MOTD

Αλλαχού τα κόμματα γεννώνται διότι εκεί υπάρχουσι άνθρωποι διαφωνούντες και έκαστος άλλα θέλοντες. Εν Ελλάδι συμβαίνει ακριβώς το ανάπαλιν. Αιτία της γεννήσεως και της πάλης των κομμάτων είναι η θαυμαστή συμφωνία μεθ’ ης πάντες θέλουσι το αυτό πράγμα: να τρέφωνται δαπάνη του δημοσίου.

Εμμανουήλ Ροΐδης, 1836-1904, Έλληνας συγγραφέας

Τρίτη 17 Ιανουαρίου 2017

Η άυξηση του ΦΠΑ είναι ένα μέτρο σχεδιασμένο να αποτύχει!

Σκοπός της παρούσας ανάλυσης, είναι να αποδειχθεί στο ευρύ κοινό ότι η αύξηση του Φ.Π.Α. δεν πλήττει μόνο τα νοικοκυριά και τους καταναλωτές, αλλά και τα φορολογικά έσοδα του ίδιου του κράτους λόγο μειωμένων εσόδων από την άμεση φορολόγηση.

Άπαντες αντιλαμβάνονται ότι η αύξηση του Φ.Π.Α. μειώνει την αγοραστική ικανότητα των καταναλωτών και των νοικοκυριών, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της «ρευστότητας» - ζήτησης στην πραγματική οικονομία. Η δικαιολογία που χρησιμοποιούν οι «κυβερνώντες» για την αύξηση των συντελεστών του Φ.Π.Α., είναι η προσδοκία για αύξηση των φορολογικών εσόδων. 

Ως γνωστόν, ο Φ.Π.Α. είναι ουδέτερος για τις επιχειρήσεις καθώς δεν επηρεάζει το λογιστικό τους αποτέλεσμα. Οι επιχειρήσεις συμψηφίζουν το Φ.Π.Α. που εισπράττουν από τις πωλήσεις τους, με το Φ.Π.Α. που πληρώνουν μέσω των αγορών τους και τη διαφορά την αποδίδουν στο κράτος. Γενικότερα όμως, ούτε οι επιχειρήσεις επιθυμούν αυξήσεις στους συντελεστές του Φ.Π.Α. διότι, όσο μειώνεται η ζήτηση και το διαθέσιμο εισόδημα των καταναλωτών, τόσο μειώνεται ο τζίρος και τα καθαρά κέρδη των επιχειρήσεων. 

Για να αποδείξουμε τα ανωτέρω, θα προσπαθήσουμε να υπολογίσουμε ποια είναι τα έσοδα του κράτους από το Φ.Π.Α. όταν εισέλθει ρευστότητα 100 € στην πραγματική οικονομία. Θα χρησιμοποιήσουμε δύο σενάρια όπου στο πρώτο οι συναλλαγές γίνονται με 24% συντελεστή Φ.Π.Α. (όσο είναι τώρα) και στο δεύτερο οι συναλλαγές γίνονται με 13% Φ.Π.Α. (τόσο ήταν για τα τρόφιμα πριν λίγους μήνες). 

Για λόγους απλότητας, υποθέτουμε ότι όλες οι συναλλαγές αφορούν παροχή υπηρεσιών «τελικού σταδίου», δηλαδή φυσικών προσώπων που είναι ταυτόχρονα «έμποροι υπηρεσιών» και τελικοί καταναλωτές. 

Για παράδειγμα, υποθέτουμε ότι ο καταναλωτής Α διαθέτει 100 € και αγοράζει μία υπηρεσία (π.χ. εκμάθηση ξένης γλώσσας) από τον «έμπορο υπηρεσιών Β» πληρώνοντας 80,65 € για την καθαρή αξία της υπηρεσίας και 19,35 € για το Φ.Π.Α. που θα αποδοθεί στο κράτος. Κατόπιν ο Β, με τα 80,65 ευρώ που απέμειναν, λειτουργώντας τώρα ως καταναλωτής, αγοράζει από τον «έμπορο υπηρεσιών Γ» μία υπηρεσία (π.χ. ελαιοχρωματισμός για το σπίτι) πληρώνοντας 65,04 € για την καθαρή αξία της υπηρεσίας και 15,61 € για το Φ.Π.Α. που θα αποδοθεί στο κράτος. 

Εάν εφαρμόσουμε τον παραπάνω συλλογισμό για 20 συναλλαγές με συντελεστή Φ.Π.Α. 24% και 13% αντίστοιχα, προκύπτει ο παρακάτω πίνακας όπου μπορούμε να εξαγάγουμε τα εξής συμπεράσματα: 


Με 24% Φ.Π.Α., μετά από 30 συναλλαγές, το κράτος εισέπραξε 99,84 €, δηλαδή το 99,84% της αρχικής αξίας. Ο «τζίρος» που δημιουργήθηκε στην αγορά, από το άθροισμα των καθαρών αξιών που προέκυπταν έπειτα από κάθε συναλλαγή, ήταν 416,01 €. Αντίστοιχα με 13% Φ.Π.Α., μετά από 30 συναλλαγές το κράτος εισέπραξε 97,44 €, δηλαδή το 97,44% της αρχικής αξίας και ο «τζίρος» που δημιουργήθηκε ήταν 749,57 €, σχεδόν διπλάσιος από την πρώτη περίπτωση. 

Αν συνεχίσουμε να «από – φορολογούμε» τις αξίες, ανεξάρτητα από τον συντελεστή Φ.Π.Α. που χρησιμοποιούμε, αργά ή γρήγορα το κράτος θα εισπράξει και τα 100 ευρώ από την αγορά. Όμως, η συνολική καθαρή αξία που παράγεται από τις συναλλαγές με υψηλό συντελεστή Φ.Π.Α., είναι κατά πολύ χαμηλότερη από την αντίστοιχη αξία που παράγεται με το χαμηλό συντελεστή Φ.Π.Α. Με άλλα λόγια, οι υψηλοί συντελεστές Φ.Π.Α. απορροφούν με υψηλότερο ρυθμό τη ρευστότητα που κινεί την οικονομία και έτσι πραγματοποιούνται λιγότερες συναλλαγές και παράγεται λιγότερος τζίρος.

Θεωρητικά, όσο αυξάνεται ο «τζίρος» που πραγματοποιείται από τις συναλλαγές, μεγαλώνει και η πιθανότητα αύξησης των εσόδων του κράτους από την άμεση φορολογία. Τα έσοδα του κράτους από την άμεση φορολογία, προκύπτουν από την φορολόγηση των καθαρών κερδών των επιχειρήσεων (και όχι του «τζίρου») και τη φορολόγηση του εισοδήματος των φυσικών προσώπων. Προφανώς όμως, όσο μεγαλύτερος είναι ο «τζίρος»- ζήτηση στην αγορά, τόσο πιθανότερο είναι οι επιχειρήσεις να παρουσιάσουν μεγαλύτερα καθαρά κέρδη και να αυξηθεί το διαθέσιμο εισόδημα των μισθωτών – καταναλωτών. 

Συμπέρασμα, με τους αυξημένους συντελεστές του Φ.Π.Α., το μόνο που επιτυγχάνει το κράτος είναι να εισπράττει λίγο γρηγορότερα τους φόρους που, ούτως ή άλλως, θα εισέπραττε. Πρόκειται λοιπόν για ένα μέτρο που είναι σχεδιασμένο να αποτύχει ειδικά αν λάβουμε υπόψη και το γεγονός ότι, ο αυξημένος Φ.Π.Α. προτρέπει τους καταναλωτές να προβούν σε συναλλαγές χωρίς φορολογικά παραστατικά.

Χαλυβόπουλος Δημήτρης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου