Κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1990 τα τραπεζικά λόμπυ επέβαλαν την κοσμοθεωρία που ήθελε τις τράπεζες όργανα της βιομηχανικής και γενικότερα οικονομικής ανάπτυξης, ώστε να υπάρχει η έξωθεν καλή μαρτυρία – καταφέρνοντας να περάσουν το μήνυμα ότι, η απόλυτη επιτυχία περνούσε μέσα από την μεγιστοποίηση της κερδοφορίας και της ικανοποίησης των μετόχων από την συνεχώς αυξανομένη παροχή μερισμάτων
Άρθρο
Η επιχειρηματική ελίτ που έχει αναλάβει την διακυβέρνηση των ΗΠΑ έχοντας ως προμετωπίδα τον πρόεδρο Τράμπ είναι μέτρ στην συγκάλυψη των πραγματικών προθέσεων και στον αποπροσανατολισμό των μαζών.
Μπορεί από τα πρώτα διατάγματα εκείνο που ξεσήκωσε διαμαρτυρίες να ήταν εκείνο για την απαγόρευση εισόδου σε μουσουλμάνους από συγκεκριμένες χώρες , όμως ο αποπροσανατολισμός με την βοήθεια πάντα των μέσων ενημέρωσης άφησε εκτός πεδίου προσοχής την πρόθεση κατάργησης κάθε ελέγχου στις αμερικανικές τράπεζες.
Δηλαδή τα μέσα ενημέρωσης αξιολόγησαν ως μείζον θέμα την απαγόρευση εισόδου για 90 ημέρες , πλην της μόνιμης απαγόρευσης Σύριων προσφύγων, και άφησαν εκτός ατζέντας ενημέρωσης την επανεξέταση του ρυθμιστικού πλαισίου που διέπει την δραστηριότητα των τραπεζών.
Στις 3 Φεβρουαρίου 2017 ο πρόεδρος Τραμπ έδωσε εντολή επανεξέτασης του ρυθμιστικού πλαισίου που επιβλήθηκε στις αμερικανικές τράπεζες το 2010 ως αποτελέσματα της κρίσης που είχε προηγηθεί.
Στην ουσία ο όρος επανεξέταση υποκρύπτει την πρόθεση κατάργησης του υφιστάμενου ρυθμιστικού πλαισίου , όπως αυτό διαμορφώθηκε από τον νόμο Ντοντ-Φρανκ.
Στόχος του νόμου ήταν η αναμόρφωση του χρηματοπιστωτικού τομέα μετά την οικονομική κρίση του 2008, ώστε να υπάρχει μικρότερο ρίσκο στις τράπεζες, μεγαλύτερη προστασία στους καταναλωτές, λιγότερες κερδοσκοπικές πρακτικές και οι κατάλληλες συνθήκες ώστε να αποφευχθεί μία ανάλογη κρίση στο μέλλον.
Με τον νόμο έγινε αυστηρότερη η εποπτεία του χρηματοπιστωτικού τομέα από τις ομοσπονδιακές αρχές, ενώ μπήκαν περιορισμοί στις επενδύσεις των τραπεζών σε κερδοσκοπικά κεφάλαια και προϊόντα υψηλού ρίσκου. Ακόμη, αυξήθηκε το επίπεδο των εγγυημένων καταθέσεων στα 250.000 δολάρια και δημιουργήθηκε μία νέα ομοσπονδιακή ειδική υπηρεσία για την προστασία των καταναλωτών. Ειδικότερα, η νέα Υπηρεσία Οικονομικής Προστασίας Καταναλωτή διαμόρφωσε νέους κανόνες για υποθήκες, δάνεια αυτοκινήτων και πιστωτικές κάρτες, ενώ ταυτόχρονα επέκτεινε την κρατική εποπτεία στην αγορά παραγώγων, θέτοντας όρια στο εμπόριο τους από τις τράπεζες της Wall Street.
Ο νόμος Ντοντ-Φρανκ, προέκυψε ύστερα από σκληρό παζάρι του Λευκού Οίκου με το Κογκρέσο, καθώς οι Ρεπουμπλικάνοι αντιδρούσαν, μιλώντας για μείωση της ρευστότητας στην αγορά και για έξοδο των επιχειρήσεων από τις ΗΠΑ, σε περίπτωση εφαρμογής του.
Με την εκλογή Τραμπ το τμήμα των Ρεπουμπλικάνων που θεωρεί τον νόμο υπερβολικά περιοριστικό αλλά και τα λόμπυ που το στηρίζουν και θεωρούν ότι περιορίζονται οι δανειοδοτικές δυνατότητες των αμερικανικών τραπεζών βρήκαν την ευκαιρία να επιβάλουν τις απόψεις τους.
Ο νέος Διευθυντής του Εθνικού οικονομικού συμβουλίου Γκάρι Κόν παρουσίασε και την δικαιολογητική βάση των προθέσεων της νέας κυβέρνησης δηλώνοντας ότι η Αμερική πρέπει να αξιοποιήσει στο έπακρο την ισχύ των τραπεζών της και όχι να τις επιβαρύνει με ρυθμίσεις που κοστίζουν δις δολάρια.
Αναμενόμενη προσέγγιση εάν σκεφθούμε ότι ο Γκάρι Κόν είναι ο πρώην επικεφαλής της Goldman Sachs , όμως η πραγματικότητα είναι διαφορετική.
Ο νόμος Ντοντ-Φρανκ είναι το ελάχιστο ρυθμιστικό πλαίσιο που μπόρεσε να επιβάλει η διακυβέρνηση Ομπάμα.
Σύμφωνα με έναν εκ των συγγραφέων του νόμου , τον κ. Frank το μόνο που έκανε ο νόμος ήταν οι τράπεζες να μην δίνουν δάνεια σε ανθρώπους που δεν μπορούν να τα αποπληρώσουν με το απλό σκεπτικό ότι ο μόνος τρόπος να μπει φραγμός στην χορήγηση στεγαστικών δανείων υψηλού ρίσκου ήταν ο περιορισμός τους.
Πράγματι ο νόμος Ντοντ-Φρανκ με βάση τα στοιχεία της περιόδου που ακολούθησαν την εφαρμογή του σε καμία των περιπτώσεων δεν περιόρισε τις τραπεζικές χορηγήσεις προς επιχειρηματίες και φυσικά πρόσωπα.
Το αντίθετο μάλιστα , οι χορηγήσεις συνεχίστηκαν και μάλιστα με ένταση μεγαλύτερη της κρίσης που είχε προηγηθεί.
Παρόλα αυτά η διοίκηση Τραμπ δηλώνει με κάθε τρόπο ότι η μεγαλύτερη ελευθέρια στην χορήγηση δάνειων θα δώσει μεγάλη τόνωση στην αμερικανική οικονομία.
Λέγοντας φυσικά ελευθερία εννοεί την ασυδοσία όπως αυτή είχε διαμορφωθεί μετά την κατάργηση του ρυθμιστικού πλαισίου που διαμορφώθηκε μετά την κρίση 1929-30 και ειδικότερα του νόμου Γκάλς – Στίγκαλ του 1933 , ο οποίος απαγόρευε ρητά την συνύπαρξη εντός ενός ενιαίου ομίλου υπηρεσιών εμπορικής , επενδυτικής , ασφαλιστικής και λιανικής δραστηριότητας.
Απαιτήσεις ανάλογες της διοίκησης Τραμπ αποκαλύπτουν με τον πιο ανάγλυφο τρόπο το γιατί φθάσαμε στην μεγαλύτερη από το 1930 χρηματοπιστωτική κρίση , τα αποτελέσματα της οποίας βιώνουμε ακόμη και σήμερα .
Όπως είναι γνωστό κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 90 τα τραπεζικά λόμπυ επέβαλαν την κοσμοθεωρία που ήθελε τις τράπεζες όργανα της βιομηχανικής και γενικότερα οικονομικής ανάπτυξης ώστε να υπάρχει η έξωθεν καλή μαρτυρία.
Κατάφεραν να περάσουν το μήνυμα ότι η απόλυτη επιτυχία περνούσε μέσα από την μεγιστοποίηση της κερδοφορίας και της ικανοποίησης των μετόχων από την συνεχώς αυξανομένη παροχή μερισμάτων.
Με την ανοχή του πολιτικού κόσμου κατάφεραν να υπερπηδήσουν διάφορα νομοθετικά εμπόδια και να επεκταθούν σε διάφορες δραστηριότητες όπως την καταναλωτική και στεγαστική πίστη με εκατοντάδες υποκαταστήματα σε ολόκληρο τον κόσμο.
Ο νόμος Γκαλς –Στιγκαλ το 1999 τελικά καταργήθηκε αφού οι πιέσεις από τα ισχυρά τραπεζικά lobby υπερίσχυσαν των δημοκρατικών και ηθικών πεποιθήσεων της κυβέρνησης Κλίντον.
Η επεκτατική πολιτική πήρε διαστάσεις ιδεολογίας σύμφωνα με την οποία το μέγεθος καθόριζε την κερδοφορία και τα χαρακτηριστικά της αγοράς , με αποτέλεσμα οι τράπεζες να τραπούν σε χρηματοπιστωτικά σούπερ μάρκετ παρέχοντας κάθε είδους υπηρεσίες.
Η απουσία κανονιστικού πλαισίου , η απουσία ελέγχου , η κυριαρχία της στρατηγικής υψηλού ρίσκου , η αλαζονεία καθώς και η απληστία των Διευθυντικών στελεχών οδήγησε στη διαμόρφωση της πιο επιθετικής κουλτούρας που με την πάροδο του χρόνου πήρε εξωπραγματικές διαστάσεις.
Η αναζήτηση υπέρ-κερδών στηρίχθηκε την περίοδο 2003-2006 στην χρησιμοποίηση της αγοράς ακινήτων η οποία είχε απογειωθεί .
Η πρακτική των διαβόητων Collaterailized Bebt Obligations –CDOs-δηλαδή των δομημένων ομολόγων που περιλάμβαναν τιτλοποιημένα στεγαστικά δάνεια χαμηλής φερεγγυότητας διόγκωνε τα κέρδη , έτσι οι εκδόσεις τέτοιων ομολόγων από τα επίπεδα των 6,3 δις $ του 2003 έφθασαν τα 20 δις $ στα τέλη του 2005.
Όλα όμως έχουν ένα τέλος εδικά όταν το υπόβαθρο τους ενσωματώνει τα χαρακτηριστικά της απληστίας και της ψευδαίσθησης περί απόλυτης κυριαρχίας.
Οι τράπεζες που πρωτοστάτησαν στην πλήρη απελευθέρωση του παγκόσμιου τραπεζικού συστήματος γονάτισαν από τα παρελκόμενα της απελευθέρωσης , την αλαζονεία, την αμετροέπεια και την διαφθορά.
Το τραπεζικό μοντέλο που στηρίζονταν στο μέγεθος υποτάθηκε από την ίδια την ισχύ που εξέπεμπε.
Όμως εκείνοι που επί σειρά δεκαετιών είχαν υποχρεώσει όλο τον κόσμο να θεοποιήσει τον πλασματικό κόσμο των υπερκερδών επανέρχονται μέσω της διοίκησης Τραμπ.
Όταν η επιλογή είναι μεταξύ Σκύλλας (Τραμπ) και Χάρυβδης (Κλίντον) τότε η επάνοδος σε διαχρονικές αξίες που έχουν τσαλαπατηθεί από την θεοποιήσει των κερδών είναι ανέφικτη.
Ο δημοκρατικά εκλεγμένος Τραμπ θα επιβάλει τον αχαλίνωτο καπιταλισμό στέλνοντας κατά διαστήματα τον λογαριασμό των ανισορροπιών στους ψηφοφόρους του αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο.
Η μαγεία της Δημοκρατίας ακυρώνεται στην πράξη όταν οι επιβαλλόμενες επιλογές είναι όψεις του ίδιου νομίσματος.
Σαράντος Λέκκας
Οικονομολόγος, e–mail: salekkas@gmail .com
Οικονομολόγος, e–mail: salekkas@gmail .com
Πηγή : http://www.analyst.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου