Θεωρείται ορθολογικότερη η διάλυση της Ευρωζώνης, με την από κοινού επιστροφή στο ECU – κάτι που όμως δεν θα έλυνε το θέμα του υπερδανεισμού πολλών χωρών, όπου είναι απαραίτητη η συναινετική διαγραφή μέρους των χρεών τους
«Με εξαίρεση τις Η.Π.Α., οι οποίες έχουν άλλα σχέδια (οικονομικό ΝΑΤΟ), καθώς επίσης το προτεκτοράτο τους, τη Γερμανία, η οποία τρέφεται από το ευρώ, από την κρίση χρέους και από τα μνημόνια, καμία άλλη χώρα δεν τάσσεται υπέρ της συγκεκριμένης τριπλής παγίδας – ενώ όλες θέλουν να αποβάλουν το ζουρλομανδύα του ευρώ.
Αυτό που αναζητείται όμως δεν είναι η ατομική ή η συλλογική αυτοκτονία, αλλά η καλύτερη δυνατή λύση αντιμετώπισης του αδιεξόδου, με τις λιγότερες οδυνηρές συνέπειες για τους Ευρωπαίους Πολίτες – οι οποίοι αποτελούν αντικείμενο εκμετάλλευσης, μεταξύ άλλων του χρηματοπιστωτικού κτήνους, συμπεριλαμβανόμενων των Γερμανών.
Στα πλαίσια αυτά μία από τις λύσεις είναι η «Ευρωπαϊκή Κοινοπολιτεία», όπου ως τέτοια θεωρείται μία εκούσια, εθελοντική ένωση ανεξάρτητων κρατών μεταξύ τους, με ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά – όπως θα ήταν η σύνδεση όλων με μία νομισματική μονάδα, η οποία θα είχε συγκεκριμένα περιθώρια διακύμανσης για να μην δημιουργούνται μεγάλες ασυμμετρίες».
Ανάλυση
Στις αρχές του 2012, σε μία ανάλυση μας με τον τίτλο «Επιστροφή στην αφετηρία», είχαμε τεκμηριώσει πως αν δεν υπάρξει η βούληση για μία από κοινού αρμονική ανάπτυξη της ένωσης, χωρίς ασυμμετρίες, είναι καλύτερα να υποχωρήσει η Ευρωζώνη στην προηγούμενη της κατάσταση – με την υιοθέτηση των εθνικών νομισμάτων.
Στην ίδια ανάλυση τονίζαμε πως η κατάσταση στην Ευρώπη παρουσιάζει αρκετά κοινά χαρακτηριστικά με το διάστημα του μεσοπολέμου – το οποίο οδήγησε τη Δύση στη μεγάλη ύφεση και στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Παράλληλα ότι, στην Ελλάδα δημιουργούνταν εκείνες οι συνθήκες, οι οποίες οδήγησαν στη γαλλική επανάσταση – ενώ υπενθυμίζαμε πως οι δικτατορίες, αριστερές ή δεξιές, χτίζονται επάνω στους πεινασμένους και στους ανέργους.
Σε ένα επόμενο κείμενο μας τώρα (πηγή), το 2014, προτείναμε ξανά την επιστροφή όλων μαζί στα εθνικά κράτη – τεκμηριώνοντας πως το ευρώ είναι ένα θνησιγενές νόμισμα. Συγκεκριμένα ότι, αφού δεν υπάρχει προθυμία για τη δημιουργία των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης, η λύση είναι η υποχώρηση στο προηγούμενο στάδιο – στην εποχή όπου όλες οι χώρες υπάγονταν μόνο στην ΕΕ, η οποία εγγυόταν την ειρήνη και την πρόοδο.
Έκτοτε έχουν μεσολαβήσει πάρα πολλά γεγονότα με το μεταναστευτικό, κυρίως με την αντιμετώπιση του από την Ευρώπη, να αποτελεί εκείνη τη σταγόνα που κάνει το γεμάτο προβλήματα ποτήρι να ξεχειλίσει – ενώ στην Ελλάδα έχει ανέλθει το 2015 στην εξουσία μία κυβέρνηση, η οποία έχει κάνει τόσα πολλά λάθη, εάν ήταν πράγματι λάθη, τα οποία ήταν αδύνατον ποτέ να φαντασθεί κανείς.
Έχει επί πλέον αποδειχθεί πως είναι καταστροφική μία κοινή νομισματική πολιτική για 19 κράτη, εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους, ότι η ΕΚΤ λειτουργεί αποκλειστικά και μόνο προς όφελος της Γερμανίας (άρθρο), καθώς επίσης ότι ο στόχος των μνημονίων που επιβάλλονται σε εκείνες τις χώρες που έπεσαν σαν ανόητες στην παγίδα της υπερχρέωσης δεν είναι η διάσωση τους – αλλά η λεηλασία της ιδιωτικής και δημόσιας περιουσίας τους, καθώς επίσης η μετατροπή τους σε αποικίες φθηνού εργατικού δυναμικού για τη γερμανική βιομηχανία, σε χώρες της Lidl.
Σε κάθε περίπτωση όμως, παρά τις όποιες ενστάσεις μας όσον αφορά τη λειτουργία του ευρώ και την αλαζονική πολιτική της Γερμανίας μέσα από τη σελίδα μας (την οποία δεν λειτουργούμε κερδοσκοπικά, αλλά ως μία δεξαμενή σκέψης και ένα ελεύθερο βήμα επιστημόνων), χωρίς να παραλείψουμε τις τεράστιες ελληνικές ευθύνες (ανάλυση), δεν τοποθετηθήκαμε ποτέ υπέρ της μονομερούς εξόδου της πατρίδας μας από την Ευρωζώνη – θεωρώντας πως κάτι τέτοιο θα ήταν ανεύθυνο, πόσο μάλλον όταν τα μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε, τα οποία δεν είναι μόνο οικονομικά, δεν θα λυνόταν απλά και μόνο με την αλλαγή του νομίσματος.
Δεν πιστεύαμε δηλαδή πως η μονομερής υιοθέτηση μίας νέας δραχμής, από μία χώρα που έχει σχεδόν ολοκληρωτικά καταστραφεί, θα αποτελούσε το μαγικό ραβδί που θα έλυνε ως δια μαγείας τα συσσωρευμένα από δεκαετίες προβλήματα της – πολύ περισσότερο όταν έχει χρεοκοπήσει θεσμικά, με αποτέλεσμα να απαιτούνται πολλές μεταρρυθμίσεις, χρόνος και χρήματα, ενώ η κοινωνία της έχει διαβρωθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό.
Η αφύπνιση της Ευρώπης
Συνεχίζοντας, φαίνεται πως το ευρωπαϊκό νομισματικό σύστημα ενδιαφέρει σήμερα όλους αυτούς τους Ευρωπαίους, οι οποίοι τοποθετούνται εναντίον της πολιτικής λιτότητας που επιβάλλει η Γερμανία – με στόχο την ηγεμονία της στην ήπειρο μας.
Το γεγονός αυτό συμπεραίνεται από τις συζητήσεις που διεξήχθηκαν στο Παρίσι, στα πλαίσια της πρωτοβουλίας του «Σχεδίου Βήτα για την Ευρωζώνη» – όπου ερευνήθηκε η παλαιότερη σκέψη και πρόταση μας, όσον αφορά την αντικατάσταση του ευρώ από ένα καθεστώς προσαρμόσιμων συναλλαγματικών ισοτιμιών, κατά το πρότυπο της ευρωπαϊκής νομισματικής μονάδας (ECU) που προηγήθηκε του κοινού νομίσματος.
Στα υπέρ της επιστροφής στην αφετηρία είναι πριν από όλα το ότι, από την υιοθέτηση του ευρώ και μετά, λόγω των ετερογενών μισθολογικών και τιμολογιακών πολιτικών που ακολουθήθηκαν από τις διάφορες χώρες, δημιουργήθηκαν ανάγκες ανατίμησης και υποτίμησης των νομισμάτων των κρατών μεταξύ τους – κάτι που όμως είναι αδύνατον, επειδή υπάρχει το κοινό νόμισμα.
Οι ανάγκες λοιπόν αυτές όπου, για παράδειγμα, η Γερμανία είναι η πρώτη που πρέπει να ανατιμήσει το νόμισμα της, ενώ η Ιταλία η πρώτη που πρέπει να το υποτιμήσει (όπως φαίνεται από το γράφημα που ακολουθεί, στη βάση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος), δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπισθούν εντός της ένωσης – επειδή, όπως απέδειξε η εφαρμογή της εσωτερικής υποτίμησης στη νότια Ευρώπη, οι καταστροφές που προκαλούνται στην οικονομία είναι ανυπολόγιστες.
Περαιτέρω, μετά από τόσα χρόνια κρίσης, δεν φαίνεται να υπάρχει κανένα δείγμα προθυμίας εκ μέρους των χωρών του πρώην «μπλοκ του μάρκου», να βοηθήσουν τα κράτη του ευρωπαϊκού νότου να εξισορροπήσουν τις οικονομίες τους – μέσω μίας στοχευμένης πληθωριστικής πολιτικής, σε συνδυασμό με αναπτυξιακά μέτρα αύξησης της ανταγωνιστικότητας τους (η ανταγωνιστικότητα δεν εξαρτάται μόνο από τους μισθούς αλλά, κυρίως, από τις επενδύσεις σε νέες μεθόδους παραγωγής, στην τεχνολογία κοκ.).
Εάν όμως τα κράτη του νότου παραμείνουν στη Ευρωζώνη, χωρίς να μεσολαβήσουν οι απαιτούμενες αλλαγές, τότε το κοινό νόμισμα θα επιταχύνει τη συρρίκνωση της βιομηχανίας τους – οπότε θα ήταν προτιμότερη η συναινετική διάλυση της νομισματικής ένωσης, πόσο μάλλον αφού δεν διαφαίνεται καμία απολύτως πρόθεση να δημιουργηθούν οι Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης.
Επί πλέον, γνωρίζοντας πως οι εντελώς ελεύθερα κυμαινόμενες συναλλαγματικές ισοτιμίες δεν είναι η ιδανική λύση, λόγω της εγγενούς αστάθειας των χρηματαγορών, τότε η υιοθέτηση της ευρωπαϊκής νομισματικής μονάδας, όπου τα επί μέρους νομίσματα των διαφόρων χωρών θα συνδέονταν μαζί της, με μία διακύμανση της τάξης του +- 15%, θα ήταν η πλέον σωστή απόφαση – γεγονός που ενισχύει την επιστροφή της Ευρωζώνης στην αφετηρία.
Για την Ιταλία βέβαια, το νόμισμα της οποίας είναι θεωρητικά υπερτιμημένο κατά τουλάχιστον 25% σε σχέση με τη Γερμανία, κρίνοντας από το προηγούμενο γράφημα, η διακύμανση του 15% είναι οριακή – ενώ για την Ελλάδα είναι υπεραρκετή.
Η ευρωπαϊκή νομισματική μονάδα
Σε γενικές γραμμές το σύστημα, το οποίο ξεκίνησε το 1979, βασίστηκε στις αμοιβαίες υποχρεώσεις των εθνικών κεντρικών τραπεζών να παρεμβαίνουν στις αγορές συναλλάγματος – είτε προς όφελος του δικού τους νομίσματος, είτε των άλλων συμμετεχόντων, όταν η ισοτιμία τους κινδύνευε να βρεθεί εκτός της συμφωνημένης διακύμανσης.
Οι διακυμάνσεις αυτές ήταν +-2,25% όσον αφορά την καθορισμένη τιμή αναφοράς, ενώ μετά την κρίση του 1992/93 (στερλίνα, λιρέτα κλπ.), διαμορφώθηκε στο +- 15%. Η τιμή αναφοράς, με βάση την οποία ίσχυαν οι διακυμάνσεις, μπορούσε να αλλάξει μετά από απόφαση του συμβουλίου των υπουργών οικονομικών της Ευρώπης – ενώ υπήρξαν 62 τέτοιες αναπροσαρμογές, σε 18 διαφορετικές χρονικές περιόδους, συνοδευόμενες από εισόδους και εξόδους ορισμένων χωρών στο σύστημα.
Παρά το ότι πάντως το συγκεκριμένο σύστημα ήταν αρκετά πολύπλοκο, έχοντας πολλά ελαττώματα, υπερτερούσε σημαντικά σε σχέση με το ευρώ – κυρίως επειδή είχε την ικανότητα να ελαχιστοποιεί τις συναλλαγματικές στρεβλώσεις, οπότε να διατηρεί την ισορροπία στα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών των χωρών που συμμετείχαν. Για παράδειγμα, εάν το μάρκο σήμερα θα ήταν στο +15% σχετικά με το ECU, ενώ η λιρέτα στο -10%, τότε η Ιταλία δεν θα είχε τόσο μεγάλα ελλείμματα, ούτε η Γερμανία ανάλογα πλεονάσματα.
Η επιστροφή στο ECU
Για όλους αυτούς που πιστεύουν στην αναγκαιότητα μίας ενωμένης Ευρώπης των Πολιτών της, η οποία θα είχε το κρίσιμο μέγεθος που απαιτεί η σημερινή παγκοσμιοποίηση απέναντι στην Κίνα ή στις Η.Π.Α., ενώ θα ήταν ενεργειακά και στρατιωτικά αυτάρκης εάν συμμετείχε η Ρωσία (θα έπρεπε κατά την άποψη μας), η επιστροφή στο παλαιό σύστημα θα ήταν ιδανική.
Φυσικά ως μία ένωση ανεξάρτητων και ισότιμων χωρών μεταξύ τους, χωρίς την ηγεμονία της Γερμανίας, της ΕΚΤ και του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου (άρθρο), όπως συμβαίνει σήμερα – ως μία Ευρωπαϊκή Κοινοπολιτεία κατά κάποιον τρόπο. Στα πλαίσια αυτά, τα θετικά στοιχεία της επιστροφής στο ECU είναι, σύμφωνα με πολλούς οικονομολόγους, τα εξής:
(α) Η υφιστάμενη δυνατότητα: Το βασικό στοιχείο του συστήματος, ο μηχανισμός των συναλλαγματικών ισοτιμιών, δεν χάθηκε με τη μετάβαση στο ευρώ – αντίθετα, συνεχίζει να υπάρχει ως ένας μηχανισμός νούμερο δύο, στον οποίο όμως συμμετέχει σήμερα μόνο η Δανία.
Αυτό σημαίνει πως η ΕΚΤ θα ήταν υποχρεωμένη να στηρίξει την κορώνα με αγορές, εάν κινδύνευε να βρεθεί κάτω από την προκαθορισμένη διακύμανση. Ως εκ τούτου, ο μηχανισμός υπάρχει, θα μπορούσε να αναβιώσει και να εξελιχθεί – σύμφωνα με τις σημερινές ανάγκες.
(β) Η επαληθευσιμότητα των γεγονότων: Οι ισχυρισμοί, σχετικά με τον τρόπο λειτουργίας των κεντρικά διαχειριζομένων συναλλαγματικών ισοτιμιών, είναι δυνατόν να δοκιμαστούν όταν υφίστανται τέτοιου είδους συστήματα – οπότε να διορθωθούν, εάν μεσολαβήσει ανάγκη.
Για παράδειγμα, υπάρχουν συχνά αμφιβολίες όσον αφορά το ότι, οι ονομαστικές υποτιμήσεις μπορούν να βοηθήσουν εκείνες τις χώρες που έχουν οδηγηθεί στην παγίδα της υπερτίμησης των νομισμάτων τους – με αποτέλεσμα, ακόμη και όταν μεσολαβήσει η υποτίμηση, τα ελλείμματα στα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών τους να παραμένουν. Σύμφωνα όμως με τις εμπειρίες από τη λειτουργία του ECU, τέτοιοι ισχυρισμοί δεν είναι αληθείς – επειδή, δύο χρόνια περίπου μετά την υποτίμηση εντός του συστήματος, τα ισοζύγια ισορροπούσαν, ενώ ο ρυθμός ανάπτυξης αυξανόταν.
(γ) Η μη δημιουργία πληθωρισμού: Δεν παρατηρήθηκε ποτέ σημαντική αύξηση του πληθωρισμού εντός του συστήματος, αλλά ούτε και νομισματικοί πόλεμοι των χωρών μεταξύ τους – οπότε λογικά δεν θα συνέβαιναν, εάν το υιοθετούσε ξανά η Ευρωζώνη (ΕΕ).
(δ) Οι διμερείς παρεξηγήσεις: Τυχόν αντιθέσεις και συγκρούσεις μεταξύ των χωρών μπορούν να λυθούν ευκολότερα και γρηγορότερα, εάν υπάρχει το ECU – σε αντίθεση με το ευρώ, το οποίο εύλογα χαρακτηρίζεται από πολλούς ως ένας νεοφιλελεύθερος ζουρλομανδύας, επειδή δημιουργεί περισσότερα προβλήματα στα κράτη, από όσα λύνει (εάν λύνει).
Εκτός αυτού, το ECU θα μπορούσε να διευκολύνει την είσοδο χωρών, όπως η Πολωνία, οι οποίες δεν θέλουν να υιοθετήσουν το ευρώ – εύλογα προφανώς, αφού βλέπουν τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν η Ελλάδα, η Ιταλία, η Πορτογαλία κοκ.
Οι προβληματισμοί της επιστροφής στο ECU
Προφανώς ούτε η υιοθέτηση του ECU, η επιστροφή δηλαδή όλων των χωρών μαζί στην αφετηρία, δεν είναι το μαγικό ραβδί, με τη βοήθεια του οποίου θα λυνόταν ως δια μαγείας όλα τα προβλήματα – ειδικά επειδή οι πιέσεις προσαρμογής των κρατών μεταξύ τους δεν θα εξαφανίζονταν. Η αιτία είναι το ότι, απαιτεί ένα ελάχιστο επίπεδο ονομαστικής σταθερότητας των συναλλαγματικών ισοτιμιών – η οποία μπορεί να περιορίσει σε μεγάλο βαθμό τη νομισματική ελευθερία της κάθε χώρας.
Το πρόβλημα επικεντρώνεται στην «ανίερη τριάδα» (ερμηνεία), σύμφωνα με την οποία η νομισματική πολιτική, στα πλαίσια του περιορισμού της ελεύθερης διακίνησης των κεφαλαίων, την οποία (ελεύθερη διακίνηση) ουσιαστικά προϋποθέτει το σύστημα, δεν μπορεί να εξασφαλίσει ταυτόχρονα τη σταθεροποίηση της ονομαστικής ισοτιμίας των νομισμάτων, καθώς επίσης τον έλεγχο της εσωτερικής ανάπτυξης. Έχει τη δυνατότητα δηλαδή να επιτύχει δύο από τους τρεις στόχους, αλλά όχι και τους τρεις (γράφημα).
Συνεχίζοντας, οι χώρες της Ευρώπης είχαν και έχουν σωστά κατανοήσει πως εκτός από τα υπόλοιπα πλεονεκτήματα που προσφέρει η σύνδεση μεταξύ τους, δεν πρέπει να αφήνουν τον καθορισμό της ισοτιμίας των νομισμάτων τους στις αγορές, με αποτέλεσμα να είναι έρμαιο στις επιθέσεις τους – επιδιώκοντας την ονομαστική σταθερότητα, έστω με μία προκαθορισμένη αν και ευρεία διακύμανση.
Από την άλλη πλευρά όμως, παραμένουν τα επί μέρους συστήματα παραγωγής, σύνδεσης των μισθών με την παραγωγικότητα και αναδιανομής των εισοδημάτων μεταξύ των χωρών, μαζί με την πληθωριστική δυναμική τους, πολύ ετερογενή – οπότε δεν είναι εφικτή η χωρίς τριβές σταθερότητα των νομισμάτων, σε μακροπρόθεσμη βάση. Με δεδομένες δε τις εμπειρίες της Μ. Βρετανίας, η οποία αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει τη σύνδεση του νομίσματος της με το ECU επειδή το διατηρούσε υπερτιμημένο, δεχόμενη την επίθεση του G. Soros, κατανοεί κανείς πως δεν αποτελεί την ιδανική λύση.
Η ιστορία λοιπόν των ευρωπαϊκών καθορισμών των ισοτιμιών, μετά την έξοδο από τον κανόνα του χρυσού, δεν είναι τίποτα άλλο, από μία σειρά πειραμάτων – με στόχο την αποφυγή της «ανίερης τριάδας», χωρίς όμως ένα ιδανικό, μακροπρόθεσμο αποτέλεσμα. Εν τούτοις, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία σχετικά με το ότι, το χειρότερο από όλα αυτά τα πειράματα ήταν η υιοθέτηση του ευρώ – η σταθερή δηλαδή ισοτιμία των νομισμάτων των κρατών μεταξύ τους, όπως είναι ουσιαστικά η υιοθέτηση του ευρώ, χωρίς καν τη διακύμανση που επέτρεπε το ECU.
Εν τούτοις, αυτό δεν σημαίνει ότι μπορεί κάποια χώρα να εγκαταλείψει μονομερώς το κοινό νόμισμα, χωρίς να υποστεί σοβαρότατες συνέπειες – παρά το ότι για ορισμένα κράτη, όπως η Ιταλία, είναι αναγκαίο. Λογικά επομένως θεωρείται ορθολογικότερη η επιστροφή στην αφετηρία, στο ECU, κάτι που βέβαια δεν θα έλυνε το πρόβλημα της υπερχρέωσης πολλών χωρών – όπου θεωρείται ως απολύτως απαραίτητη η διαγραφή μέρους τους, μέσα από μία πανευρωπαϊκή διάσκεψη με το συγκεκριμένο στόχο.
Επίλογος
Δεν έχουμε καμία αμφιβολία σχετικά με το ότι, οι υποστηρικτές της επιστροφής στη δραχμή, οπότε στη νομισματική ανεξαρτησία της Ελλάδας, είναι καλοπροαίρετοι – τουλάχιστον στην συντριπτική πλειοψηφία τους.
Είμαστε όμως απολύτως βέβαιοι πως δεν λαμβάνουν υπ’ όψιν τους πολλά πράγματα, τα οποία δύσκολα θα το επέτρεπαν, χωρίς να βιώσουμε οδυνηρές εμπειρίες – όπως την καταστροφή του παραγωγικού ιστού της χώρας, τη μη ύπαρξη ικανών πολιτικών και χρηματοπιστωτικών στελεχών για να δρομολογήσουν μία τέτοια διαδικασία, τα χρέη που έχουν συσσωρευτεί σε ξένα νομίσματα (στα οποία συμπεριλαμβάνουμε και το ευρώ), τη γεωπολιτική αστάθεια στην περιοχή κοκ.
Εκτός αυτού το ευρώ, όπως επίσης τα χρέη και τα μνημόνια, δεν είναι θέμα μόνο της Ελλάδας – τονίζοντας πως, για παράδειγμα, η Πορτογαλία είναι πιο χρεοκοπημένη, ο τραπεζικός τομέας της Ιταλίας αθεράπευτα πτωχευμένος, το ιδιωτικό χρέος της Ολλανδίας τεράστιο, η Ισπανία συνεχίζει να αντιμετωπίζει προβλήματα κοκ.
Επομένως, θα ήταν προτιμότερο να βρεθεί μία λύση από όλες μαζί τις χώρες, η οποία θα καταργούσε εντελώς το ευρώ – ενώ θεωρούμε ως ιδανικότερη την επιστροφή στην αφετηρία, με τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Κοινοπολιτείας. Θα ήταν ευχής έργο δε να συμμετέχει επίσης η Ρωσία – αν μη τι άλλο ως το αντίπαλο δέος της Γερμανίας, των Η.Π.Α. και της Κίνας.
Σημείωση: Η δημιουργία των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης, κατά το παράδειγμα των Η.Π.Α., προϋποθέτει αντίστοιχες πολυπολιτισμικές χώρες και κοινωνίες – κάτι που ίσως επεξηγεί τα κύματα των μεταναστών που οδηγούνται στην ήπειρο μας, καθώς επίσης την προθυμία της Γερμανίας, υπό την καθοδήγηση της υπερδύναμης, να δεχθεί τόσους πολλούς πρόσφυγες. Παράλληλα, η Σουηδία πιθανότατα χρησιμοποιείται ως πειραματόζωο (άρθρο), ενδεχομένως η Ελλάδα επίσης – αν και αυτές οι υποθέσεις φαίνονται παρακινδυνευμένες.
Πηγή : http://www.analyst.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου