Ο βασικός σκοπός της δημοσιονομικής προσαρμογής στην Ελλάδα είναι η μεταφορά του δημοσίου χρέους στους Πολίτες, καθώς επίσης η εξυπηρέτηση του μέσω της ληστείας της ακίνητης περιουσίας τους – με τη βοήθεια των φόρων, των κατασχέσεων και των πλειστηριασμών σε εξευτελιστικές τιμές.
Ανάλυση
Η βασική αιτία, λόγω της οποίας θεωρεί ο γερμανός υπουργός οικονομικών ότι, η Ελλάδα δεν μπορεί να ξεφύγει από την κρίση, είναι η χαμηλή παραγωγικότητα των εργαζομένων της – ευρύτερα η ελλειμματική ανταγωνιστικότητα της οικονομίας της, παρά το ότι οι μισθοί, οπότε το κατά κεφαλήν εργατικό κόστος ανά μονάδα προϊόντος, έχουν μειωθεί στο μισό, με αποτέλεσμα να είμαστε η μοναδική χώρα που έχει πλησιάσει τη Γερμανία, χωρίς καν τη βοήθεια των επενδύσεων (γράφημα – οι επενδύσεις αυξάνουν την παραγωγικότητα).
Με βάση τώρα αυτόν τον ισχυρισμό του, πιστεύει πως η χώρα μας δεν έχει ανάγκη διαγραφής μέρους των χρεών της, αφού το πρόβλημα της είναι διαφορετικό – ενώ η λύση του είναι η πιστή εφαρμογή της πολιτικής λιτότητας, κάτι που υιοθετεί επίσης η αξιωματική αντιπολίτευση. Είναι όμως πράγματι έτσι από καθαρά τεχνικής πλευράς ή μήπως ο συμπαθέστατος Γερμανός κοιτάζει μόνο το συμφέρον της χώρας του, ενώ οι δικοί μας πολιτικοί απλά «παπαγαλίζουν», μη έχοντας τις ικανότητες/επάρκεια να διαμορφώσουν μία δική τους, αντικειμενική άποψη; Στα πλαίσια αυτά τα εξής:
Τα μέτρα λιτότητας και η παραγωγικότητα
Σύμφωνα με τη διεθνή εμπειρία, οι περισσότερες υφέσεις οδηγούν αναπόφευκτα σε μία διαρκή μείωση της συνολικής οικονομικής παραγωγικότητας – οπότε της παραγωγικής δυναμικότητας μίας χώρας. Με την έννοια «παραγωγική δυναμικότητα» εννοούμε το επίπεδο της οικονομικής επιδόσεως, το οποίο μπορεί να επιτευχθεί με την πλήρη χρήση των διαθεσίμων πόρων, χωρίς να δημιουργηθούν πληθωριστικές πιέσεις.
Συνεχίζοντας, η μείωση της παραγωγικής δυναμικότητας διαπιστώθηκε κυρίως κατά τη διάρκεια της πρόσφατης παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης του 2008 – καθώς επίσης πολλές άλλες φορές προηγουμένως. Εάν τώρα οι υφέσεις αυτές φτάσουν σε σημείο που να μετατραπούν σε «Υστερήσεις», οι οποίες χαρακτηρίζονται από την απώλεια της τεχνογνωσίας (Know How) των εργαζομένων λόγω της μεγάλης διάρκειας τους, όπου ένας σημαντικός αριθμός ανθρώπων παραμένει άνεργος για μία μακροπρόθεσμη χρονική περίοδο, τότε τα αποτελέσματα τους είναι καταστροφικά.
Ειδικότερα, όσο πιο πολύ διαρκεί η ύφεση, καθώς επίσης η ανεργία που προκαλεί, τόσο πιο δύσκολη γίνεται η επιστροφή των εργαζομένων στην αγορά εργασίας, λόγω της συνεχούς αλλαγής των εργασιακών απαιτήσεων – της τεχνογνωσίας δηλαδή που είναι υποχρεωμένοι να έχουν οι εργαζόμενοι, για να ανταπεξέρχονται με τις ανάγκες των θέσεων εργασίας τους στις επιχειρήσεις.
Για παράδειγμα με τα καινούργια μηχανήματα στις βιομηχανίες, τα οποία έχουν αλλάξει στο χρονικό διάστημα που ήταν άνεργοι, με τις νέες ταμειακές μηχανές στα καταστήματα λιανικής, με τις καινούργιες μεθόδους λήψης παραγγελιών στα εστιατόρια, με την εξέλιξη των ηλεκτρονικών υπολογιστών κοκ. Ως εκ τούτου μειώνεται σε δεύτερο στάδιο το δυναμικό των εργαζομένων σε μία χώρα – οπότε οι διαθέσιμοι πόροι της, όσον αφορά τον παραγωγικό συντελεστή «εργασία».
Οι πολλαπλασιαστές
Σύμφωνα τώρα με την οικονομική θεωρεία, οι δημοσιονομικοί πολλαπλασιαστές (μείωση των δαπανών, αύξηση των φόρων) σε μία ύφεση μακράς διαρκείας που ως εκ τούτου έχει εξελιχθεί σε «υστέρηση», έχουν ιδιαίτερα σημαντικά μακροπρόθεσμα αποτελέσματα – αφού αφενός μεν το ΑΕΠ, αφετέρου το μακροπρόθεσμο παραγωγικό δυναμικό της χώρας, επιδεινώνονται σε μεγάλο βαθμό από τα μέτρα λιτότητας.
Ειδικότερα, εάν έχουμε «υστέρηση» σε μία οικονομία, όπως στο εξτρεμιστικό παράδειγμα της Ελλάδας (η αντίστοιχη στις Πορτογαλία, Ισπανία και Ιταλία ήταν μικρότερη), τότε οι δημοσιονομικοί πολλαπλασιαστές αυξάνονται περισσότερο από δύο φορές – σε σχέση με μία οικονομία, στην οποία η ύφεση δεν έχει εξελιχθεί σε «υστέρηση», λόγω της μικρής διάρκειας της.
Εν προκειμένω οφείλουμε να γνωρίζουμε πως, σύμφωνα με τον Keynes, ο πολλαπλασιαστής των δημοσίων δαπανών είναι μεγαλύτερος από τη μονάδα – γεγονός που σημαίνει πως όταν οι δημόσιες δαπάνες μειώνονται κατά 1 €, τότε το ΑΕΠ περιορίζεται περισσότερο από 1 €, επειδή συρρικνώνεται τόσο το διαθέσιμο εισόδημα, όσο και η ιδιωτική κατανάλωση.
Στα πλαίσια αυτά, όταν η οικονομία ευρίσκεται σε κατάσταση «υστέρησης», όπως ασφαλώς η ελληνική αφού η ύφεση είναι πολύ βαθιά και μεγάλης διάρκειας, τότε τα μέτρα λιτότητας 1 € μειώνουν το ΑΕΠ περισσότερο από 2 € – όπως άλλωστε παραδέχθηκε το ΔΝΤ, ισχυριζόμενο πως επρόκειτο για ένα μεγάλο λάθος του (άρθρο).
Με δεδομένο όμως το ότι έχει τεκμηριωθεί πως ο πολλαπλασιαστής της μείωσης των δαπανών στην Ελλάδα έφτασε στο 3 (δηλαδή για κάθε ένα ευρώ μείωση των δαπανών, το ΑΕΠ περιοριζόταν σχεδόν κατά τρία ευρώ – ανάλυση), το ΔΝΤ ασφαλώς γνώριζε πως η οικονομία μας ήταν σε κατάσταση «υστέρησης», ενώ συνέχισε να τάσσεται υπέρ της μείωσης των δημοσίων δαπανών, προφανώς δεν επρόκειτο για λάθος – αλλά για ένα εκ προμελέτης έγκλημα, με απώτερο στόχο τη λεηλασία της ιδιωτικής και δημόσιας περιουσίας των Ελλήνων.
Βέβαια, παρά το ότι πρόκειται για ένα οφθαλμοφανές γεγονός, οποιοσδήποτε το αναφέρει χαρακτηρίζεται ως «λαϊκιστής» – πόσο μάλλον όταν η αντιπολίτευση ισχυρίζεται ανόητα ότι, ένα άλλο «μείγμα μέτρων», βασικό συστατικό του οποίου θα ήταν η μείωση των δημοσίων δαπανών, θα είχε καλύτερο αποτέλεσμα!
Αρνείται δηλαδή να δει το αυτονόητο, σύμφωνα με το οποίο η μείωση των δαπανών προκαλεί τριπλάσια μείωση του ΑΕΠ, οπότε των εσόδων του δημοσίου – με αποτέλεσμα να πρέπει να εξισορροπηθεί η διαφορά από την αύξηση των φόρων είτε το θέλει, είτε όχι, οπότε να στραγγαλισθεί εντελώς η ελληνική οικονομία.
Τέλος, όταν μέσω της επιβολής των μέτρων λιτότητας, η ούτως ή άλλως λόγω της ύφεσης μείωση της απασχόλησης, καθώς επίσης της παραγωγής μειώνεται ακόμη περισσότερο, η μακροχρόνια ανεργία συνεχίζει την ξέφρενη ανοδική της πορεία (γράφημα) – οπότε χάνεται ένα πολύ μεγάλο μέρος της τεχνογνωσίας των εργαζομένων, αδύνατον να καλυφθεί.
Επεξήγηση γραφήματος: Εξέλιξη της μακροπρόθεσμης ανεργίας στην Ελλάδα.
Ως εκ τούτου η καταστροφή που προκαλείται στη χώρα είναι πολύ μεγαλύτερη, από όσο φαντάζεται κανείς, ενώ διαρκεί αρκετά χρόνια μετά το πέρας της πολιτικής λιτότητας – γεγονός που σημαίνει ότι, δεν θα υποφέρουν μόνο οι σημερινές γενιές των Ελλήνων, αλλά και οι επόμενες. Είναι εγκληματικό λοιπόν να ισχυρίζεται κανείς πως η λιτότητα έχει στόχο την άνοδο της ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας – κάτι που φυσικά γνωρίζει πολύ καλά ο κ. Σόιμπλε, οπότε επιδιώκει ακριβώς το αντίθετο.
Η λιτότητα και οι διαρθρωτικές αλλαγές
Περαιτέρω, ο πρωταρχικός σκοπός της δημοσιονομικής προσαρμογής είναι η μείωση των δημοσίων χρεών σε ένα μακροπρόθεσμα βιώσιμο επίπεδο, σε σχέση με το ΑΕΠ – όχι φυσικά η μεταφορά των δημοσίων χρεών στους Πολίτες, όπως συμβαίνει δυστυχώς στην Ελλάδα, εν αγνοία του πληθυσμού.
Εν προκειμένω, με κριτήριο την εκτόξευση του μη εξυπηρετούμενου ιδιωτικού χρέους στη στρατόσφαιρα – καθώς επίσης την εξυπηρέτηση του μέσω της ληστείας της ακίνητης περιουσίας των Ελλήνων (κατασχέσεις και πλειστηριασμοί σε εξευτελιστικές τιμές, όπου οι Πολίτες θα χάσουν τα σπίτια τους παραμένοντας χρεωμένοι είτε στο κράτος, είτε στις τράπεζες, είτε και στους δύο).
Επομένως, η επιτυχία της υιοθέτησης των μέτρων λιτότητας μπορεί να αξιολογηθεί μόνο με την ταυτόχρονη σύγκριση τους με την εξέλιξη του δημοσίου χρέους – γεγονός που σημαίνει ότι, στην περίπτωση της Ισπανίας και όχι μόνο, η αποτυχία τους είναι κάτι περισσότερο από δεδομένη (γράφημα).
Επεξήγηση γραφήματος: Εξέλιξη του δημοσίου χρέους της Ισπανίας
ως προς το ΑΕΠ της (τριπλασιασμός).
Συνεχίζοντας, οι υποστηρικτές της πολιτικής λιτότητας θεωρούν ότι, οι διαρθρωτικές αλλαγές αποτελούν ένα πολύ βασικό «συμπλήρωμα», όσον αφορά την εξυγίανση των δημοσιονομικών μεγεθών μίας χώρας – ενώ ο στόχος των διαρθρωτικών αλλαγών είναι αφενός μεν η αύξηση της ανταγωνιστικότητας της, αφετέρου της παραγωγικής της δυναμικότητας, οπότε σε τελική ανάλυση του ΑΕΠ της.
Στα πλαίσια αυτά, για να μην αναφέρουμε μόνο την Ελλάδα και παρεξηγηθούμε, έχει διαπιστωθεί πως στην Ιταλία, στην Ισπανία και στην Πορτογαλία δρομολογήθηκαν πάρα πολλές διαρθρωτικές αλλαγές μεταξύ των ετών 2010 και 2014 – με αποτέλεσμα να καλυτερεύσει τόσο η λειτουργικότητα των αγορών τους, όσο και η ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων τους. Ο δείκτης «doing business» της Παγκόσμιας Τράπεζας, ο οποίος μετράει το αναπτυξιακό επιχειρηματικό πλαίσιο ορισμένων κρατών, αυξήθηκε και στις τρεις χώρες – εν τούτοις, μειώθηκε το ΑΕΠ τους.
Σύμφωνα τώρα με πρόσφατες μελέτες (Eggertsson, Ferrero, Raffo), οι διαρθρωτικές αλλαγές προκαλούν, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, πτώση του ΑΕΠ – κυρίως σε εποχές χαμηλών επιτοκίων, όπως συμβαίνει στην Ευρωζώνη. Ως εκ τούτου, οι διαρθρωτικές αλλαγές επιδεινώνουν τα αρνητικά επακόλουθα της πολιτικής λιτότητας – γεγονός που τεκμηριώθηκε στην Ισπανία, στην Πορτογαλία και στην Ιταλία, οι οποίες βυθίστηκαν σε έναν καθοδικό σπειροειδή κύκλο πτώσης του ΑΕΠ και αύξησης των δημοσίων χρεών.
Συνέβη δηλαδή ακριβώς το αντίθετο, από αυτό που πιστεύουν οι υποστηρικτές των μέτρων λιτότητας, σε συνδυασμό με τις διαρθρωτικές αλλαγές – οπότε το να θέλει η Ελλάδα να ξεφύγει από την κρίση με αυτές τις μεθόδους, ισοδυναμεί με το άκρον άωτο της ανοησίας.
Η λιτότητα και το ιδιωτικό χρέος
Περαιτέρω, το μέγεθος του δημοσιονομικού πολλαπλασιαστή εξαρτάται επίσης από το ύψος του ιδιωτικού χρέους. Για παράδειγμα, όταν σε περιόδους ανάπτυξης αυξάνεται σημαντικά το χρέος των νοικοκυριών, ενώ κατά την ύφεση που ακολουθεί το βάρος των χρεών γίνεται μεγαλύτερο, λόγω του περιορισμού των εισοδημάτων ή/και της πτώσης των τιμών των ακινήτων, τότε τα νοικοκυριά δεν είναι πρόθυμα να δανειστούν. Προτιμούν δηλαδή να μειώσουν τα χρέη τους περιορίζοντας την κατανάλωση τους – κάτι που σημαίνει ότι, μειώνεται η συνολική ζήτηση στην οικονομία.
Εάν σε αυτή τη χρονική περίοδο επιβληθούν επί πλέον μέτρα λιτότητας, τότε η μείωση της κατανάλωσης είναι μαζική – γεγονός που οδηγεί στην αύξηση των πραγματικών επιτοκίων, αφού η οικονομία βυθίζεται στον αποπληθωρισμό (πραγματικό επιτόκιο = ονομαστικό + αποπληθωρισμό, οπότε ακόμη και αν το ονομαστικό επιτόκιο είναι μηδενικό, όταν ο πληθωρισμός είναι -2, τότε το πραγματικό είναι 2%).
Εκτός αυτού, η αύξηση των πραγματικών επιτοκίων, σε συνδυασμό με την πτώση των τιμών των ακινήτων, επιβαρύνει ακόμη περισσότερο το ιδιωτικό χρέος – οπότε, σε ένα τέτοιο προβληματικό περιβάλλον, τα μέτρα λιτότητας είναι θανατηφόρα.
Η διαπίστωση αυτή προήλθε από μία μελέτη 12 κρατών του ΟΟΣΑ, μεταξύ των ετών 1980 και 2014 – το συμπέρασμα της οποίας ήταν πως η μείωση των δημοσίων δαπανών ή η αύξηση των φόρων, οδηγεί αναπόφευκτα σε μία ισχυρή πτώση του ΑΕΠ και της απασχόλησης, όταν το ιδιωτικό χρέος είναι υψηλό. Είναι αλήθεια δυνατόν να μη γνώριζε αυτή τη μελέτη το ΔΝΤ, κάνοντας το λάθος που ισχυρίσθηκε;
Κλείνοντας, το παράδειγμα της Ισπανίας είναι χαρακτηριστικό – αφού το ιδιωτικό χρέος της αυξήθηκε κατακόρυφα έως το 2008, ακολουθούμενο από μία ανάλογη πτώση μετά το 2008. Έτσι, το ιδιωτικό χρέος της από 87% έως το 2007, μειώθηκε κάτω από το 60% το 2014, πάντοτε ως ποσοστό επί του ΑΕΠ της – μεταξύ άλλων μέσω των μαζικών κατασχέσεων και πλειστηριασμών που σημειώθηκαν.
Επεξήγηση γραφήματος: Εξέλιξη του ιδιωτικού χρέους της Ισπανίας
ως προς το ΑΕΠ της (κόκκινη καμπύλη, με αναφορά στην κρίση και στην
πολιτική λιτότητας), των Η.Π.Α. (μαύρη) και της Ελλάδας (πράσινη). Της
Ελλάδας συνέχισε να αυξάνεται ελαφριά μετά τη λιτότητα, κυρίως λόγω
της συντριπτικά μεγαλύτερης πτώσης του ΑΕΠ της, καθώς επίσης της
τρομακτικής μείωσης των εισοδημάτων των Ελλήνων.
Κάτι ανάλογο διαπιστώθηκε επίσης στην Πορτογαλία και στην Ιταλία, αν και σε πολύ μικρότερο βαθμό από ότι στην Ισπανία – επειδή το ιδιωτικό τους χρέος δεν είχε αυξηθεί τόσο πολύ έως το 2008.
Επίλογος
Συνοψίζοντας, χωρίς να υποτιμούμε τις απαραίτητες διαρθρωτικές αλλαγές, μεταξύ των οποίων κυριότερη είναι η εξυγίανση των Θεσμών της χώρας μας, η λύση δεν είναι άλλη από την αύξηση των δημοσίων δαπανών, κατά την πολιτική του Keynes – όπου όμως, όταν το κράτος είναι υπερχρεωμένο, έχοντας χάσει επί πλέον την πιστοληπτική του ικανότητα, είναι απαραίτητη η διαγραφή των υπερβαλλόντων χρεών του.
Χωρίς διαγραφή, είναι αδύνατον να αυξήσει η Ελλάδα τις δημόσιες δαπάνες της, οπότε το ΑΕΠ της, τα έσοδα του δημοσίου κοκ. – ενώ όταν δεν αυξάνεται το ΑΕΠ, είναι αδύνατη η δρομολόγηση των απαιτούμενων διαρθρωτικών αλλαγών, αφενός μεν επειδή βραχυπρόθεσμα επιβραδύνουν το ρυθμό ανάπτυξης, αφετέρου επειδή οι Πολίτες δεν είναι πρόθυμοι να τις υιοθετήσουν, όταν δεν βλέπουν καμία προοπτική για το μέλλον τους.
Ως εκ τούτου, εάν δεν σταματήσει η πολιτική λιτότητας, η Ελλάδα θα καταστραφεί εντελώς – οπότε δεν πρόκειται να αποφύγει τη χρεοκοπία και την έξοδο της από την Ευρωζώνη, ανεξάρτητα από το ποιό κόμμα θα την κυβερνάει. Ακόμη χειρότερα, όταν θα φτάσει σε αυτό το σημείο, θα έχει χάσει ήδη τα πάντα – με τους Πολίτες της να μην είναι καν σε θέση να εξασφαλίσουν την επιβίωση τους.
Analyst Team
Πηγή : http://www.analyst.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου