Για να καταφέρει να αναπτυχθεί σωστά ένα κράτος που βρίσκεται σε άσχημη οικονομική, πολιτική και κοινωνική κατάσταση, χρειάζεται να ξεκινήσει από την αρχή – με ένα εντελώς καινούργιο πολιτικό σύστημα, καθώς επίσης με ένα οικονομικό που να είναι σε θέση να λύσει τα μεγάλα του προβλήματα.
«Η οικονομία της Γερμανίας, μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση, παρά το ότι έχασε τεράστια ποσά από τις Η.Π.Α. λόγω των προβληματικών τραπεζών της, εξελίχθηκε καλύτερα από όλες τις άλλες χώρες στον πλανήτη – έχοντας επί πλέον κατορθώσει να αναδειχθεί σε μία παγκόσμια δύναμη, δίπλα από τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Κίνα και τη Ρωσία.
Επομένως οφείλει να εξετάσει κανείς τόσο το πολιτικό, όσο και το οικονομικό της σύστημα, αναζητώντας τα πιθανά πλεονεκτήματα του, καθώς επίσης τα μειονεκτήματα που ενδεχομένως θα της δημιουργήσουν προβλήματα στο μέλλον – μεταξύ άλλων για να υιοθετήσει ότι είναι ωφέλιμο για τη δική του χώρα, απορρίπτοντας όλα τα υπόλοιπα«.
Ανάλυση
Ο «ορθολογικός φιλελευθερισμός» (Ordoliberalism) χαρακτηρίζει μία οικονομία με βάση το σύστημα της ελεύθερης αγοράς, όπου το οικονομικό πλαίσιο καθορίζεται από το κράτος, το οποίο εξασφαλίζει τις συνθήκες του ανταγωνισμού και τις ελευθερίες των Πολιτών – ενώ πρόκειται για μία θεωρία που εξελίχθηκε από τη σχολή εθνικής (πολιτικής) οικονομίας του Freiburg της Γερμανίας.
Κατά την άποψη ορισμένων, έχοντας ουσιαστικά επινοηθεί το 1950 και δίνοντας σημασία στην τάξη που πρέπει να διέπει ένα οικονομικό σύστημα, στον ορθολογισμό του ευρύτερα, πρόκειται για μία εκδοχή του εθνικοσοσιαλισμού, από την καλή του πλευρά (ανάλυση) – πόσο μάλλον όταν «εφευρέθηκε» από τη Γερμανία, καθορίζοντας έκτοτε την οικονομική της πολιτική.
Με δεδομένο δε το ότι, το συγκεκριμένο σύστημα πέτυχε την κατακόρυφη μείωση της ανεργίας στη χώρα μετά το 1932 (άρθρο), καθώς επίσης τη ραγδαία βιομηχανική της ανάπτυξη, δεν είναι σωστό να μηδενίζεται η σημασία του επειδή έγινε κακή χρήση του από το Χίτλερ μετά το 1938 – αν και φυσικά οι απόψεις διίστανται.
Η θεωρητική αφετηρία πάντως του ορθολογικού φιλελευθερισμού ήταν οι οικονομικές μελέτες του A. Smith, καθώς επίσης των υπολοίπων εκπροσώπων της κλασσικής οικονομίας – συμπεριλαμβάνοντας όμως τις αρνητικές εμπειρίες τόσο της παρεμβατικότητας του κράτους στο πρώτο ήμισυ του 20ου αιώνα, όπου απορρίφθηκε η κεντρικά κατευθυνόμενη οικονομία σοβιετικού τύπου, όσο και της πλήρους ελευθερίας των αγορών (laissez-faire liberalism) που επίσης απορρίφθηκε.
Επομένως πρόκειται για ένα μικτό οικονομικό σύστημα, όπου το κράτος θέτει και ελέγχει αυστηρά το πλαίσιο της οικονομίας συμμετέχοντας σε κάποιο βαθμό ενεργητικά (δημόσιες εταιρείες), αλλά το μεγαλύτερο μέρος των επιχειρήσεων ανήκει στους ιδιώτες. Ο στόχος του δε ήταν μία αξιοπρεπής, λειτουργική, ορθολογική τάξη, η οποία να συνδυάζει την πολιτική με την οικονομική ελευθερία, αποτρέποντας την ασυδοσία – αφού τότε η χώρα παράγει πολύ περισσότερο και εξελίσσεται σε αρκετά μεγαλύτερο βαθμό.
Σε κάθε περίπτωση, για να καταφέρει να αναπτυχθεί σωστά ένα κράτος που βρίσκεται σε άσχημη οικονομική, πολιτική και κοινωνική κατάσταση, όπως η Γερμανία το 1932 (Βαϊμάρη) και το 1950 ή η Ελλάδα σήμερα, χρειάζεται να ξεκινήσει από την αρχή: με ένα εντελώς καινούργιο πολιτικό σύστημα που να ταιριάζει στους Πολίτες και στη δεδομένη κατάσταση του, καθώς επίσης με ένα οικονομικό που να είναι σε θέση να λύσει τα μεγάλα του προβλήματα – όπως είναι η ανεργία, η αποψίλωση του παραγωγικού του ιστού, η υπερχρέωση, η μη διενέργεια επενδύσεων, το δημογραφικό, η μετανάστευση του εκπαιδευμένου εργατικού δυναμικού του (brain drain) κοκ.
Εάν το κράτος δεν ξεκινήσει από την αρχή, προσπαθώντας να διορθώσει ορισμένα λάθη ή παραλείψεις του «ευκαιριακά» στους διαφόρους τομείς του (Σύνταγμα, Θεσμοί, δημόσια διοίκηση κλπ.), είναι αδύνατο να τα καταφέρει – ένα θλιβερό γεγονός που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, έχοντας εγκαταλείψει την τύχη της χώρας μας σε επαγγελματίες ληστές.
Στο παράδειγμα της μεταπολεμικής Γερμανίας, μόνο αφού προέβη σε μία νομισματική μεταρρύθμιση που ζημίωσε αρκετούς Πολίτες της, καθώς επίσης στη διαγραφή ενός μεγάλου μέρους του χρέους της εις βάρος των πιστωτών της, σε συνδυασμό με την εγκατάσταση ενός εντελώς καινούργιου πολιτικού συστήματος, κατάφερε να λύσει τα προβλήματα της – έχοντας έκτοτε εξελιχθεί σε μεγάλο βαθμό, χωρίς βέβαια να υποτιμούμε την τεράστια στήριξη της από τις Η.Π.Α., μεταξύ άλλων όσον αφορά το ξέπλυμα του μαύρου χρήματος των ναζί (ανάλυση).
Η γερμανική ανατομία
Περαιτέρω στην «ανατομία» της σημερινής Γερμανίας, όταν κανείς αναφέρεται στο βαθμό του «ανοίγματος» μίας οικονομίας, εννοεί συνήθως το πόσο συμμετέχει στο διεθνές εμπόριο – όπου οι μεν ανοιχτές οικονομίες είναι ισχυρά συνδεδεμένες και συμμετέχουν σε μεγάλο βαθμό στο παγκόσμιο εμπόριο, ενώ οι κλειστές οικονομίες σε μικρότερο, εξάγοντας και εισάγοντας λιγότερα αγαθά.
Ο πιο εύκολος στατιστικός δείκτης τώρα, με τον οποίο μετρείται συνήθως το άνοιγμα μίας οικονομίας, είναι το ποσοστό του εξωτερικού της εμπορίου – όπου υπολογίζεται το σύνολο των εξαγωγών και εισαγωγών, ως ποσοστό επί του ΑΕΠ της. Για παράδειγμα, οι ελληνικές εξαγωγές ήταν 25,1 δις € το 2016, οπότε σε ένα ΑΕΠ της τάξης των 180 δις € ήταν στο 13,94% – ενώ οι εισαγωγές της ανήλθαν στα 42,9 δις €, άρα στο 23,83% του ΑΕΠ της (πηγή). Επομένως εξήγαγε και εισήγαγε περί τα 68 δις € ή σχεδόν 38% του ΑΕΠ της – οπότε ο δείκτης εξωτερικού εμπορίου της ήταν 38%.
Η πρώτη εξαγωγική χώρα του πλανήτη τώρα, η Γερμανία, εξήγαγε αγαθά 1,2 τρις € ή 38,6% του ΑΕΠ της, ενώ εισήγαγε 955 δις € ή 30,53% του ΑΕΠ της – συνολικά λοιπόν 2,16 τρις €, οπότε ο δείκτης εξωτερικού εμπορίου της ήταν 69,12% και άρα πάνω από τα 2/3 του ΑΕΠ της, κατά 30% περίπου υψηλότερος από την Ελλάδα.
Στο γράφημα που ακολουθεί φαίνεται η εξέλιξη του δείκτη εξωτερικού εμπορίου της Γερμανίας από το 1992 και μετά – όπου διαπιστώνεται πως τα τελευταία χρόνια ήταν σταθερά λίγο πιο κάτω από την κορύφωση του στο 72,75% το 2011, όπου ουσιαστικά έφτασε στο ζενίθ της η κρίση χρέους της Ευρωζώνης.
Επεξήγηση γραφήματος: Με γαλάζιο ο δείκτης εισαγωγών της
Γερμανίας, με πορτοκαλί ο δείκτης εξαγωγών, ενώ με τη μαύρη
καμπύλη ο δείκτης του συνολικού εξωτερικού της εμπορίου.
Όπως φαίνεται από το γράφημα, ο δείκτης εξωτερικού εμπορίου της Γερμανίας μετά την υιοθέτηση του ευρώ ως λογιστικό χρήμα (1999), αυξήθηκε σημαντικά – από 42% του ΑΕΠ κατά μέσον όρο μετά την ένωση της, στο 65% εν πρώτοις, ενώ μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 σταθεροποιήθηκε στο 70% περίπου.
Εν προκειμένω δεν συμπεριλαμβάνονται οι υπηρεσίες, αλλά μόνο τα προϊόντα οπότε, εάν ληφθούν υπ’ όψιν και οι υπηρεσίες, τότε σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ ο δείκτης έφτασε στο 84% του ΑΕΠ της το 2016 – αφού εξήχθησαν υπηρεσίες ύψους 7,4% του ΑΕΠ της και εισήχθηκαν 7,9%. Σε αντίθεση λοιπόν με το εμπόριο αγαθών που είναι πάντοτε πλεονασματική η χώρα, στο εμπόριο υπηρεσιών είναι ανέκαθεν ελλειμματική – κυρίως επειδή οι Γερμανοί ταξιδεύουν πολύ, οπότε εισάγουν περισσότερο «τουρισμό» από όσον εξάγουν.
Σε κάθε περίπτωση η Γερμανία, σε σύγκριση με όλες τις άλλες μεγάλες οικονομίες, είναι πολύ στενά συνδεδεμένη με το διεθνές εμπόριο – οπότε πρόκειται για μία πολύ ανοιχτή αγορά, πάντοτε κατά το συγκεκριμένο δείκτη, όπως φαίνεται από το γράφημα που ακολουθεί.
Επεξήγηση γραφήματος: Δείκτης εξωτερικού εμπορίου διαφόρων
χωρών – Δείκτης εισαγωγών αγαθών (μπλε), εισαγωγών υπηρεσιών
(γαλάζιο), εξαγωγών αγαθών (βυσσινί), συνολικός δείκτης
εξαγωγικού εμπορίου αγαθών (διακεκομμένη γραμμή), δείκτης
εξαγωγών υπηρεσιών (ανοιχτό βυσσινί), συνολικός δείκτης
εξαγωγικού εμπορίου αγαθών και υπηρεσιών (μαύρη γραμμή).
Ιρλανδία, Ολλανδία, Ελβετία, Αυστρία, Ν. Κορέα, Γερμανία, Σουηδία,
Πορτογαλία, Καναδάς, Ισπανία, Ελλάδα, Γαλλία, Μ. Βρετανία, Ιταλία,
Ρωσία, Κίνα, Ιαπωνία, Η.Π.Α., Βραζιλία (πηγή: ΔΝΤ, ΟΟΣΑ, HUSEL,
STACHELSKY).
Συνεχίζοντας, για να μην υπάρχει κάποια παρανόηση οφείλουμε να τονίσουμε εδώ ότι, δεν υφίσταται καμία τεκμηριωμένη σχέση μεταξύ του ανοίγματος της οικονομίας ενός κράτους και του επιπέδου της ευημερίας του – γεγονός που σημαίνει ότι, το μεγαλύτερο «άνοιγμα» δεν οδηγεί αυτόματα σε περισσότερη ευημερία, όπως αποδεικνύεται εάν συγκρίνει κανείς το κατά κεφαλήν εισόδημα με το δείκτη εξωτερικού εμπορίου αγαθών (αναλυτική πηγή).
Όπως γνωρίζουμε τώρα, το ΑΕΠ μίας χώρας υπολογίζεται ως εξής: ΑΕΠ = Κατανάλωση + Επενδύσεις + Εξωτερικό Εμπόριο (εξαγωγές – εισαγωγές) – όπου η κατανάλωση αφορά τα νοικοκυριά, τις επιχειρήσεις και το δημόσιο, οι επενδύσεις επίσης, ενώ το εξωτερικό εμπόριο την καθαρή ζήτηση του εξωτερικού για εγχώρια αγαθά (δημόσια και ιδιωτική).
Εν προκειμένω το εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας, αυτό δηλαδή που προστέθηκε τελικά στο ΑΕΠ της, ήταν 252 δις € το 2016 – ή ένα ποσοστό 8% του ΑΕΠ της. Η κατανάλωση πρόσθεσε 72% ενώ οι επενδύσεις 20% – οπότε ήταν κατά πολύ σημαντικότερα μεγέθη, από ότι το εξαγωγικό εμπόριο.
Μία επόμενη δυνατότητα για να υπολογισθεί η σημασία του εξωτερικού εμπορίου για τη γερμανική οικονομία είναι η συμμετοχή του στο ρυθμό ανάπτυξης – δηλαδή, πόσο συνετέλεσαν η κατανάλωση, οι επενδύσεις και το εξωτερικό εμπόριο στην πραγματική αύξηση του ΑΕΠ της χώρας, σε ένα έτος. Όπως διαπιστώνεται από το γράφημα που ακολουθεί, το εξωτερικό εμπόριο συνέβαλλε σχετικά αρκετά στην αύξηση του ΑΕΠ της μετά την υιοθέτηση του ευρώ – ενώ τα τελευταία χρόνια η κατανάλωση ήταν ο σημαντικότερος συντελεστής της ανάπτυξης της.
Επεξήγηση γραφήματος: ΑΕΠ της Γερμανίας – συντελεστές ανάπτυξης
σε ποσοστά. Κατανάλωση (γαλάζιες στήλες), Επενδύσεις (γκρίζες),
Εξωτερικό εμπόριο (μωβ), ΑΕΠ (μαύρη γραμμή). Πηγή: Destatis
Εδώ οφείλει να προσέξει κανείς ότι, ένα αρνητικό εξωτερικό ισοζύγιο, δηλαδή ένα πλεόνασμα των εισαγωγών, δημιουργεί την εντύπωση πως οι εισαγωγές μειώνουν την εγχώρια προστιθεμένη αξία, οπότε «πριονίζουν» το ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας – κάτι που δεν ισχύει, επειδή οι εισαγωγές συμπεριλαμβάνονται ήδη στις καταναλωτικές και επενδυτικές δαπάνες, οπότε αφαιρούνται, έτσι ώστε να μην υπολογίζονται εσφαλμένα στην εγχώρια κατανάλωση και στις επενδύσεις.
Στο δεύτερο μέρος της ανάλυσης μας θα ασχοληθούμε με την άλλη όψη του νομίσματος, όσον αφορά το εξωτερικό εμπόριο στο παράδειγμα της Γερμανίας – όπου το πλεόνασμα των 261 δις € σημαίνει ότι, η γερμανική οικονομία δαπάνησε 261 δις € λιγότερα χρήματα από ότι παρήγαγε, ενώ τα χρήματα αυτά δεν χάθηκαν προφανώς, αλλά εξοικονομήθηκαν και τοποθετήθηκαν στο εξωτερικό.
Βιβλιογραφία: Husel, Stachelsky
Στο δεύτερο μέρος της ανάλυσης μας θα ασχοληθούμε με την άλλη όψη του νομίσματος, όσον αφορά το εξωτερικό εμπόριο στο παράδειγμα της Γερμανίας – όπου το πλεόνασμα των 261 δις € σημαίνει ότι, η γερμανική οικονομία δαπάνησε 261 δις € λιγότερα χρήματα από ότι παρήγαγε, ενώ τα χρήματα αυτά δεν χάθηκαν προφανώς, αλλά εξοικονομήθηκαν και τοποθετήθηκαν στο εξωτερικό.
Βιβλιογραφία: Husel, Stachelsky
Βασίλης Βιλιάρδος
Οικονομολόγος
E-mail: viliardos@analyst.gr
Ειδικότητα: Mάκρο-οικονομικά / Πολιτική Οικονομία
Οικονομολόγος
E-mail: viliardos@analyst.gr
Ειδικότητα: Mάκρο-οικονομικά / Πολιτική Οικονομία
Πηγή : http://www.analyst.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου