Tο γεγονός ότι ο πρωθυπουργός δεν είχε το θάρρος να πει την αλήθεια στους Έλληνες, αποκαλύπτοντας τους με ειλικρίνεια όλα όσα συνέβησαν και συμβαίνουν κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, είναι ασφαλώς ασυγχώρητο – ενώ εάν δεν διορθώσει το λάθος του, έστω καθυστερημένα, θα το πληρώσει πάρα πολύ ακριβά τόσο ο ίδιος, όσο και η πατρίδα μας.
Άποψη
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία σχετικά με το ότι η Ελλάδα θα χρεοκοπήσει ξανά, όπως συνέβη την πρώτη φορά με το PSI – αφού δεν θα είναι ασφαλώς σε θέση να εξυπηρετήσει τα χρέη της το αργότερο το 2022, όπου μόνο οι τόκοι τότε θα είναι της τάξης των 24,4 δις €. Επομένως πρέπει να αναδιαρθρωθούν τα τοκοχρεολύσια της, γεγονός που είναι συνώνυμο με τη χρεοκοπία, όσο και αν θέλει να το ωραιοποιεί κανείς – ενώ με νέα χρέη δεν πληρώνονται ποτέ τα παλαιά, όταν ένα κράτος έχει υπερχρεωθεί σε τέτοιο βαθμό.
Το πώς τώρα θα συμπεριληφθεί στο πρόγραμμα αγοράς παγίων της ΕΚΤ (QE) μία χώρα που είναι βέβαιο ότι θα χρεοκοπήσει, πολύ περισσότερο όταν η διαφαινόμενη αναδιάρθρωση των χρεών της χωρίς ονομαστική διαγραφή θα την οδηγήσει σε μία τρίτη πτώχευση, είναι δύσκολο να το κατανοήσει κανείς – ενώ είναι μάλλον ανόητες οι αναφορές στην ανεξαρτησία της ΕΚΤ, αφού «άγεται και φέρεται» από τη γερμανική κυβέρνηση, οπότε είναι πολιτικά εξαρτώμενη.
Περαιτέρω, σύμφωνα με την κυβέρνηση, η οποία ναι μεν δεν αναλαμβάνει την «πατρότητα» των μνημονίων αλλά τα υποστηρίζει, κρίνοντας από τα «επιτυχή» αποτελέσματα τους που προβάλλει (όπως είναι το θηριώδες πρωτογενές πλεόνασμα του 4,2%, ο θετικός ρυθμός ανάπτυξης 0,4% παρά τα υφεσιακά μέτρα, η πρόσφατη μείωση της ανεργίας, η επιτυχία του ΕΦΚΑ κοκ.), η Ελλάδα ευρίσκεται σε καλό δρόμο!
Εν τούτοις, ο δρόμος αυτός δεν οδηγεί στην έξοδο από την κρίση – κρίνοντας από τους χιλιάδες Έλληνες που μεταφέρουν τη φορολογική τους έδρα στο εξωτερικό, από τα κόκκινα επιχειρηματικά δάνεια ύψους 60 δις € που έχουν συσσωρευτεί, από τα επίσης 60 δις € των νοικοκυριών, από τις κατασχέσεις και τους πλειστηριασμούς που αυξάνονται, από τις συνεχιζόμενες χρεοκοπίες μικρών και μεγάλων εταιρειών, από την απελπιστική κατάσταση των τραπεζών κοκ.
Για να βγει η Ελλάδα από την κρίση χρειάζεται να αναπτυχθεί η οικονομία της – οπότε να αυξηθεί η ζήτηση στο εσωτερικό της, αφού η μειωμένη ανταγωνιστικότητα δεν της επιτρέπει να εκμεταλλευτεί τη ζήτηση στο εξωτερικό, με εξαίρεση τον τουρισμό που ωφελείται σε μεγαλύτερο βαθμό από τις χαμηλές αμοιβές των εργαζομένων.
Η άνοδος της εγχώριας ζήτησης όμως προϋποθέτει εν πρώτοις την αύξηση των δημοσίων δαπανών – η οποία δεν μπορεί να συμβεί λόγω της υπερχρέωσης της Ελλάδας, των πρωτογενών πλεονασμάτων που απαιτούνται κοκ. Από την άλλη πλευρά, η αύξηση της ανταγωνιστικότητας της απαιτεί τη διενέργεια επενδύσεων, αφού το κόστος εργασίας είναι πια αρκετά χαμηλό – οι οποίες όμως είναι αδύνατες χωρίς την άνοδο της εγχώριας ζήτησης.
Η άνοδος της εγχώριας ζήτησης εμποδίζεται επίσης από τα μειωμένα εισοδήματα των Ελλήνων, κυρίως λόγω της πτώσης των μισθών και της αύξησης των φόρων – καθώς επίσης από την υπερχρέωση τους, η οποία προέρχεται από τις ίδιες αιτίες. Ως εκ τούτου η χώρα είναι παγιδευμένη στο σπιράλ του θανάτου και αντιμετωπίζει το τέλειο αδιέξοδο – από το οποίο δεν υπάρχει δρόμος διαφυγής, εάν δεν μεσολαβήσει η ονομαστική διαγραφή ενός μεγάλου μέρους του δημοσίου χρέους, για να καταστεί εφικτή μία αντίστοιχη του ιδιωτικού.
Από την άλλη πλευρά ορισμένοι ισχυρίζονται πως το υψηλό χρέος δεν εμποδίζει τις ξένες επενδύσεις στην Ελλάδα – παρά το ότι η εσωτερική ζήτηση δεν τις στηρίζει, ούτε η εξωτερική λόγω της μειωμένης ανταγωνιστικότητας! Κατά τους ίδιους, τα προβλήματα είναι ο έλεγχος κεφαλαίων, η πολιτική αστάθεια και το φορολογικό πλαίσιο που αλλάζει συνεχώς – χωρίς δυστυχώς να αναρωτιούνται γιατί υπάρχουν αυτά τα εμπόδια.
Δεν είναι αυτονόητο όμως το ότι, οι έλεγχοι κεφαλαίων επιβλήθηκαν αφενός μεν λόγω των εκροών καταθέσεων, αφετέρου επειδή η οικονομική κατάσταση των τραπεζών είναι απελπιστική; Η πολιτική αστάθεια δεν οφείλεται κυρίως στα μνημόνια, τα οποία οδηγούν τη μία κυβέρνηση μετά την άλλη στο γκρεμό, εξαιτίας της κοινωνικής δυσαρέσκειας; Πώς είναι δυνατόν να διατηρηθεί σταθερό το φορολογικό πλαίσιο, όταν η Τρόικα επιβάλλει την αύξηση των φόρων για τη δημιουργία πρωτογενών πλεονασμάτων;
Οι ίδιοι ισχυρίζονται πως το αληθινό πρόβλημα της Ελλάδας δεν είναι το χρέος, αλλά η πτώση της ανταγωνιστικότητας της – παρά το ότι η ανταγωνιστικότητα εξαρτάται από τις επενδύσεις, οι οποίες είναι αδύνατες σε μία υπερχρεωμένη οικονομία, όπου η ζήτηση συνεχώς περιορίζεται. Επίσης ότι ένοχη είναι η κυβέρνηση που συντηρεί το αφήγημα, σύμφωνα με το οποίο «δεν φταίει η οικονομική πολιτική της, αλλά οι ξένοι και το χρέος» – όταν την ίδια στιγμή κατηγορούν τον πρωθυπουργό πως δεν κυβερνάει ο ίδιος, αλλά οι ξένοι! Πρόκειται λοιπόν για την απόλυτη σχιζοφρένεια – για μία ακόμη από τις οδυνηρές συνέπειες των μνημονίων.
Στα πλαίσια αυτά, όσο και να θέλει κανείς είναι αδύνατον να καταλάβει ανθρώπους που δεν συνειδητοποιούν το αυτονόητο ή που επιμένουν σε τέτοιους ανόητους ισχυρισμούς – κατηγορώντας την κυβέρνηση για πράγματα που ασφαλώς δεν φταίει και αδιαφορώντας για τα μεγάλα της σφάλματα: όπως τα χιλιάδες ψέματα που είπε, το ότι δεν τήρησε καμία από τις προεκλογικές της δεσμεύσεις, πως δεν σεβάσθηκε τη λαϊκή βούληση στο δημοψήφισμα προδίδοντας επαίσχυντα τους Πολίτες ή ότι ψήφισε το χειρότερο μνημόνιο στην παγκόσμια ιστορία.
Βέβαια, οι δύο πρώτες ενέργειες της μπορεί να οφείλονται απλά στις ψευδαισθήσεις που είχε και στην ανεπάρκεια της – ενώ η κυβίστηση στο δημοψήφισμα και το τρίτο μνημόνιο στο ότι εκβιάστηκε από τη Γερμανία.
Ακόμη όμως και αν της συγχωρούσε κανείς όλα αυτά, το ότι ο πρωθυπουργός δεν είχε το θάρρος να πει την αλήθεια στους Έλληνες, όσο πικρή και αν ήταν, αποκαλύπτοντας τους με ειλικρίνεια όλα όσα συνέβησαν και συμβαίνουν κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, είναι ασφαλώς ασυγχώρητο – ενώ εάν δεν διορθώσει το λάθος του, έστω καθυστερημένα, θα το πληρώσει πάρα πολύ ακριβά τόσο ο ίδιος, όσο και η πατρίδα μας.
Εάν το διορθώσει, τότε οι Έλληνες θα καταλάβαιναν επιτέλους ποιός είναι ο αληθινός τους εχθρός, καθώς επίσης πότε και πώς θα πολεμούσαν – οπότε είμαστε σίγουροι πως μπορεί μεν να έχασαν κάποιες μάχες, αλλά θα κέρδιζαν τον πόλεμο, όσο και αν τους κόστιζε. Τι μπορεί αλήθεια να είναι πιο ακριβό για ένα κράτος από την απώλεια της εθνικής του κυριαρχίας, από τους εξευτελισμούς που υφίσταται, από τη ντροπή, από τη λεηλασία και από την εξαθλίωση του; Απολύτως τίποτα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου