Αυτό που προέχει για την Ελλάδα είναι η ονομαστική διαγραφή του χρέους κατά 50%, σε συνδυασμό με την εξυπηρέτηση του υπολοίπου με ρήτρα εξαγωγών – οπότε θα πρέπει να συσταθεί μία ειδική διαπραγματευτική ομάδα από τους ικανότερους Έλληνες που να στηρίζεται από όλα τα κόμματα, καθώς επίσης από το σύνολο της κοινωνίας.
Ο σοσιαλιστής υπουργός εξωτερικών της Γερμανίας υπενθύμισε πως έναντι της λιτότητας μέχρι θανάτου που είχε επιβάλλει η χώρα του στην Ελλάδα, υποσχέθηκε τη μείωση του δημοσίου χρέους της ήδη από το 2012 – χωρίς ποτέ μέχρι σήμερα να το τηρήσει. Ο κ. Σόιμπλε τώρα απαντώντας του δεν ήθελε να γνωρίζει τίποτα για την υπόσχεση του, λέγοντας πως η Ελλάδα θα πρέπει πρώτα να αναπτυχθεί – ότι λοιπόν θα μας δώσει τότε μόνο ομπρέλα, όταν σταματήσει να μας βρέχει συνεχώς και εφόσον έχουμε κατορθώσει να παραμείνουμε στεγνοί, παρά τις επιθέσεις του.
Με απλά λόγια, για το Γερμανό δεν μετράει το τι έχει υποσχεθεί στην ελληνική κυβέρνηση και στο ΔΝΤ, τον περιορισμό του χρέους δηλαδή ώστε να γίνει βιώσιμο εάν η Ελλάδα παράγει πρωτογενή πλεονάσματα (όπως το 2014 και σήμερα), αλλά οι συμφωνίες στα πλαίσια του Euro Group – τις οποίες όμως ο ίδιος επιβάλλει εκβιαστικά, ανάλογα με τις εκάστοτε επιδιώξεις του. Με βάση λοιπόν τις συζητήσεις στο Euro Group, ήδη από το 2016 συμφωνήθηκε η εξέταση του θέματος του ελληνικού χρέους από το 2018 – μετά τις γερμανικές εκλογές δηλαδή και μόνο εφόσον κριθεί απαραίτητο!
Περαιτέρω, ο κ. Σόιμπλε ισχυρίσθηκε αυτό ακριβώς που δηλώνουν αρκετοί Έλληνες, δίνοντας του ακόμη περισσότερα όπλα εναντίον της χώρας τους: το ότι εάν μειώσει τα χρέη της Ελλάδας δεν θα λυθεί κανένα της πρόβλημα, οπότε θα χρεωθεί ξανά. Σύμφωνα δε με το Reuters, παραπονιέται για το ότι η Ελλάδα δεν είναι ακόμη ανταγωνιστική – παρά το ότι γνωρίζει πολύ καλά πως η χώρα μας δεν θα γίνει ποτέ ανταγωνιστική χωρίς επενδύσεις που όμως αποκλείονται από το ύψος των χρεών της, χωρίς να εξασφαλίζεται η χρηματοδότηση των επιχειρήσεων κοκ.
Γνωρίζει επίσης πως σε επίπεδο μισθών η Ελλάδα είναι η μοναδική που σχεδόν έφτασε τη Γερμανία, με κριτήριο το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος – οπότε δεν έχει άλλη δυνατότητα, εκτός από την αύξηση της παραγωγικότητας μέσω της διενέργειας επενδύσεων οι οποίες, μεταξύ άλλων, προϋποθέτουν την ανάπτυξη της οικονομίας που βυθίστηκε ξανά σε ύφεση (γράφημα). Πώς να μάθει λοιπόν να κολυμπάει η χώρα, εάν υποθέσουμε ότι δεν ξέρει μπάνιο, όταν ο ίδιος ο Αδόλφος την πνίγει για να μην τα καταφέρει ποτέ;
Θα μπορούσε βέβαια να μας πει κανείς με το δίκιο του ότι, ο Γερμανός δεν συμπεριφέρεται με τον ίδιο τρόπο στις άλλες χώρες της Ευρωζώνης που έχουν τα ίδια ή μεγαλύτερα προβλήματα από την Ελλάδα, όπως ασφαλώς η Ιταλία – οπότε το σφάλμα θα πρέπει να το αναζητήσουμε στον εαυτό μας. Εν τούτοις θα είχε άδικο, με την έννοια πως ναι μεν η χώρα μας εφαρμόζει τα μνημόνια, αλλά ποτέ μέχρι σήμερα με τη θέληση της – οπότε εμποδίζει τα σχέδια της γερμανικής κυβέρνησης, όσον αφορά την κατοχή της ηπείρου μας χωρίς καμία αντίδραση εκ μέρους των κρατών της.
Στα πλαίσια αυτά είμαστε σίγουροι πως θα μας αντιμετώπιζε με επιείκεια, εάν δεν φέρναμε καμία απολύτως αντίρρηση στα μέτρα που μας επιβάλλονται – όπως στην εποχή της Τουρκοκρατίας ή της γερμανικής κατοχής, όπου όσοι υποτάσσονταν στους κατακτητές ή συνεργάζονταν μαζί τους χωρίς να αντιδρούν, απολάμβαναν μία καλύτερη μεταχείριση.
Οι διεθνείς επιστημονικές απόψεις
Συνεχίζοντας, θα είχαμε ίσως άδικο στην κριτική μας, ενδεχομένως μία αρρωστημένη εμμονή με το θέμα της ονομαστικής διαγραφής μέρους του χρέους ως απαραίτητη προϋπόθεση για την έξοδο της Ελλάδας από την κρίση, εάν είμαστε οι μοναδικοί που το ισχυριζόμαστε – ή εάν οι οπαδοί της συγκεκριμένης τοποθέτησης ήταν μόνο Έλληνες, οπότε τα κίνητρα τους θα ήταν ιδιοτελή και υποκειμενικά.
Δεν ισχύει όμως κάτι τέτοιο, αφού διεθνείς οικονομολόγοι όπως ο Γάλλος T. Piketty ή ο Αμερικανός J. Sachs, ο γνωστός δόκτορας του σοκ, καθώς επίσης αρκετοί Γερμανοί (Haering), υποστηρίζουν ακριβώς το ίδιο – αναφερόμενοι στη συμφωνία διαγραφής του χρέους της Γερμανίας, η οποία υπεγράφη στο Λονδίνο το 1953 και από την Ελλάδα.
Εκείνη την εποχή το δημόσιο χρέος της Γερμανίας μειώθηκε από τα 30 δις μάρκα στα 14 δις μάρκα παραμένοντας στο εθνικό της νόμισμα (ενώ το δικό μας είναι σε ευρώ που φυσικά δεν μπορούμε να τυπώσουμε), με την εξυπηρέτηση του να περιορίζεται στο 3% των εξαγωγικών εσόδων – όπου ο επικεφαλής της διαπραγμάτευσης, ο Γερμανός J. Abs, δήλωσε τα εξής:
«Με τη ρύθμιση των χρεών η Γερμανία δεν ανάκτησε μόνο την πιστοληπτική της ικανότητα αλλά, επίσης, ο πλανήτης άρχισε ξανά να την εμπιστεύεται«.
Αυτό ακριβώς θεωρούμε και εμείς ως απαραίτητη προϋπόθεση για να ξεφύγει η Ελλάδα από την κρίση: (α) την ανάκτηση της πιστοληπτικής της ικανότητας, την οποία έχει χάσει ήδη από το 2010 το δημόσιο, ενώ αμέσως μετά οι τράπεζες με το PSI, τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις, καθώς επίσης (β) να αρχίσει ξανά να την εμπιστεύεται ο υπόλοιπος πλανήτης, για να πάψει να ευρίσκεται στον ορό της Γερμανίας υφιστάμενη συνεχείς προσβολές από το νέο Αδόλφο.
Εάν δεν συμβεί κάτι τέτοιο, όπου είναι αδιάφορο κατά τη γνώμη μας εάν επιτευχθεί με το ευρώ ή με τη δραχμή, τότε η πατρίδα μας δεν έχει μέλλον – γεγονός που σημαίνει ότι, αυτό που προέχει είναι η διαγραφή, σε συνδυασμό με την εξυπηρέτηση του υπολοίπου χρέους με ρήτρα εξαγωγών. Όσον αφορά την επίτευξη της, θα έπρεπε να συσταθεί μία ειδική διαπραγματευτική ομάδα από τους ικανότερους στον τομέα – η οποία να στηρίζεται από όλα τα κόμματα, καθώς επίσης από το σύνολο της κοινωνίας, αφού θα επρόκειτο για μία εθνική στρατηγική, χωρίς κομματικές αποχρώσεις.
Περαιτέρω, θα αναρωτηθεί ίσως κανείς εάν η κατάσταση της Ελλάδας είναι συγκρίσιμη με αυτήν της Γερμανίας το 1953 – λαμβάνοντας υπ’ όψιν το ότι, η Ελλάδα έκανε μεν πολλά λάθη, αλλά δεν αιματοκύλισε τον πλανήτη. Επίσης πως πλήρωσε πανάκριβα τα λάθη της με τα εσφαλμένα μνημόνια που της επιβλήθηκαν – όπου οι ζημίες που προκλήθηκαν στην οικονομία της είναι μεγαλύτερες από αυτές κατά το βομβαρδισμό της Γερμανίας το 1944 (άρθρο). Εν προκειμένω ο δόκτορας του σοκ που διδάσκει σήμερα στο Πανεπιστήμιο της Κολούμπια δήλωσε τα εξής:
«Ο καθένας, ο οποίος μελέτησε προσεκτικά την αριθμητική του ελληνικού χρέους γνωρίζει ότι η χώρα, με χρέος σήμερα της τάξης του 170% του ΑΕΠ της, δεν είναι σε θέση να το πληρώσει ποτέ πίσω« (J. Sachs).
Ως εκ τούτου, η κατάσταση της Ελλάδας είναι απολύτως συγκρίσιμη με αυτήν της Γερμανίας του 1953 – ενώ όλοι οι ιστορικοί της οικονομίας είναι πεπεισμένοι σχετικά με το ότι, η διαγραφή του χρέους ήταν αυτή που επέτρεψε στη Γερμανία να εξυγιανθεί και όχι το Marshall Plan. Στο θέμα αυτό ο γνωστός Γερμανός καθηγητής του LSE κ. A. Ritschl, ο οποίος έχει κατηγορήσει επανειλημμένα τη χώρα του για την άθλια συμπεριφορά της σχετικά με τις πολεμικές επανορθώσεις που οφείλει στην Ελλάδα, είπε τα παρακάτω:
«Η δυτική Γερμανία οφείλει το οικονομικό της θαύμα, τη σταθερότητα του νομίσματος της (μάρκο), καθώς επίσης την υγιή εξέλιξη των δημοσίων οικονομικών της αποκλειστικά και μόνο στη μαζική διαγραφή χρεών» (A. Ritschl).
Συνεχίζοντας, οι γνωστοί οικονομολόγοι Carmen Reinhart και Ken Rogoff, ερευνώντας διεξοδικά τις 45 μεγαλύτερες διαγραφές χρεών από το 1920 και μετά διαπίστωσαν πως το ΑΕΠ των χωρών αυτών αυξήθηκε κατά μέσον όρο περί το 20% τα πρώτα πέντε χρόνια – ενώ τέσσερις άλλοι αμερικανοί ερεύνησαν τα αποτελέσματα της διαγραφής χρέους της Δυτικής Γερμανίας με εμπειρικές στατιστικές, βασιζόμενοι στο γνωστό σύγγραμμα του Keynes σχετικά με τις πολεμικές επανορθώσεις που επιβλήθηκαν στη Γερμανία με τη συνθήκη των Βερσαλλιών, οι οποίες θεωρούνται ως η βασική αιτία του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου.
Στη μελέτη τους με τον τίτλο «Οι οικονομικές συνέπειες της συμφωνίας χρεών του Λονδίνου από το 1953» διαπίστωσαν πως η διαγραφή επηρέασε στην αρχή τις δημόσιες δαπάνες, οι οποίες αυξήθηκαν σημαντικά – εύλογα, αφού για να αναπτυχθεί μία χώρα προηγούνται οι επενδύσεις του δημοσίου τομέα της, έτσι ώστε να αυξηθεί η ζήτηση και να ακολουθήσει ο ιδιωτικός τομέας. Όταν όμως στην Ελλάδα επιβάλλονται μνημόνια και απαγορεύεται ουσιαστικά να επενδύσει το δημόσιο, είναι αδύνατες οι ιδιωτικές επενδύσεις – οπότε η χώρα καταρρέει σταδιακά και σταθερά.
Η διαγραφή αύξησε επίσης σημαντικά την πιστοληπτική ικανότητα της Γερμανίας, οπότε η κυβέρνηση είχε τη δυνατότητα να αυξήσει τις δαπάνες της στηρίζοντας την ανάπτυξη, χρηματοδοτούμενη με νέα δάνεια χαμηλού επιτοκίου – υπενθυμίζοντας πως από το ξεκίνημα της διαπραγμάτευσης το 1951 έως την ολοκλήρωση της τα επιτόκια των γερμανικών δεκαετών ομολόγων μειώθηκαν κατά περίπου 50% στο 1,8%. Εκτός αυτού η διαγραφή σταθεροποίησε το νόμισμα, ενώ από τη μείωση των επιτοκίων ωφελήθηκε επίσης ο ιδιωτικός τομέας, ο οποίος άρχισε να επενδύει δανειζόμενος πολύ φθηνότερα.
Σύγκριση της Γερμανίας του 1953 με την Ελλάδα σήμερα
Περαιτέρω αυτό που βοήθησε τότε τη Γερμανία, η αυξημένη πιστοληπτική της ικανότητα δηλαδή, την οποία εκμεταλλεύθηκε για να δανεισθεί φθηνά χρήματα και να επενδύσει, χρησιμοποιείται σήμερα από τον κ. Σόιμπλε για να τεκμηριώσει ακριβώς το αντίθετο – ισχυριζόμενος πως η Ελλάδα δεν θα χρησιμοποιούσε τα νέα δάνεια αποτελεσματικά!
Κάτι ανάλογο βέβαια ισχυρίζονταν το 1953 οι πιστωτές της Γερμανίας που δεν συμφωνούσαν με τη διαγραφή – δηλώνοντας πως τυχόν διαγραφή του γερμανικού χρέους θα οδηγούσε την κυβέρνηση σε μία εσφαλμένη δημοσιονομική πολιτική, σε σπατάλες με απλά λόγια.
Συγκρίνοντας τώρα τη συμφωνία της Γερμανίας του 1953 με την αντίστοιχη της Ελλάδας σήμερα (PSI, μνημόνια) οι ερευνητές, διαπίστωσαν την εξής σημαντικότερη διαφορά: η προτεραιότητα της τότε συμφωνίας ήταν η αναβίωση του γερμανικού παραγωγικού ιστού, ενώ της σημερινής είναι η προγραμματισμένη εξυπηρέτηση των χρεών της Ελλάδας, με κέντρο βάρους τη λιτότητα και τις μεταρρυθμίσεις. Φυσικά εκείνη την εποχή η Γερμανία ήταν ένας σημαντικός σύμμαχος των Η.Π.Α. στα πλαίσια του Ψυχρού Πολέμου – ενώ η Ελλάδα σήμερα δεν είναι τόσο σημαντική για κανέναν.
Ολοκληρώνοντας, υπενθυμίζουμε (πηγή) πως θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς εάν οι Γερμανοί άξιζαν τότε τη συγκεκριμένη αντιμετώπιση – όπου όμως η ερώτηση θα ήταν λανθασμένη, σύμφωνα με τον κ. Sachs, επειδή η νεαρή γερμανική Δημοκρατία χρειαζόταν βοήθεια, ενώ η οικονομία της χώρας απαιτούσε την επανεκκίνηση της. Επομένως, ήταν απαραίτητη τόσο η διαγραφή, όσο και το Marshall Plan, χωρίς τα οποία δεν θα μπορούσε ποτέ να είχε συμβεί το γερμανικό θαύμα.
Ως εκ τούτου, η ερώτηση σχετικά με το εάν αξίζει ή εάν δικαιούται η Ελλάδα μία διαγραφή του χρέους της, η οποία όμως δεν θα έχει κανένα αποτέλεσμα, εάν δεν συνοδεύεται με ένα πρόγραμμα ανοικοδόμησης της οικονομίας της, είναι λανθασμένη – όπως και η αντίστοιχη για τη Γερμανία το 1953.
Με απλά λόγια, το θέμα δεν είναι εάν το αξίζει ή όχι η Ελλάδα, αλλά εάν το χρειάζεται – καθώς επίσης εάν η Γερμανία και οι υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης μπορούν να το προσφέρουν, χωρίς να καταστραφούν οι ίδιες. Εδώ οι απόψεις συγκλίνουν σε μεγάλο βαθμό – επειδή η Ελλάδα το έχει απόλυτη ανάγκη, ενώ τόσο η Γερμανία, όσο και η Ευρωζώνη μπορούν πολύ εύκολα να συνδράμουν οικονομικά στην επίλυση του προβλήματος.
Επίλογος
Από την παραπάνω ανάλυση συμπεραίνεται ότι, χωρίς την ονομαστική διαγραφή του χρέους δεν θα είχε μέλλον η δυτική Γερμανία το 1953, ούτε η Ελλάδα σήμερα. Επομένως, αυτή θα πρέπει να είναι η πρώτη προτεραιότητα των Ελλήνων και όχι το νόμισμα ή οτιδήποτε άλλο – ιδίως των πολιτικών κομμάτων, των ΜΜΕ, καθώς επίσης της πνευματικής ηγεσίας της χώρας, οι οποίοι οφείλουν να επικεντρώσουν από κοινού τις προσπάθειες τους εδώ ακριβώς.
Στα πλαίσια αυτά, είναι αδύνατον να υποθέσουμε ότι, τα κόμματα δεν μπορούν να συνεργασθούν μεταξύ τους, συστήνοντας από κοινού μία ειδική διαπραγματευτική ομάδα που θα ασχολείται μόνο με το θέμα του χρέους. Φυσικά δεν θα είναι καμία εύκολη ή γρήγορη διαδικασία – αφού ακόμη και τότε στη Γερμανία απαιτήθηκαν σχεδόν δύο χρόνια.
Εν τούτοις δεν υπάρχει καμία άλλη επιλογή, ακόμη και αν εκβιασθούμε να αποχωρήσουμε εκούσια από την Ευρωζώνη (ακούσια δεν γίνεται) – όπως απαίτησε το Φεβρουάριο ο κ. Σόιμπλε, ισχυριζόμενος αυθαίρετα ως συνήθως πως η διαγραφή δεν επιτρέπεται σε χώρες της νομισματικής ένωσης.
Οι συνθήκες πάντως είναι ώριμες, η αναζήτηση συμμάχων είναι εφικτή και απαραίτητη, αλλά πρέπει να ενεργήσουμε ώριμα, καθώς επίσης από κοινού και με αποφασιστικότητα – συνειδητοποιώντας πως έχουμε το δικαίωμα να διεκδικήσουμε αυτά που κατάφερε η Γερμανία το 1953, παρά το ότι αιματοκύλισε τον πλανήτη για δεύτερη φορά στην ιστορία της, χωρίς να έχει βάλλει μυαλό ακόμη.
Freelance writer
Πηγή : http://www.analyst.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου