Του Γιώργου Μπιλλίνη
Τα χρόνια της κρίσης μεγάλη μερίδα πολιτικών, οικονομολόγων και οικονομολογούντων, εντός και εκτός της χώρας, διαγκωνίζεται να διακηρύσσει την αντίθεση της στις περιοριστικές πολιτικές που εφαρμόζονται στην ΕΕ και «επιβάλλονται» στην χώρα μας μέσω των μνημονίων. Καταδικάζουν αναφανδόν την «λιτότητα» και ζητούν πολιτικές φιλικές προς την ανάπτυξη. Κι εκεί τελειώνει η… εκδήλωση του ενδιαφέροντος και της φιλολαϊκότητας τους.
Όλοι αυτοί οι καλοί άνθρωποι, οι ανησυχούντες για τα δεινά μας, περιορίζονται σε επιθετικές διαμαρτυρίες, στον αφορισμό των συσταλτικών πολιτικών και σε διακηρύξεις περί του επιθυμητού δέον γενέσθαι. Στο σημείο αυτό ολοκληρώνεται η παρέμβαση τους. Εκείνο που δεν κάνουν είναι να καταθέσουν συγκεκριμένες προτάσεις και ιδέες για το «δια ταύτα». Πώς και με ποιο τρόπο θα γίνουν υλοποιήσιμες οι επιθυμίες τους.
Τι σημαίνει «λιτότητα»; Είναι η κατάσταση διαβίωσης με χρήματα λιγότερα από το εισόδημα σου (στην περίπτωση κρατών μιλάμε για το εθνικό εισόδημα), ώστε να υπάρχει περίσσευμα. Δεν συνιστά λιτότητα η διαβίωση στο όριο των εισοδημάτων σου. Αυτή αντιθέτως είναι η υψηλότερη δυνατή κατάσταση ισορροπίας που σου επιτρέπουν οι δυνατότητες σου. Απ΄εκεί και πέρα πρέπει να δανειστείς. Ο κρατικός δανεισμός ωφελεί όταν κατευθύνεται σε παραγωγικές δραστηριότητες με υψηλή κερδοφορία ή ανταποδοτικότητα, ώστε η εξυπηρέτηση του να μην υπερβαίνει την απόδοση των εξ αυτού διενεργηθεισών επενδύσεων. Όταν προορίζεται να μετατραπεί σε παρασιτικές προσόδους, επιδόματα και εισοδηματικές ενισχύσεις, τότε βλάπτει διότι η απόδοση του είναι μηδενική, ενώ διευρύνει ελλείμματα και χρέος χωρίς παράλληλα διατηρήσιμα οφέλη.
Το σύνολο σχεδόν των χωρών της ΕΕ παρουσιάζουν ελλείμματα, ασχέτως αν αυτά είναι εντός των ορίων του Μάαστριχτ ή τα υπερβαίνουν. Δηλαδή η ΕΕ ζεί σε μία κατάσταση πάνω από τις δυνατότητες της. Ιδιαίτερα η χώρα μας έζησε την επίπλαστη ευημερία της από το 2002 ως το 2009, δανειζόμενη χωρίς αύριο, κάτι που της επέτρεψε η συμμετοχή της στην ευρωζώνη και τα χαμηλά επιτόκια που την συνόδευσαν. Και το εγκληματικό στοιχείο της υπόθεσης είναι ότι ο δανεισμός αυτός κατευθύνθηκε όχι σε επενδύσεις, μα αποκλειστικά στην κατανάλωση τονώνοντας τις οικονομίες των χωρών προέλευσης των εισαγομένων προϊόντων που καταναλώναμε αποδιαρθρώνοντας την εναπομείνασα παραγωγική βάση και υπονομεύοντας έτι περαιτέρω την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα της εγχώριας οικονομίας με ταυτόχρονη επιδείνωση πέραν του δημοσιονομικού και του εμπορικού ελλείμματος.
Τι σημαίνει «πολιτικές ενισχυτικές της ανάπτυξης»; Μα ασφαλώς εξασφάλιση ποταμών κεφαλαίων και διοχέτευση τους στην διενέργεια επενδύσεων, ώστε να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας και να παραχθεί νέος πλούτος. Από που θα προέλθουν-διατεθούν τα απαιτούμενα κεφάλαια; Είτε από τον δημόσιο, είτε από τον ιδιωτικό τομέα. Κάπου εδώ αρχίζουν να… χρεοκοπούν οι θεωρίες και οι προτροπές των «αναπτυξιολογούντων», που μανιασμένα ζητούν αναπτυξιακές πολιτικές με κρατικό χρήμα. Διότι τα υπερδανεισμένα ευρωπαϊκά κράτη με χρέη από 80% έως 180% του ΑΕΠ (πλην Βουλγαρίας, Ρουμανίας και Βαλτικών χωρών) είναι παράλογο να συνεχίσουν να δανείζονται για να κάνουν δημόσιες επενδύσεις. Δυσχεραίνεται η βιωσιμότητα τους. Η κεντρική τράπεζα με τα αρνητικά επιτόκια και τις ποσοτικές χαλαρώσεις κάνει ό,τι είναι δυνατόν για να διευκολύνει τον κρατικό δανεισμό. Η αλήθεια είναι πως το καταφέρνει. Αλλά το πολιτικό προσωπικό δεν αναλαμβάνει το μερίδιο της ευθύνης που του αναλογεί. Από τον φόβο του πολιτικού κόστους αρνείται να υλοποιήσει επώδυνες μεταρρυθμίσεις, που θα ξεβολέψουν και θα ενοχλήσουν μεγάλα πληθυσμιακά στρώματα. Και δυσχεραίνει την κατάσταση κρατών και φορολογουμένων. Με τον υπερβολικό δανεισμό υπονομεύεται το μεσομακροπρόθεσμο μέλλον και οι επόμενες γενιές, που θα κληθούν να πληρώσουν τον λογαριασμό για την εικονική ευημερία των γονέων τους…
Φεύ οι Κεϋνσιανές συνταγές δεν είναι εύκολα εφαρμόσιμες σε υπερδανεισμένες κρατικές οντότητες. Οι επεκτατικές πολιτικές την περίοδο των κρίσεων και των υφέσεων για να χρηματοδοτηθούν προϋποθέτουν περιοριστικές και πλεονασματικές πολιτικές την περίοδο της ευημερίας. Επεκτατικές πολιτικές εφ” όρου ζωής δεν είναι εφικτές. Το αεικίνητο δεν έχει ανακαλυφθεί ακόμη.
Απομένει η κινητοποίηση ιδιωτικών κεφαλαίων. Η οποία προσκρούει όμως στις απωθητικές για τις αγορές αναδιανεμητικές πολιτικές υψηλής φορολόγησης από κάθε είδους αριστεροδεξιές κυβερνήσεις της ΕΕ. Που αρνούνται να μεταρρυθμίσουν τις οικονομίες τους, να εξορθολογίσουν το περιβόητο «κοινωνικό» κράτος και να πατάξουν την παντοειδή προσοδοθηρία. Μοιραία οι κάτοχοι κεφαλαίων δεν ελκύονται με την ιδέα να βάλουν τα κράτη και τους πολιτικούς συνεταίρους στα χρήματα τους και απέχουν. Αλλά ο επενδυτής δεν επενδύει με μοναδική προσδοκία το κέρδος. Μια άλλη παράμετρο που εξετάζει προκειμένου να προχωρήσει είναι η προοπτική να κερδίσει με την επένδυση του μερίδια αγοράς ή νέες αγορές. Σε περιόδους χαμηλής διεθνούς ζήτησης και μειωμένων προσδοκιών οι παραγωγικές επενδύσεις είναι λογικό να αποθαρρύνονται και εξ αυτού του λόγου.
Το αδιέξοδο είναι προφανές. Τα κράτη δεν έχουν την δυνατότητα να προχωρήσουν σε δημόσιες επενδύσεις, επειδή δεν έχουν χρήματα. Ο δανεισμός τους σήμερα μπορεί να είναι εύκολος και ανέξοδος. Αργότερα όμως, που θα περάσουμε σε κύκλο αυξημένων επιτοκίων, θα μετατραπεί σε βρόγχο. Από την άλλη δεν έχουν και την πολιτική βούληση να δημιουργήσουν ελκυστικά επενδυτικά περιβάλλοντα και ανοιχτές αγορές, ώστε να ελκύσουν ιδιωτικά κεφάλαια. Φοβούνται το πολιτικό κόστος. Και μυκτηρίζουν περί ανάπτυξης ωσάν να απευθύνονται για την έλευση της στον Θεό, στην ΕΚΤ, σε αόρατες υπερφυσικές δυνάμεις. Αν αυτή η εξέλιξη ήταν εφικτή, δεν θα χρειαζόμασταν πολιτικούς, μα… κληρικούς.
Ας μην βαυκαλιζόμαστε κι ας μην κοροϊδεύουμε τους συμπολίτες μας. Η ανάπτυξη στην Ελλάδα της παρακμής και της χρεοκοπίας δεν θα έλθει ούτε με ευχολόγια, ούτε με καταφυγή σε μάγους και βροχοποιούς, ούτε με τα λιγοστά κεφάλαια του ΕΣΠΑ, ούτε με αυξημένες κρατικές δαπάνες, ούτε με λεφτά που θα πέσουν στην αγορά και θα τονώσουν την κατανάλωση, όπως χαζοχαρούμενα επαναλαμβάνουν τα κυβερνητικά παπαγαλάκια. Θα προκύψει μόνο ως αποτέλεσμα ενός επενδυτικού τυφώνα ιδιωτικών κεφαλαίων. Και επειδή η εθνική αποταμίευση έχει εξαντληθεί (από πέρυσι είναι αρνητική), η προέλευση τους θα είναι αλλοδαπή.
Διεθνώς κυκλοφορεί πακτωλός κεφαλαίων, που στην περίοδο των μηδενικών αποδόσεων που διάγουμε αναζητούν εναγωνίως υποσχόμενους επενδυτικούς προορισμούς προκειμένου να τοποθετηθούν. Η μοναδική εφικτή πολιτική που απομένει, η μοναδική εθνική πολιτική, είναι η μετατροπή του σφόδρα αντιεπενδυτικού εγχώριου περιβάλλοντος σε ελκυστικό μέσα από μια σειρά λυτρωτικών μεταρρυθμίσεων. Με ελαχιστοποίηση της εταιρικής φορολογίας. Με εξάλειψη των έκτακτων εισφορών. Με άρση φορολόγησης των μερισμάτων. Με θεσμοθέτηση σταθερότητας για τα επόμενα αρκετά χρόνια. Με απλοποίηση των αδειοδοτήσεων και ελαχιστοποίηση των απαιτούμενων εγκρίσεων. Και βεβαίως με άρση του προβλήματος της αρνησιδικίας εκ μέρους της ελληνικής δικαιοσύνης, ώστε να ανασάνουν οι επενδυτές και να εξαλειφθεί η διαπλοκή και η διαφθορά.
Πηγή : liberal.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου