σύμφωνα με τον κ. B. Milanovic, σε μία εποχή μάλιστα που η χώρα του φαινόταν μικρή και αδύναμη – έχοντας τότε βιώσει σχετικά πρόσφατα τη στρατηγική σοκ και δέους του ΔΝΤ. Συνέβη όταν δεν δίστασε να κλείσει στη φυλακή τον Chodorkowsky, υφαρπάζοντας του την Yukos – αποδεικνύοντας πως με το κράτος δεν μπορεί κανείς να αντιπαρατεθεί, όσο ισχυρός και αν είναι.
Ο πρόεδρος Trump το επιβεβαίωσε με τη σειρά του, καταστρέφοντας μέσα σε μία νύχτα τη μεγαλύτερη εταιρεία παραγωγής αλουμινίου στον πλανήτη – κάτι που δεν θα ήταν σε θέση να κάνει ούτε η ισχυρότερη πολυεθνική του κόσμου. Αναφερόμαστε στη Rusal, η οποία ήταν το πρώτο μεγάλο θύμα των νέων και αυστηρότερων κυρώσεων που επέβαλλαν οι Η.Π.Α. στη Ρωσία – γεγονός που μοιάζει σε κάποιο βαθμό ως μία επανάληψη των συμβάντων της δεκαετίας του 1920.
Αρκετοί βέβαια ισχυρίζονται εσφαλμένα σήμερα ότι, η Σοβιετική Ένωση είχε επιλέξει τότε μία πολιτική της αυτάρκειας – ενώ κάτι ανάλογο πιστεύουν για τη Ρωσία του προέδρου Putin. Αντίθετα όμως με αυτούς τους ισχυρισμούς η Ρωσία, μετά το τέλος του κομμουνιστικού πολέμου και των ξένων επεμβάσεων, προσπάθησε να προσελκύσει διεθνείς επενδύσεις για να ανοικοδομήσει την κατεστραμμένη βιομηχανία της – έχοντας την αισιοδοξία πως θα μπορούσε να καλύψει την απόσταση της από τη Δύση.
Οι δυτικές δυνάμεις όμως αρνήθηκαν στη σοβιετική κυβέρνηση την αναγνώριση της ενώ, επειδή οι σοβιετικοί δεν δέχθηκαν να αναλάβουν τα χρέη της τσαρικής Ρωσίας, δεν της επέτρεψαν την πρόσβαση της στις χρηματαγορές – αφενός μεν λόγω της χρεοκοπίας της, αφετέρου για ιδεολογικές αιτίες. Το γεγονός αυτό δημιούργησε de facto μία κατάσταση, κατά την οποία η σοβιετική εξέλιξη έπρεπε να στηριχθεί εξ ολοκλήρου στην εγχώρια συσσώρευση κεφαλαίων και στην εγχώρια τεχνολογία – συνέπειες που κατανοήθηκαν εν πρώτοις από τους Trotzki και Preobraschenski.
Αυτό σήμαινε πως ήταν υποχρεωτική η δημιουργία μίας κεντρικά κατευθυνόμενης οικονομίας, σε πανεθνικό επίπεδο – με στόχο την «άντληση» ενός πλεονάσματος, από το μοναδικό μέρος του πληθυσμού που ήταν σε θέση να το παράγει: από το σοβιετικό αγροτικό πληθυσμό. Η βιομηχανοποίηση της Ρωσίας βασίσθηκε λοιπόν στο «αίμα, μόχθος και δάκρυα» του σοβιετικού και κυρίως του ουκρανικού αγροτικού πληθυσμού – ενώ αυτή η πολιτική, η οποία συμπεριελάμβανε εξ ορισμού τη συλλογικότητα, δρομολογήθηκε με το πρώτο πενταετές κρατικό πρόγραμμα το 1928 από τον Στάλιν, με τη χαρακτηριστική του βιαιότητα.
Υποθέτοντας πως αυτή η μικρή ιστορική αναδρομή δίνει κάποιες απαντήσεις σε αυτούς που θεωρούν πως η Ελλάδα θα μπορούσε να αρνηθεί την πληρωμή των χρεών της χωρίς συνέπειες ή/και να επιδιώξει την αυτάρκεια της, οι πρόσφατες κυρώσεις που επιβλήθηκαν στη Ρωσία, καθώς επίσης αυτές που ενδεχομένως θα ακολουθήσουν εναντίον άλλων εταιρειών της (GAZPROM κλπ.), τεκμηριώνουν πως η χώρα βρίσκεται ξανά στο ίδιο σταυροδρόμι, όπως τη δεκαετία του 1920 – με την έννοια ότι η πρόσβαση της στις δυτικές αγορές, στην τεχνολογία και στα κεφάλαια, έχει σχεδόν αποκοπεί.
Φυσικά για όλα αυτά υπάρχουν σήμερα άλλες πηγές, κυριότερη εκ των οποίων είναι η Κίνα – κάτι που όμως δεν είναι τόσο σίγουρο όσο φαίνεται. Η αιτία είναι το ότι, λόγω της έκτασης των δυτικών κυρώσεων αρκετές κινεζικές επιχειρήσεις θα αποφύγουν τη συνεργασία τους με τις ρωσικές – ειδικά εκείνες που πουλούν τα προϊόντα τους στις Η.Π.Α. ή/και που χρησιμοποιούν τις αμερικανικές χρηματαγορές, συμπεριλαμβανομένων των χρηματιστηρίων.
Ως εκ τούτου, η ρωσική βιομηχανία δεν θα έχει καμία άλλη δυνατότητα, από το να χρησιμοποιήσει τους εγχώριους πόρους για την επιβίωση και ανάπτυξη της – οι οποίοι όμως είναι περιορισμένοι και ανεπαρκείς. Με απλά λόγια η επιδίωξη αυτάρκειας εκ μέρους της είναι προδιαγεγραμμένη – είτε είναι επιθυμητή, είτε όχι.
Η μεγάλη ερώτηση είναι τώρα εάν αυτή η οικονομική απόφαση θα καταστήσει αντίστοιχα υποχρεωτική μία απολυταρχική εσωτερική πολιτική, όπως συνέβη τη δεκαετία του 1920 – κάτι που φαίνεται πιθανόν, επειδή οι αυτάρκεις οικονομίες δεν μπορούν να δρομολογηθούν χωρίς τις ανάλογες πολιτικές πιέσεις.
Εκτός αυτού όλες οι επιχειρήσεις και οι άνθρωποι που έχουν πληγεί από τις κυρώσεις, καθώς επίσης όλοι εκείνοι που χρειάζονται την πρόσβαση στις διεθνείς αγορές, θα προσπαθήσουν να αλλάξουν την πολιτική που έχει προκαλέσει τις κυρώσεις – οπότε θα μετατραπούν σε πολιτικούς εχθρούς της σημερινής κυβέρνησης, αναγκάζοντας την να συμπεριφερθεί δεσποτικά, βίαια και δικτατορικά κατά κάποιον τρόπο.
Βέβαια θα μπορούσε να ισχυρισθεί κανείς πως η Ρωσία θα προσπαθήσει να ελιχθεί, με στόχο να ξεφύγει από το μονόδρομο που έχει οδηγηθεί, εφαρμόζοντας μία άλλη πολιτική – κάτι πολύ δύσκολο, αφού ο κατάλογος των κατηγοριών εναντίον της, λόγω των οποίων της επιβλήθηκαν οι κυρώσεις, είναι πολύ μεγάλος, από την προσάρτηση της Κριμαίας έως τις ψεύτικες ειδήσεις (fake news).
Είναι τόσο μεγάλος, ώστε καμία κυβέρνηση Putin δεν θα μπορούσε να συμβιβαστεί με αυτά που απαιτεί η Δύση, για να σταματήσει τις κυρώσεις – χωρίς να θεωρηθεί η Ρωσία ως ένα απόλυτα ηττημένο κράτος. Εκτός αυτού οι κυρώσεις δεν είναι καθόλου εύκολο να ξεπεραστούν – όπως στο παράδειγμα αυτών που επιβλήθηκαν στη Σοβιετική Ένωση το 1948 και δεν καταργήθηκαν πρακτικά ποτέ, στην Κούβα που διήρκεσαν σχεδόν πενήντα έτη ενώ ορισμένες υπάρχουν ακόμη, στο Ιράν πριν από σαράντα χρόνια κοκ.
Συμπερασματικά λοιπόν θα μπορούσε να πει κανείς πως ο πρόεδρος Putin, με μία σειρά τακτικών επιτυχιών σε πολλά μέτωπα, όπως στη Μαύρη Θάλασσα και στη Συρία, οδήγησε τη χώρα του σε μία μεγάλη στρατηγική ήττα – ότι κέρδισε όλες τις μάχες όπως η Γερμανία το 1940, αλλά έχασε τον πόλεμο, με αποτέλεσμα να το πληρώσουν πολύ ακριβά οι Ρώσοι.
Επίσης πως ούτε αυτός, ούτε οι επόμενες κυβερνήσεις θα είναι σε θέση να απελευθερώσουν τη χώρα από την παγίδα, στην οποία οδηγήθηκε – ενώ δεν υπάρχει σήμερα στη Ρωσία καμία πολιτική ιδεολογία, η οποία θα έκανε αποδεκτή την αυτάρκεια, στηρίζοντας την με «αίμα, μόχθο και δάκρυα» όπως τη δεκαετία του 1920.
Η Κίνα βέβαια τον στηρίζει, ζητώντας αποδείξεις από τη Μ. Βρετανία για τα χημικά αέρια που δήθεν χρησιμοποιήθηκαν από την κυβέρνηση της Συρίας – ενώ γνωρίζει πολύ καλά ότι, η εικαζόμενη δηλητηρίαση του διπλού πράκτορα και της κόρης του στο Λονδίνο από Ρώσους ήταν ένα μεγάλο ψέμα: μία παγίδα παραπληροφόρησης που στήθηκε από τις Η.Π.Α. με συνεργό τη Βρετανία, όπως άλλωστε και στη Συρία. Εν τούτοις, στην εξωτερική πολιτική δεν υπάρχουν φιλίες, αλλά μόνο συμφέροντα – οπότε η στήριξη της αυτή δεν μπορεί παρά να διαρκέσει όσο την εξυπηρετεί ή/και δεν της προκαλεί μεγάλα προβλήματα.
Στα πλαίσια αυτά ο πρόεδρος Putin έχει κυριολεκτικά αυτοπαγιδευθεί και κινδυνεύει να μετατραπεί στο μεγάλο θύμα των ίδιων των επιτυχιών του – ενώ μπορεί μεν οι οικονομικοί δείκτες στη χώρα του να είναι πολύ καλοί, όπως το χρέος κάτω από 13% του ΑΕΠ (γράφημα), το έλλειμμα του προϋπολογισμού στο 1,5%, το πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών κοκ., αλλά η εμπειρία τεκμηριώνει ότι, η κατάσταση μπορεί να αντιστραφεί γρήγορα. Ήδη οι εταιρείες αξιολόγησης τοποθετούνται αρνητικά, τρομοκρατώντας τους επενδυτές – με κριτήριο τις οικονομικές συνέπειες των κυρώσεων. Ευχόμαστε βέβαια να καταφέρει να ξεφύγει από την παγίδα, την οποία φαίνεται πως του έστησαν πονηρά οι Αμερικανοί, αλλά είναι πολύ δύσκολο στη θέση που βρίσκεται σήμερα – κυριολεκτικά με την πλάτη στον τοίχο.
Πηγή : https://analyst.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου