Η στρατηγική της κίτρινης δύναμης είναι η αποφυγή μίας γεωπολιτικής σύγκρουσης με τις Η.Π.Α. στη Μ. Ανατολή, η διεύρυνση των σχέσεων της με τον ισλαμικό κόσμο και η χερσαία πρόσβαση της στη Μεσόγειο – ενώ για να το επιτύχει απαιτείται η συνεργασία της με τη Ρωσία στο στρατιωτικό τομέα.
«Οι εξελίξεις με επίκεντρο την ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής είναι ραγδαίες – ενώ τα πλούσια ενεργειακά αποθέματα της Ελλάδας και της Κύπρου, σε συνδυασμό με τη γεωπολιτική τους θέση όσον αφορά τους ενεργειακούς αγωγούς με στόχο την τροφοδοσία της Ευρώπης, αποκτούν όλο και μεγαλύτερη σημασία.
Στα πλαίσια αυτά η χώρα μας, οι κυβερνήσεις της οποίας δεν έχουν εκχωρήσει δυστυχώς μόνο τα περιουσιακά της στοιχεία αλλά, επίσης, τον υπόγειο πλούτο της, μετατρέποντας την σε μία «φτωχοποιημένη» αποικία χρέους, οφείλει να είναι πάρα πολύ προσεκτική – αντιλαμβανόμενη τα σημαντικότατα γεωπολιτικά της πλεονεκτήματα, τα οποία θα μπορούσαν να επιλύσουν άμεσα όλα τα οικονομικά της προβλήματα.
Ευχόμαστε και ελπίζουμε να είναι σε θέση η σημερινή κυβέρνηση να διαχειριστεί σωστά τη «νέα τάξη πραγμάτων» που διαμορφώνεται, αφού η ευκαιρία που μας δίνεται είναι μεν πολύ μεγάλη, αλλά πιθανότατα επικίνδυνη – ενώ δεν ξέρουμε εάν είναι ευχή ή κατάρα η ύπαρξη ενεργειακών αποθεμάτων στις μικρές χώρες που δεν διαθέτουν ισχυρή στρατιωτική δύναμη για να προστατευθούν. Σε κάθε περίπτωση, το θέμα των Σκοπίων είναι πολύ σημαντικό – οπότε δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται με ελαφρότητα, σαν να πρόκειται για κάτι που έχει σχέση μόνο με την ονομασία (πηγή).
Ανάλυση
Η σύγκρουση της Κίνας με τις Η.Π.Α. κλιμακώνεται, με την υπερδύναμη να δηλώνει ότι, ήταν λάθος της η υποστήριξη της εισόδου της Κίνας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ) το 2001 – κάτι που ουσιαστικά επιβαλλόταν σε όλες τις χώρες από το ΔΝΤ, όταν αναγκάζονταν να ζητήσουν τη χρηματοδότηση τους από τον αμερικανικό οργανισμό, έτσι ώστε να διευκολύνεται η μετέπειτα άλωση τους μέσω της απελευθέρωσης των κεφαλαιακών ροών.
Φαίνεται λοιπόν πως στην περίπτωση της Κίνας οι Η.Π.Α. δεν τα κατάφεραν – δεν μπόρεσαν δηλαδή να την ελέγξουν ή/και να την λεηλατήσουν, αναφέροντας παραπλανητικά ότι, οι κανόνες του ΠΟΕ αποδείχθηκαν αναποτελεσματικοί όσον αφορά την υιοθέτηση ενός εμπορικού καθεστώτος, προσανατολισμένου στην ελεύθερη αγορά (πηγή).
Ως εκ τούτου η κυβέρνηση Trump προγραμματίζει μία σειρά ενεργειών εναντίον της Κίνας, κατηγορώντας την μεταξύ άλλων για κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας – προφανώς επειδή το εμπορικό έλλειμμα των Η.Π.Α. με τη χώρα έφτασε στα 275 δις $ το 2017 (γράφημα), τεκμηριώνοντας τη βιομηχανική ισχύ της Κίνας, καθώς επίσης την αντίστοιχη μεγάλη αδυναμία της υπερδύναμης.
Η Κίνα βέβαια απάντησε πως το πρόβλημα για το παγκόσμιο εμπόριο δεν είναι η ίδια, αλλά η υπερδύναμη – κάτι που μάλλον είναι σωστό, αφού στις Η.Π.Α. κυριαρχεί ο χρηματοπιστωτικός κλάδος που απομυζεί ολόκληρο τον πλανήτη, με τη βοήθεια του συστήματος του χρέους και του δολαρίου.
Το γεγονός όμως ότι, Η Κίνα αποτελεί μαζί με την Ιαπωνία έναν από τους δύο κορυφαίους δανειστές της υπερδύναμης, μειώνοντας όμως σταδιακά τις αγορές αμερικανικών ομολόγων (γράφημα), αποδεικνύει πως προσπαθεί να ανεξαρτητοποιηθεί όλο και περισσότερο – ενώ οι Η.Π.Α. δεν είναι σε θέση να της επιβάλλουν κυρώσεις όπως στη Ρωσία ή στο Ιράν, όχι μόνο επειδή της οφείλουν τεράστια ποσά αλλά κυρίως λόγω του ότι, τυχόν σταμάτημα των εισαγωγών τους από την Κίνα θα εκτόξευε τον πληθωρισμό τους στα ύψη.
Την ίδια στιγμή η Κίνα, στα πλαίσια της πρωτοβουλίας του δρόμου του μεταξιού και της στρατηγικής «Go West», έχει στόχο τη σύνδεση της δυτικής πλευράς της με τη Μεσόγειο – υπενθυμίζοντας πως το συγκεκριμένο φιλόδοξο εγχείρημα (Belt and Road, γράφημα) συμπεριλαμβάνει έξι βασικούς διαδρόμους, οι οποίοι συνδέουν την Ασία, τη Μέση Ανατολή, τη Βόρεια Αφρική από τη Μ. Ανατολή και την Ευρώπη.
Το τεράστιο αυτό οικονομικό πρόγραμμα υπερβαίνει την απλή εξαγωγή της πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας της Κίνας – αφού σχεδιάζεται επί πλέον η κατασκευή επιλεγμένων βιομηχανικών βάσεων στις χώρες της ΜΕΝΑ (Middle East, Nord Africa), με τη χρήση τις δικής της τεχνικής και παραγωγικής εμπειρίας. Στα έργα που θα γίνουν συμπεριλαμβάνεται το σιδηροδρομικό «Red Med» με πολλές ευκαιρίες για την ίδια, το Ισραήλ και τη Μέση Ανατολή (η Ελλάδα πούλησε ολόκληρο το σιδηροδρομικό της δίκτυο για 40 εκ. € στους Ιταλούς!), η επέκταση λιμένων όπως του Ομάν, καθώς επίσης σημαντικές επενδύσεις στην Τουρκία. Τα προβλήματα βέβαια της Τουρκίας, η οποία έκανε το μοιραίο λάθος να εισβάλλει στη Συρία χωρίς τη στήριξη των μεγάλων δυνάμεων, ίσως αλλάξουν τα σχέδια της Κίνας – κάτι που θα κόστιζε ακριβά στη γείτονα χώρα.
Περαιτέρω, το 2010 ο εμπορικός τζίρος της Κίνας με την Αραβία ανερχόταν στα 145 δις $ – ενώ το 2014 έφτασε στα 250 δις $, συνεχίζοντας να αυξάνεται ραγδαία. Σήμερα η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος εξαγωγέας σε πολλά κράτη της ΜΕΝΑ (χάρτης) – ενώ το 40% των εισαγωγών της σε πετρέλαιο προέρχεται από τις χώρες της ΜΕΝΑ. Ουσιαστικά λοιπόν αγοράζει ένα μεγάλο μέρος της ενέργειας που χρειάζεται, έναντι των προϊόντων που παράγει – ενώ σε ένα επόμενο στάδιο σχεδιάζεται ένα πολύπλοκο σύστημα μεταφοράς υγροποιημένου φυσικού αερίου (NLG), ενεργειακών αγωγών, ηλεκτρικών δικτύων, σταθμών παραγωγής ηλεκτρισμού και πράσινης ενέργειας, γύρω και κατά μήκος των νέων διαδρόμων του δρόμου του μεταξιού.
Τα έργα αυτά, σύμφωνα με την Ασιατική Τράπεζα Ανάπτυξης, θα μπορούσαν να κοστίσουν περί τα 26 τρις $ τα επόμενα δεκαπέντε έτη, συν 8 τρις $ κάποια άλλα παράπλευρα – ένα αστρονομικό ποσόν, μεγαλύτερο από το ετήσιο ΑΕΠ των Η.Π.Α. (18,6 τρις $ το 2016). Καθοριστικός παράγοντας δε για τη διαδικασία θα είναι η διεθνοποίηση του κινεζικού νομίσματος (ειδικά εάν καταφέρει να δημιουργήσει η Κίνα το πετρογουάν, εκτοπίζοντας το πετροδολάριο με τη βοήθεια της Σαουδικής Αραβίας), καθώς επίσης ο ρόλος της Ασιατικής Επενδυτικής Τράπεζας Υποδομών (AIIB).
Εν προκειμένω είναι εμφανής η ωφέλεια πολλών χωρών στις περιοχές διέλευσης του δρόμου του μεταξιού – όσον αφορά τις επενδύσεις, τη δημιουργία θέσεων εργασίας ή τις συμπράξεις δημοσίου και ιδιωτικού τομέα. Εν τούτοις θα υπάρξουν μεγάλοι γεωπολιτικοί κίνδυνοι εκ μέρους των κρατών που είτε δεν θα ωφεληθούν, είτε θα χάσουν – κυρίως των Η.Π.Α. που είναι αδύνατον να προσφέρουν κάτι ανάλογο, ενώ οι απειλές για το δολάριο, οπότε για το χρηματοπιστωτικό τους σύστημα και την ίδια την οικονομία τους είναι τεράστιες.
Με δεδομένη δε την πρόθεση της Κίνας να στηρίξει τους παραγωγούς πετρελαίου, όπως τη Σαουδική Αραβία και τα υπόλοιπα κράτη του κόλπου, έτσι ώστε να αναπτύξουν την οικονομία τους παύοντας να εξαρτώνται από το ακατέργαστο πετρέλαιο (στα πλαίσια μίας δεύτερης βιομηχανικής επανάστασης), είναι βέβαιο πως θα κυριαρχήσει στην περιοχή εκτοπίζοντας τις Η.Π.Α. εντελώς – ενώ η χώρα θέλει επίσης να δραστηριοποιηθεί στην ανοικοδόμηση της μεταπολεμικής Συρίας, την οποία σχεδίαζαν βέβαια οι Η.Π.Α. όπως παλαιότερα του Ιράκ, αφού προηγουμένως το κατέστρεψαν ολοσχερώς.
Η στρατηγική της Κίνας
Συνεχίζοντας, το σχέδιο «Μία ζώνη, ένας δρόμος» (One Belt One Road – OBOR), αποτελεί ένα φιλόδοξο πρόγραμμα της Κίνας, με στόχο την ανασυγκρότηση του παλαιού δικτύου εμπορικών δρομολογίων από τα δυτικά της χώρας, μέσω της Κεντρικής Ασίας και της Μέσης Ανατολής προς την Αφρική και την Ευρώπη – γνωστό ως ο δρόμος του μεταξιού. Το OBOR ξεκίνησε το 2014 με επενδύσεις ύψους 40 δις $ (πηγή), έχοντας επικεντρωθεί στην ανάπτυξη υποδομών και αγωγών φυσικού αερίου, καθώς επίσης πετρελαίου, σε ολόκληρη την κεντρική Ασία – ενώ στα πλαίσια του η Κίνα ανέλαβε το 2015 τον έλεγχο του στρατηγικού λιμένα GWADAR του Πακιστάν (πηγή).
Έτσι απέκτησε πρόσβαση στα στενά του HORMUZ, μέσω των οποίων μεταφέρεται το 20% του αργού πετρελαίου στον πλανήτη, καθώς επίσης στον Αραβικό Κόλπο. Το Ιράν, λόγω της κεντρικής γεωγραφικής θέσης του μεταξύ της Κίνας και της Ευρώπης, πρόκειται να διαδραματίσει έναν σημαντικό ρόλο – ενώ το πρώτο εμπορικό τραίνο από την Κίνα στην Τεχεράνη έφτασε το Φεβρουάριο του 2016, ανοίγοντας το δρόμο για τον εκσυγχρονισμό του σιδηροδρομικού δικτύου του Ιράν και την ενίσχυση των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ των δύο χωρών.
Πολύ σημαντική για τα σχέδια της Κίνας είναι επίσης η Αίγυπτος, επειδή η διώρυγα του Σουέζ ήταν ανέκαθεν η κύρια θαλάσσια διαδρομή της Κίνας για τις εξαγωγές της προς την Ευρώπη – ενώ μέσω του OBOR διενεργήθηκαν επενδύσεις, με στόχο την ανάπτυξη της (πηγή). Η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Αιγύπτου, με το διμερές εμπόριο το 2014 να φτάνει στα 11,6 δις $ – ενώ στα πλαίσια της στήριξης της από το ΔΝΤ με ένα δάνειο ύψους 12 δις €, η Κίνα και η Αίγυπτος υπέγραψαν στα τέλη του 2016 μία συμφωνία ανταλλαγής νομισμάτων (SWAP) ύψους 2,6 δις $, με το γουάν να εμφανίζεται για πρώτη φορά ως αποθεματικό νόμισμα (πηγή), ένα μόλις μήνα μετά την είσοδο του στο «καλάθι νομισμάτων» του ΔΝΤ.
Στο Ισραήλ τώρα η Κίνα ενδιαφέρθηκε για την επένδυση σε μία σιδηροδρομική γραμμή που θα συνδέει την Ερυθρά Θάλασσα με τη Μεσόγειο (πηγή), τη γνωστή ως «Red-Med» – η οποία θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως εναλλακτική διαδρομή για τα φορτία που μεταφέρονται κανονικά μέσω του καναλιού του Σουέζ. Ένα άλλο σημαντικό έργο της στη Μέση Ανατολή, στην οποία στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό η παγκόσμια ηγεμονία των Η.Π.Α., είναι η πόλη του μεταξιού του Κουβέιτ – ως μέρος του σχεδίου OBOR.
Ο πρόεδρος της Κίνας πάντως, δηλώνοντας πως η λύση σε πολλά θέματα στη Μέση Ανατολή είναι η ανάπτυξη (κάτι που ισχύει προφανώς και για την Ελλάδα), υπέγραψε μία συμφωνία επενδυτικής συνεργασίας με τη Σαουδική Αραβία ύψους 65 δις $ – ενώ τονίζουμε ξανά πως η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος εξαγωγέας προς τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική, αποτελώντας ταυτόχρονα το μεγαλύτερο εισαγωγέα πετρελαίου από την περιοχή.
Υπενθυμίζουμε εδώ πως η ARAMCO (Αραβο-Αμερικανική εταιρεία πετρελαίου), η οποία θα εισαχθεί στο χρηματιστήριο πουλώντας το 5% των μετοχών της, με την Κίνα να ενδιαφέρεται για ένα μεγάλο μερίδιο της (εκτιμώμενη αξία του ΙΡΟ της εταιρείας στα 2 τρις $), ιδρύθηκε το 1933 ως κοινοπραξία με Αμερικανούς πετρελαιοπαραγωγούς – οι οποίοι είχαν το μεγαλύτερο μερίδιο των κερδών, έως ότου η Σαουδική Αραβία την εθνικοποίησε σταδιακά τη δεκαετία του 1970, ελέγχοντας την πλήρως το 1980.
Το κινεζικό δόγμα
Περαιτέρω, η ευρύτερη στρατηγική της Κίνας είναι η αποφυγή μίας γεωπολιτικής σύγκρουσης στη Μέση Ανατολή και η διεύρυνση των σχέσεων της με τον ισλαμικό κόσμο – μεταξύ άλλων για τη δική της ενεργειακή ασφάλεια. Ο τρόπος δε, με τον οποίο σχεδιάζει να το επιτύχει, είναι η συνεργασία της με τη Ρωσία, ειδικά στο στρατιωτικό τομέα – όπου της εξασφαλίζει έσοδα από τις εξαγωγές πετρελαίου (το 15% των εισαγωγών της Κίνας προέρχονται από τη Ρωσία, έναντι μόλις 5% πριν από λίγα χρόνια), καθώς επίσης την οικονομική της στήριξη απέναντι στις αμερικανικές χρηματοπιστωτικές επιθέσεις.
Η στρατηγική αυτή, η οποία μεταξύ άλλων διαμορφώνει ένα εντελώς διαφορετικό γεωπολιτικό περιβάλλον στη Μέση Ανατολή, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τους στόχους και τα συμφέροντα της υπερδύναμης – πόσο μάλλον όταν η Κίνα δήλωσε πρόσφατα ότι, είναι πρόθυμη να ενεργήσει ως διαμεσολαβητής μεταξύ της Σαουδικής Αραβίας και του Ιράν, έτσι ώστε να επιλύσουν τα μεταξύ τους προβλήματα.
Οι Η.Π.Α. τώρα παραμένουν μακράν ο μεγαλύτερος προμηθευτής πολεμικού εξοπλισμού της περιοχής (γράφημα) – ενώ η Κίνα δεν είναι σε θέση να τις ανταγωνιστεί στρατιωτικά σε καμία περίπτωση (ο στρατιωτικός προϋπολογισμός της είναι 145 δις $ ετήσια, έναντι 600 δις $ των Η.Π.Α.). Είναι λογικό λοιπόν να τάσσεται δημόσια υπέρ της ειρηνικής συνύπαρξης των κρατών, δηλώνοντας πως σέβεται τις πέντε βασικές αρχές της, το δόγμα της, όπως αυτές διατυπώθηκαν από τον πρωθυπουργό της το 1953, σε μία συνάντηση του με την ινδική κυβέρνηση – ενώ ήταν οι εξής (πηγή):
(α) Ο αμοιβαίος σεβασμός της εθνικής κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας, (β) η αμοιβαία συμφωνία περί μη επίθεσης, (γ) η αμοιβαία μη παρέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις των άλλων, (δ) η ισότητα όλων των χωρών μεταξύ τους και το αμοιβαίο όφελος, (ε) η ειρηνική συνύπαρξη.
Με δεδομένη όμως την επέκταση της Κίνας στην Αφρική (δημιουργεί την πρώτη στρατιωτική της βάση στο εξωτερικό στο Τζιμπουτί, στρατηγικά τοποθετημένο στο Κέρας της Αφρικής, 20 μίλια από τις ακτές της Υεμένης – όπου το ένα τρίτο της παγκόσμιας ναυτιλίας συμπεριλαμβανομένων των περισσοτέρων ημερήσιων εξαγωγών της Κίνας ύψους 1 δις $ και των μισών εξαγωγών πετρελαίου διέρχονται από την ακτή του στο δρόμο προς το κανάλι του Σουέζ), καθώς επίσης στη Λατινική Αμερική μέσω κυρίως της Βενεζουέλας, οι Η.Π.Α. δεν έχουν άλλο μέσο στη διάθεση τους για να τη σταματήσουν, εκτός από τη στρατιωτική τους υπεροχή. Ως εκ τούτου είναι σχεδόν βέβαιο ότι, εάν δεν θέλουν να χάσουν σταδιακά όλους τους συμμάχους τους, την παγκόσμια ηγεμονία και τον πλούτο τους, θα πρέπει να συγκρουστούν στρατιωτικά με την Κίνα – ενώ όσο αργούν, τόσο πιο δύσκολο θα είναι.
Επίλογος
Το μεγάλο εμπόδιο ενός πολεμικού σεναρίου δεν είναι άλλο από τη Ρωσία – ενώ η επιτάχυνση της περικύκλωσης της από παντού σημαίνει πιθανότατα ότι, οι Η.Π.Α. πράγματι προετοιμάζονται για κάτι τέτοιο. Φυσικά πρόκειται για μία υπόθεση, αφού ένας παγκόσμιος πόλεμος θα μπορούσε να προκαλέσει την καταστροφή ολόκληρου του πλανήτη – κάτι που ελπίζουμε να μη συμβεί, γνωρίζοντας όμως πως διαφορετικά η κατάρρευση της υπερδύναμης είναι σχεδόν βέβαιη.
Στα πλαίσια αυτά είναι περισσότερο πιθανόν και ασφαλώς προτιμότερο να επιλέξουν οι Η.Π.Α. τη διεξαγωγή ενός οικονομικού/χρηματοπιστωτικού πολέμου με την Κίνα, γνωρίζοντας τις μεγάλες αδυναμίες της στο συγκεκριμένο τομέα – μεταξύ των οποίων τα βουνά των χρεών της, ιδιαίτερα όσον αφορά τις επιχειρήσεις, τα οποία αυξάνονται ραγδαία μετά το 2008 (γράφημα). Η συνάντηση των δύο ηγετών πάντως στο Davos θα ήταν πολύ σημαντική για το μέλλον του πλανήτη – ενώ είναι βέβαιο πως ο πρόεδρος της Κίνας θα παραμείνει ήπιος και ειρηνικός. Εν τούτοις, οι προσπάθειες ανατροπής του κ. Trump από το βαθύ κράτος που θέλει τη στρατιωτική σύγκρουση με την Κίνα είναι δεδομένες – τονίζοντας όμως πως μία αυτοκρατορία καταρρέει συνήθως από το εσωτερικό της.
Ολοκληρώνοντας δεν πρέπει να ξεχνάμε τη Γερμανία, η οποία έχει τα μεγαλύτερα πλεονάσματα ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών παγκοσμίως – ενώ είναι απόλυτα εξαρτημένη από τις εισαγωγές ενέργειας, σχεδόν όπως η Ιαπωνία. Ο βασικός προμηθευτής της δε είναι η Ρωσία, ενώ οι προσπάθειες της να συνδεθεί μέσω του Δούναβη με το λιμάνι της Θεσσαλονίκης που εξαγόρασε (έτσι ώστε να εκμεταλλευθεί τα ενεργειακά αποθέματα της Ελλάδας και της Κύπρου), καθώς επίσης με τη Μέση Ανατολή (αγωγοί), θα απαιτήσουν πολύ χρόνο – κάτι που γνωρίζουν φυσικά οι Η.Π.Α., προσπαθώντας να εξασφαλίσουν την προμήθεια της με υγροποιημένο φυσικό αέριο που παράγουν οι ίδιες από σχιστόλιθο, για να μην τη χάσουν ως σύμμαχο.
Βιβλιογραφία: BESACENTER, CPIANALYSIS, The Diplomat, Lily Hindi
Πηγή : https://analyst.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου