Μέχρι στιγμής η κατάσταση στην Ελλάδα έχει διατηρηθεί σχετικά ήρεμη – η κοινωνική συνοχή υπάρχει, αναταραχές δεν διαπιστώνονται, ενώ έχουν σταματήσει ακόμη και οι αρχικές διαδηλώσεις διαμαρτυρίας, απέναντι στην εισπρακτική, «αιμοχαρή» και βίαιη πολιτική που επιβάλλεται από τους δανειστές της χώρας.
Παρά το ότι οι μισθοί έχουν «κατακρεουργηθεί», οι συντάξεις επίσης, η ανεργία μαίνεται, οι χρεοκοπίες ιδιωτών και επιχειρήσεων μεσουρανούν, τα περιουσιακά στοιχεία των Ελλήνων έχουν σχεδόν εντελώς απαξιωθεί, η υγεία καταρρέει, η παιδεία επίσης, ενώ δεν φαίνεται καμία προοπτική, καμία ελπίδα για το μέλλον ή, έστω, ένα «αμυδρό φως στην άκρη του τούνελ», συνεχίζει να επικρατεί η ησυχία και η τάξη – γεγονός που είναι αρκετά παράδοξο για μία χώρα, η οποία δεν φημίζεται για την υπομονή, για την παθητικότητα ή για την «ανεκτικότητα», τη δουλικότητα της ίσως, απέναντι σε ξένους κατακτητές.
Βέβαια γνωρίζουμε ότι ένας «σύγχρονος» λαός, ο οποίος δεν έχει σε τόσο μεγάλη εκτίμηση πλέον τη θρησκεία, την ελευθερία, τη δημοκρατία ή την εθνική του ανεξαρτησία, έχοντας τα αντικαταστήσει με την υλική άνεση και με τα χρήματα, δεν εξεγείρεται – εάν δεν φτάσει σε σημείο να μην έχει κανέναν άλλο υλικό πλούτο να χάσει. Επομένως συμπεραίνουμε, τόσο εμείς, όσο και οι δανειστές μας εσφαλμένα ότι, υφίστανται ακόμη χρήματα ή άλλα περιουσιακά στοιχεία, τα οποία θα μπορούσαν να «δημευθούν», να υπεξαιρεθούν, να «κατασχεθούν» και να εκποιηθούν, έναντι των οφειλών της χώρας.
Αυτό δεν σημαίνει φυσικά ότι δεν υπάρχουν άνθρωποι που έχουν χάσει τα πάντα, που υποφέρουν και λιμοκτονούν, αλλά πως η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων δεν είναι ακόμη σε τόσο άσχημη θέση – στο σημείο μηδέν, στην άκρη του γκρεμού.
Ένα δεύτερο συμπέρασμα είναι πως η ελπίδα των Πολιτών δεν έχει ακόμη πεθάνει, πως δεν έχει χαθεί με την έννοια ότι, οι Έλληνες πιστεύουν στην αλλαγή των επώδυνων συνθηκών που βιώνουν – πιθανότατα με την εκλογή ενός άλλου πολιτικού κόμματος, το οποίο ελπίζουν πως θα τους «αποκαταστήσει». Αδυνατούν λοιπόν να καταλάβουν ακόμη ότι, κυβερνώνται από τους δανειστές τους – ενώ η Πολιτική, ειδικά η «εκβιάσιμη», η καιροσκοπική ή η τυχοδιωκτική, απλά προσπαθεί να διατηρήσει την τάξη, υπακούοντας πιστά στις εντολές των ξένων κατακτητών.
Το τρίτο συμπέρασμα είναι η πεποίθηση των Ελλήνων πως λειτουργεί η Δικαιοσύνη – πως μπορούν δηλαδή να προστατευθούν από τους Νόμους, καθώς επίσης από τα Δικαστήρια της πατρίδας τους. Στο σημείο αυτό μάλλον δεν κατανοούν πως τα δικαστήρια απλά εφαρμόζουν εκείνους τους χιλιάδες νόμους ή τις οδηγίες που επιβάλλονται καθημερινά από τους δανειστές της χώρας – ενώ ψηφίζονται ή αποφασίζονται «στα τυφλά», καταναγκαστικά καλύτερα, από το Κοινοβούλιο ή από τους υπόλοιπους άλλους δημόσιους οργανισμούς και υπηρεσίες.
Η Δικαιοσύνη λοιπόν θεωρείται ακόμη ως η «σανίδα σωτηρίας» – αυτή που θα προστατεύσει τους Πολίτες, που δεν θα επιτρέψει δηλαδή να χαθούν τα δικαιώματα ή η περιουσία τους, όσο και αν απαξιωθούν προσωρινά. Πιστεύουν ή θέλουν να πιστεύουν πως η διαφθορά θα φυλακιστεί, πως η διαπλοκή θα καταπολεμηθεί, καθώς επίσης πως οι ίδιοι τιμωρούνται για τα λάθη τους στο παρελθόν. Θεωρούν δε πως έχει αξία το σύνταγμα της πατρίδας τους, πως οι θεσμοί απονομής Δικαίου λειτουργούν, καθώς επίσης πως οι σύλλογοι των δικηγόρων, των δικαστών ή των εισαγγελέων, επαγρυπνούν και τους προστατεύουν – ενώ δεν ανησυχούν ανόητα εκείνοι, στα σπίτια των οποίων δεν έχει φτάσει ακόμη η φωτιά.
Επομένως, για εκείνο το χρονικό διάστημα που οι Έλληνες φαντάζονται πως έχουν κάτι ακόμη να χάσουν, που νομίζουν ότι μπορούν να επιλέξουν τις κυβερνήσεις τους, που ονειρεύονται ότι λειτουργεί η Δικαιοσύνη, καθώς επίσης οι υπόλοιποι συντελεστές ή θεσμοί της, παραμένουν ήρεμοι – χωρίς να κατανοούν ή να θέλουν να κατανοήσουν ότι, τίποτα από όλα αυτά δεν συμβαίνει, πως πρόκειται για ψευδαισθήσεις, καθώς επίσης πως βιώνουν μία «κατ’ επίφαση» τάξη.
Προφανώς, δεν μπορεί να είναι «τάξη» το να μην γνωρίζεις τι θα σου συμβεί την επόμενη ημέρα, τι φόρους θα πληρώσεις, εάν θα έχεις δουλειά, εάν θα σου κατασχεθεί η περιουσία σου, εάν θα μπορείς να μεγαλώσεις ή να σπουδάσεις τα παιδιά σου, εάν υποχρεωθείς να μεταναστεύσεις, εάν σε εξορίσουν δηλαδή ξανά από την πατρίδα σου, εάν θα μπορείς να πληρώσεις τα φάρμακα σου, καθώς επίσης εάν καταλήξεις στη φυλακή για κάποια χρέη που δεν γνώριζες καν ότι υπάρχουν – ή που σού είχε αφαιρεθεί η δυνατότητα να τα πληρώσεις ή να υπερασπίσεις νόμιμα τον εαυτό σου.
Πρόκειται λοιπόν για μία συλλογική ψυχωτική κατάσταση, η οποία θυμίζει έντονα τη σπηλιά του Πλάτωνα – τους ανθρώπους που ζούσαν φυλακισμένοι μέσα στις αυταπάτες και στις παραισθήσεις τους, χωρίς να μπορούν ή να θέλουν να δουν την αλήθεια. Η αιτία ήταν το ότι, τους εμπόδιζαν τα δεσμά της δειλίας και των δικών τους αισθήσεων, καθώς επίσης των εξουσιαστών τους – οι οποίοι τους χειραγωγούσαν, έτσι ώστε να αντιλαμβάνονται μόνο την πραγματικότητα που καθόριζαν οι ίδιοι.
Σημείωση: Ο μύθος διηγείται πως σε ένα σπήλαιο, κάτω από τη γη, βρίσκονται μερικοί άνθρωποι – αλυσοδεμένοι με τέτοιο τρόπο στα πόδια και στο κεφάλι, ώστε να μπορούν να δουν μόνο τον απέναντί τους τοίχο. Δεν μπορούν να κοιτάξουν ούτε πίσω, ούτε δεξιά, ούτε αριστερά – έχουν όμως ελεύθερα τα χέρια τους, οπότε θα μπορούσαν να απελευθερωθούν από τα δεσμά τους.
Πίσω τους είναι αναμμένη μια φωτιά – με αποτέλεσμα, οτιδήποτε εκδηλώνεται πίσω από την πλάτη τους, να αναπαριστάνεται ως σκιά στον απέναντι τους τοίχο. Επειδή δε οι άνθρωποι αυτοί, σε ολόκληρη τη ζωή τους, δεν έχουν δει τίποτα άλλο, εκτός από τις σκιές των πραγμάτων, διατηρούν την εντύπωση ότι, πιστεύουν δηλαδή πως οι σκιές που βλέπουν επάνω στον τοίχο, είναι τα ίδια τα πράγματα, η αλήθεια.
Εάν όμως κάποιος από τους αλυσοδεμένους ανθρώπους του σπηλαίου κατορθώσει ή θελήσει μάλλον να απελευθερωθεί, να βγει από τη σπηλιά και να ανέβει πάνω στη γη, κάτω από το φως του ήλιου πλέον, θα δει τα πράγματα – οπότε θα καταλάβει την πλάνη, στην οποία ζούσε, όσο ήταν αλυσοδεμένος μέσα στη σπηλιά. Θα αντιληφθεί επί πλέον ότι οι συμπολίτες του, οι οποίοι εξακολουθούν να ευρίσκονται αλυσοδεμένοι στο σπήλαιο, είναι βυθισμένοι ακόμη μέσα στην πλάνη τους – νομίζοντας, έχοντας την ψευδαίσθηση καλύτερα ότι ζουν.
Οφείλουμε να σημειώσουμε βέβαια πως, κατά το φιλόσοφο, εάν ήθελε κανείς να ελευθερώσει τους σκλάβους, τους ζωντανούς πεθαμένους καλύτερα, να τους λύσει δηλαδή τα δεσμά τους, θα ήταν πιθανότατα ικανοί να τον σκοτώσουν – θεωρώντας ότι στόχος του θα ήταν να τους κάνει κακό ή να τους τυφλώσει, οδηγώντας τους στον ήλιο, στο φως και στην «κοπιαστική αλήθεια» που αντιπροσωπεύουν.
• Το κείμενο δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά τον Ιούνιο του 201
Βασίλης Βιλιάρδος
E-mail: viliardos@analyst.gr
Ειδικότητα: Mάκρο-οικονομικά / Πολιτική Οικονομία
Πηγή : http://www.analyst.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου