Οι οδυνηρές περιπέτειες που συνοδεύουν την κυλιόμενη πτώχευση, στην οποία έχει καταδικαστεί η Ελλάδα, φαίνονται ολοκάθαρα στη δύστυχη χώρα της Λατινικής Αμερικής, στην οποία η κρίση διήρκησε πάνω από 15 χρόνια – ελπίζοντας να μην ακολουθήσουμε το θλιβερό παράδειγμα της.
«Επειδή αρκετοί παραλληλίζουν τις αποφάσεις που θα ληφθούν από τους πιστωτές της Ελλάδας με αυτές που αφορούσαν στο παρελθόν το Μεξικό, θεωρούμε σκόπιμο να αναφερθούμε στην πολυετή περιπέτεια του – η οποία μπορεί να μας διδάξει πάρα πολλά σε σχέση με το μέλλον της πατρίδας μας, με ευρώ ή με δραχμή, εάν συνεχίσει να βασιλεύει η σιωπή των αμνών«.
Ανάλυση
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 έως την αρχή της αντίστοιχης του 1970 το Μεξικό βίωσε μία περίοδο μακροοικονομικής σταθερότητας και ανάπτυξης, με έναν υψηλό ετήσιο ρυθμό της τάξης του 7%, χωρίς να προκληθεί πληθωρισμός. Εκείνη την εποχή το νόμισμα της χώρας ήταν συνδεδεμένο με το δολάριο, με τη σταθερή ισοτιμία των 12,50 Pezos ανά δολάριο. Όλα αυτά θυμίζουν σε κάποιο βαθμό την Ελλάδα, μετά το 2ΠΠ – παρά το ότι ορισμένοι θεωρούν πως οι εξελίξεις αυτές αφορούσαν μόνο τη χώρα μας.
Το 1970 τώρα η οικονομική πολιτική του Μεξικού άλλαξε ραγδαία, με την εκλογή ενός νέου προέδρου – ο οποίος αύξησε σημαντικά τις δημόσιες δαπάνες, εγκαινιάζοντας μία «δημοσιονομική επέκταση» που οδήγησε στην άνοδο του κρατικού χρέους, μέσω της αύξησης των ελλειμμάτων (-10% του ΑΕΠ το 1975, 1976). Η αύξηση της ποσότητας χρήματος επιταχύνθηκε στο 33,8% το 1975, ενώ εύλογα ο πληθωρισμός διαμορφώθηκε πάνω από το 20% το 1973 και το 1974 – με την ταυτόχρονη επιδείνωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, τα ελλείμματα του οποίου έφτασαν στο 5% του ΑΕΠ το 1975.
Ως αποτέλεσμα του πληθωρισμού, η πραγματική αξία του νομίσματος μειώθηκε ραγδαία, εις βάρος των μισθωτών και των συνταξιούχων, ενώ το εξωτερικό χρέος αυξήθηκε έντονα, φτάνοντας στο 31% του ΑΕΠ το 1976 – με το μεγαλύτερο μέρος του να αφορά το δημόσιο, το οποίο δανειζόταν από ξένες τράπεζες. Περί τα 3/4 των πληρωμών των τόκων συνδέονταν με τα επιτόκια των Η.Π.Α., καθώς επίσης με το διατραπεζικό επιτόκιο του Λονδίνου (LIBOR), το οποίο αναπροσαρμοζόταν κάθε έξι μήνες. Ως εκ τούτου, ο εξωτερικός δανεισμός του Μεξικού ήταν εκτεθειμένος σε μεγάλα ρίσκα, όσον αφορά τις αλλαγές στα μακροοικονομικά του μεγέθη – με την έννοια πως τα επιτόκια αυξάνονταν ραγδαία, όταν οι συνθήκες στην οικονομία επιδεινώνονταν.
Περαιτέρω, την 31η Αυγούστου του 1976, λόγω των υψηλών ελλειμμάτων του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, το νόμισμα υποτιμήθηκε σχεδόν κατά 50% – με αποτέλεσμα να βυθιστεί η οικονομία στην ύφεση. Αμέσως μετά εξελέγη ένας νέος πρόεδρος, ο οποίος συμφώνησε ένα πρόγραμμα σταθεροποίησης της οικονομίας με το ΔΝΤ – μέσω του οποίου το πρώτο έτος άρχισε να μειώνεται ο πληθωρισμός, όπως επίσης το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και το έλλειμμα του προϋπολογισμού.
Όταν το 1979 όμως άρχισε η σταδιακή εξόρυξη των αποθεμάτων πετρελαίου που είχαν ανακαλυφθεί, το πρόγραμμα του ΔΝΤ εγκαταλείφθηκε – ενώ αυξήθηκαν ξανά οι δημόσιες δαπάνες, στα πλαίσια της διευρυμένης δημοσιονομικής πολιτικής που υιοθετήθηκε από την κυβέρνηση. Από το 1978 έως το 1981 η πραγματική αύξηση του ΑΕΠ κυμάνθηκε μεταξύ του 8% και του 9,1% – ενώ ο πληθωρισμός αυξήθηκε λόγω της δημοσιονομικής πολιτικής που ακολουθήθηκε, αλλά δεν υπερέβη το 30%. Στο γράφημα που ακολουθεί φαίνεται η σύνθεση της οικονομικής ανόδου.
Επεξήγηση γραφήματος: Τριμηνιαία αλλαγή των συντελεστών του
ΑΕΠ σε όγκο, εποχιακά προσαρμοσμένη: Δημόσια κατανάλωση (καφέ) +
Καθαρές εξαγωγές (γαλάζιο, εξαγωγές μείον τις εισαγωγές) + Ιδιωτική
κατανάλωση (μπλε) + Επενδύσεις και δημιουργία αποθεμάτων.
Πραγματικό ΑΕΠ (γκρίζα καμπύλη).
Από την άλλη πλευρά, πολλοί παράγοντες επιδείνωσαν την εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους μετά το 1979. Ειδικότερα, όταν ξέσπασε η δεύτερη πετρελαϊκή κρίση το 1979, οι τιμές του πετρελαίου εκτοξεύθηκαν στα ύψη – κάτι που ωφέλησε σε μεγάλο βαθμό τους εξαγωγείς πετρελαίου του Μεξικού, αφού αυξήθηκαν τα κέρδη τους. Όμως, η ύφεση που ακολούθησε την άνοδο των τιμών του πετρελαίου ήταν ένας σημαντικός αρνητικός παράγοντας, αφού περιόρισε τις καθαρές εξαγωγές της χώρας λόγω της μειωμένης ζήτησης – ενώ το ίδιο έτος τα επιτόκια παγκοσμίως έφτασαν σε ύψη ρεκόρ.
Η άνοδος των βασικών αμερικανικών επιτοκίων από τη Fed είχε στόχο να καταπολεμήσει τον υψηλό πληθωρισμό της δεκαετίας του 1970 – κάτι που όμως αύξησε την ισοτιμία του δολαρίου, με δυσμενή αποτελέσματα για την εξυπηρέτηση του εξωτερικού χρέους του Μεξικού. Σε συνδυασμό τώρα με τις πληρωμές των τόκων, τα 3/4 των οποίων ήταν σε κυμαινόμενο επιτόκιο όπως αναφέραμε παραπάνω, τα ληξιπρόθεσμα τοκοχρεολύσια της χώρας ήταν πολύ δύσκολο να πληρωθούν – πόσο μάλλον το 1981, όπου το επιτόκιο LIBOR κορυφώθηκε στο 16,7% (13,6% το 1982).
Ένας επόμενος παράγοντας ήταν το υπερτιμημένο νόμισμα, ως αποτέλεσμα του ότι, από τα μέσα του 1978 έως τα μέσα του 1980 η ονομαστική αξία του διατηρήθηκε σταθερή – παρά το ότι ο ετήσιος πληθωρισμός υπερέβαινε το 20%. Λογικά λοιπόν δημιουργήθηκαν φόβοι υποτίμησης του, οι οποίοι προκάλεσαν μεγάλες εκροές κεφαλαίων – δηλαδή, οι άνθρωποι μετέτρεπαν τα Pezos σε ξένα νομίσματα, για να διατηρήσουν την αγοραστική τους αξία ή/και μετέφεραν τις καταθέσεις τους στο εξωτερικό.
Ακόμη χειρότερα, η κυβέρνηση συνέχιζε να δανείζεται, αυξάνοντας το εξωτερικό χρέος (γράφημα) – ενώ το νόμισμα διολίσθησε σταδιακά από τα μέσα του 1980 έως τον Ιανουάριο του 1982 κατά 16%, με τον ετήσιο πληθωρισμό να πλησιάζει το 30%.
Ως εκ τούτου τα πραγματικά επιτόκια (=ονομαστικά μείον τον πληθωρισμό) έγιναν αρνητικά, προκαλώντας τη συσσώρευση χρέους – ενώ στις αρχές του 1982 το Pezos αποδεσμεύθηκε από την κυβέρνηση, η οποία το άφησε να διακυμανθεί ελεύθερα έως τον Ιούλιο του 1982, όπου υποτιμήθηκε κατά 50%.
Εν τούτοις η υποτίμηση δεν ήταν αρκετή, αφού το εμπορικό έλλειμμα αυξήθηκε στο 13% το ίδιο έτος – ενώ η άνοδος της χρηματοπιστωτικής αστάθειας, τα πολιτικά προβλήματα, καθώς επίσης οι φόβοι για περαιτέρω υποτίμηση, αύξησαν ακόμη πιο πολύ τις εκροές κεφαλαίων (3,4% του ΑΕΠ το 1981 και 4,2% το 1982), μειώνοντας επικίνδυνα τα συναλλαγματικά αποθέματα (γράφημα).
Επεξήγηση γραφήματος: Εξέλιξη των συναλλαγματικών αποθεμάτων
του Μεξικού σε δις $.
Παράλληλα, η κυβέρνηση είχε κλιμακώσει τις δημόσιες δαπάνες χωρίς να αυξήσει τα δημόσια έσοδα – με αποτέλεσμα το έλλειμμα του προϋπολογισμού να εκτοξευθεί στο 14,7% του ΑΕΠ το 1981, το δημόσιο χρέος στο 42% και το εξωτερικό στο 33%. Μετά την υποτίμηση δε του νομίσματος το 1982, το εξωτερικό χρέος του Μεξικού έφτασε στο 49% του ΑΕΠ, ενώ η εξυπηρέτηση του απορροφούσε το 142% των συνολικών ετησίων εσόδων του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και το 24% του ΑΕΠ – με τελικό αποτέλεσμα τον Αύγουστο του 1982 η χώρα να μην είναι σε θέση να πληρώσει τις υποχρεώσεις της.
Η πρώτη χρεοκοπία
Στις 12 Αυγούστου του 1982 ο υπουργός οικονομικών του Μεξικού ενημέρωσε τις Η.Π.Α. και το ΔΝΤ ότι, η χώρα του δεν μπορούσε να πληρώσει το εξωτερικό χρέος της, ύψους 80 δις $ – ενώ τον ίδιο μήνα οι κεντρικές τράπεζες της Δύσης, με εντολή των Η.Π.Α. και της Fed, ενέκριναν ένα δάνειο ύψους 1,5 δις $ στο Μεξικό, επί πλέον στα 2 δις $ μετρητά που έδωσε η υπερδύναμη, ως προπληρωμές πετρελαίου και γεωργικές πιστώσεις. Στην ουσία το Μεξικό έλαβε 3,5 δις $ για τις άμεσες ανάγκες του, αλλά μόνο μία επιμήκυνση των δανείων του (rollover) για τρεις μήνες.
Την 1η Σεπτέμβρη η κυβέρνηση εθνικοποίησε το τραπεζικό σύστημα για να εμποδίσει τη χρεοκοπία του, επιβάλλοντας επί πλέον έλεγχο στη διακίνηση κεφαλαίων – όταν τους επόμενους μήνες σταμάτησαν όλες οι πληρωμές του ιδιωτικού χρέους, καθώς επίσης οι περισσότερες του δημοσίου χρέους.
Το Δεκέμβριο του 1982 το ΔΝΤ ενέκρινε ένα δάνειο ύψους 3,8 δις $ στο Μεξικό, με αντάλλαγμα την υιοθέτηση μέτρων απελευθέρωσης της οικονομίας του – ένα πρόγραμμα που τελείωσε το 1985, ακολουθούμενο από ένα δεύτερο για την περίοδο 1986 έως 1988, καθώς επίσης από ένα τρίτο για το 1989 έως το 1993, όπου όλα μαζί αντιστοιχούσαν στο 5,2% του ΑΕΠ του. Για σύγκριση, η Ελλάδα θα λάμβανε συνολικά μόλις περί τα 12 δις €, εάν της είχαν εγκριθεί ανάλογα δάνεια.
Περεταίρω, από τον Αύγουστο έως το Δεκέμβριο του 1982 το νόμισμα υποτιμήθηκε κατά 50% απέναντι στο δολάριο, ενώ ο πληθωρισμός αναρριχήθηκε στο 100% βυθίζοντας τη χώρα στην ύφεση (-0,6% το 1982 και -4,2% το 1983). Το πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ περιορίσθηκε κατά 3% το 1982 και κατά 6% το 1993, ενώ στα πέντε επόμενα έτη της χρεοκοπίας κατά 11% συνολικά. Την ίδια χρονική περίοδο οι πραγματικοί μισθοί μειώθηκαν κατά 30%, η ανεργία κορυφώθηκε ιδιαίτερα στις αγροτικές περιοχές, ενώ η συρρίκνωση των επενδύσεων και της κατανάλωσης ήταν οι βασικοί συντελεστές της πτώσης του ΑΕΠ, όπως φαίνεται στο πρώτο γράφημα της ανάλυσης.
Η μοναδική θετική εξέλιξη ήταν η αύξηση των εξαγωγών λόγω της υποτίμησης του Pezos, η οποία συνεχίσθηκε (γράφημα) – όπου όμως στα τέλη του 1986 το εξωτερικό χρέος του Μεξικού σχεδόν τριπλασιάσθηκε στο 78% του ΑΕΠ από 31% το 1976, με τον πληθωρισμό στο 100%. Το ίδιο έτος οι τιμές πετρελαίου παγκοσμίως κατέρρευσαν, επιδεινώνοντας σε μεγάλο βαθμό την οικονομία της χώρας – αν και η εξέλιξη του ΑΕΠ μεταξύ των ετών 1983 και 1988 ήταν της τάξης του 0,1% ετησίως, όταν για σύγκριση η Ελλάδα έχανε σε μία αντίστοιχη χρονική περίοδο περί το 5% ετήσια του ΑΕΠ της!
Οφείλουμε να σημειώσουμε εδώ πως η βασική αιτία, για την οποία χρεοκοπεί μία χώρα δεν είναι τόσο το δημόσιο χρέος, όσο το εξωτερικό – ενώ αυτός είναι ουσιαστικά ο λόγος, για τον οποίο απευθύνεται στο ΔΝΤ: ο δανεισμός της δηλαδή σε ξένο συνάλλαγμα. Η πρώτη ενέργεια δε του Ταμείου είναι η επιβολή ελέγχων κεφαλαίων, έτσι ώστε να εμποδιστούν οι μαζικές εκροές χρημάτων – κάτι που δεν εφάρμοζε στην Ελλάδα, τεκμηριώνοντας πως η πρόθεση του δεν ήταν η διάσωση της.
Η αναδιάρθρωση του χρέους
Συνεχίζοντας, από το Μεξικό ξεκίνησαν ουσιαστικά οι διαδοχικές οικονομικές κρίσεις των χωρών της Λατινικής Αμερικής της δεκαετίας του 1980 και 1990, οι οποίες ακόμη συνεχίζονται. Η κυβέρνηση του αποφάσισε τότε μία αναβολή δύο ετών, όσον αφορούσε τις πληρωμές μεγάλης κλίμακας, η οποία χορηγήθηκε από τις αμερικανικές τράπεζες – όταν στις 10 Δεκεμβρίου επετεύχθη μία συμφωνία μαζί τους, για την επιμήκυνση των χρεολυσίων του δημοσίου ύψους 23 δις $, τα οποία έληγαν από τις 23 Αυγούστου του 1982 έως τις 31 Δεκεμβρίου του 1984.
Φυσικά το ΔΝΤ επέβαλλε τις γνωστές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις ως προϋπόθεση της συμφωνίας, καθώς επίσης των δανείων που παραχώρησε το ίδιο – ενώ η χρεοκοπία του Μεξικού δημιούργησε προβλήματα στην κεφαλαιουχική βάση πολλών τραπεζών, οπότε αρκετοί φοβήθηκαν πως θα καταρρεύσει το χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Περαιτέρω, λόγω της πτώσης του ρυθμού ανάπτυξης, καθώς επίσης του υπερβολικά υψηλού πληθωρισμού, δρομολογήθηκε για πρώτη φορά το «σχέδιο Baker» το 1982 – σύμφωνα με το οποίο έναντι οικονομικών μεταρρυθμίσεων οι υπερχρεωμένες χώρες θα μπορούσαν να έχουν πρόσβαση σε καινούργια μεσοπρόθεσμα δάνεια που θα παρείχαν τόσο οι ιδιώτες, όσο και οι κρατικοί οργανισμοί, για να είναι σε θέση να ανακυκλώνουν τα παλαιότερα.
Τον Ιούνιο τώρα του 1983 στο κλαμπ του Παρισιού, μία άτυπη ομάδα με στελέχη από τις περισσότερες δυτικές οικονομίες, στο οποίο αναδιαρθρώνονται τα χρέη των κρατών που χρεοκοπούν (στο κλαμπ του Λονδίνου των ιδιωτών), αναπροσαρμόσθηκαν τα χρέη του Μεξικού απέναντι στα άλλα κράτη – με την ελπίδα πως με το «σχέδιο Baker» θα ανέκαμπτε η χώρα, για να είναι σε θέση να εξυπηρετεί τις υποχρεώσεις της. Κάτι τέτοιο όμως δεν συνέβη, οπότε απέτυχε το σχέδιο.
Ως εκ τούτου το Σεπτέμβριο του 1989 συμφωνήθηκε το «σχέδιο Brady» – μέσω του οποίου νομιμοποιήθηκε η έννοια της ελάφρυνσης του χρέους. Με το συγκεκριμένο σχέδιο θεωρήθηκε πως οι αμερικανικές τράπεζες θα μπορούσαν να αντέξουν τις προβλεπόμενες απώλειες των δανείων τους στις χώρες της Λατινικής Αμερικής – ενώ η βασική ιδέα του ήταν να γίνει αποδεκτή από τους πιστωτές η ελάφρυνση του χρέους (διαγραφή), με την προσφορά ενός μικρότερου μεν αλλά πολύ πιο ασφαλούς ως προς την πληρωμή του ποσού, αντί της αρχικής απαίτησης που έτσι και αλλιώς δεν μπορούσε να πληρωθεί ολόκληρη.
Στα πλαίσια αυτά η κυβέρνηση του Μεξικού, καθώς επίσης οι εκπρόσωποι των πιστωτριών τραπεζών συμφώνησαν ένα χρηματοπιστωτικό πακέτο που θα κάλυπτε την περίοδο 1989 έως 1992, αναδιαρθρώνοντας δάνεια ύψους 49,8 δις € του εξωτερικού χρέους της χώρας, από τα περίπου 80 δις $ συνολικά. Εν προκειμένω οι πιστώτριες τράπεζες είχαν τις εξής τρεις επιλογές στη διάθεση τους:
(α) Την αλλαγή των παλαιών δανείων με καινούργια ομόλογα, με έκπτωση 35% επί της ονομαστικής τους αξίας – διατηρώντας τα επιτόκια στα επίπεδα της αγοράς (LIBOR +%).
(β) Την αλλαγή των παλαιών δανείων με ομόλογα στην ονομαστική τους αξία (par bonds), με σταθερά επιτόκια 6,25%.
(γ) Την παροχή πρόσθετων δανείων στο Μεξικό για τα επόμενα τρία χρόνια, ίσων με το 25% των μεσοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων παλαιών δανείων τους, χωρίς καμία ελάφρυνση (διαγραφή) των απαιτήσεων τους.
Το 47% των τραπεζών επέλεξαν τη δεύτερη λύση (par bonds), η οποία σήμαινε τη μείωση των επιτοκίων – το 40% την πρώτη (διαγραφή), ενώ μόλις το 13% την τρίτη (παροχή νέων δανείων). Παράλληλα υπήρξε μία άλλη συμφωνία με τις πιστώτριες χώρες στο κλαμπ του Παρισιού – η οποία αφορούσε 2,6 δις $ τοκοχρεολυσίων που έληγαν την ίδια περίοδο (1989 έως 1992).
Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις
Έναντι των δανείων που έλαβε το Μεξικό από το ΔΝΤ το Δεκέμβριο του 1982, του επιβλήθηκαν διάφορες μεταρρυθμίσεις – όπως μέτρα λιτότητας, οι ιδιωτικοποιήσεις των δημοσίων επιχειρήσεων, ο περιορισμός των εμπορικών φραγμών, η βιομηχανική απορρύθμιση και η απελευθέρωση των ξένων επενδύσεων. Έτσι το έλλειμμα του προϋπολογισμού του μειώθηκε από 17,6% το 1982 στο 8,9% το 1983 – ενώ η δημοσιονομική λιτότητα συνοδεύθηκε από μία αυστηρή νομισματική πολιτική.
Με την υιοθέτηση τώρα μίας εκτεταμένης εμπορικής μεταρρύθμισης, το ποσοστό της εγχώριας εμπορεύσιμης παραγωγής εκτός πετρελαίου που καλυπτόταν από ποσοστώσεις στις εισαγωγές μειώθηκε από το 100% το 1984 σε κάτω του 20% το 1991 – ενώ το φορολογικό σύστημα άλλαξε, ενθαρρύνοντας τις εισροές κεφαλαίων και επιβάλλοντας αυστηρές κυρώσεις στη φοροδιαφυγή.
Ουσιαστικά απελευθερώθηκαν οι χρηματοπιστωτικές αγορές, ενώ καταργήθηκαν να ανώτατα επιτόκια καταθέσεων των εμπορικών τραπεζών – τις οποίες άρχισε να ιδιωτικοποιεί το Μεξικό το 1991, όταν τις είχε εθνικοποιήσει το 1982 για να μη χρεοκοπήσουν.
Η κρίση της Τεκίλας
Περαιτέρω, από το 1988 έως το 1991 το Μεξικό εκποίησε πάνω από 250 δημόσιες επιχειρήσεις, κατ’ εντολή του ΔΝΤ, με αποτέλεσμα να μειωθεί το δημόσιο χρέος του στο 35% του ΑΕΠ – χωρίς φυσικά να δοθεί σημασία στο γεγονός ότι, παράλληλα περιορίσθηκαν τα έσοδα του προϋπολογισμού, οπότε έπρεπε να μειωθούν οι κοινωνικές δαπάνες και να αυξηθούν οι φόροι (ανάλυση).
Οι μεγάλες τώρα δυνατότητες της χώρας, λόγω των μεταρρυθμίσεων που επέβαλλε το ΔΝΤ, καθώς επίσης της απελευθέρωσης της αγοράς της, προσέλκυσαν πολλούς επενδυτές – μεταξύ άλλων επειδή δεν υπήρχαν ανάλογες ευκαιρίες στις Η.Π.Α., ενώ τα αμερικανικά επιτόκια ευρίσκονταν σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα (3%).
Εκτός αυτού υπήρχε η προοπτική της εισόδου του Μεξικού στη ζώνη ελευθέρου εμπορίου της NAFTA, μαζί με τις Η.Π.Α. και τον Καναδά – ενώ η ύπαρξη πολλών ομολόγων του δημοσίου με μεγάλες δυνατότητες κερδοφορίας (έως 16%) οδήγησε τις εγχώριες τράπεζες στον υψηλό δανεισμό τους από το εξωτερικό, για να αυξήσουν τα κέρδη τους αγοράζοντας κρατικά ομόλογα. Παράλληλα προσέφεραν περισσότερα δάνεια στα νοικοκυριά για την αγορά κατοικιών και την επί πιστώσει κατανάλωση – με αποτέλεσμα να αυξάνονται τα δάνεια των εγχωρίων τραπεζών στον ιδιωτικό τομέα κατά 25% ετήσια, ενώ μόνο για καταναλωτικά αγαθά κατά 67%!
Οι τράπεζες όμως στηρίζονταν σε «πήλινα πόδια», δεν υπήρχαν καθόλου κεφαλαιακοί κανόνες ούτε συστήματα ελέγχου και απολάμβαναν απεριόριστες κρατικές εγγυήσεις – ενώ οι πλέον εκπαιδευμένοι τραπεζικοί είχαν εγκαταλείψει τη χώρα κατά τη διάρκεια της κρίσης, μεταναστεύοντας στις Η.Π.Α.
Παρά το ότι λοιπόν τα εξωτερικά χρέη του Μεξικού είχαν μειωθεί στο 23% από το 46% περίπου το 1989, οι συναλλαγματικές ρεζέρβες είχαν αυξηθεί στα 24,5 δις $ από μόλις 6,4 δις $ το 1989, η οικονομία αναπτυσσόταν με ρυθμό 3% ετησίως κυρίως λόγω των επενδύσεων σε έργα υποδομής (κατασκευάσθηκαν 4.000 χιλιόμετρα εθνικές οδοί), οι εισροές κεφαλαίων ήταν της τάξης των 2,7 δις μηνιαία από τον Οκτώβρη του 1993 έως το Μάρτιο του 1994 και ο δείκτης του χρηματιστηρίου είχε διπλασιαστεί μέσα σε δύο μόλις έτη, η ευρωστία της χώρας ήταν πλασματική – ειδικά επειδή η πλειοψηφία των Πολιτών υπέφερε, καλύπτοντας τις βασικές ανάγκες τους είτε με δανεικά, είτε καθόλου.
Περαιτέρω, την 1η Ιανουαρίου του 1994, δώδεκα χρόνια περίπου μετά τη χρεοκοπία του Μεξικού, το αγροτικό κίνημα των ZAPATISTAS επαναστάτησε κηρύσσοντας τον πόλεμο στην κυβέρνηση – καταλαμβάνοντας πόλεις, διενεργώντας βομβιστικές επιθέσεις και απάγοντας πολιτικούς. Ο πρόεδρος της μεγαλύτερης τράπεζας υπήρξε θύμα απαγωγής, ενώ στους επόμενους έξι μήνες είχαν την ίδια μοίρα περίπου 150 άλλοι διευθυντές επιχειρήσεων και τραπεζών – ενώ ο υποψήφιος πρόεδρος του κυβερνώντος κόμματος δολοφονήθηκε.
Την ίδια εποχή οι Η.Π.Α. αύξησαν δυστυχώς για το Μεξικό τα βασικά τους επιτόκια ξεκινώντας από το Φεβρουάριο, στο 6% έως το τέλος του έτους, από 3% προηγουμένως – με αποτέλεσμα τα μεξικάνικά ομόλογα να χάσουν την ελκυστικότητα τους. Αμέσως μετά, το Μάρτιο, οι κερδοσκόποι επιτέθηκαν στο Pezos – όπου η κυβέρνηση, αντί να απελευθερώσει την ισοτιμία του, προσπάθησε να το στηρίξει. Αγόραζε λοιπόν τα χρέη της που ήταν σε Pezos μέσω της μαζικής έκδοσης βραχυπροθέσμων ομολόγων σε δολάρια (Tesobonos) – σκάβοντας έτσι τον τάφο της μόνη της.
Οι πιέσεις στο νόμισμα αυξήθηκαν, με αποτέλεσμα μέσα σε δύο μήνες να καταναλωθεί το 40% των συναλλαγματικών αποθεμάτων της χώρας – ενώ το Νοέμβριο του 1994 τα Tesobonos έφτασαν στα 28 δις $, ξεπερνώντας τα συναλλαγματικά αποθέματα της χώρας. Στη συνέχεια η κυβέρνηση αναγκάσθηκε να υποτιμήσει το Pezos κατά 15% στις 20 Δεκεμβρίου, μέσα σε δύο ημέρες χάθηκε το 50% των αποθεμάτων, το νόμισμα αφέθηκε ελεύθερο και υποτιμήθηκε ξανά κατά 20% – οπότε το Μεξικό δεν θα ήταν σε θέση να εξυπηρετήσει τα δάνεια του σε δολάρια, εάν δεν το στήριζαν οι Η.Π.Α. μαζί με διάφορους διεθνείς οργανισμούς με 50 δις $, έναντι των πετρελαϊκών του αποθεμάτων.
Με την υποτίμηση του νομίσματος όμως ο πληθωρισμός εκτοξεύθηκε στο 52% (δυστυχώς οι οπαδοί του εθνικού νομίσματος στην Ελλάδα μάλλον δεν το γνωρίζουν), ενώ η κυβέρνηση, στην αγωνιώδη προσπάθεια της να τον καταπολεμήσει, αύξησε τα επιτόκια στραγγαλίζοντας την οικονομία – η οποία συρρικνώθηκε το 1995 κατά -6,2%.
Τέλος, οι τράπεζες κινδύνευαν να χρεοκοπήσουν από τα κόκκινα δάνεια, οπότε το κράτος αναγκάσθηκε ξανά να τις διασώσει με χρήματα των φορολογουμένων – ενώ η ανεργία διπλασιάσθηκε και οι πραγματικοί μισθοί μειώθηκαν σχεδόν κατά 35% μέσα στο ίδιο έτος. Έτσι, μετά την κρίση όλα ήταν όπως πριν από την κρίση – με το Μεξικό να έχει συμπληρώσει τότε 15 ολόκληρα οδυνηρά χρόνια.
Επίλογος
Όπως συμπεραίνεται από την ανάλυση μας, τίποτα δεν είναι τόσο εύκολο και απλό, όσο ακούγεται, από εκείνη τη στιγμή και μετά που μία χώρα χρεοκοπήσει – πόσο μάλλον όταν αργήσει να έλθει σε ρήξη με τους πιστωτές της, για να αποφύγει τις συνέπειες.
Σε κάθε περίπτωση, η σχέση της χώρας από τότε και μετά με το ΔΝΤ είναι μόνιμη, με την έννοια ότι βιώνει ξανά και ξανά την ίδια περιπέτεια, αφού περάσουν μερικά χρόνια – για λόγους που έχουμε αναφέρει σε πολλά άρθρα μας, με κυριότερο τα ελλείμματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της, ως αποτέλεσμα του ξεπουλήματος των επιχειρήσεων της σε ξένους (οι οποίοι εξάγουν τα κέρδη τους, δεν τα φορολογούν εκμεταλλευόμενοι τις φορολογικές οάσεις κοκ.)
Πηγές: World Bank, Rabo Bank, Odubekun, Dornbusch, Eichengreen, Buffie
Πηγή : http://www.analyst.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου