( Σ.Σ. : Καί όλα αυτά είναι μόνο... ένα μέρος από ότι κατόρθωσε να έρθει στην επιφάνια, κουτσά - στραβά ... )
Των Ελένης Μπέλλου και Φώτη Τάκου
Παρόλο που η περίοδος της Μεταπολίτευσης σηματοδοτεί και θεμελιώνει την πολυπόθητη μετάβαση στη δημοκρατία, μετά από επτά χρόνια που η Ελλάδα μπήκε στο «γύψο» των συνταγματαρχών, αποτελεί παράλληλα και την ιστορική περίοδο που έχει λοιδορηθεί ίσως όσο καμία άλλη από ιδρύσεως του ελληνικού κράτους, ως συνώνυμη της διαφθοράς και της αυτοκαταστροφικής πορείας της Ελλάδας.
Όμως, το φαινόμενο της διαπλοκής του πολιτικού και οικονομικού βίου, δεν είναι φαινόμενο των τελευταίων σαράντα δύο μόνο χρόνων, αλλά δομική παθογένεια της σύστασης και λειτουργίας του ελληνικού κράτους. Αυτό που ίσως διαφοροποιείται κατά την Μεταπολίτευση και μπορεί να καταλογιστεί στα επιτεύγματα της μέσα από τη σωρεία λαθών της, είναι η μεγαλύτερη πρόσβαση στο τι σκανδαλώδες συμβαίνει, πίσω από τις κλειστές πόρτες των οβάλ γραφείων.
Το tvxs.gr παρουσίαζει μερικά μόλις από τα μεγάλα «αμαρτήματα» τα οποία αποδείχτηκαν θανάσιμα για το κύρος της δημοκρατίας της μεταπολιτευτικής Ελλάδας.
Πριν το μεγάλο φαγοπότι
Τα σκάνδαλα στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης θα μπορούσαμε να πούμε ότι ακολούθησαν όλους τους γαστριμαργικούς κανόνες . Κατ’ αυτόν τον τρόπο τα πρώτα μικροσκάνδαλα ή σκάνδαλα στα οποία δεν δόθηκε η δέουσα σημασία λειτούργησαν ως ορεκτικό για την μετέπειτα υφαρπαγή ή κατασπατάληση δημοσίου χρήματος, που ήταν το κυρίως πιάτο.
Έτσι την περίοδο 1981-1985 είχαμε την εμφάνιση των πρώτων μεταπολιτευτικών σκανδάλων. Συγκεκριμένα το πρώτο σκάνδαλο ήταν αυτό της κρατικής εταιρείας ΠΡΟΜΕΤ όπου εισήγαγε λαθραία καφέ ,υπερτιμολογώντας στα 2000 δολάρια τον τόνο τη στιγμή που η επίσημη τιμή εισαγωγής ήταν 1500 δολάρια. Επίσης η ίδια εταιρεία αγόρασε από φιλανδική εταιρεία εξαγωγών ξυλείας ποσότητες καυσόξυλων έναντι του εξωφρενικού τότε ποσού των 250 εκατομμυρίων δραχμών , η οποίες κρίθηκαν ακατάλληλες από τους Έλληνες ξυλουργούς και τελικά, βρέθηκαν να σαπίζουν στο λιμάνι της Ελευσίνας.
Επόμενο σκάνδαλο ήταν αυτό των Αγροτικών Εξαγωγών (ΑΓΡΕΞ), μια σειρά από κομπίνες και υπεξαιρέσεις στον εν λόγω οργανισμό . Στο γαϊτανάκι τον πρώτων σκανδάλων ενεπλάκη και η ΠΥΡΚΑΛ με την αγορά του άχρηστου ναυπηγείου πλαστικών σκαφών στο Λαύριο έναντι του ποσού των 370 εκατομμυρίων δραχμών καθώς και ότι την ίδια περίοδο πωλούσε οβίδες στον ιρακινό στρατό στην τιμή των 112 δολαρίων την οβίδα ενώ στον ελληνικό στρατό 201 δολάρια την οβίδα. Επόμενος σταθμός ήταν το σκάνδαλο εις βάρος της ΕΤΒΑ και δύο θυγατρικών ναυτιλιακών εταιρειών της (ύψους 1,5 δισεκατομμυρίων δραχμών) με την αγορά πλοίων από δύο άγνωστες κυπριακές εταιρείες φαντάσματα, οι οποίες εμφανίζονταν χωρίς κεφάλαια και χωρίς μετόχους.
Χαρακτηριστική περίπτωση σκανδάλου ήταν η περίπτωση του τότε διοικητή της ΔΕΗ , Δημήτρη Μαυράκη, ο οποίος κατηγορήθηκε ότι πήρε προμήθεια από ανάθεση έργου της ΔΕΗ ύψους 500 εκατομμυρίων δραχμών. Ιστορική θα μείνει η «επίπληξη» του τότε πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου , ο οποίος είπε: « Είπαμε να κάνουμε δώρα στους εαυτούς , αλλά όχι και 500 εκατομμύρια». Ο Μαυράκης θα βρεθεί και πάλι στην επικαιρότητα με τη συμφωνία για αγορά ηλεκτρικής ενέργειας από την Αλβανία, προκαλώντας ζημιά 120 εκατομμυρίων δρχ. στη ΔΕΗ. Ωστόσο και για τις δύο υποθέσεις υπήρξε απαλλακτικό βούλευμα .
Ο πρώτος διδάξας των παρακολουθήσεων
Η χρονική περίοδος 1981-1989 σημαδεύτηκε και από μία σειρά σκανδάλων συγκεκριμένου χαρακτήρα, αυτού των τηλεφωνικών υποκλοπών πολιτικών προσώπων. Πολιτικοί, πρώην στρατιωτικοί, υπάλληλοι της ΚΥΠ και του ΟΤΕ ενεπλάκησαν σε αρκετές υποθέσεις παρακολουθήσεων πολώνοντας αρκετά το κλίμα της εποχής. Η αρχή έγινε με το σκάνδαλο Τόμπρα το οποίο ήρθε στο φως της δημοσιότητας στα μέσα της δεκαετίας του '80.
Ο Θεοφάνης Τόμπρας υπήρξε λοχαγός Διαβιβάσεων και προσωπικός φίλος του Ανδρέα Παπανδρέου, ενώ το όνομά του είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τις τηλεφωνικές παρακολουθήσεις πολιτικών προσώπων και αρχηγών κομμάτων την περίοδο 1981-1989 . Το 1981 τοποθετήθηκε υποδιοικητής του ΟΤΕ, ενώ τον Φεβρουάριο του 1984 έγινε διοικητής. Το 1987, ο τίτλος του άλλαξε και έγινε γενικός διευθυντής. Υπήρξε στενός φίλος του επιχειρηματία Σωκράτη Κόκκαλη καθώς και των δημοσιογράφων Νίκου Κακαουνάκη και Μάκη Κουρή. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να υπάρχουν πολλές «διευκολύνσεις» προς τα συγκεκριμένα πρόσωπα. Συγκεκριμένα στην εφημερίδα της εποχής το «Καλάμι»(εκδότης Ν.Κακαουνάκης) είχαν δημοσιευτεί αρκετές φορές κασέτες που περιείχαν ιδιωτικές συνομιλίες ηγετών της ΝΔ, με αποτέλεσμα το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας να καταγγείλλει τον Τόμπρα ως πηγή αυτών των κασετών. Επίσης την περίοδο της διοίκησής του στον ΟΤΕ παραχωρήθηκε έναντι μικρού ποσού ο πύργος του Οργανισμού στη Θεσσαλονίκη στον Γιώργο Κουρή για τη χρήση του ράδιο Θεσσαλονίκη , στο οποίο συμμετείχε τότε ο εκδότης.
Επί της ουσίας ο Θ. Τόμπρας υπήρξε το μάτι και κυρίως το αυτί του Α. Παπανδρέου μέσω της μαζικής παρακολούθησης τηλεφώνων, δημιουργώντας μία ομάδα τεχνικών με βαθύτατη γνώση των υποκλοπών, μεταξύ των οποίων ξεχώριζε ο Χρήστος Μαυρίκης, το όνομα του οποίου εμπλέκεται σε μετέπειτα σκάνδαλα. Μετά την πτώση της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, το καλοκαίρι του 1989, ο Τόμπρας κατηγορήθηκε για τις καταθέσεις του ΟΤΕ στην Τράπεζα Κρήτης (μέρος του σκανδάλου Κοσκωτά) καθώς και για παράνομες τηλεφωνικές υποκλοπές πολιτικών αντιπάλων του ΠΑΣΟΚ. Μάλιστα ο ίδιος ο Τόμπρας άφηνε να εννοηθεί ότι είναι πιθανόν να διαρρεύσει αρκετές συνομιλίες τόσο στον Τύπο όσο και σε κασέτες που θα πωλούνταν στην Ομόνοια. Για την πρώτη υπόθεση αθωώθηκε, ενώ η δεύτερη δεν έφτασε ποτέ στη Δικαιοσύνη επειδή η Βουλή ανέστειλε τη δίωξη μετά την αθώωση του Ανδρέα Παπανδρέου για την υπόθεση Κοσκωτά και την αλλαγή του πολιτικού κλίματος τον Ιανουάριο του 1992.
Λίγο πριν αποχωρήσει από την διοίκηση του ΟΤΕ, ο Τόμπρας υπέγραψε μία μεγάλη σύμβαση με την εταιρεία Siemens για την ψηφιοποίηση των τηλεφώνων, μία σύμβαση από την οποία δεν μπορούσε εύκολα να απαλλαγεί η μετέπειτα οικουμενική κυβέρνηση και μέρος της οποίας δόθηκε στην εταιρεία Intracom του Σωκράτη Κόκκαλη. Η συμφωνία αυτή, με απευθείας ανάθεση, αφορούσε 470.000 ψηφιακές παροχές αξίας 32,5 δισεκατομμυρίων δραχμών. Από εκείνη τη στιγμή ξεκινούσε και ο σφιχτός επιχειρηματικός εναγκαλισμός της Siemens, της Intracom και του ΟΤΕ.
Ο Κοσκωτάς και το βρώμικο '89
Το σκάνδαλο Κοσκωτά αποτέλεσε την κορωνίδα των σκανδάλων των δεκαετιών του '80 και του '90. Ήταν ένα οικονομικό και πολιτικό σκάνδαλο στο οποίο ενεπλάκησαν εξέχοντα κυβερνητικά στελέχη και ο πρωθυπουργός της χώρας και έφερε στην επιφάνεια τις πολιτικές συγκρούσεις για τον έλεγχο του τραπεζικού συστήματος και των ΜΜΕ. Η χρονική του περίοδος καλύπτει αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις , δημιουργία οικουμενικής κυβέρνησης για πρώτη φορά στην Ελλαδά και μία σημαντική δολοφονία πολιτικού προσώπου, αυτή του Παύλου Μπακογιάννη.
Ο Γιώργος Κοσκωτάς μετανάστευσε στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1970 και επέστρεψε στην Ελλάδα το 1979, όπου εργάστηκε ως διευθυντής συναλλάγματος στην τράπεζα Κρήτης. Το 1984 αγόρασε το 56% του μετοχικού κεφαλαίου της Τράπεζας Κρήτης (αργότερα έφτασε να κατέχει το 82%), έναντι του ποσού του 1 δισεκατομμυρίου δραχμών. Την ίδια περίοδο αγοράζει αρκετές εφημερίδες όπως η Βραδυνή , η Εβδόμη και η Καθημερινή, δημιουργώντας έναν εκδοτικό κολοσσό, ενώ προσπάθησε να αγοράσει και την Ελευθεροτυπία. Το 1987 αγοράζει και την ΠΑΕ Ολυμπιακός. Στο πρόσωπο του Κοσκωτά, ο Α. Παπανδρέου έβλεπε ακριβώς εκείνον τον επιχειρηματία, μέσω του οποίου θα μπορούσε να ελέγξει καλύτερα το τραπεζικό σύστημα της χώρας αλλά και να πιέσει καλύτερα τα ισχυρά εκδοτικά «τζάκια» της εποχής.
Η τότε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ δεν άργησε να ενισχύσει τις σχέσεις της με τον ραγδαία ανερχόμενο επιχειρηματία. Οι καταθέσεις στην Τράπεζα Κρήτης αυξήθηκαν κατακόρυφα με χρήματα των ΔΕΚΟ (συνολικού ύψους 13 δισεκατομμυρίων το 1988), ενώ πολλοί ανώτατοι αξιωματούχοι του ελληνικού δημοσίου ήταν και επίσημοι συνεργάτες του. Στο μεταξύ οι ευνοϊκές ρυθμίσεις που εξασφάλιζε για τους πελάτες του, διόγκωσαν τις καταθέσεις στην Τράπεζα Κρήτης στα 76,5 δισεκατομμύρια δραχμές. Οι εκδότες των υπόλοιπων μεγάλων ελληνικών εφημερίδων νιώθωντας τεράστια απειλή από τον Γιώργο Κοσκωτά, ξεσηκώθηκαν εναντίον του και άρχισαν να καταγγέλουν ότι τα χρήματα που αφειδώς ξόδευε ήταν προϊόν ύποπτων συναλλαγών.
Τον Οκτώβριο του 1987 άρχισαν να έρχονται στο φως αποκαλύψεις για το παρελθόν του Κοσκωτά όπως πλαστογραφίες, φορολογικά αδικήματα, παράνομη εξαγωγή συναλλάγματος, κ.α. Παρά τις καταγγελίες, η κυβέρνηση αρνείτο να κινήσει διαδικασίες για φορολογικό έλεγχο. Τον Ιούλιο του 1988 διατάχθηκε, με εισαγγελική παρέμβαση, τοποθέτηση προσωρινού επιτρόπου και άρση τραπεζικού απορρήτου στην τράπεζα Κρήτης, προκειμένου να διεξαχθεί η έρευνα. Όμως ένα μήνα αργότερα, ο τότε υπουργός Δικαιοσύνης, Μένιος Κουτσόγιωργας έφερε τροπολογία στη Βουλή, η οποία άφηνε προνομιακά περιθώρια στον υπό εξέταση επιχειρηματία Γιώργο Κοσκωτά. Επρόκειτο για τον αποκαλούμενο «Κουτσονόμο» (Νόμος 1806/1988), για τον οποίο όπως τεκμηριωμένα αποκαλύφθηκε αργότερα, το αντάλλαγμα ήταν η κατάθεση 2 εκατομμυρίων δολαρίων στο όνομα του Μένιου Κουτσόγιωργα σε ελβετική τράπεζα. Παρόλαυτά, το δικαστικό πόρισμα αποκάλυψε ότι ο Κοσκωτάς είχε προχωρήσει σε υπεξαίρεση κεφαλαίων από την τράπεζα Κρήτης ύψους 33,5 δισεκατομμυρίων δραχμών. Ο επιχειρηματίας διέφυγε στο εξωτερικό και συνελήφθη αργότερα από τις αμερικανικές αρχές.
Τον Ιούλιο του 1989 η Βουλή αποφάσισε τη σύσταση ειδικής προανακριτικής επιτροπής προκειμένου να διαπιστωθεί η ενοχή ή μη των Ανδρέα Παπανδρέου, Μένιου Κουτσόγιωργα, Δημήτρη Τσοβόλα, Γιώργου Πέτσου και Παναγιώτη Ρουμελιώτη, ενώ τον Σεπτέμβριου του ιδίου έτους η βουλή αποφάσισε μετά από μυστική ψηφοφορία την παραπομπή και των 5 πολιτικών προσώπων στο Ειδικό Δικαστήριο με κατηγορίες για παθητική δωροδοκία, αποδοχή προϊόντων εγκλήματος, παράβαση του νόμου περί ευθύνης υπουργών, απιστία περί την υπηρεσία. Η δίκη ξεκίνησε τον Μάρτιο του 1991 στην οποία δεν παρέστη ο Ανδρέας Παπανδρέου, ενώ ο Παναγιωτής Ρουμελιώτης δεν δικάστηκε λόγω μη άρσης της ασυλίας του από την Ευρωβουλή. Τον Απρίλιο του 1991 και κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, απεβίωσε ο Μένιος Κουτσόγιωργας ύστερα από βαρύ εγκεφαλικό επεισόδιο. Τον Ιανουάριο του 1992 εξεδόθη η απόφαση σύμφωνα με την οποία ο Ανδρέας Παπανδρέου αθωώθηκε με ψήφους 7 προς 6. Ο Δ.Τσοβόλας κρίθηκε ένοχος με ποινή φυλάκισης δυόμισι ετών αλλά εξαγοράσιμη και τριετή στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων, ενώ ο Γ. Πέτσος κρίθηκε ένοχος με ποινή φυλάκισης 10 μηνών με αναστολή και τριετή στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων.
Το καλαμπόκι που πήρε ελληνική ιθαγένεια
Το καλοκαίρι του 1989 και ενώ η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ έχανε την εξουσία εξαιτίας της κορύφωσης της υπόθεσης Κοσκωτά, παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στη Βουλή το σκάνδαλο της ελληνοποίησης γιουγκοσλαβικού καλαμποκιού. Η υπόθεση αυτή μαζί με την υπόθεση Κοσκωτά και τις υποκλοπές Τόμπρα αποτέλεσε την τριάδα σκανδάλων που άφησαν εποχή την περίοδο 1981-1989.
Το επονομαζόμενο «σκάνδαλο του καλαμποκιού» αφορούσε την λαθραία εισαγωγή εκατοντάδων τόνων γιουγκοσλαβικού καλαμποκιού από την ελληνική κρατική εταιρεία ITCO και τη μετέπειτα πώλησή του σε χώρες της Ευρωπαϊκής κοινότητας ως ελληνικό . Στόχος της κομπίνας των στελεχών του υπουργείου Οικονομικών ήταν να εμφανιστεί η Ελλάδα με μεγαλύτερη παραγωγή, ώστε να εισπράξει περισσότερες κοινοτικές επιδοτήσεις. Αποτέλεσμα αυτού ήταν η Κομισιόν να παραπέμψει την Ελλάδα στο Ευρωπαϊκό δικαστήριο αιτούμενη επιστροφές ύψους 400 εκατομμυρίων δραχμών. Αξίζει να αναφερθεί πως τα κέρδη ξεπερνούσαν το 1,5 εκατ. δολάρια , ενώ στα επίσημα παραστατικά το ποσό δεν ξεπερνούσε τις 1 εκατ. δραχμές.
Κύριος κατηγορούμενος υπήρξε ο τότε υφυπουργός Οικονομικών, Νικόλαος Αθανασόπουλος, ο οποίος δικάστηκε το 1990 (ηθική αυτουργία σε έκδοση ψευδών βεβαιώσεων, χρήση πλαστού εγγράφου, απλή συνέργεια σε νόθευση βιβλίων απόπλου-κατάπλου λιμεναρχείου Καβάλας) και καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης τριών ετών και έξι μηνών. Στις φυλακές Κορυδαλλού παρέμεινε επί 19 μήνες και αποφυλακίστηκε ενώ η Βουλή τον Ιανουάριο του 1994 προχώρησε σε άρση της καταδίκης. Επίσης ο Ν. Αθανασόπουλος ήταν το μοναδικό στέλεχος του ΠΑΣΟΚ της περιόδου 1981-89 που οδηγήθηκε στη φυλακή . Άξιο αναφοράς είναι και το γεγονός ότι το 1990 , παρόλο που βρισκόταν υπό κράτηση στις φυλακές Κορυδαλλού εξελέγη στην Κεντρική Επιτροπή του ΠΑΣΟΚ και στις εκλογές του 1993 εξελέγη πανηγυρικά βουλευτής της Β' Αθηνών.
Το δεύτερο κρόυσμα υποκλοπών
Η υπόθεση Μαυρίκη αποτέλεσε το δεύτερο κατά χρονολογική σειρά σκάνδαλο με αντικείμενο τηλεφωνικές συνομιλίες δημοσίων προσώπων που κυριαρχούσαν μετά το 1989 και συνέβαλαν στην έντονη πολιτική αστάθεια και την πόλωση εκείνης της περιόδου. Μετά την απόφαση της Βουλής για αναστολή της δίωξης του Α. Παπανδρέου τον Μάιο του 1992 ,όλα έδειχναν ότι το πολιτικό κλίμα της πόλωσης οδηγείτο σιγά σιγά σε εξομάλυνση. Όμως τον Απρίλιο του 1993 ο υπάλληλος του ΟΤΕ, Χρήστος Μαυρίκης, καταγγέλλει ότι διενεργούσε υποκλοπές κατ' εντολή του στρατηγού Ν. Γρυλλάκη, στενού συνεργάτη του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη.
Ο Μαυρίκης , και ενώ έχει προηγηθεί η δημοσίευση στον Τύπο, εμφανίζεται με πλήθος κασετών τηλεφωνικών υποκλοπών πολιτικών προσώπων κυρίως του ΠΑΣΟΚ -ανάμεσά τους και ο Ανδρέας Παπανδρέου.Ο ίδιος ο υπάλληλος του ΟΤΕ, σε τηλεοπτικές εμφανίσεις δήλωνε ότι το περιεχόμενο των συνομιλιών τον διασκέδαζε , εκβιάζοντας έτσι εμμέσως αρκετά πρόσωπα, τα οποία γνώριζαν πλέον ότι παρακολουθούνταν.
Τον Μάιο του 1993 συγκροτήθηκε επιτροπή για τη διερεύνηση των καταγγελιών του Χρήστου Μαυρίκη σε βάρος του πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Μητσοτάκη για τις τηλεφωνικές υποκλοπές. Στο στόχαστρο μπαίνουν αυτή τη φορά ο τότε πρωθυπουργός και η κόρη του, Ντόρα Μπακογιάννη. Τον Ιούλιο του 1993, δώδεκα βουλευτές του ΠΑΣΟΚ, των οποίων οι συνομιλίες παρακολουθούνταν, υποβάλλουν μηνυτήρια αναφορά και το πόρισμα των ανακριτών δημοσιεύεται τον Δεκέμβριο του 1993, ενώ η Ν.Δ. έχει ήδη απολέσει την εξουσία. Τον Ιανουάριο του 1994 οι Κωνσταντίνος Μητσοτάκης και Ντόρα Μπακογιάννη παραπέμπονται σε προανακριτική επιτροπή. Μετά το πόρισμα της προανακριτικής ακολούθησαν οι παραπομπές στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο.
Στις 16 Ιουνίου 1994, η Βουλή παρέπεμψε ως «υποκλοπέα» μόνο τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, χωρίς τους πιθανούς συνενόχους του για πέντε αδικήματα με 164 υπέρ, 6 κατά και 5 «παρών», αλλά με απόντες τους βουλευτές της Ν.Δ. Τον Νοέμβριο του 1994, το δικαστήριο παραπέμπει τα μη πολιτικά πρόσωπα και στις 16 Ιανουαρίου 1995, ο Α. Παπανδρέου ζητεί από τη Βουλή την αναστολή των ποινικών διώξεων. Ο τότε πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας Μ. Εβερτ ζητά να προχωρήσουν οι διαδικασίες για να μη δοθεί η εντύπωση του συμψηφισμού. Τα αποτελέσματα της μυστικής ψηφοφορίας οδηγούν στην αναστολή των διώξεων του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη και των συνεργατών του.
Οι αγορές του αιώνα
Διακρατικές ισορροπίες, πολιτικές σκοπιμότητες και ανεξέλεγκτη ροή μαύρου χρήματος κρύβεται πίσω από τα εξοπλιστικά προγράμματα της περιόδου της Μεταπολίτευσης, για την υλοποίηση των οποίων καλλιεργήθηκε στο πέρας όλων αυτών των χρόνων η υστερία μιας ασύμμετρης απειλής που νομιμοποιούσε την κατασπατάληση των κρατικών πόρων. Είναι χαρακτηριστικό σύμφωνα με στοιχεία του ΝΑΤΟ, ότι η Ελλάδα διαθέτει -σε αναλογία με τον πληθυσμό της- τις μεγαλύτερες ένοπλες δυνάμεις της Ευρώπης, ενώ καμία άλλη χώρα στην Ευρώπη δεν επενδύει τόσα πολλά χρήματα στην αγορά όπλων.
Η «αγορά του αιώνα», όπως χαρακτηρίστηκε το 1985 η συμφωνία για προμήθεια 40 γαλλικών αεροσκαφών Mirage 2000 και 40 αμερικάνικων F-16, ήταν μόνο η αρχή για το μεγάλο φαγοπότι. Το κόστος της προμήθειας των νέων αεροσκαφών που παραδόθηκαν με μεγάλη καθυστέρηση και τεχνικά προβλήματα υπολογίζεται γύρω στα 2,5 δις δολάρια, ωστόσο το ακριβές ποσό παραμένει αδιευκρίνιστο μέχρι και σήμερα. Για να καταλάβει κανείς την υπερκοστολόγηση της αγοράς, αξίζει να σημειωθεί ότι την ίδια περίοδο η Τουρκία είχε συμφωνήσει για την αγορά 160 αεροσκαφών F-16 έναντι του ποσόυ των 4,2 δις δολαρίων. Σημαντική παράπλευρη απώλεια ήταν η μη επίτευξη ικανοποιητικής συμφωνίας που θα δημιουργούσε μια εύρωστη μονάδα συμπαραγωγής μεταξύ των προμηθευτριών χωρών και της Ελληνικής Αεροπορικής Βιομηχανίας, που τελικά οδήγησε και στον παραγωγικό μαρασμό της.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα των πρακτικών που ακολουθήθηκαν τα χρόνια που ακολούθησαν ήταν η υπευθυνότητα με την οποία καταρτίστηκε το εξοπλιστικό πρόγραμμα, όταν το 1996 -χρονιά που εκδηλώθηκε και η κρίση στα Ίμια - υπουργός Εθνικής Άμυνας ανέλαβε ο Άκης Τσοζατζόπουλος, ο οποίος καταδικάστηκε το 2013 ως υπεύθυνος για μίζες αστρονομικών ποσών και κατέληξε στον Κορυδαλλό. Την επομένη της ανάληψης των καθηκόντων του, ο άλλοτε ισχυρός άνδρας του ΠΑΣΟΚ κάλεσε στο γραφείο του τα στελέχη του υπουργείου, ζητώντας τους να καταρτίσουν εξοπλιστικό πρόγραμμα της τάξεως των 4,3 τρισ. δρχ. εντός 15 ημερών. Όταν εκείνοι έκπληκτοι του είπαν ότι για κάτι τέτοιο θα χρειάζονταν μελέτη τουλάχιστον 3 ετών, ο τότε υπουργός τους απάντησε ότι όποιος δεν μπορεί να έχει το πρόγραμμα μέσα σε 15 μέρες, μπορεί να πάει σπίτι του! Για να υλοποιηθεί το πρόγραμμα ανάθεσης ιδρύθηκε ένα ειδικό γραφείο εξοπλισμών και προμηθειών, τη διεύθυνση του οποίου ανέλαβε ο γνωστός και μη εξαιρετέος πια, Ι. Σμπώκος, που καταδικάστηκε μαζί με τον Α. Τσοχατζόπουλο.
Η καταδίκη του τελευταίου έχει ανοίξει τον ασκό του Αιόλου, καταδεικνύοντας τη ροή μαύρου χρήματος σε εγχωρία και όχι μόνο πολιτικά πρόσωπα, υψηλόβαθμους κρατικούς αξιωματούχους, χρηματισμό αξιωματούχων του στρατού αλλά και μεγαλοστελεχών των προμηθευτριών και των ανταγωνιστικών εταιρειών, που πρωταγωνίστησαν στις κάτω από το τραπέζι συμφωνίες για προμήθεια εξοπλισμών ύψους μαμούθ, που έγιναν την περίοδο 1999-2002. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των 4 γερμανικών υποβρύχιων τύπου S214 της γερμανικών συμφερόντων εταιρείας HDW, που συμφωνηθηκε να αγοραστούν το 2001 υπό το πρίσμα της αυξημένης έντασης στις σχέσεις Ελλάδας - Τουρκίας, με περίπου 55 εκατ. ευρώ να φέρονται να «ακολούθησαν» ύποπτες διαδρομές για να επιλεχθεί η συγκεκριμένη εταιρία η οποία κατείχε και τα ναυπηγεία Σκαραμαγκά, αν και Ισπανία και Σουηδία είχαν πιο ανταγωνιστικές προσφορές.
Όταν η κατασκευάστρια εταιρία, παρέδωσε το πρώτο υποβρύχιο, εκείνο διαπιστώθηκε ότι ..έγερνε με αποτέλεσμα η ελληνική κυβέρνηση να μη δεχτεί να το παραλάβει, ενώ σε έλεγχο του ΣΔΟΕ την ίδια εποχή διαπιστώθηκαν πλαστά τιμολόγια, που σε συνδυασμό με τις ρήτρες για τις καθυστερήσεις παράδοση των υποβρυχίων καθώς και τις κατασκευαστικές αστοχίες, κατέστησαν την HDW χρεωμένη στο δημόσιο με περίπου 1 δις ευρώ. Με νόμο του 2010 όμως, στον οποίο εμπλέκεται ο αντιπρόδρος της τωρινής κυβέρνησης Ευάαγγελος Βενιζέλος τα χρέη της γερμανικής εταιρείας διαράφτηκαν και σαν να μην έφτανε αυτό, με την πρόφαση της διάσωσης των εργαζομένων των ναυπηγείων, αγοράστηκαν δύο ακόμα νέα υποβρύχια 500 εκ., για τα οποία δόθηκε ως προκαταβολή ολόκληρο το ποσό.
Όταν η φούσκα του χρηματιστηρίου έσκασε
Το 1999 αποτελεί σταθμό χρονιά στην ιστορία της Μεταπολίτευσης, καθώς συντελέστηκε η μεγαλύτερη αναδιανομή πλούτου, με τη συναίνεση μάλιστα αυτών που τον έχασαν. Όπως σήμερα ξεφυτρώνουν παντού ενεχυροδανειστήρια, έτσι στα τέλη της δεκαετίας του'90, ακόμη και στα πιο μικρά χωριά θα έβρισκε κανείς ΕΛΔΕ, όπου θα μπορούσε να αγοράσει και να πουλήσει μετοχές. Το 1996 άλλωστε, στην προεκλογική του εκστρατεία το ΠΑΣΟΚ προπαγάνδιζε την εντυπωσιακή άνοδο του γενικού δείκτη τιμών, προτρέποντας τους Έλληνες να επενδύσουν τις οικονομίες τους στην χρηματιστηριακή αγορά. Το χρηματιστήριο μετατράπηκε σε καζίνο, και όπως συμβαίνει συχνά στον τζόγο, κάποια παιχνίδια είναι στημένα και το κραχ αναπόφευκτο.
Όταν οι μετοχές φούσκες έσκασαν, οι λογαριασμοί με τους κόπους μιας ζωής των μικρομεσαίων επενδυτών ξεφούσκωσαν απότομα. Καπνός μαζί με τα χρήματα των μικροεπενδυτών έγιναν και τα αποθεματικά ασφαλιστικών ταμείων που θυσιάστηκαν στο βωμό του χρηματιστηρίου. Για την υπόθεση εκδόθηκε βούλευμα 836 σελίδων με το οποίο παραπέμφηκαν 42 χρηματιστές, επενδυτές, επιχειρηματίες και μεγαλοστελέχη επιχειρήσεων στη Δικαιοσύνη, κατηγορούμενοι σε βαθμό κακουργήματος. Πιο συγκεκριμένα, στο βούλευμα γινόταν λόγος για τεχνητή αύξηση της αξίας των επίμαχων μετοχών, διαπιστώνονταν σοβαρότατες αδυναμίες στην οργάνωση των χρηματιστηριακών εταιρειών, αλλά κυρίως και στο ζήτημα του εσωτερικού τους ελέγχου, ενώ στοιχειοθετούνταν και ψευδείς ανακοινώσεις χρηματιστηριακών συναλλαγών με τιμές διαφορετικές από τις ανακοινωθείσες στο επενδυτικό κοινό, με αποτέλεσμα να δημιουργείται παραπλανητική εικόνα για την πορεία των μετοχών, την τιμή και την εμπορευσιμότητά τους.
Το 2013 το οικονομικό σκάνδαλο μετατράπηκε σε δικαστικό, καθώς η Δικαιοσύνη έκρινε ότι δεν στοιχειοθετείται απάτη και απήλλαξε τους 42 κατηγορούμενους. Πρόσφατα ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Χαρ. Βουρλιώτης άσκησε αναίρεση κατά της αθωωτικής απόφασης, κρίνοντας εσφαλμένο το σκεπτικό της. Αν το ποινικό τμήμα του Αρείου Πάγου υιοθετήσει την πρόταση του Χ. Βουρλιώτη, η απαλλακτική απόφαση θα ανατραπεί και οι εμπλεκόμενοι θα οδηγηθούν όλοι σε νέα δίκη. Αν πάλι απορριφθεί, η υπόθεση θα θα μπει οριστικά και αμετάκλητα στο χρονοντούλαπο της μεταπολιτευτικής ιστορίας.
Τα σαράντα κύματα του Κτηματολογίου
Αν το δημοτικό τραγούδι του γεφυριού της Άρτας είχε σύγχρονη αντιπαραβολή σίγουρα αυτή θα ήταν η υπόθεση του εθνικού κτηματολογίου. Το 1996 ο τότε υπουργός ΠΕΧΩΔΕ Κώστας Λαλιώτης κήρυσσε την έναρξη κατάρτισης εθνικού κτηματολογίου δηλώνοντας πως αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα έργα του κράτους, αφού σύμφωνα πάντα με δηλώσεις του, τα μόνα ευρωπαϊκά κράτη που δεν είχαν κτηματολόγιο ήταν η Ελλάδα και η Αλβανία. Σήμερα, ύστερα από δεκαοχτώ χρόνια, η Αλβανία έχει αποκτήσει εθνικό κτηματολόγιο ενώ η Ελλάδα όχι. Σκοπός της δημιουργίας κτηματολογίου ήταν να καθοριστεί και να οριοθετηθεί η δασική έκταση, η δημόσια και η ιδιωτική περιουσία, ούτως ώστε να γνωρίζει το κράτος ποια και σε τι έκταση βρίσκεται η δημόσια περιουσία.
Για την επίτευξη του σκοπού αυτού δημιουργήθηκε η κρατική εταιρεία Κτηματολόγιο Α.Ε και το έργο χρηματοδοτήθηκε επί το πλείστον από την Ε.Ε. Η Κτηματολόγιο Α.Ε ανέθεσε τα επί μέρους έργα στις κατά τόπους τοπογραφικές και μηχανογραφικές υπηρεσίες. Ωστόσο, με την έναρξη της σύνταξης του κτηματολογίου, παρατηρήθηκε το φαινόμενο αρκετοί δασάρχες (κυρίως στην περιοχή της Αττικής) να αποχαρακτηρίζουν αρκετές δασικές εκτάσεις με βάση παλαιότερες χαρτογραφήσεις.
Το 2001 η Κομισιόν μέσω της Γενικής Διεύθυνσης Περιφερειακής Πολιτικής, θέτει θέμα ακύρωσης του προγράμματος χρηματοδότησης του εθνικού κτηματολογίου. Στην επιστολή που κοινοποίησε στα αρμόδια υπουργεία αναφέρει ότι υπάρχει σημαντική απόκλιση ανάμεσα στις αναμενόμενες και στις υλοποιούμενες εργασίες στο πρόγραμμα του Εθνικού Κτηματολογίου, ότι δεν υπάρχει κανένας ορατός χρονικός ορίζοντας για την ολοκλήρωσή του και τέλος ότι ο προϋπολογισμός του έχει εντελώς εκτροχιαστεί από τις αρχικές προβλέψεις. Η επιστολή επισήμαινε ότι σύμφωνα με τα στοιχεία είχε υλοποιηθεί μόλις το 21% του προγραμματισμένου έργου, ενώ έχει απορροφηθεί το 83% των συνολικών πόρων χρηματοδότησης του έργου.
Ο τότε αρμόδιος επίτροπος Μισέλ Μπαρνιέ επισήμανε πως για την επίτευξη του έργου είχε δοθεί κοινοτική ενίσχυση (μέσω του Β’ ΚΠΣ) ύψους 36 δις δρχ. και ενώ ο αρχικός στόχος ήταν, έως το τέλος του 2001 να ολοκληρωθεί η κτηματογράφηση 28.200 τ.χλμ., το οποίο απείχε κατά πολύ από τα στοιχεία του ΥΠΕΧΩΔΕ. Η όλη κατάσταση είχε ως αποτέλεσμα την επέμβαση της Δικαιοσύνης με τον εισαγγελέα Γ. Γεράκη να ασκεί διώξεις και να απαγγέλλονται κατηγορίες για κακούργημα της απιστίας περί την υπηρεσία στα μέλη του Δ.Σ της Κτηματολόγιο Α.Ε, το οποίο ζημίωσε το ελληνικό δημόσιο κατά 50 εκατομμύρια δραχμές. Ο πολιτικός προϊστάμενος της εταιρείας , Κώστας Λαλιώτης έκανε λόγο για υποκινούμενες διώξεις από πλευράς Νέας Δημοκρατίας . Το 2003 ο Λαλιώτης απομακρύνεται από το υπουργείο και αναλαμβάνει η Β.Παπανδρέου σε μια προσπάθεια να αντιστρέψει το κλίμα που είχε δημιουργηθεί στους κόλπους της ΕΕ.
Έκτοτε και άλλοι υπουργοί ανέλαβαν, ήρθαν και άλλες κυβερνήσεις αλλά το έργο κατάρτισης εθνικού κτηματολογίου περνώντας από σαράντα κύματα δεν έχει ολοκληρωθεί. Χαρακτηριστικό της κατάστασης που επικρατεί σήμερα είναι ότι το ΥΠΕΚΑ και η Κτηματολόγιο Α.Ε σε μια προσπάθεια να μην υποστούν κυρώσεις από την τρόικα ,προκειμένου να δείξουν έργο, προχωρούν για πρώτη φορά στην ιστορία του έργου στην κτηματογράφηση περίπου 60.000.000 στρεμμάτων σε 29 νομούς της χώρας, χωρίς να υπάρχουν δασικοί χάρτες και χωρίς να έχουν προκηρύξει μελέτες για τη σύνταξή τους. Επίσης αξίζει, για την κατανόηση της κατάστασης , να παρατεθούν τα παρακάτω στοιχεία:
Των Ελένης Μπέλλου και Φώτη Τάκου
Παρόλο που η περίοδος της Μεταπολίτευσης σηματοδοτεί και θεμελιώνει την πολυπόθητη μετάβαση στη δημοκρατία, μετά από επτά χρόνια που η Ελλάδα μπήκε στο «γύψο» των συνταγματαρχών, αποτελεί παράλληλα και την ιστορική περίοδο που έχει λοιδορηθεί ίσως όσο καμία άλλη από ιδρύσεως του ελληνικού κράτους, ως συνώνυμη της διαφθοράς και της αυτοκαταστροφικής πορείας της Ελλάδας.
Όμως, το φαινόμενο της διαπλοκής του πολιτικού και οικονομικού βίου, δεν είναι φαινόμενο των τελευταίων σαράντα δύο μόνο χρόνων, αλλά δομική παθογένεια της σύστασης και λειτουργίας του ελληνικού κράτους. Αυτό που ίσως διαφοροποιείται κατά την Μεταπολίτευση και μπορεί να καταλογιστεί στα επιτεύγματα της μέσα από τη σωρεία λαθών της, είναι η μεγαλύτερη πρόσβαση στο τι σκανδαλώδες συμβαίνει, πίσω από τις κλειστές πόρτες των οβάλ γραφείων.
Το tvxs.gr παρουσίαζει μερικά μόλις από τα μεγάλα «αμαρτήματα» τα οποία αποδείχτηκαν θανάσιμα για το κύρος της δημοκρατίας της μεταπολιτευτικής Ελλάδας.
Πριν το μεγάλο φαγοπότι
Τα σκάνδαλα στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης θα μπορούσαμε να πούμε ότι ακολούθησαν όλους τους γαστριμαργικούς κανόνες . Κατ’ αυτόν τον τρόπο τα πρώτα μικροσκάνδαλα ή σκάνδαλα στα οποία δεν δόθηκε η δέουσα σημασία λειτούργησαν ως ορεκτικό για την μετέπειτα υφαρπαγή ή κατασπατάληση δημοσίου χρήματος, που ήταν το κυρίως πιάτο.
Έτσι την περίοδο 1981-1985 είχαμε την εμφάνιση των πρώτων μεταπολιτευτικών σκανδάλων. Συγκεκριμένα το πρώτο σκάνδαλο ήταν αυτό της κρατικής εταιρείας ΠΡΟΜΕΤ όπου εισήγαγε λαθραία καφέ ,υπερτιμολογώντας στα 2000 δολάρια τον τόνο τη στιγμή που η επίσημη τιμή εισαγωγής ήταν 1500 δολάρια. Επίσης η ίδια εταιρεία αγόρασε από φιλανδική εταιρεία εξαγωγών ξυλείας ποσότητες καυσόξυλων έναντι του εξωφρενικού τότε ποσού των 250 εκατομμυρίων δραχμών , η οποίες κρίθηκαν ακατάλληλες από τους Έλληνες ξυλουργούς και τελικά, βρέθηκαν να σαπίζουν στο λιμάνι της Ελευσίνας.
Επόμενο σκάνδαλο ήταν αυτό των Αγροτικών Εξαγωγών (ΑΓΡΕΞ), μια σειρά από κομπίνες και υπεξαιρέσεις στον εν λόγω οργανισμό . Στο γαϊτανάκι τον πρώτων σκανδάλων ενεπλάκη και η ΠΥΡΚΑΛ με την αγορά του άχρηστου ναυπηγείου πλαστικών σκαφών στο Λαύριο έναντι του ποσού των 370 εκατομμυρίων δραχμών καθώς και ότι την ίδια περίοδο πωλούσε οβίδες στον ιρακινό στρατό στην τιμή των 112 δολαρίων την οβίδα ενώ στον ελληνικό στρατό 201 δολάρια την οβίδα. Επόμενος σταθμός ήταν το σκάνδαλο εις βάρος της ΕΤΒΑ και δύο θυγατρικών ναυτιλιακών εταιρειών της (ύψους 1,5 δισεκατομμυρίων δραχμών) με την αγορά πλοίων από δύο άγνωστες κυπριακές εταιρείες φαντάσματα, οι οποίες εμφανίζονταν χωρίς κεφάλαια και χωρίς μετόχους.
Χαρακτηριστική περίπτωση σκανδάλου ήταν η περίπτωση του τότε διοικητή της ΔΕΗ , Δημήτρη Μαυράκη, ο οποίος κατηγορήθηκε ότι πήρε προμήθεια από ανάθεση έργου της ΔΕΗ ύψους 500 εκατομμυρίων δραχμών. Ιστορική θα μείνει η «επίπληξη» του τότε πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου , ο οποίος είπε: « Είπαμε να κάνουμε δώρα στους εαυτούς , αλλά όχι και 500 εκατομμύρια». Ο Μαυράκης θα βρεθεί και πάλι στην επικαιρότητα με τη συμφωνία για αγορά ηλεκτρικής ενέργειας από την Αλβανία, προκαλώντας ζημιά 120 εκατομμυρίων δρχ. στη ΔΕΗ. Ωστόσο και για τις δύο υποθέσεις υπήρξε απαλλακτικό βούλευμα .
Ο πρώτος διδάξας των παρακολουθήσεων
Η χρονική περίοδος 1981-1989 σημαδεύτηκε και από μία σειρά σκανδάλων συγκεκριμένου χαρακτήρα, αυτού των τηλεφωνικών υποκλοπών πολιτικών προσώπων. Πολιτικοί, πρώην στρατιωτικοί, υπάλληλοι της ΚΥΠ και του ΟΤΕ ενεπλάκησαν σε αρκετές υποθέσεις παρακολουθήσεων πολώνοντας αρκετά το κλίμα της εποχής. Η αρχή έγινε με το σκάνδαλο Τόμπρα το οποίο ήρθε στο φως της δημοσιότητας στα μέσα της δεκαετίας του '80.
Ο Θεοφάνης Τόμπρας υπήρξε λοχαγός Διαβιβάσεων και προσωπικός φίλος του Ανδρέα Παπανδρέου, ενώ το όνομά του είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τις τηλεφωνικές παρακολουθήσεις πολιτικών προσώπων και αρχηγών κομμάτων την περίοδο 1981-1989 . Το 1981 τοποθετήθηκε υποδιοικητής του ΟΤΕ, ενώ τον Φεβρουάριο του 1984 έγινε διοικητής. Το 1987, ο τίτλος του άλλαξε και έγινε γενικός διευθυντής. Υπήρξε στενός φίλος του επιχειρηματία Σωκράτη Κόκκαλη καθώς και των δημοσιογράφων Νίκου Κακαουνάκη και Μάκη Κουρή. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να υπάρχουν πολλές «διευκολύνσεις» προς τα συγκεκριμένα πρόσωπα. Συγκεκριμένα στην εφημερίδα της εποχής το «Καλάμι»(εκδότης Ν.Κακαουνάκης) είχαν δημοσιευτεί αρκετές φορές κασέτες που περιείχαν ιδιωτικές συνομιλίες ηγετών της ΝΔ, με αποτέλεσμα το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας να καταγγείλλει τον Τόμπρα ως πηγή αυτών των κασετών. Επίσης την περίοδο της διοίκησής του στον ΟΤΕ παραχωρήθηκε έναντι μικρού ποσού ο πύργος του Οργανισμού στη Θεσσαλονίκη στον Γιώργο Κουρή για τη χρήση του ράδιο Θεσσαλονίκη , στο οποίο συμμετείχε τότε ο εκδότης.
Επί της ουσίας ο Θ. Τόμπρας υπήρξε το μάτι και κυρίως το αυτί του Α. Παπανδρέου μέσω της μαζικής παρακολούθησης τηλεφώνων, δημιουργώντας μία ομάδα τεχνικών με βαθύτατη γνώση των υποκλοπών, μεταξύ των οποίων ξεχώριζε ο Χρήστος Μαυρίκης, το όνομα του οποίου εμπλέκεται σε μετέπειτα σκάνδαλα. Μετά την πτώση της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, το καλοκαίρι του 1989, ο Τόμπρας κατηγορήθηκε για τις καταθέσεις του ΟΤΕ στην Τράπεζα Κρήτης (μέρος του σκανδάλου Κοσκωτά) καθώς και για παράνομες τηλεφωνικές υποκλοπές πολιτικών αντιπάλων του ΠΑΣΟΚ. Μάλιστα ο ίδιος ο Τόμπρας άφηνε να εννοηθεί ότι είναι πιθανόν να διαρρεύσει αρκετές συνομιλίες τόσο στον Τύπο όσο και σε κασέτες που θα πωλούνταν στην Ομόνοια. Για την πρώτη υπόθεση αθωώθηκε, ενώ η δεύτερη δεν έφτασε ποτέ στη Δικαιοσύνη επειδή η Βουλή ανέστειλε τη δίωξη μετά την αθώωση του Ανδρέα Παπανδρέου για την υπόθεση Κοσκωτά και την αλλαγή του πολιτικού κλίματος τον Ιανουάριο του 1992.
Λίγο πριν αποχωρήσει από την διοίκηση του ΟΤΕ, ο Τόμπρας υπέγραψε μία μεγάλη σύμβαση με την εταιρεία Siemens για την ψηφιοποίηση των τηλεφώνων, μία σύμβαση από την οποία δεν μπορούσε εύκολα να απαλλαγεί η μετέπειτα οικουμενική κυβέρνηση και μέρος της οποίας δόθηκε στην εταιρεία Intracom του Σωκράτη Κόκκαλη. Η συμφωνία αυτή, με απευθείας ανάθεση, αφορούσε 470.000 ψηφιακές παροχές αξίας 32,5 δισεκατομμυρίων δραχμών. Από εκείνη τη στιγμή ξεκινούσε και ο σφιχτός επιχειρηματικός εναγκαλισμός της Siemens, της Intracom και του ΟΤΕ.
Ο Κοσκωτάς και το βρώμικο '89
Το σκάνδαλο Κοσκωτά αποτέλεσε την κορωνίδα των σκανδάλων των δεκαετιών του '80 και του '90. Ήταν ένα οικονομικό και πολιτικό σκάνδαλο στο οποίο ενεπλάκησαν εξέχοντα κυβερνητικά στελέχη και ο πρωθυπουργός της χώρας και έφερε στην επιφάνεια τις πολιτικές συγκρούσεις για τον έλεγχο του τραπεζικού συστήματος και των ΜΜΕ. Η χρονική του περίοδος καλύπτει αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις , δημιουργία οικουμενικής κυβέρνησης για πρώτη φορά στην Ελλαδά και μία σημαντική δολοφονία πολιτικού προσώπου, αυτή του Παύλου Μπακογιάννη.
Ο Γιώργος Κοσκωτάς μετανάστευσε στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1970 και επέστρεψε στην Ελλάδα το 1979, όπου εργάστηκε ως διευθυντής συναλλάγματος στην τράπεζα Κρήτης. Το 1984 αγόρασε το 56% του μετοχικού κεφαλαίου της Τράπεζας Κρήτης (αργότερα έφτασε να κατέχει το 82%), έναντι του ποσού του 1 δισεκατομμυρίου δραχμών. Την ίδια περίοδο αγοράζει αρκετές εφημερίδες όπως η Βραδυνή , η Εβδόμη και η Καθημερινή, δημιουργώντας έναν εκδοτικό κολοσσό, ενώ προσπάθησε να αγοράσει και την Ελευθεροτυπία. Το 1987 αγοράζει και την ΠΑΕ Ολυμπιακός. Στο πρόσωπο του Κοσκωτά, ο Α. Παπανδρέου έβλεπε ακριβώς εκείνον τον επιχειρηματία, μέσω του οποίου θα μπορούσε να ελέγξει καλύτερα το τραπεζικό σύστημα της χώρας αλλά και να πιέσει καλύτερα τα ισχυρά εκδοτικά «τζάκια» της εποχής.
Η τότε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ δεν άργησε να ενισχύσει τις σχέσεις της με τον ραγδαία ανερχόμενο επιχειρηματία. Οι καταθέσεις στην Τράπεζα Κρήτης αυξήθηκαν κατακόρυφα με χρήματα των ΔΕΚΟ (συνολικού ύψους 13 δισεκατομμυρίων το 1988), ενώ πολλοί ανώτατοι αξιωματούχοι του ελληνικού δημοσίου ήταν και επίσημοι συνεργάτες του. Στο μεταξύ οι ευνοϊκές ρυθμίσεις που εξασφάλιζε για τους πελάτες του, διόγκωσαν τις καταθέσεις στην Τράπεζα Κρήτης στα 76,5 δισεκατομμύρια δραχμές. Οι εκδότες των υπόλοιπων μεγάλων ελληνικών εφημερίδων νιώθωντας τεράστια απειλή από τον Γιώργο Κοσκωτά, ξεσηκώθηκαν εναντίον του και άρχισαν να καταγγέλουν ότι τα χρήματα που αφειδώς ξόδευε ήταν προϊόν ύποπτων συναλλαγών.
Τον Οκτώβριο του 1987 άρχισαν να έρχονται στο φως αποκαλύψεις για το παρελθόν του Κοσκωτά όπως πλαστογραφίες, φορολογικά αδικήματα, παράνομη εξαγωγή συναλλάγματος, κ.α. Παρά τις καταγγελίες, η κυβέρνηση αρνείτο να κινήσει διαδικασίες για φορολογικό έλεγχο. Τον Ιούλιο του 1988 διατάχθηκε, με εισαγγελική παρέμβαση, τοποθέτηση προσωρινού επιτρόπου και άρση τραπεζικού απορρήτου στην τράπεζα Κρήτης, προκειμένου να διεξαχθεί η έρευνα. Όμως ένα μήνα αργότερα, ο τότε υπουργός Δικαιοσύνης, Μένιος Κουτσόγιωργας έφερε τροπολογία στη Βουλή, η οποία άφηνε προνομιακά περιθώρια στον υπό εξέταση επιχειρηματία Γιώργο Κοσκωτά. Επρόκειτο για τον αποκαλούμενο «Κουτσονόμο» (Νόμος 1806/1988), για τον οποίο όπως τεκμηριωμένα αποκαλύφθηκε αργότερα, το αντάλλαγμα ήταν η κατάθεση 2 εκατομμυρίων δολαρίων στο όνομα του Μένιου Κουτσόγιωργα σε ελβετική τράπεζα. Παρόλαυτά, το δικαστικό πόρισμα αποκάλυψε ότι ο Κοσκωτάς είχε προχωρήσει σε υπεξαίρεση κεφαλαίων από την τράπεζα Κρήτης ύψους 33,5 δισεκατομμυρίων δραχμών. Ο επιχειρηματίας διέφυγε στο εξωτερικό και συνελήφθη αργότερα από τις αμερικανικές αρχές.
Τον Ιούλιο του 1989 η Βουλή αποφάσισε τη σύσταση ειδικής προανακριτικής επιτροπής προκειμένου να διαπιστωθεί η ενοχή ή μη των Ανδρέα Παπανδρέου, Μένιου Κουτσόγιωργα, Δημήτρη Τσοβόλα, Γιώργου Πέτσου και Παναγιώτη Ρουμελιώτη, ενώ τον Σεπτέμβριου του ιδίου έτους η βουλή αποφάσισε μετά από μυστική ψηφοφορία την παραπομπή και των 5 πολιτικών προσώπων στο Ειδικό Δικαστήριο με κατηγορίες για παθητική δωροδοκία, αποδοχή προϊόντων εγκλήματος, παράβαση του νόμου περί ευθύνης υπουργών, απιστία περί την υπηρεσία. Η δίκη ξεκίνησε τον Μάρτιο του 1991 στην οποία δεν παρέστη ο Ανδρέας Παπανδρέου, ενώ ο Παναγιωτής Ρουμελιώτης δεν δικάστηκε λόγω μη άρσης της ασυλίας του από την Ευρωβουλή. Τον Απρίλιο του 1991 και κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, απεβίωσε ο Μένιος Κουτσόγιωργας ύστερα από βαρύ εγκεφαλικό επεισόδιο. Τον Ιανουάριο του 1992 εξεδόθη η απόφαση σύμφωνα με την οποία ο Ανδρέας Παπανδρέου αθωώθηκε με ψήφους 7 προς 6. Ο Δ.Τσοβόλας κρίθηκε ένοχος με ποινή φυλάκισης δυόμισι ετών αλλά εξαγοράσιμη και τριετή στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων, ενώ ο Γ. Πέτσος κρίθηκε ένοχος με ποινή φυλάκισης 10 μηνών με αναστολή και τριετή στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων.
Το καλαμπόκι που πήρε ελληνική ιθαγένεια
Το καλοκαίρι του 1989 και ενώ η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ έχανε την εξουσία εξαιτίας της κορύφωσης της υπόθεσης Κοσκωτά, παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στη Βουλή το σκάνδαλο της ελληνοποίησης γιουγκοσλαβικού καλαμποκιού. Η υπόθεση αυτή μαζί με την υπόθεση Κοσκωτά και τις υποκλοπές Τόμπρα αποτέλεσε την τριάδα σκανδάλων που άφησαν εποχή την περίοδο 1981-1989.
Το επονομαζόμενο «σκάνδαλο του καλαμποκιού» αφορούσε την λαθραία εισαγωγή εκατοντάδων τόνων γιουγκοσλαβικού καλαμποκιού από την ελληνική κρατική εταιρεία ITCO και τη μετέπειτα πώλησή του σε χώρες της Ευρωπαϊκής κοινότητας ως ελληνικό . Στόχος της κομπίνας των στελεχών του υπουργείου Οικονομικών ήταν να εμφανιστεί η Ελλάδα με μεγαλύτερη παραγωγή, ώστε να εισπράξει περισσότερες κοινοτικές επιδοτήσεις. Αποτέλεσμα αυτού ήταν η Κομισιόν να παραπέμψει την Ελλάδα στο Ευρωπαϊκό δικαστήριο αιτούμενη επιστροφές ύψους 400 εκατομμυρίων δραχμών. Αξίζει να αναφερθεί πως τα κέρδη ξεπερνούσαν το 1,5 εκατ. δολάρια , ενώ στα επίσημα παραστατικά το ποσό δεν ξεπερνούσε τις 1 εκατ. δραχμές.
Κύριος κατηγορούμενος υπήρξε ο τότε υφυπουργός Οικονομικών, Νικόλαος Αθανασόπουλος, ο οποίος δικάστηκε το 1990 (ηθική αυτουργία σε έκδοση ψευδών βεβαιώσεων, χρήση πλαστού εγγράφου, απλή συνέργεια σε νόθευση βιβλίων απόπλου-κατάπλου λιμεναρχείου Καβάλας) και καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης τριών ετών και έξι μηνών. Στις φυλακές Κορυδαλλού παρέμεινε επί 19 μήνες και αποφυλακίστηκε ενώ η Βουλή τον Ιανουάριο του 1994 προχώρησε σε άρση της καταδίκης. Επίσης ο Ν. Αθανασόπουλος ήταν το μοναδικό στέλεχος του ΠΑΣΟΚ της περιόδου 1981-89 που οδηγήθηκε στη φυλακή . Άξιο αναφοράς είναι και το γεγονός ότι το 1990 , παρόλο που βρισκόταν υπό κράτηση στις φυλακές Κορυδαλλού εξελέγη στην Κεντρική Επιτροπή του ΠΑΣΟΚ και στις εκλογές του 1993 εξελέγη πανηγυρικά βουλευτής της Β' Αθηνών.
Το δεύτερο κρόυσμα υποκλοπών
Η υπόθεση Μαυρίκη αποτέλεσε το δεύτερο κατά χρονολογική σειρά σκάνδαλο με αντικείμενο τηλεφωνικές συνομιλίες δημοσίων προσώπων που κυριαρχούσαν μετά το 1989 και συνέβαλαν στην έντονη πολιτική αστάθεια και την πόλωση εκείνης της περιόδου. Μετά την απόφαση της Βουλής για αναστολή της δίωξης του Α. Παπανδρέου τον Μάιο του 1992 ,όλα έδειχναν ότι το πολιτικό κλίμα της πόλωσης οδηγείτο σιγά σιγά σε εξομάλυνση. Όμως τον Απρίλιο του 1993 ο υπάλληλος του ΟΤΕ, Χρήστος Μαυρίκης, καταγγέλλει ότι διενεργούσε υποκλοπές κατ' εντολή του στρατηγού Ν. Γρυλλάκη, στενού συνεργάτη του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη.
Ο Μαυρίκης , και ενώ έχει προηγηθεί η δημοσίευση στον Τύπο, εμφανίζεται με πλήθος κασετών τηλεφωνικών υποκλοπών πολιτικών προσώπων κυρίως του ΠΑΣΟΚ -ανάμεσά τους και ο Ανδρέας Παπανδρέου.Ο ίδιος ο υπάλληλος του ΟΤΕ, σε τηλεοπτικές εμφανίσεις δήλωνε ότι το περιεχόμενο των συνομιλιών τον διασκέδαζε , εκβιάζοντας έτσι εμμέσως αρκετά πρόσωπα, τα οποία γνώριζαν πλέον ότι παρακολουθούνταν.
Τον Μάιο του 1993 συγκροτήθηκε επιτροπή για τη διερεύνηση των καταγγελιών του Χρήστου Μαυρίκη σε βάρος του πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Μητσοτάκη για τις τηλεφωνικές υποκλοπές. Στο στόχαστρο μπαίνουν αυτή τη φορά ο τότε πρωθυπουργός και η κόρη του, Ντόρα Μπακογιάννη. Τον Ιούλιο του 1993, δώδεκα βουλευτές του ΠΑΣΟΚ, των οποίων οι συνομιλίες παρακολουθούνταν, υποβάλλουν μηνυτήρια αναφορά και το πόρισμα των ανακριτών δημοσιεύεται τον Δεκέμβριο του 1993, ενώ η Ν.Δ. έχει ήδη απολέσει την εξουσία. Τον Ιανουάριο του 1994 οι Κωνσταντίνος Μητσοτάκης και Ντόρα Μπακογιάννη παραπέμπονται σε προανακριτική επιτροπή. Μετά το πόρισμα της προανακριτικής ακολούθησαν οι παραπομπές στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο.
Στις 16 Ιουνίου 1994, η Βουλή παρέπεμψε ως «υποκλοπέα» μόνο τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, χωρίς τους πιθανούς συνενόχους του για πέντε αδικήματα με 164 υπέρ, 6 κατά και 5 «παρών», αλλά με απόντες τους βουλευτές της Ν.Δ. Τον Νοέμβριο του 1994, το δικαστήριο παραπέμπει τα μη πολιτικά πρόσωπα και στις 16 Ιανουαρίου 1995, ο Α. Παπανδρέου ζητεί από τη Βουλή την αναστολή των ποινικών διώξεων. Ο τότε πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας Μ. Εβερτ ζητά να προχωρήσουν οι διαδικασίες για να μη δοθεί η εντύπωση του συμψηφισμού. Τα αποτελέσματα της μυστικής ψηφοφορίας οδηγούν στην αναστολή των διώξεων του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη και των συνεργατών του.
Οι αγορές του αιώνα
Διακρατικές ισορροπίες, πολιτικές σκοπιμότητες και ανεξέλεγκτη ροή μαύρου χρήματος κρύβεται πίσω από τα εξοπλιστικά προγράμματα της περιόδου της Μεταπολίτευσης, για την υλοποίηση των οποίων καλλιεργήθηκε στο πέρας όλων αυτών των χρόνων η υστερία μιας ασύμμετρης απειλής που νομιμοποιούσε την κατασπατάληση των κρατικών πόρων. Είναι χαρακτηριστικό σύμφωνα με στοιχεία του ΝΑΤΟ, ότι η Ελλάδα διαθέτει -σε αναλογία με τον πληθυσμό της- τις μεγαλύτερες ένοπλες δυνάμεις της Ευρώπης, ενώ καμία άλλη χώρα στην Ευρώπη δεν επενδύει τόσα πολλά χρήματα στην αγορά όπλων.
Η «αγορά του αιώνα», όπως χαρακτηρίστηκε το 1985 η συμφωνία για προμήθεια 40 γαλλικών αεροσκαφών Mirage 2000 και 40 αμερικάνικων F-16, ήταν μόνο η αρχή για το μεγάλο φαγοπότι. Το κόστος της προμήθειας των νέων αεροσκαφών που παραδόθηκαν με μεγάλη καθυστέρηση και τεχνικά προβλήματα υπολογίζεται γύρω στα 2,5 δις δολάρια, ωστόσο το ακριβές ποσό παραμένει αδιευκρίνιστο μέχρι και σήμερα. Για να καταλάβει κανείς την υπερκοστολόγηση της αγοράς, αξίζει να σημειωθεί ότι την ίδια περίοδο η Τουρκία είχε συμφωνήσει για την αγορά 160 αεροσκαφών F-16 έναντι του ποσόυ των 4,2 δις δολαρίων. Σημαντική παράπλευρη απώλεια ήταν η μη επίτευξη ικανοποιητικής συμφωνίας που θα δημιουργούσε μια εύρωστη μονάδα συμπαραγωγής μεταξύ των προμηθευτριών χωρών και της Ελληνικής Αεροπορικής Βιομηχανίας, που τελικά οδήγησε και στον παραγωγικό μαρασμό της.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα των πρακτικών που ακολουθήθηκαν τα χρόνια που ακολούθησαν ήταν η υπευθυνότητα με την οποία καταρτίστηκε το εξοπλιστικό πρόγραμμα, όταν το 1996 -χρονιά που εκδηλώθηκε και η κρίση στα Ίμια - υπουργός Εθνικής Άμυνας ανέλαβε ο Άκης Τσοζατζόπουλος, ο οποίος καταδικάστηκε το 2013 ως υπεύθυνος για μίζες αστρονομικών ποσών και κατέληξε στον Κορυδαλλό. Την επομένη της ανάληψης των καθηκόντων του, ο άλλοτε ισχυρός άνδρας του ΠΑΣΟΚ κάλεσε στο γραφείο του τα στελέχη του υπουργείου, ζητώντας τους να καταρτίσουν εξοπλιστικό πρόγραμμα της τάξεως των 4,3 τρισ. δρχ. εντός 15 ημερών. Όταν εκείνοι έκπληκτοι του είπαν ότι για κάτι τέτοιο θα χρειάζονταν μελέτη τουλάχιστον 3 ετών, ο τότε υπουργός τους απάντησε ότι όποιος δεν μπορεί να έχει το πρόγραμμα μέσα σε 15 μέρες, μπορεί να πάει σπίτι του! Για να υλοποιηθεί το πρόγραμμα ανάθεσης ιδρύθηκε ένα ειδικό γραφείο εξοπλισμών και προμηθειών, τη διεύθυνση του οποίου ανέλαβε ο γνωστός και μη εξαιρετέος πια, Ι. Σμπώκος, που καταδικάστηκε μαζί με τον Α. Τσοχατζόπουλο.
Η καταδίκη του τελευταίου έχει ανοίξει τον ασκό του Αιόλου, καταδεικνύοντας τη ροή μαύρου χρήματος σε εγχωρία και όχι μόνο πολιτικά πρόσωπα, υψηλόβαθμους κρατικούς αξιωματούχους, χρηματισμό αξιωματούχων του στρατού αλλά και μεγαλοστελεχών των προμηθευτριών και των ανταγωνιστικών εταιρειών, που πρωταγωνίστησαν στις κάτω από το τραπέζι συμφωνίες για προμήθεια εξοπλισμών ύψους μαμούθ, που έγιναν την περίοδο 1999-2002. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των 4 γερμανικών υποβρύχιων τύπου S214 της γερμανικών συμφερόντων εταιρείας HDW, που συμφωνηθηκε να αγοραστούν το 2001 υπό το πρίσμα της αυξημένης έντασης στις σχέσεις Ελλάδας - Τουρκίας, με περίπου 55 εκατ. ευρώ να φέρονται να «ακολούθησαν» ύποπτες διαδρομές για να επιλεχθεί η συγκεκριμένη εταιρία η οποία κατείχε και τα ναυπηγεία Σκαραμαγκά, αν και Ισπανία και Σουηδία είχαν πιο ανταγωνιστικές προσφορές.
Όταν η κατασκευάστρια εταιρία, παρέδωσε το πρώτο υποβρύχιο, εκείνο διαπιστώθηκε ότι ..έγερνε με αποτέλεσμα η ελληνική κυβέρνηση να μη δεχτεί να το παραλάβει, ενώ σε έλεγχο του ΣΔΟΕ την ίδια εποχή διαπιστώθηκαν πλαστά τιμολόγια, που σε συνδυασμό με τις ρήτρες για τις καθυστερήσεις παράδοση των υποβρυχίων καθώς και τις κατασκευαστικές αστοχίες, κατέστησαν την HDW χρεωμένη στο δημόσιο με περίπου 1 δις ευρώ. Με νόμο του 2010 όμως, στον οποίο εμπλέκεται ο αντιπρόδρος της τωρινής κυβέρνησης Ευάαγγελος Βενιζέλος τα χρέη της γερμανικής εταιρείας διαράφτηκαν και σαν να μην έφτανε αυτό, με την πρόφαση της διάσωσης των εργαζομένων των ναυπηγείων, αγοράστηκαν δύο ακόμα νέα υποβρύχια 500 εκ., για τα οποία δόθηκε ως προκαταβολή ολόκληρο το ποσό.
Όταν η φούσκα του χρηματιστηρίου έσκασε
Το 1999 αποτελεί σταθμό χρονιά στην ιστορία της Μεταπολίτευσης, καθώς συντελέστηκε η μεγαλύτερη αναδιανομή πλούτου, με τη συναίνεση μάλιστα αυτών που τον έχασαν. Όπως σήμερα ξεφυτρώνουν παντού ενεχυροδανειστήρια, έτσι στα τέλη της δεκαετίας του'90, ακόμη και στα πιο μικρά χωριά θα έβρισκε κανείς ΕΛΔΕ, όπου θα μπορούσε να αγοράσει και να πουλήσει μετοχές. Το 1996 άλλωστε, στην προεκλογική του εκστρατεία το ΠΑΣΟΚ προπαγάνδιζε την εντυπωσιακή άνοδο του γενικού δείκτη τιμών, προτρέποντας τους Έλληνες να επενδύσουν τις οικονομίες τους στην χρηματιστηριακή αγορά. Το χρηματιστήριο μετατράπηκε σε καζίνο, και όπως συμβαίνει συχνά στον τζόγο, κάποια παιχνίδια είναι στημένα και το κραχ αναπόφευκτο.
Όταν οι μετοχές φούσκες έσκασαν, οι λογαριασμοί με τους κόπους μιας ζωής των μικρομεσαίων επενδυτών ξεφούσκωσαν απότομα. Καπνός μαζί με τα χρήματα των μικροεπενδυτών έγιναν και τα αποθεματικά ασφαλιστικών ταμείων που θυσιάστηκαν στο βωμό του χρηματιστηρίου. Για την υπόθεση εκδόθηκε βούλευμα 836 σελίδων με το οποίο παραπέμφηκαν 42 χρηματιστές, επενδυτές, επιχειρηματίες και μεγαλοστελέχη επιχειρήσεων στη Δικαιοσύνη, κατηγορούμενοι σε βαθμό κακουργήματος. Πιο συγκεκριμένα, στο βούλευμα γινόταν λόγος για τεχνητή αύξηση της αξίας των επίμαχων μετοχών, διαπιστώνονταν σοβαρότατες αδυναμίες στην οργάνωση των χρηματιστηριακών εταιρειών, αλλά κυρίως και στο ζήτημα του εσωτερικού τους ελέγχου, ενώ στοιχειοθετούνταν και ψευδείς ανακοινώσεις χρηματιστηριακών συναλλαγών με τιμές διαφορετικές από τις ανακοινωθείσες στο επενδυτικό κοινό, με αποτέλεσμα να δημιουργείται παραπλανητική εικόνα για την πορεία των μετοχών, την τιμή και την εμπορευσιμότητά τους.
Το 2013 το οικονομικό σκάνδαλο μετατράπηκε σε δικαστικό, καθώς η Δικαιοσύνη έκρινε ότι δεν στοιχειοθετείται απάτη και απήλλαξε τους 42 κατηγορούμενους. Πρόσφατα ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Χαρ. Βουρλιώτης άσκησε αναίρεση κατά της αθωωτικής απόφασης, κρίνοντας εσφαλμένο το σκεπτικό της. Αν το ποινικό τμήμα του Αρείου Πάγου υιοθετήσει την πρόταση του Χ. Βουρλιώτη, η απαλλακτική απόφαση θα ανατραπεί και οι εμπλεκόμενοι θα οδηγηθούν όλοι σε νέα δίκη. Αν πάλι απορριφθεί, η υπόθεση θα θα μπει οριστικά και αμετάκλητα στο χρονοντούλαπο της μεταπολιτευτικής ιστορίας.
Τα σαράντα κύματα του Κτηματολογίου
Αν το δημοτικό τραγούδι του γεφυριού της Άρτας είχε σύγχρονη αντιπαραβολή σίγουρα αυτή θα ήταν η υπόθεση του εθνικού κτηματολογίου. Το 1996 ο τότε υπουργός ΠΕΧΩΔΕ Κώστας Λαλιώτης κήρυσσε την έναρξη κατάρτισης εθνικού κτηματολογίου δηλώνοντας πως αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα έργα του κράτους, αφού σύμφωνα πάντα με δηλώσεις του, τα μόνα ευρωπαϊκά κράτη που δεν είχαν κτηματολόγιο ήταν η Ελλάδα και η Αλβανία. Σήμερα, ύστερα από δεκαοχτώ χρόνια, η Αλβανία έχει αποκτήσει εθνικό κτηματολόγιο ενώ η Ελλάδα όχι. Σκοπός της δημιουργίας κτηματολογίου ήταν να καθοριστεί και να οριοθετηθεί η δασική έκταση, η δημόσια και η ιδιωτική περιουσία, ούτως ώστε να γνωρίζει το κράτος ποια και σε τι έκταση βρίσκεται η δημόσια περιουσία.
Για την επίτευξη του σκοπού αυτού δημιουργήθηκε η κρατική εταιρεία Κτηματολόγιο Α.Ε και το έργο χρηματοδοτήθηκε επί το πλείστον από την Ε.Ε. Η Κτηματολόγιο Α.Ε ανέθεσε τα επί μέρους έργα στις κατά τόπους τοπογραφικές και μηχανογραφικές υπηρεσίες. Ωστόσο, με την έναρξη της σύνταξης του κτηματολογίου, παρατηρήθηκε το φαινόμενο αρκετοί δασάρχες (κυρίως στην περιοχή της Αττικής) να αποχαρακτηρίζουν αρκετές δασικές εκτάσεις με βάση παλαιότερες χαρτογραφήσεις.
Το 2001 η Κομισιόν μέσω της Γενικής Διεύθυνσης Περιφερειακής Πολιτικής, θέτει θέμα ακύρωσης του προγράμματος χρηματοδότησης του εθνικού κτηματολογίου. Στην επιστολή που κοινοποίησε στα αρμόδια υπουργεία αναφέρει ότι υπάρχει σημαντική απόκλιση ανάμεσα στις αναμενόμενες και στις υλοποιούμενες εργασίες στο πρόγραμμα του Εθνικού Κτηματολογίου, ότι δεν υπάρχει κανένας ορατός χρονικός ορίζοντας για την ολοκλήρωσή του και τέλος ότι ο προϋπολογισμός του έχει εντελώς εκτροχιαστεί από τις αρχικές προβλέψεις. Η επιστολή επισήμαινε ότι σύμφωνα με τα στοιχεία είχε υλοποιηθεί μόλις το 21% του προγραμματισμένου έργου, ενώ έχει απορροφηθεί το 83% των συνολικών πόρων χρηματοδότησης του έργου.
Ο τότε αρμόδιος επίτροπος Μισέλ Μπαρνιέ επισήμανε πως για την επίτευξη του έργου είχε δοθεί κοινοτική ενίσχυση (μέσω του Β’ ΚΠΣ) ύψους 36 δις δρχ. και ενώ ο αρχικός στόχος ήταν, έως το τέλος του 2001 να ολοκληρωθεί η κτηματογράφηση 28.200 τ.χλμ., το οποίο απείχε κατά πολύ από τα στοιχεία του ΥΠΕΧΩΔΕ. Η όλη κατάσταση είχε ως αποτέλεσμα την επέμβαση της Δικαιοσύνης με τον εισαγγελέα Γ. Γεράκη να ασκεί διώξεις και να απαγγέλλονται κατηγορίες για κακούργημα της απιστίας περί την υπηρεσία στα μέλη του Δ.Σ της Κτηματολόγιο Α.Ε, το οποίο ζημίωσε το ελληνικό δημόσιο κατά 50 εκατομμύρια δραχμές. Ο πολιτικός προϊστάμενος της εταιρείας , Κώστας Λαλιώτης έκανε λόγο για υποκινούμενες διώξεις από πλευράς Νέας Δημοκρατίας . Το 2003 ο Λαλιώτης απομακρύνεται από το υπουργείο και αναλαμβάνει η Β.Παπανδρέου σε μια προσπάθεια να αντιστρέψει το κλίμα που είχε δημιουργηθεί στους κόλπους της ΕΕ.
Έκτοτε και άλλοι υπουργοί ανέλαβαν, ήρθαν και άλλες κυβερνήσεις αλλά το έργο κατάρτισης εθνικού κτηματολογίου περνώντας από σαράντα κύματα δεν έχει ολοκληρωθεί. Χαρακτηριστικό της κατάστασης που επικρατεί σήμερα είναι ότι το ΥΠΕΚΑ και η Κτηματολόγιο Α.Ε σε μια προσπάθεια να μην υποστούν κυρώσεις από την τρόικα ,προκειμένου να δείξουν έργο, προχωρούν για πρώτη φορά στην ιστορία του έργου στην κτηματογράφηση περίπου 60.000.000 στρεμμάτων σε 29 νομούς της χώρας, χωρίς να υπάρχουν δασικοί χάρτες και χωρίς να έχουν προκηρύξει μελέτες για τη σύνταξή τους. Επίσης αξίζει, για την κατανόηση της κατάστασης , να παρατεθούν τα παρακάτω στοιχεία:
18% των δικαιωμάτων της χώρας έχουν κτηματογραφηθεί σχεδόν είκοσι χρόνια μετά την έναρξη του κτηματολογίου 40% των δικαιωμάτων της χώρας βρίσκονται σε διαδικασία κτηματογράφησης από το 2008 χωρίς ακόμα να έχουν ολοκληρωθεί 65% της έκτασης της χώρας θα πρέπει να κτηματογραφηθεί μέσα στα επόμενα έξι χρόνια 384 εκατομμύρια ευρώ έχουν διατεθεί από το 1995 για τη σύνταξη του κτηματολογίου 800 εκατομμύρια ευρώ θα απαιτηθούν για την προκήρυξη και υλοποίηση των υπόλοιπων προγραμμάτων για το σύνολο των δικαιωμάτων της χώρας
Η εκκαθάριση της ΕΤΒΑ Finance
Τον Ιανουάριο του 2002 ξέσπασε το σκάνδαλο της ΕΤΒΑ Finance , στο οποίο συμμετείχαν ανώτερα στελέχη της εταιρείας και προχωρούσαν στην παράνομη τοποθέτηση κεφαλαίων της ΕΤΒΑ Finance , προκαλώντας ζημίες τόσο στην τράπεζα όσο και στο ελληνικό δημόσιο. Η υπόθεση αυτή έγινε γνωστή σε ένα κρίσιμο χρονικό σημείο καθώς τις επικείμενες ημέρες αναμενόταν να ολοκληρωθεί η μεταβίβαση των μετοχών της μητρικής τράπεζας στην τράπεζα Πειραιώς .
Η ΕΤΒΑ Finance είχε αναλάβει τις εκκαθαρίσεις των εταιρειών που ανήκαν στον Οργανισμό Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων (ΟΑΕ) .Τα χρηματικά ποσά που εισέπραττε η τράπεζα από τις εκκαθαρίσεις αντί να επενδύονταν σε ρέπος ή ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου (σύμφωνα με τη νομοθεσία) μέσω της Eurobank, κατατίθονταν σε τραπεζικό λογαριασμό φυσικού προσώπου και μετέπειτα επενδύονταν παρανόμως στο Χρηματιστήριο, από την ΕΛΔΕ Europrofit . Συγκεκριμένα η διαδικασία είχε ως εξής : Εκδίδονταν επιταγές των προς κατάθεση ποσών σε όνομα φυσικού προσώπου που εμφανιζόταν ως υπάλληλος της Εurobank, με σκοπό την κατάθεση της επιταγής στην τράπεζα. Μετά την κατάθεση, λάμβανε αποδεικτικό το οποίο παρέδιδε στην ΕΤΒΑ Finance. Όπως όμως αποκαλύφθηκε από την έρευνα, το πιστοποιητικό αυτό ήταν πλαστό. Στην πραγματικότητα, τα διαθέσιμα κατετίθεντο σε λογαριασμό τρίτου προσώπου που διατηρούσε κωδικό σε χρηματιστηριακή εταιρεία. Τα χρήματα αυτά δεν κατετίθεντο ,όπως θα έπρεπε, στο όνομα της ΕΤΒΑ Finance.
Η υπεξαίρεση των χρημάτων αφορούσε την περίοδο του Σεπτεμβρίου του 1996 έως τον Ιανουάριο του 2002 και υπολογίζεται στο ποσό των 10 δις δραχμών. Το 2008 με τελεσίδικη απόφαση της Δικαιοσύνης καταδικάστηκαν σε ισόβια κάθειρξη ο Σπ. Στεφανάτος, πρώην γενικός διευθυντής και διευθύνων της ΕΤΒΑ Finance, η Γ. Σμπαρούνη, πρώην υποδιευθύντρια και επικεφαλής των οικονομικών υπηρεσιών, καθώς και ο Δημ. Φραγκοδημητρόπουλος, πρώην υπεύθυνος του λογιστηρίου. Επίσης ο ιδιώτης Δημ. Καμπανέλλης καταδικάστηκε σε κάθειρξη 10 ετών ενώ ένας εκ των βασικών κατηγορουμένων της υπόθεσης , ιδρυτής της ΕΛΔΕ Europrofit , Γεώργιος Δημητριάδης είναι μέχρι σήμερα φυγόδικος .
Ένας Πάχτας, δυο σκάνδαλα
Το εν λόγω σκάνδαλο που αφορά σε δύο διαφορετικές υποθέσεις, πήρε την ονομασία του από τον τότε υφυπουργό Εθνικής Οικονομίας, Χρήστο Πάχτα. Η πρώτη υπόθεση αφορούσε το σκάνδαλο αγοράς και μεταπώλησης των μεταλλείων Κασσάνδρας και η δεύτερη υπόθεση αφορούσε την εισαγωγή τροπολογίας στο πλαίσιο αναπτυξιακού νόμου, με την οποίο η εταιρεία στην οποία ανήκει το Πόρτο Καρράς θα μπορούσε να οικοδομήσει σε δασική έκταση στη Σιθωνία Χαλκιδικής.
Στις 12 Δεκεμβρίου 2003 το Ελληνικό Δημόσιο αγόρασε τα μεταλλεία Κασσάνδρας από την εταιρία TVX Hellas (θυγατρική της πολυεθνικής Kinross) έναντι 11 εκατ.ευρώ. Την ίδια ημέρα το Ελληνικό Δημόσιο μεταπώλησε στην ίδια τιμή (11 εκατ.ευρώ) τα Μεταλλεία Κασσάνδρας μαζί με 70 άλλα περιουσιακά στοιχεία στην εταιρία Ελληνικός Χρυσός, θυγατρική της Ελληνική Τεχνοδομική Α.Ε(ιδιοκτήτες Γ.Μπόμπολας και Δ. Κούτρας).
Η πώληση έγινε απευθείας, χωρίς δημόσιο διαγωνισμό, όπως ορίζει το Ευρωπαϊκό Δίκαιο. Έξι μήνες αργότερα η αξία των στοιχείων ενεργητικού των Μεταλλείων εκτιμούνταν σε 408 εκατ.ευρώ. Η συμφωνία μεταβίβασης περιείχε και άλλες ελαφρυντικές συνθήκες, όπως: απαλλαγή από την καταβολή φόρου μεταβίβασης και μειωμένες δαπάνες για δικηγόρους και συμβολαιογράφους για την εταιρεία Ελληνικός Χρυσός . Για την υπόθεση αυτή το 2009 η Ευρωπαϊκή Ένωση οδήγησε το υπουργείο Οικονομίας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, καθώς η συναλλαγή αυτή θεωρήθηκε παράνομη κρατική ενίσχυση. Σήμερα η European Goldfields κατέχει το 95% των μετοχών της Ελληνικός Χρυσός.
Στις 23 Ιανουαρίου ο Πάχτας οδηγήθηκε σε παραίτηση από το αξίωμα του υφυπουργού ύστερα από υπόδειξη του τότε πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη . Συγκεκριμένα ο Χ. Πάχτας προσπάθησε να εισάγει τροπολογία εντός ενός αναπτυξιακού νομοσχεδίου , η οποία θα έδινε τη δυνατότητα στην εταιρεία «Τεχνική Ολυμπιακή» να κατασκευάσει τουριστικές κατοικίες εντός 17.000 στρεμμάτων δάσους. Το πρόβλημα, ήταν ότι το υπουργείο Γεωργίας αρνήθηκε να περιλάβει σχετική ρύθμιση στο δασικό νομοσχέδιο, με αποτέλεσμα να υπάρξουν αντιδράσεις εντός του κυβερνητικού σχηματισμού με την τροπολογία Πάχτα και συγκεκριμένα από την τότε υπουργό ΠΕΧΩΔΕ Βάσω Παπανδρέου και τον υπουργό Οικονομικών Νίκο Χριστουδουλάκη . Ως κατάληξη είχαμε την αποπομπή του Χ. Πάχτα από το κυβερνητικό του αξίωμα και από μέλος του κόμματος του ΠΑΣΟΚ.
Ο κουμπάρος... τον κουμπάρο
Τον Σεπτέμβριο του 2005 στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης , ο τότε πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής εκφωνεί έναν πύρινο λόγο για μηδενική ανοχή στη διαφθορά και την πάταξη της διαπλοκής στη χώρα μας . Ακριβώς 24 ώρες αργότερα έρχεται στην επιφάνεια το σκάνδαλο της ΜΕΒΓΑΛ ή όπως έμεινε στην ιστορία ως το «σκάνδαλο των γαλάζιων κουμπάρων».
Σύμφωνα με την υπόθεση ο γενικός διευθυντής της Επιτροπής Ανταγωνισμού Παναγιώτης Αδαμόπουλος, ο έμπορος σιτηρών από το Κιλκίς Κώστας Κωνσταντινίδης και ο εκτελωνιστής από τη Θεσσαλονίκη Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος προσπάθησαν να εκβιάσουν τον πρόεδρο της γαλακτοβιομηχανίας ΜΕΒΓΑΛ, Πέτρο Παπαδάκη , ζητώντας 2,4 εκατομμύρια ευρώ, για να αποφύγει η γαλακτοβιομηχανία το πρόστιμο ύψους 24,5 εκατομμυρίων ευρώ που επρόκειτο να της επιβληθεί από την Επιτροπή Ανταγωνισμού . Ο Π. Αναγνωστόπουλος , γνωστός και ως «Πανάγος» στους κύκλους των Θεσσαλονικέων, ανέλαβε τον ρόλο του μεσολαβητή με την ΜΕΒΓΑΛ και κανόνισε τη συνάντηση μεταξύ του Παπαδάκη και του Κωνσταντινίδη σε κεντρικό ξενοδοχείο της Αθήνας , όπου ο πρόεδρος της ΜΕΒΓΑΛ, θα τους παρέδιδε αρχικά το ποσό των 200.000 ευρώ. Ο Παπαδάκης , ο οποίος στην κατάθεσή του είχε αναφέρει ως εγκέφαλο της συμμορίας τον Π. Αδαμόπουλο , είχε αναφέρει τον εκβιασμό στην αστυνομία και είχε προσημειώσει τα χαρτονομίσματα. Έτσι η σύλληψη Κωνσταντινίδη έγινε επ’αυτοφώρω .
Οι τρεις εμπλεκόμενοι στην υπόθεση πέραν της κομματικής σχέσης που είχαν με την Νέα Δημοκρατία, αφού ήταν χρόνια μέλη της , είχαν και στενές σχέσεις μεταξύ τους. Ο Κωνσταντινίδης με τον Αδαμόπουλο γνωρίζονται από πολύ παλιά και μάλιστα ο Κωνσταντινίδης πάντρεψε τον κ. Αδαμόπουλο και αυτός από την πλευρά του, τού βάφτισε το παιδί (εξ ου και σκάνδαλο των κουμπάρων). Ο Κωνσταντινίδης επίσης είχε κουμπάρο και τον τότε υπουργό Απασχόλησης Σάββα Τσιτουρίδη ,ο οποίος τον είχε παντρέψει σε τελετή στην οποία παραβρέθηκε πλήθος στελεχών της ΝΔ στη Βόρεια Ελλάδα. Ο Τσιτουρίδης παραδέχθηκε ότι τον γνώριζε στο Κιλκίς και είχε δηλώσει: «Τον γνώριζα πριν από αρκετά χρόνια, έχοντας μια φιλία με τον αδελφό του, που σκοτώθηκε μετά από λίγα χρόνια, τον πάντρεψα. Από εκεί και πέρα την οικονομική και κοινωνική του πορεία την παρακολουθούσα μάλλον από απόσταση. Δεν νομίζω οι κουμπαριές να ποινικοποιούνται και δεν είμαι σε θέση να παρακολουθώ την οικονομική και κοινωνική πορεία του καθενός με τους οποίους είχα σχέση στο παρελθόν».
Αρκετά στελέχη της ΝΔ, αξιολογώντας την υπόθεση ΜΕΒΓΑΛ, θεώρησαν ότι υπήρξε αφορμή για εσωκομματικό ξεκαθάρισμα λογαριασμών. Ο λόγος ήταν η πρόθεση του Σάββα Τσιτουρίδη να μετακινηθεί από τον νομό Κιλκίς στην Α' Θεσσαλονίκης και ενόχλησε αρκετούς στο κόμμα της Νέας Δημοκρατίας, που δεν ήθελαν τον υπουργό Απασχόλησης να εξελιχθεί σε «θεσσαλονικάρχη» και να του δώσει δύναμη εν όψει και της «μετακαραμανλικής» εποχής.
Τον Απρίλιο του 2009 οι τρεις κατηγορούμενοι κρίθηκαν ένοχοι για απόπειρα εκβίασης κατ' επάγγελμα σε βάρος της ΜΕΒΓΑΛ και καταδικάστηκαν από το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων σε συνολική ποινή πεντέμισι ετών ο καθένας. Ωστόσο η ποινή είχε ανασταλτικό χαρακτήρα και αφέθηκαν ελεύθεροι ύστερα από καταβολή του ποσού των μόλις 10.000 ευρώ έκαστος.
Δικαιοσύνη εναντίον Δικαιοσύνης
Στο εδώλιο του κατηγορορουμένου κάθισαν τουλάχιστον 90 δικαστές και δεκάδες δικηγόροι, καθώς και ο πρώην βουλευτής Πέτρος Μαντούβαλος, ο ιερωμένος Ιάκωβος Γιοσάκης αλλά και πολυάριθμα άλλα πρόσωπα, που το 2005 το όνομα τους συνδέθηκε με το κύκλωμα πληρωμένης δικαιοσύνης που που στην ιστορία των σκανδάλων καταγράφτηκε ως παραδικαστικό κύκλωμα.
Με την ανάκριση να διαπιστώνει ύποπτες συναλλαγές μεταξύ των υπηρετών του νόμου, από την υπόθεση του Χρηματιστηρίου έως την υπόθεση των οικοπέδων της Αιξωνής στη Γλυφάδα, τρείς δικαστές, οι Κ. Μπουρμπούλια, Ε. Καλούσης και Λ. Στάθης πέρασαν την πύλη των φυλακών, σηματοδοτώντας μια έστω και επι μέρους κάθαρση της Δικαιοσύνης. Στο μεταξύ, με βάση επίσημα στοιχεία του υπουργείου Δικαιοσύνης, 13 δικαστές αποπέμφθηκαν από το σώμα, 49 διώχθηκαν πειθαρχικά και 33 ποινικά, αν και η πλειοψηφία των κατηγορουμένων του παραδικαστικού απαλλάχθηκε με βουλεύματα ή αθωώθηκε σε πρώτο βαθμό. Στα μαλακά έπεσε και ο Ιάκωβος Γιοσάκης, ο οποίος πρωτόδικα είχε καταδικαστεί σε κάθειρξη εννέα ετών, που τελικά μετετράπη σε ποινή 14 μηνών με αναστολή για το πλημμεληματικό βαθμό αδίκημα της ηθικής αυτουργίας σε παράβαση καθήκοντος.
Ανάμειξη στην υπόθεση είχε και ο τότε βουλευτής της ΝΔ, Πέτρος Μαντούβαλος, ο οποίος φέρεται να είχε καταθέσει το ποσό των 7 εκατ. δρχ. σε λογαριασμό του τότε ανακριτή της υπόθεσης Μπολέτση, Ε. Καλούση. Η Βουλή αποφάσισε την άρση της ασυλία του Πέτρου Μαντούβαλου, ο οποίος παρατήθηκε από το αξίωμα του και αθωώθηκε τελικά, αν και το ίδιο δικαστήριο καταδίκασε, σε πολυετείς καθείρξεις τον δικαστή Ε. Καλούση και τον επιχειρηματία Ε. Μπολέτση.
Απαγωγές αλα Τζέιμς Μπόντ
Σκηνές κατασκοπευτικής ταινίας θυμίζουν τα όσα φέρονται να διαδραματίστηκαν το καλοκαίρι του 2005 σε Αθήνα και Ιωάννινα. Ήταν λίγο μόνο μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις στο μετρό στο Λονδίνο στις 7 Ιουλίου, όταν, όπως ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Δ. Λινός και ο προϊστάμενος της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών, Δ. Παπαγγελόπουλος είχαν επιβεβαιώσει, Πακιστανοί μετανάστες που ζούσαν στην Ελλάδα απήχθησαν και ανακρίθηκαν μαζικά από όργανα των ελληνικών κρατικών υπηρεσιών σε συνεργασία με ξένες μυστικές υπηρεσίες.
Η αποκάλυψη του σκανδάλου εξέθεσε τον τότε υπουργό Δημόσιας Τάξης, Γ. Βουλγαράκη, ο οποίος είχε κάνει λόγο για «δήθεν απαγωγές» και είχε δηλώσει πως πρόκειται για «ευφάνταστα σενάρια στυλ "Τζέιμς Μποντ" και σενάρια με καουμπόηδες, κουκούλες και καραγκιοζιλίκια». Τέσσερις μήνες μετά τις παραπάνω δηλώσεις, το πόρισμα των εισαγγελέων για την υπόθεση ήρθε να επιβεβαιώσει τις καταγγελίες και να αφήσει έκθετο τον υπουργό ενώ ασκήθηκε ποινική δίωξη κατ' αγνώστων, για αρπαγή κατά συναυτουργία και κατά συρροή, σε βαθμό κακουργήματος. Σύμφωνα με το πόρισμα της έρευνας του εισαγγελέα πρωτοδικών Νίκου Δεγαΐτη, εμπλεκόμενα στην υπόθεση ήταν επιτελικά στελέχη της ΕΥΠ αλλα και ο πράκτορας Νίκολας Τζον Αντριου Λάγκμαν, ο οποίος λέγεται ότι ήταν προϊστάμενος του βρετανικού κλιμακίου της μυστικής υπηρεσίας M16 στην Αθήνα και δεν κλήθηκε να καταθέσει καθώς είχε διπλωματική ασυλία. Στο πόρισμα γινόταν λόγος και για το ενδεχόμενο «οι καταγγελίες και οι μηνύσεις για απαγωγές Πακιστανών να οφείλονται σε ενδοπακιστανική έριδα μεταξύ πακιστανικών κοινοτήτων που τα μέλη τους διαμένουν στην Ελλάδα», ωστόσο υπογραμμιζόταν ότι οι απαγωγές φαίνεται να έγιναν.
Παρά τα προηγούμενα πορίσματα, το 2010 το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών απήλαξε από τις κατηγορίες τους κατηγορούμενους για τις απαγωγές, Σεραφείμ Τσιτσιμπή, πρώην υποδιοικητής της ΕΥΠ και τον υπάλληλο της υπηρεσίας, Χρόνη Μπακόπουλο.
Εκατό υποκλοπές και μια αυτοκτονία
Όταν στις 2 Φεβρουαρίου του 2006, ο τότε υπουργός Δημόσιας Τάξης Γιώργος Βουλγαράκης, σχεδίαζε σε έναν λευκό πίνακα πώς λειτουργούσε το σύστημα που υπέκλεπτε την περίοδο 2004-2005 τηλεφωνικές συνομιλίες τουλάχιστον 100 δημοσίων πολιτικών και όχι μόνο προσώπων- ένας εκ των οποίων και ο ίδιος ο πρωθυπουργός, Κώστας Καραμανλής- όσοι παρακολούθησαν τη συνέντευξη Τύπου δυσκολεύτηκαν όχι μόνο να καταλάβουν το πως τα 16 καρτοκινητά «τηλέφωνα-σκιές» κατέγραφαν τις συνομιλίες, αλλά και να πιστέψουν ότι η ασφάλεια των προσωπικών δεδομένων ακόμα και της ηγεσίας της χώρας ήταν τόσο διάτρητη.
Οι υποκλοπές αποκαλύφθηκαν στις 4 Μαρτίου 2005, έπειτα από έλεγχο ρουτίνας, που διεξήγαγε η εταιρία Vodafone στο λογισμικό της. Την επομένη και χωρίς να ενημερωθεί η Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ), με πρωτοβουλία της εταιρείας το ξένο λογισμικό αποσυνδέεται. Τέσσερεις μόλις μέρες μετά ο προϊστάμενος σχεδιασμού δικτύων της Vodafone και κορυφαίο στέλεχος της εταιρείας, Κώστας Τσαλικίδης, βρίσκεται απαγχονισμένος μέσα στο σπίτι του, χωρίς να αφήσει σημείωμα που να εξηγεί την αυτοκτονία του. Η οικογένεια του θεωρεί ύποπτο τον ξαφνικό του θάνατο, καθώς και το γεγονός ότι δεν διενεργείται αυτοψία στο χώρο του συμβάντος και η ιατροδικαστική έκθεση είναι ελλιπής.
Μία μέρα μετά, στις 10 Μαρτίου του 2005, ο Διευθύνων Σύμβουλος της Vodafone, Γιώργος Κορωνιάς ενημερώνει τον πρωθυπουργό για τις υποκλοπές. Ο Eισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Δημήτρης Λινός δίνει έγγραφη παραγγελία για κατεπείγουσα και απόρρητη προκαταρκτική εξέταση στον προϊστάμενο της εισαγγελίας πρωτοδικών, Δημήτρη Παπαγγελόπουλο, η οποία μετά από 11 μήνες καταλήγει σε άσκηση ποινικής δίωξης κατά αγνώστων και ερευνάται η περίπτωση κατασκοπείας, ενώ η υπόθεση αποκαλύπτεται επίσημα στην γνωστή συνέντευξη Τύπου, όπου Ρουσόπουλος, Βουλγαράκης και Παπαληγούρας συγχαίρουν τον Κορωνιά για την απόφαση του να σβήσει το λογισμικό, που στην πραγματικότητα εμπόδισε να εντοπιστούν οι υποκλοπείς.
Μετά από δικαστική έρευνα δύο ετών που δεν απέδωσε αποτελέσματα, η υπόθεση μπήκε στο αρχείο τον Αύγουστο του 2008. Δύο χρόνια μετά, το 2010 η υπόθεση ξανάνοιξε με την εμφάνιση νέων στοιχείων που υποδείκνυαν υπόθεση κατασκοπείας με ανάμιξη της αμερικανικής πρεσβείας, χωρίς να οδηγήσει και πάλι πουθενά. Η αυτοκτονία Τσαλικίδη εξακολουθεί να παραμένει άλυτο μυστήριο.
Παραλίγο αυτόχειρας
Το βράδυ της 20ης Δεκεμβρίου του 2007 τάραξε αρκετά τα νερά της πολιτικής ζωής αφού έφερε στο φως ,με τον πιο εμφατικό τρόπο, ένα «ροζ» σκάνδαλο με το οποίο εκβιάστηκε μία ολόκληρη κυβέρνηση. Εκείνο το βράδυ, ο μέχρι πρότινος Γενικός Γραμματέας του υπουργείου Πολιτισμού , Χρήστος Ζαχόπουλος προέβη σε απόπειρα αυτοκτονίας πέφτοντας στο κενό από το μπαλκόνι του σπιτιού του στην οδό Καρνεάδου στο Κολωνάκι. Μεταφέρθηκε αμέσως στον Ευαγγελισμό και από εκείνη τη στιγμή άρχισε το ντόμινο των αποκαλύψεων.
Ο Χ. Ζαχόπουλος είχε συνάψει ερωτικό δεσμό με την Εύη Τσέκου, συμβασιούχο υπάλληλο του υπ. Πολιτισμού υποσχόμενος από τη θέση εξουσίας που κατείχε ότι θα την μονιμοποιούσε μέσω «στημένου» διαγωνισμού . Η υπόσχεση δεν τηρήθηκε και η Τσέκου σε προσπάθεια εκβιασμού , μαγνητοσκόπησε τις ερωτικές συνευρέσεις με τον Χ.Ζαχόπουλο. Στο συγκεκριμένο βίντεο ο πρώην Γενικός Γραμματέας αποκάλυπτε αρκετά στοιχεία προσωπικής φύσεως και για άλλα πολιτικά πρόσωπα και κυρίως για τον τότε πρωθυπουργό, ενώ η Τσέκου (στην μετέπειτα κατάθεσή της) έκανε λόγο και για οικονομικές ατασθαλίες στο υπ. Πολιτισμού από τον Ζαχόπουλο.
Η ίδια μαζί με τον δικηγόρο της Χρίστο Νικολουτσόπουλο έδειξαν το βίντεο στον υπεύθυνο ειδήσεων του τηλεοπτικού καναλιού MEGA, Βίκτωρα Βλαχογιάννη και έπειτα στον εκδότη της εφημερίδας Πρώτο Θέμα, Θέμο Αναστασιάδη. Ο τελευταίος, σύμφωνα με την Τσέκου, υπέκλεψε το βίντεο χωρίς την άδειά της . Στις 17 Δεκεμβρίου 2007 ο Θέμος Αναστασιάδης έχοντας στην κατοχή του το επίμαχο βίντεο συναντάται με τον τότε διευθυντή του γραφείου Τύπου του πρωθυπουργού Γιάννη Ανδριανό και του παρουσιάζει την κατάσταση, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο δημοσιοποίησής του . Δύο ημέρες μετά ο Ζαχόπουλος οδηγείται σε παραίτηση και την αμέσως επόμενη κάνει την απόπειρα αυτοκτονίας. Τον Ιανουάριο του 2008 συλλαμβάνονται και προφυλακίζονται η Εύη Τσέκου και ο Χρίστος Νικολουτσόπουλος με την κατηγορία του εκβιασμού ενώ κατηγορούνται και οι δημοσιογράφοι Θέμος Αναστασιάδης και Γιάννης Μακρυγιάννης για παραβίαση του νόμου περί προσωπικών δεδομένων.
Τον Δεκέμβριο του 2008 ο Θ.Αναστασιάδης συλλαμβάνεται στα σύνορα Γαλλίας-Ελβετίας έχοντας στην κατοχή του 5,5 εκατομμύρια ευρώ , ποσό που ακόμη και σήμερα δεν έχει δικαιολογήσει τον τρόπο απόκτησής του και εκδίδεται στην Ελλάδα όπου δεν ασκείται καμία δίωξη . Τον Ιούνιο του 2010 Τσέκου , Νικολουτσόπουλος , Αναστασιάδης και Μακρυγιάννης , παραπέμπονται σε δίκη ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων ενώ τον Απρίλιο του 2013 αθωώνονται και οι τέσσερις κατηγορούμενοι παρά την καταδικαστική πρόταση του εισαγγελέα της Έδρας.
Αυθαίρετη αυθαιρεσία
Το ζήτημα των αυθαίρετων υπήρξε σε όλη σχεδόν την περίοδο της Μεταπολίτευσης ψηφοθηρικό εργαλείο στα χέρια των πολιτικών κομμάτων, που ιδιαίτερα από τη δεκαετία του '80 και ύστερα πρόταξαν τη νομιμοποίηση και όχι την πάταξη της παρανομίας, μέσω της καταβολής προστίμων. Με την πολιτική διαχείρηση του ζητήματος της αυθαίρετης δόμησης να μπορεί να χαρακτηριστεί διαχρονικά στην μεταπολιτευτική Ελλάδα ως σκανδαλώδης, δεν είναι λίγες οι φορές που το παράδειγμα στους παρανομούντες έδωσαν πολιτικά πρόσωπα.
Δύο από τις πιο τρανταχτές υποθέσεις που είδαν το φως της δημοσιότητας ήταν αυτή του «αναψυκτηρίου» του Βασίλη Μαγγίνα, αλλά και του αυθαίρετου του Γιώργου Σουφλιά στην Ανάβυσσο. Στην πρώτη περίπτωση, το 2007, ο τότε υπουργός Απασχόλησης έχοντας βγάλει άδεια αναψυκτηρίου έκτισε επτά παράνομα κτίσματα σε έκταση στα Χατζήρια Κορωπίου, για τα οποία η Πολεοδομία Μαρκόπουλου του επέβαλε πρόστιμο-μαμούθ της τάξης των 600 χιλιάδων ευρώ, αλλά με πολλά «παράθυρα». Ο Βασίλης Μαγγίνας απασχόλησε επίσης τον Τύπο για τον περίεργο διορισμό της κόρης του στον ΟΤΕ αλλά και για το γεγονός ότι παρότι υπουργός Απασχόλησης, απασχολούσε ανασφάλιστους Ινδούς οικιακούς βοηθούς στο «αναψυκτηρίο».
Έναν χρόνο αργότερα, χωρίς αναθεωρημένη οικοδομική άδεια έχτιζε εξοχική κατοικία στην περιοχή Θυμάρι Αναβύσσου ο υπουργός ΠΕΧΩΔΕ Γ. Σουφλιάς. Ο Σουφλιάς είχε αγοράσει το 1999 με τη μορφή κάθετης ιδιοκτησίας δύο μερίδια σε ακίνητο που βρίσκεται στην εκτός σχεδίου περιοχή της Αναβύσσου, καθώς και το δικαίωμα να χτίσει δύο κατοικίες συνολικού εμβαδού 122 τετραγωνικών. Η αρχική οικοδομική άδεια είχε εκδοθεί το 1989. Την άνοιξη του 2005, λίγο πριν λήξει η οικοδομική άδεια ο μηχανικός υπέβαλε αίτηση για αναθεώρηση στην πολεοδομία Μαρκοπούλου. Η αρμόδια αρχιτεκτονική επιτροπή αρχικά απέρριψε τον φάκελο, αργότερα όμως τον ενέκρινε και στη συνέχεια η άδεια προωθήθηκε για να εγκριθεί για τα υπόλοιπα τμήματά της. Χωρίς όμως να ολοκληρωθεί η αναθεώρηση το χτίσιμο συνεχιζόταν. Η πλευρά του υπουργού επέρριψε την ευθύνη στον μηχανικό.
Τα δομημένα ομόλογα που αποδόμησαν τα ταμεία
Ευθύνες σε πρώην υπουργούς της ΝΔ, γενικούς γραμματείς, διοικήσεις ταμείων, χρηματιστές αλλά και την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και την Τράπεζα της Ελλάδος, καταλόγισε το πόρισμα της εξεταστικής επιτροπής της Βουλής για την υπόθεση των δομημένων ομολόγων, ενώ η δικαστική διερεύνηση της υπόθεσης είναι ακόμη εν εξελίξει. Επρόκειτο για την υπόθεση κατά την οποία μέρος των αποθεματικών ορισμένων ελληνικών ταμείων επικουρικών συντάξεων επενδύθηκε με ζημιογόνο αποτέλεσμα σε σύνθετα επενδυτικά προϊόντα.
Πιο συγκεκριμένα τα εληνικά ασφαλιστικά ταμεία αγόρασαν 8 δομημένα ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου συνολικής αξίας 1,8 δισεκατομμυρίων ευρώ, με τη μεγαλύτερη βαρύτητα να έχει ένα μόνο από αυτά, αξίας 280 εκατομμυρίων ευρώ. Στις 22 Φεβρουαρίου 2007 το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους εξέδωσε ομόλογο 12ετούς διάρκειας αξίας 280 εκατομμυρίων ευρώ με ανάδοχο την αμερικανική JP Morgan. Από αυτή πέρασε στο αμοιβαίο κεφάλαιο NPI, στη γερμανική Hypovereinsbank, η οποία το μεταπούλησε στη χρηματιστηριακή εταιρεία Ακρόπολις ΑΧΕΠΕΥ, από την οποία τελικά πωλήθηκε σε 4 ασφαλιστικά ταμεία, το Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Δημοσίων Υπαλλήλων (ΤΕΑΔΥ), το Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Υπαλλήλων Φαρμακευτικών Εργασιών (ΤΕΑΥΦΕ), το Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Προσωπικού Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης (ΤΕΑΠΟΚΑ) και το Ταμείο Συντάξεων Εφημεριδοπωλών και Υπαλλήλων Πρακτορείων (ΤΣΕΥΠ). Στις 31 Αυγούστου 2007 η JP Morgan αγόρασε ξανά το ομόλογο από τα τέσσερα ασφαλιστικά ταμεία, ενώ από τον κρατικό προϋπολογισμό καταβλήθηκε στα τέσσερα ταμεία έκτακτη οικονομική ενίσχυση 3.067.762,48 ευρώ.
Στο μεταξύ, στις 3 Μαρτίου 2010 συνελήφθησαν και προφυλακίστηκαν οι τρεις μέτοχοι της Ακρόπολις, Γιώργος Αποστολίδης, Σοφοκλής Πρινιωτάκης και Θοδωρής Πρινιωτάκης, στους οποίους επεβλήθη πρόστιμο 5,5 δισεκατομμυρίων ευρώ με αφορμή εικονικές συναλλαγές κατά την πώληση 20 ομολόγων σταθερού επιτοκίου συνολικής αξίας 180 εκατομμυρίων ευρώ προς το ΤΕΑΔΥ στο διάστημα 2005-2006. Αναφέρεται ενδεικτικά ότι για την πώληση των 20 ομολόγων εκτελέστηκαν περισσότερες από 300 συναλλαγές, αυξάνοντας το συνολικό τζίρο από τα 180 εκατομμύρια στα 2,5 δισεκατομμύρια.
Σύμφωνα με το πόρισμα της εξεταστικής επιτροπής οι βαρύτερες ευθύνες καταλογίζονται στους τότε γενικούς γραμματείς των υπουργείων Οικονομικών Γ. Κουρή και Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων Μαμμωνά, αλλά και τους προϊσταμένους τους, τον υφυπουργό Οικονομικών Π. Δούκα, και τον τότε υπουργό Εργασίας Σ. Τσιτουρίδη οι οποίοι είχαν βάλει τις υπογραφές τους σε συγκεκριμένες αποφάσεις. Πολιτικές ευθύνες καταλογίζονται στον τότε υπουργό Οικονομίας Γ. Αλογοσκούφη και τον υπουργό Αμύνης Ευ. Μεϊμαράκη. Παράλληλα, στο πόρισμα των βουλευτών καταλογίζονται ευθύνες στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και τον πρώην πρόεδρο της Αλ. Πιλάβιο, αλλά και στην διοίκηση της Τράπεζας της Ελλάδος, με ιδιαίτερη αναφορά στον τότε υποδιοικητή που είχε και την ευθύνη παρακολούθησης των τοποθετήσεων των ασφαλιστικών ταμείων και των τίτλων του δημοσίου.
Siemens ή Μίζενς;
Το σκάνδαλο Siemens θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και σκάνδαλο-Λερναία Ύδρα, καθώς όπως για κάθε κομμένο κεφάλι του μυθικού τέρατος φύτρωναν δύο, έτσι και για κάθε περίπτωση δωροδοκίας της εταιρείας, υπάρχουν άλλες τόσες πτυχές στα μετόπισθεν. Το σκάνδαλο αφορά στον χρηματισμό Ελλήνων πολιτικών και στελεχών δημόσιων οργανισμών από την γερμανική εταιρεία, ώστε να υπογράφονται συμβάσεις προμήθειας υλικών, υπηρεσιών και συστημάτων στο Ελληνικό Δημόσιο. Η υπόθεση -που στα αλήθεια ξεκινάει μεταπολεμικά και όχι το 1996- αποκαλύφθηκε όταν έγινε γνωστό στη Γερμανία ότι η Siemens χρημάτιζε πολιτικούς σε διάφορες χώρες για να εξασφαλίσει συμβόλαια, και εκτιμάται ότι το ποσό ύψους 100 εκατομμυρίων μάρκων από τα κρυφά ταμεία της Siemens είχε δοθεί σε μίζες σε Έλληνες, μέσω υπεράκτιων (offshore) εταιρειών.
Ενδεικτικά, κάποιες από τις μεγάλου βεληνεκούς συμβάσεις μεταξύ Siemens Ελλάς και ελληνικού Δημοσίου ήταν η ψηφιοποίηση των τηλεφωνικών κέντρων του ΟΤΕ μαζί με την Intracom, το σύστημα C4I για την ασφάλεια των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, το τρίτο τμήμα του Προαστιακού μαζί με τις Τέρνα και Άκτωρ, η προμήθεια ντιζελάμαξων και τροχαίου υλικού σε ΟΣΕ και ΗΣΑΠ, το πρόγραμμα τηλεπικοινωνιών "Ερμής" του Ελληνικού Στρατού μαζί με την Ελληνική Αεροπορική Βιομηχανία, καθώς και η προμήθεια τεχνολογικού εξοπλισμού των δημόσιων νοσοκομείων.
Ρόλο κλειδί στη ροή χρήματος από τα μαύρα ταμεία της Siemens προς τους Έλληνεςπαραλήπτες, φέρεται να είχε ο τότε διευθύνων σύμβουλος της Siemens Ελλάδος, Μιχάλης Χριστοφοράκος, καθώς και ο πρώην διευθυντής τηλεπικοινωνιών της Siemens Ελλάδος, Πρόδρομος Μαυρίδης. Ο Χριστοφοράκος διέφυγε στην Γερμανία στις 15 Δεκεμβρίου 2007 και δικάστηκε από την γερμανική Δικαιοσύνη, ενώ παρότι εκδόθηκαν τρία ευρωπαϊκά εντάλματα σύλληψης, δεν παραδόθηκε στην Ελλάδα από τις γερμανικές αρχές παρά τη σύμφωνη γνώμη του Εφετείου του Μονάχου μετά από απόφαση του Γερμανικό Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο που έκρινε τα αιτήματα της έκδοσης αντισυνταγματικά. Η απόφαση φαίνεται να ευνόησε τόσο το γερμανικό σκέλος της εταιρίας, όσο και όσους φοβούνταν στην Ελλάδα αυτά που πιθανόν μπορεί να αποκαλύψει. Ο Χριστοφοράκος εξετάστηκε από αντιπροσωπεία του Ελληνικού Κοινοβουλίου - μέλη της εξεταστικής επιτροπής για την υπόθεση τον Οκτωβρίο του 2010 στο Μόναχο, στους οποίους δήλωσε ότι δε δωροδόκησε κόμματα και πολιτικούς. Η γερμανική Δικαιοσύνη αποφάσισε τελικά την αθώωση του για την κατηγορία της δωροδοκίας πολιτικών κομμάτων, με την επιβολή προστίμου 350.000 και ολιγόμηνη ποινή φυλάκισης με εξαγοράσιμη αναστολή για το πλημμέλημα της παράπλευρης βοήθειας σε απιστία κατά της εταιρείας Siemens.
Τον χρηματισμό τους από την γερμανική εταιρεία παραδέχτηκαν, ωστόσο δημοσίως, δύο πολιτικά πρόσωπα. Τον Ιούνιο του 2008 ο Θεόδωρος Τσουκάτος παραδέχτηκε ότι το 1999 έλαβε ένα εκατομμύριο μάρκα, τα οποία υποστήριξε ότι σταδιακά διοχετεύτηκαν στα ταμεία του ΠΑΣΟΚ. Δύο χρόνια μετά, το 2010, ο Τάσος Μαντέλης παραδέχθηκε, κατά την κατάθεσή του στην Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής για την υπόθεση Siemens, είσπραξη προεκλογικής χορηγίας από την Siemens ύψους 200.000 μάρκα το 1998. Παράλληλα παραδέχτηκε ότι τον Φεβρουάριο του 2000 κατατέθηκαν 250.000 μάρκα στον ίδιο λογαριασμό, τα οποία όμως δεν γνωρίζει από ποιον προήλθαν.
Πολιτικά ονόματα που συνδέθηκαν με το σκάνδαλο Siemens ήταν επίσης ο τότε υπουργός Μεταφορών, Μιχάλης Λιάπης, για τον οποίο η εταιρεία είχε κάνει κράτηση για τις 16 Ιουνίου 2005, στο ξενοδοχείο Westin, της Λειψίας. Η Siemens αντιμετώπιζε ως εταιρικό της ταξίδι τη διοργάνωση της επίσκεψης, που εκπόνησε η θυγατρική της από την Αθήνα, σε Λειψία, Ζάλτσμπουργκ και Φρανκφούρτη, από τις 16 μέχρι τις 20 Ιουνίου 2005, με οργανωτή το υψηλόβαθμο στέλεχος της εταιρείας, Μιχάλη Χριστοφοράκο. Το όνομα του Κυριάκου Μητσοτάκη ενεπλάκη επίσης, καθώς στην κατοχή του βρέθηκαν ύποπτα τιμολόγια άνω των 100 χιλιάδων ευρώ, που αφορούσαν στην προμήθεια ηλεκτρονικού εξοπλισμού κατα την προεκλογική περίοδο του 2007 και τα οποία εξοφλήθηκαν λίγες μέρες μετά τις πρώτες αποκαλύψεις για τις μίζες της εταιρείας.
Η Εξεταστικη Επιτροπή που διερεύνησε το θέμα για έντεκα περίπου μήνες ζήτησε την περαιτέρω διερεύνηση των κ.κ. Μιχάλη Λιάπη, Χρίστου Μαρκογιαννάκη, Γιώργου Αλογοσκούφη, Γιώργου Βουλγαράκη, Γιάννη Παπαθανασίου, Προκόπη Παυλόπουλου και Βύρωνος Πολύδωρα από πλευράς της ΝΔ και των Ακη Τσοχατζόπουλου, Τάσου Μαντέλη, Γιάννου Παπαντωνίου, Χρίστου Βερελή και Νίκου Χριστοδουλάκη από πλευράς ΠΑΣΟΚ.
Ιερές ανταλλαγές με την ευλογία της ΝΔ
Τρεις εξεταστικές επιτροπές της Βουλής, μία προανακριτική και πολυάριθμες επιμέρους αποφάσεις της Δικαιοσύνης και καμία ουσιαστική κατάληξη, ακολούθησαν τις αποκαλύψεις για το «σκάνδαλο του Βατοπεδίου», που έπληξε την εικόνα της κυβέρνησης Καραμανλή, καθώς κορυφαία στελέχη της βρέθηκαν εμπλεκόμενα. Γιάννης Αγγέλου, Θόδωρος Ρουσόπουλος, Γιώργος Βουλγαράκης, Ευάγγελος Μπασιάκος, Αλέξανδρος Κοντός και Πέτρος Δούκας ήταν τα ηχηρά ονόματα που πρωταγωνίστησαν στις «ιερές» μπίσνες της Μονής Βατοπεδίου με το ελληνικό Δημόσιο.
Το σκάνδαλο ξεκινάει με τη Μονή Βατοπεδίου να εγείρει αξιώσεις ιδιοκτησίας εκτάσεων στη λίμνη Βιστωνίδα, που υποστηρίζει πως κατέχει με αυτοκρατορικά χρυσόβουλα. Η κυριότητα των εκτάσεων αυτών αμφισβητούταν στα δικαστήρια μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της Μονής Βατοπεδίου, πριν να εκδοθεί η απόφαση του δικαστηρίου όμως, ο τότε υφυπουργός Οικονομίας και Οικονομικών Πέτρος Δούκας υπέγραψε απόφαση με την οποία ενέκρινε την παραίτηση του Δημοσίου από τη δίκη, αποδεχόμενος γνωμοδοτήσεις του Νομικού Συμβουλίου του Κράτος και του Συμβουλίου Δημοσίων Κτημάτων.
Στις 25 Ιανουαρίου 2005, ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης Ευάγγελος Μπασιάκος εξέδωσε την απόφαση με την οποία η Μονή Βατοπεδίου επέστρεψε τις εκτάσεις αυτές στην Κτηματική Εταιρεία του Δημοσίου (ΚΕΔ), και σε αντάλλαγμα η Μονή απέκτησε ένα παραλιακό φιλέτο γης στην Ουρανούπολη της Χαλκιδικής, επιφάνειας 8.608 στρεμμάτων, οικόπεδα σε δήμους της Ανατολικής Θεσσαλονίκης, μια περιοχή μεγάλης τουριστικής αξίας στον Αγιο Αθανάσιο της Πέλλας και δύο κτίρια συνολικού εμβαδού 20.664 τ.μ. του Ολυμπιακού Χωριού στους Θρακομακεδόνες. Σημειώνεται ότι οι εκτάσεις της λίμνης δεν έχουν στα αλήθεια οικονομικό αντίκρισμα καθώς δεν μπορούν να εκμεταλλευτούν επιχειρηματικά, μιας και αποτελούν προστατευόμενες περιοχές ως υγροβιότοπος από τη συνθήκη RAMSAR, εν αντιθέσει με τις εκτάσεις και τα ακίνητα που παραχωρήθηκαν στη Μονή.
Η διερεύνηση από πλευράς της Βουλής του σκανδάλου απεφάνθη στη μη στοιχειοθέτηση ανάμειξης στις συναλλαγές, του Θεόδωρου Ρουσόπουλου, ο οποίος διατηρούσε στενή σχέση με τον επικεφαλής ηγούμενο Εφραίμ της Μονής. Απήλλαξε επίσης και τον Γιώργο Βουλγαράκη, η σύζυγος του οποίου, Αικατερίνη Πελέκη, ήταν η συμβολαιογράφος που υπέγραψε τα συμβόλαια των ανταλλαγών, ενώ ο πατέρας της και ο αδελφός της ήταν οι νομικοί εκπρόσωποι της Μονής. Ο ηγούμενος Εφραιμ προφυλακίστηκε και αποφυλακίστηκε το 2012, χωρίς να παραπεμφθεί σε δίκη. Η σχέση Εκκλησίας και Κράτους και ο μη διαχωρισμός τους απέδειξαν για άλλη μια φορά ότι αποτελούν παθογένεια της ελληνικής μεταπολιτευτικής ιστορίας.
Πετάει η Ολυμπιακή; Πετάει!
Η υπόθεση της Ολυμπιακής Αεροπορίας αποτέλεσε κλασική περίπτωση χρόνιας σκανδαλολογίας όπου συμβάσεις αγοράς στόλου , προσλήψεις στελεχών και μισθοδοσία υπαλλήλων, κρατικές επιχορηγήσεις και η μετέπειτα πώλησή της απασχόλησαν την κοινή γνώμη.
Η αρχή γίνεται στα τέλη της δεκαετίας του '80 , όπου η Ολυμπιακή θα κινηθεί για την προμήθεια αεροσκαφών Boeing 767 κάτω από αδιαφανείς διαδικασίες. Στην υπόθεση είχε εμπλακεί το όνομα της Δήμητρας Λιάνη Παπανδρέου (τότε σύντροφος και μετέπειτα σύζυγος του Α.Παπανδρέου) ,γι’ αυτό και τα Boeing ονομάστηκαν «ροζ». Τελικά ύστερα από το θόρυβο που προκλήθηκε η υπόθεση της προμήθειας δεν τελεσφόρησε. Την δεκαετία του '90 η κατάσταση της Ολυμπιακής χειροτερεύει , αφού τα ελλείμματα έχουν ξεπεράσει κάθε επιτρεπτό όριο. Οι κυβερνήσεις της εποχής προχωρούν σε παράνομες κρατικές ενισχύσεις για την επιβίωση της εταιρείας και προσπαθούν να καταρτίσουν πρόγραμμα εξυγίανσης, το οποίο όμως ποτέ δεν προχώρησε.
Τον Οκτώβριο του 2003 η Ευρωπαϊκή επιτροπή στράφηκε κατά της Ελλάδας και έστειλε την Ελλάδα στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τις παράνομες χρηματοδοτήσεις της Ολυμπιακής από την κυβέρνηση Σημίτη. Ζητούσε μάλιστα την επιστροφή της οικονομικής υποστήριξης χαρακτηρίζοντας αποτυχημένο το σχέδιο εξυγίανσης από το 1994 έως το 2002. Χαρακτηριστικό της υπόθεσης είναι ότι εκείνη την περίοδο η Ολυμπιακή κόστιζε στο ελληνικό κράτος 550 εκατομμύρια το χρόνο. Έτσι λοιπόν, τον Δεκέμβριο του 2003 , με το έλλειμμα της εταιρείας να έχει φτάσει σε δυσθεώρητα ύψη , ο τότε υπουργός Μεταφορών Χρίστος Βερελής προώθησε σχέδιο αναδιάρθρωσης του Ομίλου Ολυμπιακής Αεροπορίας με τη μετονομασία της θυγατρικής εταιρείας «Μακεδονικές Αερογραμμές» σε «Ολυμπιακές Αερογραμμές» και την ανάληψη του πτητικού έργου της Ο.Α. από αυτήν, με παραγραφή των χρεών της.
Το Δεκέμβριο του 2004,η κυβέρνηση ανακοίνωσε την προκήρυξη διεθνούς διαγωνισμού για την πώληση της Ολυμπιακής σε ιδιώτη, ο οποίος δεν καρποφόρησε. Εκείνη ακριβώς την περίοδο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ερεύνησε τις καταγγελίες αεροπορικών εταιρειών, μεταξύ των οποίων και της Aegean Airlines, σχετικά με κρατικές ενισχύσεις που δόθηκαν παράνομα στην Ολυμπιακή και στις Ολυμπιακές αερογραμμές το χρονικό διάστημα 1994-2004. Η απόφαση ήταν καταδικαστική, και ανάγκασε το ελληνικό κράτος να αναζητήσει από την Ο.Α. 111 εκατ. ευρώ μέσα στους επόμενους μήνες. Για να το πετύχει όμως αυτό, θα πρέπει να κηρύξει πτώχευση και να πουλήσει όλα της τα περιουσιακά στοιχεία. Πάλι δεν βρίσκεται λύση .
Τον Σεπτέμβριο του 2008 η τότε κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας , μέσω του υπουργείου Μεταφορών , δημοσιοποιεί ένα σχέδιο για τη δημιουργία μιας νέας εταιρείας, που θα εξαγοράσει το όνομα και το σήμα των Ο.Α. αλλά δεν θα έχει καμία απολύτως σχέση μαζί της. Το σχέδιο αυτό είχε εγκριθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και προέβλεπε τη συρρίκνωση του πτητικού έργου της εταιρείας στο 65% εκείνης της εποχής και την ιδιωτικοποίησή της . Με βάση αυτό το σχέδιο η εταιρεία χωρίσθηκε σε τρία επιμέρους τμήματα (πτητικό έργο, επίγεια εξυπηρέτηση και τεχνική βάση) και προκηρύχθηκε διαγωνισμός για το κάθε τμήμα. Τελικά τον Μάρτιο του 2009 η εταιρεία περνά στον έλεγχο της MIG του Ανδρέα Βγενόπουλου , η πρόταση της οποίας ήταν 45,7 εκ. ευρώ για το πτητικό έργο της Ολυμπιακής και 16,7 εκατ. ευρώ για την τεχνική βάση.
Η διόγκωση του δημοσίου χρέους
Το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης του 2010 την οποία βιώνουμε μέχρι σημερα με ιδιαίτερα σκληρές επιπτώσεις, είναι αποτέλεσμα μίας πορείας συνεχούς αύξησης των ελλειμάτων του δημοσίου προϋπολογισμού και κατ'επέκταση διόγκωσης του δημοσίου χρέους στα σαράντα χρόνια μεταπολίτευσης.
Τα δημόσια ελλείμματα μπήκαν σε τροχία αύξησης από το 1974 που το έλλειμμα ήταν χαμηλότερο του 2%, με τη δεκαετία του '80 να ξεκινάει με έλλειμμα 2,6%του ΑΕΠ και να καταλήγει 10 χρόνια αργότερα στο 15,9%. Στν αύξηση αυτή συνέλαβαν αφενός οι αυξημένες δαπάνες για την αγορά εξοπλιστικών προγραμμάτων, όσο και η πολιτική αναδιανεμητικού χαρακτήρα που ακολουθήθηκε και άμβλυνε σε μεγάλο βαθμό τις οικονομικές ανισότητες, οξύνοντας όμως παράλληλα την οικονομική ανισσοροπία του κράτους. Καθόλη τη δεκαετία χαρακτηριστικό ήταν ότι κατά τις εκλογικές χρονιές 1981,1985,1989 και 1990 το ποσοστό του ελλειμματος παρουσίαζει κορύφωση. Την ίδια στιγμή, όπως ήταν φυσικό ακόλουθο, το ποσοστό χρέους από 27,7% του ΑΕΠ το 1980 εκτινάχθηκε στο 89% το 1990. Το άνοιγμα της δαγκάνας του ελλείμματος το πρώτο μισό της δεκαετίας του '80 μεταφράστηκε με πληθωριστικές κορυφώσεις που οδήγησαν και στην υποτίμηση της δραχμής, ενώ από τα μέσα της δεκαετίας και μετά η άμεση επίπτωση ήταν στα επιτόκια τα οποία αυξάνονταν με ρυθμό ανάλογο της αύξησης των δανειακών αναγκών της ελληνικής οικονομίας.
Σταθμός για τη σημερινή εξέλιξη του οικονομικού γίγνεσθαι ήταν η κρίσιμη για την ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ, περίοδος 1996-2000, όπου η συμμετοχή στο ευρώ ήταν ο εθνικός στόχος που θα διασφάλιζε μόνιμες συνθήκες πολιτικής και οικονομικής σταθερότητας και ανάπτυξης. Η δημοσιονομική εξυγίανση που απαιτούσε η ένταξη στην ΟΝΕ προχώρησε με εντυπωσιακούς ρυθμούς. Το έλλειμμα από 9,1% του ΑΕΠ το 1995 μειώθηκε στο 3,1% το 1999. Το δημόσιο χρέος μειώθηκε από 97% του ΑΕΠ το 1995 στο 94% το 1999. Την ίδια στιγμή, το πρωτογενές πλεόνασµα αυξήθηκε από 2,2% του ΑΕΠ το 1995 σε 4,3% το 1999. Έτσι και σε συνδυασμό με τη μείωση του κόστους εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους, από 11,2% του ΑΕΠ το 1995 στο 7,4% το 1999, κατάφερε την σημαντική μείωση ελλειμμάτων και χρέους, παρουσιάζοντας παράλληλα ρυθμό ανάπτυξης μεγαλύτερο από τον μέσο όρο της ευρωπαϊκής οικογένειας. Ετσι στις 19 Ιουνίου του 2000 στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Σάντα Μαρία ντα Φέιρα , αποφασίστηκε η υιοθέτηση του ευρωπαϊκού νομίσματος από την Ελλάδα.
Το 2005 η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας παρουσίασε αποτελέσματα δημοσιονομικής απογραφής με τα οποία αμφισβήτησε δημοσιονομικά στοιχεία των κυβερνήσεων Σημίτη. Επρόκειτο για την απογραφή που οδήγησε στην επιτήρηση, καθώς η Eurostat αναθεώρησε το ύψος των αμυντικών δαπανών για τα έτη 1997 – 2003 αλλάζοντας τον κανονισμό λογιστικής καταγραφής των αμυντικών δαπανών, με αποτέλεσμα να αναθεωρηθούν και τα δημοσιονομικά στατιστικά της ελληνικής οικονομίας, η άνθιση της οποίας φαίνεται να ήταν αποτέλεσμα δημιουργικής λογιστικής. Ήταν η κίνηση που άνοιξε τον ασκό του Αιόλου για την κρίση που ακολούθησε και την υπογραφή μνημονίων που καταδίκασαν στην εξαχρείωση μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού. Οι σκανδαλώδεις πολιτικές που οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στην οικονομική και κοινωνική κατάρρευση της χώρας τα τελευτάια 4 χρόνια, θα κριθούν σύντομα από τη σύγχρονη πραγματικότητα...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου