MOTD

Αλλαχού τα κόμματα γεννώνται διότι εκεί υπάρχουσι άνθρωποι διαφωνούντες και έκαστος άλλα θέλοντες. Εν Ελλάδι συμβαίνει ακριβώς το ανάπαλιν. Αιτία της γεννήσεως και της πάλης των κομμάτων είναι η θαυμαστή συμφωνία μεθ’ ης πάντες θέλουσι το αυτό πράγμα: να τρέφωνται δαπάνη του δημοσίου.

Εμμανουήλ Ροΐδης, 1836-1904, Έλληνας συγγραφέας

Τρίτη 17 Ιανουαρίου 2017

Μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, η γερμανική μοναρχία καταλύθηκε και, από το 1919, εγκαθιδρύθηκε η Δημοκρατία της Βαϊμάρης

Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΒΑΙΜΑΡΗΣ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΩΝ ΝΑΖΙ Η ΡΩΣΙΚΗ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΠΟΥΤΙΝ

Μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, η γερμανική μοναρχία καταλύθηκε και, από το 1919, εγκαθιδρύθηκε η Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Η Συνθήκη των Βερσαλλιών υπήρξε εξουθενωτική για τη Γερμανία, επιβάλλοντάς της σημαντικές εδαφικές παραχωρήσεις στην Πολωνία και τη Γαλλία, ασφυκτικούς περιορισμούς στις ένοπλες δυνάμεις (στράτευμα – Ράιχσβερ (Reichswehr) έως 100.000 στελέχη κατ’ ανώτατο όριο), υπέρογκες πολεμικές αποζημιώσεις, καθώς και την περίφημη παράγραφο περί αποκλειστικής ενοχής της Γερμανίας για το ξέσπασμα του πολέμου.

Συνθήκες εμφυλίου πολέμου επικράτησαν την περίοδο 1919-1923, με βίαιες συγκρούσεις μεταξύ σοσιαλιστών, κομμουνιστών και ακροδεξιών παραστρατιωτικών ομάδων, των Φράικορπς. Από τα πιο αιματηρά επεισόδια αυτής της διαμάχης ήταν και η αιματηρή καταστολή της «Δημοκρατίας των Συμβουλίων» στο Μόναχο.

Ταυτόχρονα, τα προβλήματα της οικονομίας, μαστιζόμενης από τον πληθωρισμό, προκάλεσαν κατά το 1922-23, την κατάληψη της Ρηνανίας από γαλλικά στρατεύματα, καθώς η γερμανική κυβέρνηση αδυνατούσε να καταβάλει έγκαιρα τις οφειλόμενες πολεμικές αποζημιώσεις.

Η γερμανική κυβέρνηση, ανίκανη να αντιδράσει στρατιωτικά, υποκίνησε απεργία των εργαζομένων στις βιομηχανίες του Ρουρ η οποία είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο εκατό εργατών από το πυρ που άνοιξαν τα γαλλικά στρατεύματα. Ο στραγγαλισμός του εμπορίου και των διεθνών σχέσεων της Γερμανίας, λόγω της Συνθήκης, οδήγησε σε πληθωρισμό, ανεργία και οικονομική ανέχεια. Στις αρχές, μάλιστα, της δεκαετίας του ’20 ο πληθωρισμός έφθασε σε πρωτόγνωρα, ακόμη και σε διεθνές επίπεδο, ύψη.


Η κατάσταση άρχισε να βελτιώνεται κάπως, όταν οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι αντιλήφθηκαν ότι η Γερμανία τείνει να μετατραπεί σε καζάνι που βράζει. Υπό την ηγεσία του Γκούσταβ Στρέζεμαν (Gustav Stresemann), ενός έντονα εθνικόφρονα αλλά και ρεαλιστή πολιτικού, η Γερμανία ακολούθησε τη λεγόμενη «πολιτική της εκπλήρωσης» (Erfüllungspolitik) των υποχρεώσεών της. Της επετράπη, έτσι, η είσοδος στην Κοινωνία των Εθνών (Συνθήκες του Λοκάρνο), που οδήγησε σε άρση του εμπάργκο και βελτίωση των κρατικών οικονομικών, ειδικά με την αθρόα εισροή αμερικανικών δανείων, καθώς και ελαφρά άνοδο του βιοτικού επιπέδου. Ταυτόχρονα, αναπτύχθηκε η συνεργασία με τον έτερο διεθνή παρία, τη Σοβιετική Ένωση (Συνθήκη του Ραπάλλο).

Κατά το διάστημα 1924-1929 η Δημοκρατία της Βαϊμάρης γνώρισε τη «χρυσή εποχή» της. Ωστόσο, λίγο πριν τον θάνατό του το 1929, ο Στρέζεμαν έκανε την εξής διαπίστωση: «Η οικονομική κατάσταση της Γερμανίας εμφανίζεται ανθηρή μόνο στην επιφάνεια. Η Γερμανία στην πραγματικότητα βαδίζει επάνω στον κρατήρα ενός ηφαιστείου. Αν κληθεί να εκπληρώσει άμεσα τις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις της, ένα μεγάλο τμήμα της οικονομίας της θα καταρρεύσει».

Μέσα σε αυτή την κατάσταση, εμφανίστηκε στη Βαυαρία του 1919 ένα μικρό πολιτικό κόμμα, το Κόμμα των Γερμανών Εργατών (Deutsche Arbeiterpartei, DAP). Το δημιούργησαν οι Άντον Ντρέξλερ (Anton Drexler), Ντίτριχ Έκαρτ (Dietrich Eckhart) και Γκόντφριντ Φέντερ (Gottfried Feder).[ Αρχηγός του ορίστηκε ο Άντον Ντρέξλερ. Η Βαυαρία εκείνη την περίοδο ήταν ένα από τα κύρια κέντρα της γερμανικής άκρας δεξιάς.

Με την ενεργό υποστήριξη της τοπικής Ράιχσβερ, πληθώρα παραστρατιωτικών ομάδων και πολιτικών σχηματισμών δημιουργήθηκαν από τις τάξεις των Φράικορπς, των οποίων ο πολιτικός προσανατολισμός ήταν έντονα αντικομμουνιστικός, παγγερμανικός και αντισημιτικός. Μέλος του κόμματος έγινε τότε και ένας δεκανέας, γεννημένος στο Μπραουνάου αμ Ιν (Braunau am Inn) της Αυστρίας, ο Αδόλφος Χίτλερ(Adolf Hitler).


Ενώ το κόμμα αγωνιζόταν χωρίς ιδιαίτερα ικανό αρχηγό, ο Χίτλερ σύντομα κατάφερε να ξεχωρίσει, χάρη στη δεινή ρητορική του, και να αναλάβει την αρχηγία του (29 Ιουλίου 1921). Ως αρχηγός πλέον, ο Χίτλερ μετονομάζει το Κόμμα σε Nationalsozialistische Deutsche Arbeiter Partei (Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα, NSDAP) ή, συντομογραφικά, Ναζί. Παράλληλα, ο Χίτλερ με τους συνεργάτες του, καταρτίζουν ένα πρόγραμμα είκοσι πέντε σημείων, το οποίο και θα αποτελέσει το πολιτικό μανιφέστο του Κόμματος. Η δημοτικότητα του Κόμματος αυξάνεται συνεχώς, καθώς πολλά από τα σημεία του μανιφέστου έχουν ευρεία λαϊκή απήχηση.

Αυτό παρασύρει τον Χίτλερ, ο οποίος με την πεποίθηση ότι ο λαός θα ακολουθήσει, προχωρεί με τους συνεργάτες του και την υποστήριξη του στρατηγού και ήρωα του πολέμου, Έριχ Λούντεντορφ σε πραξικόπημα στο Μόναχο στις 9 Νοεμβρίου 1923. Με κακό συντονισμό, και αποτυγχάνοντας να εξουδετερώσει ή να συμπαρασύρει τη Ράιχσβερ και την αστυνομία, το πραξικόπημα αποτυγχάνει.

Επειδή ως στρατηγείο του ο Χίτλερ είχε επιλέξει τη μπυραρία Bürgerbräukeller στο Μόναχο, το πραξικόπημα παίρνει το προσωνύμιο «Πραξικόπημα της μπιραρίας». Ο Χίτλερ συλλαμβάνεται, όπως και όλοι οι συνεργάτες του, δικάζεται και καταδικάζεται σε πενταετή φυλάκιση (τελικά έμεινε φυλακισμένος μόνο για 9 μήνες), ενώ το Κόμμα, έχοντας απωλέσει τον ηγέτη του και, παράλληλα, απαγορευτεί από τις αρχές, περιπίπτει στην αφάνεια.

Εννιά μήνες ύστερα από την καταδίκη του, ο Χίτλερ αποφυλακίζεται, αναλαμβάνει πάλι την αρχηγία του Κόμματος και το αναδιοργανώνει. Η Γερμανία έχει ως Πρόεδρο Δημοκρατίας τον ήρωα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου Πάουλ φον Χίντενμπουργκ (Paul von Hindenburg), ο οποίος την στρέφει σιγά σιγά σε πιο συντηρητικό δρόμο και είναι ιδεολογικά αντίθετος με τον φιλελευθερισμό της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και πολύ αυταρχικός.


Μετά την μεγάλη παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929, η γερμανική κοινωνία ήταν κλονισμένη ως τα θεμέλιά της. Έξι εκατομμύρια άνθρωποι ήταν άνεργοι και πολλοί πεινούσαν. Αναρίθμητα αγροκτήματα έβγαιναν στο σφυρί, χιλιάδες μικρές εταιρίες χρεοκοπούσαν.

Μια βαθιά απογοήτευση εξαπλωνόταν. Και τα καρτέλ και οι μεγάλες εταιρίες άρχισαν να κλονίζονται, μερικά κατέρρεαν. Πουθενά δεν έβγαζαν κέρδη, συχνά η χρεοκοπία αποτρεπόταν μόνο με σημαντικές κρατικές επιχορηγήσεις. Οι κυρίαρχοι κύκλοι του κεφαλαίου ήταν της γνώμης ότι το οικονομικό σύστημα μπορούσε να σωθεί μόνο με ένα «αυταρχικό κράτος».

Γι’ αυτό το εργατικό κίνημα έπρεπε να υποταχθεί και η αγορά να προστατευθεί από τον εξωτερικό ανταγωνισμό ή με στρατιωτικό εξοπλισμό ή με κατακτήσεις ή και με τα δύο. Ήταν όμως ασαφές ποιος μπορούσε να αναλάβει αυτό το έργο.

Ο Χίτλερ εκμεταλλεύεται όλες τις συγκυρίες, την άνοδο δημοτικότητας των κομμουνιστικών κομμάτων και τον αυταρχισμό του Χίντενμπουργκ, και στις εκλογές του 1932 το Κόμμα του έρχεται πρώτο σε ψήφους, χωρίς όμως να καταφέρει να πάρει απόλυτη πλειοψηφία.

Ο Πρόεδρος αρνείται να αναθέσει την Καγκελαρία στον Χίτλερ, καθώς δεν τον συμπαθεί καθόλου, και την αναθέτει στον Κουρτ φον Σλάιχερ, του οποίου, όμως, οι προσπάθειες σχηματισμού βιώσιμης κυβέρνησης αποτυγχάνουν. Ο Χίντενμπουργκ αναγκάζεται να ονομάσει Καγκελάριο τον Χίτλερ στις 30 Ιανουαρίου 1933 με την υποστήριξη του αρχηγού του Καθολικού Κεντρώου Κόμματος Φραντς φον Πάπεν (Franz von Papen).


Το ναζιστικό καθεστώς μετατρέπεται σύντομα σε μια στυγνή δικτατορία. Έχοντας το πρόσχημα του κοινοβουλευτισμού με εξασφαλισμένη πλειοψηφία στο Ράιχσταγκ, είναι σε θέση να ψηφίζει ολοσχερώς αντιδημοκρατικούς νόμους.

Σύμφωνα με τον Ουίλιαμ Σίρερ, μέσα στον πρώτο χρόνο διακυβέρνησής του, το ναζιστικό κόμμα – και ο Χίτλερ προσωπικά – έχει να επιδείξει «επιτεύγματα» χωρίς ιστορικό προηγούμενο: Κατάφερε να καταργήσει τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, να εγκαθιδρύσει στυγνή δικτατορία, στα πλαίσια της οποίας καταργούνται οι ατομικές ελευθερίες, η ελευθερία του Τύπου, η ύπαρξη άλλων πολιτικών κομμάτων πλην του Εθνικοσοσιαλιστικού, η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, οι τοπικές κυβερνήσεις των ως τότε ομοσπονδιακών κρατιδίων, οι συνδικαλιστικές οργανώσεις και τα δικαιώματα των εβραϊκής καταγωγής πολιτών τόσο στη δημόσια όσο και στην ιδιωτική ζωή τους, ενώ γίνονται δραστικές παρεμβάσεις στην εκπαίδευση, την πολιτική, πολιτιστική και οικονομική ζωή του Γερμανού πολίτη.

Στις 27 Φεβρουαρίου 1933 ξεσπά πυρκαγιά στο Ράιχσταγκ. Ο νεαρός Ολλανδός κομμουνιστής Μαρίνους φαν ντερ Λούμπε (Marinus van der Lubbe) συλλαμβάνεται στο εσωτερικό του πυρπολημένου κτηρίου. Οι Ναζί έχουν το πρόσχημα που τους χρειάζεται: Αποδίδουν τον εμπρησμό στους κομμουνιστές και την ίδια νύκτα συλλαμβάνονται περίπου 4.000 μέλη και υποστηρικτές τους, οι οποίοι μεταφέρονται στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Νταχάου.

Εξαιρέσεις δεν γίνονται ούτε σε γυναίκες ούτε σε εφήβους. Ο Χίτλερ πέτυχε να εξουδετερώσει με ένα κτύπημα έναν από τους πιο μαχητικούς (και μισητούς του) αντιπάλους, αλλά δεν περιορίστηκε σε αυτό: Έχοντας πλέον απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, καταφέρνει να ψηφίσει αρχικά το διάταγμα με το οποίο καταργεί, μεταξύ άλλων, και το θεμελιωδέστερο των ανθρώπινων δικαιωμάτων, το Habeas Corpus.

Αυτό το διάταγμα έγινε γνωστό ως «Διάταγμα του εμπρησμού του Κοινοβουλίου». Ακολουθεί ένα άλλο, με το οποίο ο Χίτλερ δίνει στον εαυτό του την απόλυτη εξουσία πάνω σε όλα τα κρατικά θέματα. Αυτό ψηφίζεται στο Κοινοβούλιο με 444 ψήφους υπέρ και μόνο 94 κατά – αυτές των σοσιαλδημοκρατών που έχουν απομείνει (Μάρτιος 1933).


Ακολυθούν τα γεγονότα της νύχτας των μεγάλων μαχαιριών. Στις 2 Αυγούστου του 1934 πεθαίνει ο Πρόεδρος Χίντενμπουργκ. Η κυβέρνηση ενεργοποιεί νόμο, με το οποίο συγχωνεύονται Καγκελαρία και Προεδρία.

Ο τίτλος και το αξίωμα του Προέδρου καταργούνται και ο Χίτλερ αναλαμβάνει τα καθήκοντα και των δύο, παίρνοντας τον τίτλο «Führer und Reichskanzler» (Ηγέτης και Καγκελάριος του Ράιχ). Αμέσως μετά το δικτατορικό καθεστώς του Χίτλερ αρχίζει να ασκεί μία συνεχώς αυξανόμενη εξωτερική πολιτική, η οποία έχει σαν τελικό αποτέλεσμα την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου πολέμου τον Σεπτέμβριο του 1939.

Αντίστοιχα Ρωσία μετά την λήξη του Ψυχρού Πολέμου (τυπικά τα τέλη του 1991, αλλά ουσιαστικά το 1989) και την κατάρρευση του ανηλεούς δικτατορικού καθεστώτος της ΕΣΣΔ, ο ρωσικός λαός έζησε για μία άλλη φορά μία περίοδο μεγάλων αναστατώσεων.

Η χώρα διαμελίσθηκε και πολλά πρώην κομμάτια της έγιναν ανεξάρτητες χώρες, εγκαθιδρύθηκε σε πανεθνικό επίπεδο μία αδύναμη, διεφθαρμένη και αυταρχική εξουσία (Γιέλτσιν), πολλά αδίστακτα πρώην στελέχη του κομμουνιστικού κόμματος άρπαξαν ολόκληρες κερδοφόρες κρατικές επιχειρήσεις για μία μπουκιά ψωμί, ξένες εταιρείες «εισέβαλαν» στην χώρα αρχίζοντας να αγοράζουν πάμφθηνα τα περιουσιακά της στοιχεία.

Παράλληλα η ανεργία εκτινάχθηκε στα ύψη, η πεινά, η δυστυχία, ο αλκοολισμός, τα ναρκωτικά, ο αυταρχισμός, η διαφθορά, και η πορνεία ανθούσαν, το ΝΑΤΟ επεκτάθηκε έως τα σύνορα της Ρωσίας, ενώ παράλληλα η χώρα υπέστη και μεγάλες στρατιωτικές (στον Α’ Τσετσενικό πόλεμο), παράλληλα με πολλές τρομοκρατικές επιθέσεις σε πολλές περιοχές, μέσα στην ίδια της την χώρα.


Όλη αυτή η τεταμένη κατάσταση οδήγησε τον Ρωσικό λαό, όπως τους Γερμανούς στην Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, να αναζητήσουν έναν ικανό ηγέτη, ακόμα και με αυταρχικές εξουσίες, προκειμένου να μπορέσει να αναδιοργανώσει την χώρα και να την ξαναφέρει και πάλι σε μία νέα περίοδο ευημερίας.

Και πραγματικά βρήκαν έναν τέτοιο ηγέτη στο πρόσωπο του Βλάντιμιρ Πόυτιν, που όπως και ο Χίντενμπουργκ, με τον απαραίτητο αυταρχισμό σταθεροποίησε για μεγάλο χρονικό διάστημα το πολιτικό σύστημα και άρχισε (όπως ο Χίτλερ) μία αναθεωρητική εξωτερική πολιτική, προκειμένου να καταστήσει και πάλι την Ρωσία μεγάλη δύναμη με αρκετή επιτυχία έως τώρα.

Βέβαια ο Πούτιν δεν είναι ο Χίτλερ, και δεν θέλει όπως αυτός να καταλάβει όλο τον κόσμο, αλλά προσπαθεί να καταστήσει την Ρωσία ισχυρή στο εγγύς εξωτερικό, να επανενώσει πολλά κομμάτια της πρώην Ρωσικής και Σοβιετικής Αυτοκρατορίας με την Ρωσία (σύγχρονη Ευρασιατική Ένωση) και να μετατρέψει και πάλι την Ρωσία σε ισχυρή στον κόσμο δύναμη.

Και σε αντίθεση με τον Χίτλερ, ο οποίος άρχισε ηθελημένα τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο το 1939, τρία έτη πριν ολοκληρώσει τους εξοπλισμό της χώρας του, λόγω της μη αναμενόμενης εκείνη την φορά αντίστασης των Αγγλογάλλων στα σχέδια του (όπως αντίστοιχα και ο ίδιος ο Χίτλερ επιτέθηκε στην ΕΣΣΔ το 1941 πριν αυτή προλάβει να ολοκληρώσει το εξοπλιστικό της πρόγραμμα το 1942), ο Πόυτιν δεν προτίθεται να ξεκινήσει μόνος του ηθελημένα μία τέτοια σύγκρουση.

Θα συρθεί σε αυτή την αναμέτρηση μόνο εάν τον αναγκάσουν οι δυτικοί αντίπαλοι του (ΗΠΑ, ΕΕ, Σαουδική Αραβία, Κατάρ, Τουρκία) για να τον εμποδίσουν και αυτοί να ολοκληρώσει το αντίστοιχο δικό του εξοπλιστικό πρόγραμμα δεκαετίας που ολοκληρώνεται το 2020.


Το μόνο σίγουρο είναι ότι όλη αυτή την σύγκρουση θα την πληρώσουν και πάλι αθώοι λαοί, οι οποίοι θα πρέπει να χορέψουν στον χορό θανάτου δικτατόρων, πρακτόρων, μισθοφόρων και αδίστακτων πολιτικών και ελίτ, οι οποίοι θα κάνουν τα πάντα προκειμένου να επικρατήσουν απόλυτα. Και μόνο η σωστή γνώση της ιστορίας θα τους βοηθήσει να αντισταθούν στα σχέδια τους και να φέρουν στις χώρες τους και τον κόσμο μία νέα ώθηση και δύναμη προκειμένου αυτές να προχωρήσουν προς ένα καλύτερο μέλλον.

Πηγή : http://sfairika.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου