Ενώ έχει ξεκινήσει η διαδικασία κατάρρευσης της Ευρωζώνης η Ελλάδα, προσπαθώντας να αποφύγει την επίσημη χρεοκοπία του δημοσίου, δρομολογεί τη χρεοκοπία του ιδιωτικού τομέα, παράλληλα με τη λεηλασία και των δύο – αδυνατώντας να κατανοήσει πως έτσι κινδυνεύει να μετατραπεί σε ένα αποτυχημένο κράτος.
«Οι περισσότεροι θα έχουν καταλάβει πλέον πως όταν δεν πτωχεύει επίσημα (στάση ή αναβολή πληρωμών) μία χρεοκοπημένη χώρα, τότε χρεοκοπούν επί πλέον οι Πολίτες της – οι οποίοι αναλαμβάνουν ακούσια την πληρωμή των χρεών της. Στη συνέχεια, αφού λεηλατηθεί τόσο η δημόσια, όσο και η ιδιωτική περιουσία της από τους δανειστές της, συνήθως ακολουθεί η επίσημη χρεοκοπία της – οπότε μετατρέπεται σταδιακά σε ένα αποτυχημένο κράτος«.
Ανάλυση
Οι βασικές θέσεις του βιβλίου του κ. Stieglitz με τον τίτλο «Το Ευρώ: Πώς μπορεί ένα κοινό νόμισμα να απειλήσει το μέλλον της Ευρώπης» είναι οι εξής:
(α) Για να βελτιωθεί το ευρώ, θα πρέπει η Ελλάδα και η Γερμανία να φύγουν από αυτό. (β) Αν δεν γίνει το (α), θα πρέπει να δημιουργηθούν δύο ευρώ, το ισχυρό και το αδύναμο. (γ) Αν δεν γίνουν τα (α) και (β), πρέπει να φορολογηθούν τα εμπορικά πλεονάσματα. (δ) Το χρέος ευρωπαϊκών χωρών με διαφορετικό ρίσκο να μπει όλο σε κοινά ευρωομόλογα. Τελευταία πρόταση είναι τα ελλείμματα προϋπολογισμού των χωρών της Ευρωζώνης να υπερβαίνουν το 3%, ανάλογα με τη δημοσιονομική συγκυρία.
Η δική μας θέση όσον αφορά το ευρώ είναι το ότι, δεν πρόκειται να επιβιώσει, εάν η Ευρωζώνη δεν ενωθεί τραπεζικά, δημοσιονομικά και πολιτικά (άρθρο) – ενώ η Ελλάδα δεν έχει άλλη λύση, μετά τα τέλη του 2014, από την ονομαστική διαγραφή ενός μεγάλου μέρους του δημοσίου χρέους της, έτσι ώστε να καταστεί εφικτή μία αντίστοιχη διαγραφή του ιδιωτικού.
Φυσικά δεν φτάνει μόνο αυτό σήμερα, αφού χρειάζεται επί πλέον ένα ευρωπαϊκό Marshall Plan – η διεξαγωγή δηλαδή δημοσίων επενδύσεων με κεφάλαια της Ευρώπης, χωρίς τις οποίες δεν πρόκειται να επιστρέψει ποτέ η οικονομία μας σε πορεία ανάπτυξης (ενώ χωρίς ανάπτυξη, δεν πρόκειται να λυθεί κανένα πρόβλημα).
Παράλληλα βέβαια απαιτείται εκ μέρους μας η δρομολόγηση των σωστών διαρθρωτικών αλλαγών – ενώ συμφωνούμε σε κάποιο βαθμό με το συμπέρασμα για την Ελλάδα του κ. Οικονομίδη, ο οποίος ασκεί κριτική στις προτάσεις του κ. Stieglitz με αντίστοιχο άρθρο του (πηγή). Σύμφωνα με τον Έλληνα οικονομολόγο, απαιτούνται τα εξής:
(1) Μείωση του δημόσιου τομέα, (2) Μείωση φορολογίας (3) Σταθερό και ευνοϊκό επενδυτικό κλίμα, καθώς επίσης γρήγορη εκδίκαση δικαστικών υποθέσεων. Αν δεν γίνουν αυτά, η πιθανή αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους της Ελλάδας θα είναι μόνο μια υποσημείωση στη συνεχιζόμενη κρίση.
Περαιτέρω, ειδικά όσον αφορά την άποψη του κ. Stieglitz περί εξόδου τόσο της Ελλάδας, όσο και της Γερμανίας από την Ευρωζώνη, υπενθυμίζουμε μέρος από ένα παλαιότερο άρθρο μας που αφορούσε την Ελλάδα και τη Γερμανία («Τα παράσιτα της ευρώ-οικογένειας», από τις 3.12.2013), σύμφωνα με το οποίο τα εξής (ας σημειωθεί πως τότε μπορούσε ακόμη η Ελλάδα να τα καταφέρει, χωρίς διαγραφή των χρεών της – αφού αρκούσε μία λογική αναδιάρθρωση τους, με τα επιτόκια της ΕΚΤ):
ΤΑ ΠΑΡΑΣΙΤΑ
Πρέπει να κατανοήσουμε άμεσα σαν Πολίτες ενός Έθνους ότι, ο μοναδικός τρόπος για να εξαπατηθεί κανείς, είναι να θέλει ο ίδιος να εξαπατήσει – διαφορετικά δεν συμβαίνει ποτέ κάτι τέτοιο (πάντοτε υπάρχουν εξαιρέσεις).
Στα πλαίσια αυτά, όσο δεν θέλουμε να πληρώσουμε τις υποχρεώσεις μας, ισχυριζόμενοι ανόητα πως το χρέος δεν είναι βιώσιμο, παρά το ότι γνωρίζουμε πως αυτό που απαιτείται από τους δανειστές μίας χώρας δεν είναι η εξόφληση των δανείων αλλά η εξυπηρέτηση τους (πληρωμή των τόκων ύψους περί τα 6 δις € σήμερα, καθώς επίσης «ανακύκλωση» των χρεολυσίων, όπου με νέα δάνεια αποπληρώνονται τα παλαιά), θα μας πάρουν «ακόμη και τα παντελόνια μας» – σε εξευτελιστικές τιμές.
Η μέθοδος, ο τρόπος καλύτερα που θα συμβεί αυτό, φαίνεται ολοκάθαρα στο παράδειγμα του «Αστέρα Βουλιαγμένης» – παρά το ότι ίσως τελικά αποφευχθεί η εκποίηση του συγκεκριμένου «φιλέτου», επειδή ανήκει εν μέρει στη Εθνική Τράπεζα, ενώ είναι πολύ «χτυπητό». Ειδικότερα, το συγκρότημα αξίζει περί τα 2 δις €, κινδυνεύοντας να πουληθεί μόλις 300 εκ. €, με δώρο έναν πολύ μεγαλύτερο συντελεστή δόμησης – οπότε στο 10% περίπου της πραγματικής του αξίας.
Εάν υποθέσουμε λοιπόν ότι, η συνολική ακίνητη περιουσία του δημοσίου αξίζει γύρω στα 300 δις €, με «αναγωγή» στον Αστέρα θα πουληθεί στο 10% της τιμής της – ήτοι περί τα 30 δις €, τα οποία θα οδηγηθούν εξ ολοκλήρου στην εξυπηρέτηση ενός χρέους ύψους 320 δις €, οπότε θα μειωθεί μόλις στα 290 δις €.
Επομένως, θα εκποιήσουμε ακίνητα αξίας 300 δις € έναντι ενός χρέους 320 δις € και θα μείνουμε χρεωμένοι με ακόμη 290 δις € – στα οποία θα προστεθούν έξοδα «μεταβίβασης» (μισθοί, προμήθειες κλπ.), οπότε θα παραμείνουν τα 320 δις € χρέος, χωρίς όμως να διαθέτουμε πια καθόλου ακίνητη περιουσία. Εάν αυτό δεν είναι το «άκρον άωτο» της ανοησίας ενός λαού, τότε πως θα μπορούσε να το χαρακτηρίσει κανείς;
Το ίδιο θα συμβεί και με τις κοινωφελείς, με τις στρατηγικές και με τις κερδοφόρες επιχειρήσεις του δημοσίου, όπως διαπιστώσαμε από το παράδειγμα του ΟΠΑΠ – όπου, σύμφωνα με τα ΜΜΕ, εμείς δανείσαμε την εταιρεία που τον αγόρασε.
Τα δε ακίνητα του δημοσίου που πουλήθηκαν από το ΤΑΙΠΕΔ έναντι 300 εκ. €, παρά την πολύ υψηλότερη αξία τους, με δάνειο από ελληνικές τράπεζες και την υποχρέωση (δώρο) να πληρώνει το κράτος ενοίκια 600 εκ. € για τα επόμενα χρόνια, είναι ένα ακόμη παράδειγμα της συλλογικής ανοησίας μας – οφειλόμενο προφανώς στην άρνηση μας να «τιμήσουμε» τις υποχρεώσεις μας.
Όσον αφορά την ιδιωτική περιουσία, τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά δηλαδή, η ληστεία θα πραγματοποιηθεί μέσω της καταστροφικής φορολογικής πολιτικής, των πλειστηριασμών, καθώς επίσης μέσω των μεθοδεύσεων που περιγράψαμε στο άρθρο μας «Η παγίδα των γενοσήμων» – ενώ οι Έλληνες αφενός μεν θα πληρώσουν πολύ περισσότερα από όσα οφείλουν, αφετέρου θα μείνουν χρεωμένοι με τα ίδια ακριβώς ποσά, παρά τη λεηλασία και την εξαθλίωση τους.
Ολοκληρώνοντας την εισαγωγή μας, υπάρχει μία και μοναδική δυνατότητα να εκδιώξουμε τους εισβολείς, ανακτώντας την εθνική μας ανεξαρτησία, την αξιοπρέπεια και την ελευθερία μας: Να εξυπηρετούμε το χρέος μας, να πληρώνουμε δηλαδή τις συμβατικές υποχρεώσεις μας. καταρτώντας ένα δικό μας επιχειρησιακό σχέδιο εξόδου από την κρίση (business plan), το οποίο θα αναλάβουν να εφαρμόσουν οι ικανότεροι των Ελλήνων (όχι οι ανεπαρκέστεροι, οι ανικανότεροι και οι ιδιοτελέστεροι).
Γνωρίζουμε φυσικά ότι τόσο στην Ελλάδα, όσο και αλλού, δεν γίνεται ποτέ κανείς συμπαθής, όταν επιμένει στην πληρωμή των χρεών και όχι στη διαγραφή τους – επιμονή που δεν προέρχεται φυσικά από μία δήθεν ηθική ή από καλοσύνη, αλλά από μία καθαρά «ωφελιμιστική σκοπιά».
Όμως, ο σκοπός των αναλύσεων μας δεν είναι η συμπάθεια των Ελλήνων, αλλά το ορθολογικό, το σωστό και η αλήθεια – όπου, εάν δεν έχουμε μάθει ακόμη πως τα ανταλλάγματα της διαγραφής χρέους, όπως τεκμηριώθηκε από το PSI, είναι πολλαπλάσια της ωφέλειας, θα καταστραφούμε, θα εξαθλιωθούμε και θα υποδουλωθούμε στο διηνεκές.
Η αφετηρία της ευρωπαϊκής υπερχρέωσης
Η Ευρωζώνη βυθίστηκε στην κρίση χρέους λόγω του ότι υποχρεώθηκε σε μεγάλες ζημίες από τις Η.Π.Α. – οι οποίες μετέφεραν τα οικονομικά προβλήματα τους στην ήπειρο μας. Αυτό δρομολογήθηκε ως εξής:
(α) αφενός μεν μέσω της Lehman Brothers, η χρεοκοπία της οποίας κόστισε τεράστια ποσά σε πολλές χώρες της ΕΕ (κυρίως στη Γερμανία),
(β) αφετέρου μέσω των ενυπόθηκων αμερικανικών δανείων χαμηλής εξασφάλισης (sub primes) – τα οποία, «διαμαρτυρόμενα» (επισφάλειες), οδήγησαν αρκετές τράπεζες της Ευρώπης στα πρόθυρα της χρεοκοπίας.
Πολλά ευρωπαϊκά κράτη (Ιρλανδία, Ισπανία, Γερμανία κοκ.), αναγκάσθηκαν στη συνέχεια να χρεωθούν για να διασώσουν τις τράπεζες τους – με αποτέλεσμα να βυθιστούν και τα ίδια στην κρίση. Μόνο η Γερμανία έχασε από τις Η.Π.Α. πάνω από 500 δις € – αδυνατώντας ακόμη να συνέλθει.
Σαν να μην έφτανε αυτό το ΔΝΤ, ο μοναδικός πελάτης του οποίου το 2007 ήταν η Τουρκία και κινδύνευε να κλείσει, κατάφερε να εισβάλλει στην Ευρωζώνη με τη βοήθεια της (ενδοτικής πιθανότατα) κυβέρνησης της Ελλάδας – μέσω του πλέον ανόητου και όχι πιο αδύναμου κρίκου της νομισματικής ένωσης.
Ήταν η μοναδική δυνατότητα άλλωστε που είχε στη διάθεση του για να επιβιώσει και να κερδοσκοπήσει, αφού καμία χώρα της Ασίας ή της Νοτίου Αμερικής δεν θέλει πλέον ούτε να το δει στα μάτια της – μετά τα απίστευτα εγκλήματα που διέπραξε όπου εισέβαλλε, καταληστεύοντας, λεηλατώντας και εγκληματώντας, στην υπηρεσία των τοκογλύφων-εντολέων του.
Συμπερασματικά λοιπόν, η ευρωπαϊκή οικογένεια βυθίστηκε στην κρίση χρέους με υπαιτιότητα των Η.Π.Α. – έχοντας κάνει παράλληλα (Γερμανία) το τεράστιο, θανάσιμο ίσως λάθος, να επιτρέψει στους οικονομικούς δολοφόνους (ΔΝΤ) να εγκατασταθούν εντός της.
Όσον αφορά την Ελλάδα, η αιτία της κρίσης ήταν η απίστευτη πολιτική διαφθορά, καθώς επίσης η ενδοτικότητα των πολιτικών κομμάτων των τελευταίων δεκαετιών, τα οποία διέφθειραν δυστυχώς μεγάλο μέρος του πληθυσμού – με αποτέλεσμα να οδηγηθεί η πατρίδα μας στα νύχια του ΔΝΤ και να χαθούν τεράστια ποσά, πολλαπλάσια του σημερινού δημοσίου χρέους μας.
Για παράδειγμα, μόνο από την κατάρρευση των τιμών των ακινήτων κατά 40%, χάθηκαν περί τα 400 δις €, από το χρηματιστήριο 200 δις €, ενώ από την πτώση των μισθών και λοιπών εισοδημάτων χάνονται πάνω από 40 δις € ετήσια.
Εάν δε συμπεριλάβουμε το κόστος της ανεργίας, της χρεοκοπίας των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, τους υπερβολικούς φόρους ή τις απώλειες των τραπεζών, των δημοσίων οργανισμών, των ομολογιούχων του δημοσίου και άλλων, σαν αποτέλεσμα του PSI, θα διαπιστώσουμε ότι οι ζημίες της Ελλάδας είναι στην κυριολεξία ανυπολόγιστες.
Η ευρωπαϊκή οικογένεια
Όπως γνωρίζουμε ο μεγαλύτερος κίνδυνος, η σημαντικότερη απειλή καλύτερα για τη συνοχή μίας οικογένειας εμφανίζεται συνήθως, όταν προκύπτουν οικονομικά προβλήματα – όπου, αντί να γίνει μία από κοινού προσπάθεια για την ορθολογική τους επίλυση, επιλέγεται συχνά το διαζύγιο.
Στις περισσότερες των περιπτώσεων, προηγείται η «εκτόξευση» κατηγοριών εκατέρωθεν και η ενοχοποίηση του ενός από τον άλλο, όσον αφορά τις αιτίες που οδήγησαν στην «οικονομική στενότητα» και στην κρίση.
Έπεται συνήθως η αμοιβαία αποφυγή των ευθυνών και η εκτός ορίων εχθρότητα, η οποία οδηγεί τελικά στη διάλυση της οικογένειας – με αποτέλεσμα να ολοκληρώνεται το δράμα χωρίς κανέναν κερδισμένο, εάν όχι με πολύ μεγάλες ζημίες για όλους σχεδόν τους συμμετέχοντες (συμπεριλαμβανομένου του συγγενικού «περίγυρου»).
Στην περίπτωση της «νομισματικής μας οικογένειας» το ισχυρότερο μέλος της, η Γερμανία, επιμένει αφενός μεν να γευματίζει από το φαγητό των άλλων, επειδή δεν μπορεί ή δεν θέλει να χορτάσει αρκούμενη στο δικό της, αφετέρου να «χαριεντίζεται» με τρίτους – αγοράζοντας τα προϊόντα που έχει ανάγκη από άλλους και όχι από τους εταίρους της, στους οποίους όμως θέλει να πουλάει τα δικά της.
Άλλες φορές πάλι «κάνει δίαιτα» (περιορισμός της εσωτερικής κατανάλωσης μέσω της μείωσης των πραγματικών μισθών των εργαζομένων της), για να μην αναγκασθεί να αγοράσει πιο πολλά εμπορεύματα – προτιμώντας να «απορροφάει» τη ρευστότητα και να αποταμιεύει τα χρήματα της, αδιαφορώντας εντελώς για τους άλλους.
Η Ελλάδα τώρα επιμένει να μην θέλει να πληρώσει το φαγητό της ξανά και ξανά – παρά το ότι της χαρίσθηκε ένα μεγάλο μέρος του προηγούμενου κόστους του, αν και με πολύ αυστηρές προϋποθέσεις. Ισχυρίζεται δε πονηρά ότι αδυνατεί να το κάνει, κατηγορώντας τους άλλους πως την καταδικάζουν στην πείνα (χρεοκοπία), επειδή δεν της παρέχουν δωρεάν φαγητό.
Η κυβέρνηση της όμως ψεύδεται ασύστολα, όσον αφορά την αδυναμία πληρωμής, εφαρμόζοντας συνειδητά την ακριβώς αντίθετη οικονομική πολιτική, από αυτήν που θα έπρεπε, εις βάρος των πολιτών της – απλά και μόνο για να διατηρήσει το πελατειακό της υπόβαθρο και να παραμείνει στην εξουσία, κυρίως για να αποφύγει την τιμωρία (επειδή τα δύο κόμματα που κυβερνούν είναι αυτά που οδήγησαν τη χώρα στη χρεοκοπία, λόγω της τεράστιας διαφθοράς στο εσωτερικό τους).
Αυτό γίνεται δε με την ανοχή, εάν όχι με την ενεργό συμμετοχή του ΔΝΤ, σκοπός του οποίου δεν είναι η εξυγίανση των οικονομικών της Ελλάδας – αλλά η είσπραξη των απαιτήσεων των εντολέων του, η «κλοπή» του δημόσιου και ιδιωτικού πλούτου της πατρίδας μας, καθώς επίσης η παραμονή του στην Ευρώπη, με απώτερο στόχο τη λεηλασία των υπολοίπων χωρών της.
Επίλογος
Η ευρωπαϊκή οικογένεια έχει αποδεχθεί ορισμένους κανόνες συμβίωσης – χωρίς τους οποίους καμία κοινότητα δεν μπορεί να επιβιώσει. Μέχρι στιγμής όμως, η μοναδική χώρα που τηρεί επακριβώς τους κανόνες, αν και όχι αδιάλειπτα, είναι η Γαλλία – παρά τα προβλήματα που της προκαλεί η αχόρταγη Γερμανία από τη μία πλευρά, αλλά και πολλές άλλες χώρες από την άλλη (Ισπανία, Ιταλία, Ελλάδα κλπ.).
Το γεγονός αυτό αποδεικνύεται από το διάγραμμα που ακολουθεί, στο οποίο φαίνεται καθαρά ότι «το γαλλικό ευρώ», άρα η οικονομική πολιτική που ακολουθεί η Γαλλία, δεν είναι ούτε υπερτιμημένο, όπως το ισπανικό (το ελληνικό, το ιταλικό κλπ.), ούτε υποτιμημένο (όπως το γερμανικό) – αφού διατηρεί τον πληθωρισμό στο 1,9%, όπως προβλέπει η σύμβαση της Ευρωζώνης, ενώ δεν υιοθετεί «κουτοπόνηρα» το μισθολογικό «dumping» της Γερμανίας και δεν γκρεμίζει το κοινωνικό κράτος.
Επεξήγηση γραφήματος: Εξέλιξη τιμών ανά χώρα σε σύγκριση με τον στόχο της ΕΚΤ (μαύρη διακεκομμένη γραμμή), όπου η Γαλλία κινείται βάση στόχου.
Εάν τώρα η κατάσταση συνεχίσει ως έχει, με τα δύο «παράσιτα» να μην θέλουν να σεβαστούν κανέναν απολύτως κανόνα, με τη Γερμανία και την Ελλάδα δηλαδή, η οικογένεια, εάν θέλει να διατηρήσει τη συνοχή των υπολοίπων μελών της, έχει μία και μοναδική επιλογή: να τα πετάξει αμέσως έξω. Να διώξει δηλαδή τόσο τη Γερμανία, όσο και την Ελλάδα, μέχρι να αποφασίσουν (εάν) να συμμορφωθούν και να επιστρέψουν.
Αυτό θα έκανε άλλωστε η οποιαδήποτε άλλη λογική και συνετή οικογένεια, η οποία θα ήθελε προφανώς να αποφύγει την ολοκληρωτική της διάλυση – γεγονός που θα προκαλούσε πολύ μεγαλύτερα δεινά στην ίδια, στον περίγυρο της, αλλά και στα παράσιτα.
Φυσικά η Ευρώπη οφείλει να πετάξει έξω και το ΔΝΤ, το τρίτο και μεγαλύτερο παράσιτο δηλαδή, όσο το δυνατόν γρηγορότερα γίνεται, πριν είναι πολύ αργά για όλα της τα κράτη – προτού καταλήξουν «τροφή στο πιάτο» των Η.Π.Α.
Υστερόγραφο: Είμαστε ανέκαθεν εναντίον της επιστροφής στη δραχμή, όχι λόγω του νομίσματος, αλλά επειδή θεωρούμε ακόμη εφικτή και απαραίτητη την ένωση της ηπείρου μας. Γνωρίζουμε βέβαια πως η υιοθέτηση του εθνικού νομίσματος δεν θα σήμαινε σε καμία περίπτωση τη συντέλεια του κόσμου – πως θα μπορούσαμε δηλαδή να επιβιώσουμε, αν και με μεγάλες δυσκολίες.
Το πρόβλημα της Ελλάδας όμως δεν είναι το ευρώ, αλλά το κομματοκεντρικό, διεφθαρμένο και ανίκανο κράτος – το οποίο έχει στερήσει την εμπιστοσύνη των Πολιτών προς την Πολιτεία, χωρίς την οποία δεν υπάρχει καμία ελπίδα εξόδου από την κρίση είτε με ευρώ, είτε με δραχμή, είτε με οποιοδήποτε άλλο νόμισμα.
Σε κάθε περίπτωση βέβαια έχουμε την άποψη πως η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη να έχει έτοιμο ένα εναλλακτικό σχέδιο επιστροφής στη δραχμή, για ώρα ανάγκης – πόσο μάλλον όταν τόσο η ελευθερία, όσο και η εθνική κυριαρχία, «βαραίνουν» πολύ περισσότερο στη ζυγαριά, από το νόμισμα μίας χώρας.
Ολοκληρώνοντας, οφείλουμε να αναφερθούμε στη σημασία των τόκων, όπου σήμερα μας προσφέρεται ένα επιτόκιο της τάξης του 2,3% (ενδεχομένως θα μπορούσαμε να διαπραγματευθούμε ακόμη και το βασικό της ΕΚΤ, ήτοι 0,25%), από τις χώρες της Ευρωζώνης – ορισμένες εκ των οποίων δανείζονται με άνω του 4%. Ο μαθηματικός τύπος του διπλασιασμού του χρέους είναι «72 : Επιτόκιο = Χρόνια».
Στα πλαίσια αυτά, εάν το επιτόκιο είναι 6%, τότε το χρέος διπλασιάζεται (εάν δεν εξοφλούνται τα τοκοχρεολύσια) σε δώδεκα χρόνια – τετραπλασιάζεται σε 24 και οχταπλασιάζεται σε 36. Εάν το επιτόκιο είναι 2%, τότε διπλασιάζεται σε 36 χρόνια αντί σε 12, οπότε η διαφορά είναι πολύ σημαντική.
Το γεγονός αυτό σημαίνει ότι το δημόσιο χρέος, εάν δεν εξυπηρετείται, σε μικρομεσαία κράτη εκτός Ευρωζώνης, αυξάνεται με πολύ ταχύτερο ρυθμό – αφού το επιτόκιο δανεισμού τους είναι πολύ υψηλότερο. Αποτελεί λοιπόν έναν από τους λόγους, για τους οποίους οι μικρές χώρες εκτός νομισματικής ένωσης, δεν επιβιώνουν με δημόσιο χρέος πάνω από το 50% του ΑΕΠ τους.
Πηγή : http://www.analyst.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου