MOTD

Αλλαχού τα κόμματα γεννώνται διότι εκεί υπάρχουσι άνθρωποι διαφωνούντες και έκαστος άλλα θέλοντες. Εν Ελλάδι συμβαίνει ακριβώς το ανάπαλιν. Αιτία της γεννήσεως και της πάλης των κομμάτων είναι η θαυμαστή συμφωνία μεθ’ ης πάντες θέλουσι το αυτό πράγμα: να τρέφωνται δαπάνη του δημοσίου.

Εμμανουήλ Ροΐδης, 1836-1904, Έλληνας συγγραφέας

Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2015

Η δυτική και η ευρωπαϊκή κρίση: Μέρος Α

Το πρώτο μέρος της ανάλυσης του Καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης και πρώην Πρύτανη του Παντείου Πανεπιστημίου, Γιώργου Κοντογιώργη, για την ιστορική εξέλιξη του ευρωπαϊκού πολιτικού συστήματος, τη σημερινή του κρίση και τη δυνατότητα υπέρβασής της.

Μέρος Α': Ο χαρακτήρας της κρίσης ως κρίσης μετάβασης στη νέα εποχή

Οι τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα χαρακτηρίζονται, για τη Δύση, ως η ολοκλήρωση της μετάβασης από τη δεσποτεία/φεουδαρχία στον πρώιμο ανθρωποκεντρισμό, στις κοινωνίες εν (ατομική) ελευθερία. Εξίσου σημαντική είναι η διαμόρφωση του πλανητικού περιβάλλοντος του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος, η ολοκληρωτική επικυριαρχία του στη Γη. 

Έκτοτε, και οι κοινωνίες του λεγόμενου «Τρίτου Κόσμου» εξήλθαν από τη δεσποτεία και συμμετέχουν στο ανθρωποκεντρικό γίγνεσθαι. Με μια διαφορά: Ενώ η Δύση έχει οδηγηθεί στο τέλος αυτής της πρώτης, της πρωτο-ανθρωποκεντρικής φάσης, και προετοιμάζει το έδαφος για τη μετάβασή της στην επόμενη περίοδο, το υπόλοιπο μέρος του πλανήτη βιώνει την είσοδό του στην πρώιμη φάση των κοινωνιών εν ελευθερία. 

Η μετάβαση αυτή του δυτικού κόσμου, ιδίως από τη δεκαετία του 1980, σηματοδοτείται από μια μεταβολή κοσμοϊστορικής σημασίας. Η οικονομία και η επικοινωνία, δύο από τους κεντρικούς παράγοντες που διαμορφώνουν τη ζωή των ανθρώπων, επέβαλαν την αυτονομία τους από τα σύνορα και την εξουσία του κράτους. Η οικονομία έχει ακτινωθεί στο σύνολο του πλανήτη, η επικοινωνία κάνει γνωστά όλα όσα συμβαίνουν σε κάθε χώρα επίσης στο σύνολο της Γης. Στον αντίποδα, εντούτοις, η κοινωνία (ως πολιτική κατηγορία) και το κράτος (ως πολιτικό σύστημα) έχουν παραμείνει ερμητικά κλεισμένα και στοχάζονται τη λειτουργία τους με τους όρους του 18ου αιώνα.

Αυτό σημαίνει ότι η σημερινή κρίση δεν έχει να κάνει με τις προηγούμενες (είτε οικονομικές είτε πολιτικές) κρίσεις. Οι προηγούμενες κρίσεις, από τον 18ο αιώνα έως τη δεκαετία του 1980, ήταν κυρίως κρίσεις μετάβασης από τη φεουδαρχία στην πρωτόλεια ανθρωποκεντρική κοινωνία. Αφορούσαν δηλαδή στον αγώνα του κοινωνικού ανθρώπου να απελευθερωθεί ως ατομική οντότητα και να αποκτήσει ορισμένα κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα. 

Στην πραγματικότητα, τόσο το οικονομικό όσο και το πολιτικό σύστημα συνεχίζουν να αναπαράγουν το παλαιό καθεστώς: Ανήκουν σε έναν τρίτο, πέραν της κοινωνίας των πολιτών, φορέα, με όρους ιδιοκτησίας. Η συνάντηση ανάμεσα στην κοινωνία της εργασίας και στην κοινωνία των πολιτών αφενός με τα συστήματα της οικονομίας και της πολιτικής γινόταν και εξακολουθεί να γίνεται εξωθεσμικά: Στους δρόμους με διαδηλώσεις ή με απεργίες.

Εντούτοις, το γεγονός ότι το ουσιώδες της οικονομικής, επικοινωνιακής, κοινωνικής και πολιτικής ζωής ελάμβανε χώρα στο εσωτερικό του κράτους, δηλαδή στο πλαίσιο του πολιτικού συστήματος, επέτρεψε την εγκαθίδρυση μιας κάποιας ισορροπίας και περαιτέρω συμβιβασμούς μεταξύ των συντελεστών της κοινωνικο-οικονομικής δυναμικής που απέληξαν στο λεγόμενο «κράτος» δικαίου και πρόνοιας. 

Όχημα και για τις εξελίξεις αυτές στο σύνολο του πλανήτη αποδεικνύεται η τεχνοδικτυακή οικονομία και η επικοινωνία. Στον χώρο του τρίτου κόσμου αποσαθρώνει τις βάσεις του παλαιού καθεστώτος και δημιουργεί οργανικούς συνεκτικούς δεσμούς με τη Δύση, η οποία οδηγεί τις εξελίξεις, σε μια σχέση κέντρου περιφέρειας. Μια σημαίνουσα εκδήλωση της σχέσης αυτής είναι το φαινόμενο της οικονομικής μετανάστευσης, που υποδηλώνει ότι το κοινωνικό πρόβλημα εφεξής επιδιώκεται να επιλυθεί διά της μεταφοράς του στη Δύση. Μια άλλη, εξίσου ενδιαφέρουσα εξέλιξη είναι η οβιδιακή μεταβολή στην έννοια και στο περιεχόμενο της εργασίας, με τη μεσολάβηση της τεχνολογικής καινοτομίας, που αλλάζει άρδην την ίδια τη λογική της σχέσης μεταξύ οικονομίας και κοινωνίας. 

Στον δυτικό κόσμο, οι εξελίξεις αυτές οδηγούν στη ριζική ανατροπή του αξιακού περιβάλλοντος και των συσχετισμών και, ήδη, στη ρήξη της ισορροπίας ανάμεσα στην κοινωνία, το κράτος/σύστημα και στην οικονομία, υπέρ της καθολικής κυριαρχίας της τελευταίας. Η ρήξη αυτή «σημαίνεται» επίσης, στο εσωτερικό της οικονομίας, από μια ουσιώδη ανατροπή υπέρ των δυνάμεων του χρηματοπιστωτικού και του εμπορευματικού κεφαλαίου. Το ίδιον γνώρισμα των δυνάμεων αυτών, που συμβατικά αποκαλούνται «αγορές», είναι ότι προκαλούν μια εσωτερική αναδιανομή, συσσωρεύοντας, εν προκειμένω στη Δύση όπου εδρεύουν, τον πλούτο που δημιουργείται από την παραγωγική οικονομία σε έναν περιορισμένο κύκλο ανθρώπων. Η παραγωγική βάση της οικονομίας όμως έχει ήδη μετακινηθεί στις χώρες του «Τρίτου Κόσμου». Συμβαίνει έτσι οι μεν θέσεις εργασίας που ανάγονται στην κλασική παραγωγική διαδικασία να δημιουργούνται στον «Τρίτο Κόσμο», ο δε πλούτος να μεταφέρεται, και μαζί του το εκεί κοινωνικό πρόβλημα, στη Δύση. Ο πλούτος ακριβώς αυτός, στη Δύση, παράγει τεράστια πολιτική δύναμη υπέρ των φορέων της αγοράς, χωρίς ωστόσο να δημιουργεί αναλόγως θέσεις εργασίας. Σε κάθε περίπτωση, ο κόσμος της εργασίας όπως και ο κόσμος του κεφαλαίου/συστήματος στη Δύση δεν έχει σχέση με εκείνον της προ του Ψυχρού Πολέμου περιόδου. 

Ο καταμερισμός αυτός στο εσωτερικό της οικονομίας, η πλανητική της διακτίνωση και η οριζόντια (διακρατική) κινητικότητα της εργασίας, αποτελούν την πρώτη αιτία της πολιτικής αδυναμίας στην οποία έχει περιέλθει η κοινωνία των πολιτών. Εκδήλωση της ανατροπής αυτής είναι η συντελούμενη στις μέρες μας ολοκληρωτική αποδόμηση της σχέσης εργασίας και ιδιοκτησίας επί του συστήματος, με άμεση ορατή εκδήλωση τη μεταβολή της εργασίας από σχέση δημόσιου δικαίου σε εργασία εμπόρευμα και τον μονοσήμαντο προσανατολισμό του σκοπού της πολιτικής στο συμφέρον των αγορών. 

Εντούτοις, μια πιο εμπεριστατωμένη ματιά στα γεγονότα αποκαλύπτει ότι η υπέρμετρη ισχύς των αγορών δεν είναι πρωτογενής. Οφείλεται στο ότι οι μεν, οι παράμετροι της οικονομίας και της επικοινωνίας, έχουν μεταβεί στο μέλλον, κινούνται σε κοσμοσυστημικό επίπεδο, οι δε, η κοινωνία και η πολιτεία, παραμένουν ερμητικά έγκλειστες στο παρελθόν, ουσιωδώς στον 18ο αιώνα. Η σχέση μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής, που εγκαθιδρύθηκε με αφετηρία τον 18ο-19ο αιώνα, ανεξαρτήτως των εννοιολογικών ακροβασιών που την επενδύουν, υφαίνεται εξωθεσμικά. Η κοινωνία των πολιτών είναι ανύπαρκτη ως έννοια, οι ομάδες διαμεσολάβησης (Civil Society/Société civile) καταλαμβάνουν τη θέση της πολιτικής κατηγορίας. Ώστε η κοινωνία των πολιτών δεν μετέχει στη διαδικασία λήψεως των αποφάσεων και ρητώς το συμφέρον της δεν εγγράφεται στον σκοπό της πολιτικής. 

Τη θέση του «κοινού συμφέροντος» καταλαμβάνει το «γενικό συμφέρον». 

Θα λέγαμε μάλιστα ότι τη διαχείριση των συμφερόντων της η κοινωνία των πολιτών δεν επιζητά να την αναλάβει απευθείας η ίδια, όπως συμβαίνει με τα ζητήματα της άμεσης προσωπικής της ζωής, ούτε και να αποκαταστήσει μια θεσμική σχέση με τους φορείς της πολιτικής (ή και οικονομικής) εξουσίας. Έτσι, την πολιτική λειτουργία την ανέλαβαν αυτόκλητοι διαμεσολαβητές (οι κοινωνικές ή πολιτικές δυνάμεις), οι οποίοι επιζήτησαν τη νομιμοποίησή τους με την υπόσχεση να παρέμβουν στην πολιτική εξουσία ή και να αναλάβουν τη διαχείρισή της, προκειμένου να υπερασπισθούν τα (παραταξιακά) συμφέροντα της κοινωνίας. Για τη μεταφεουδαλική κοινωνία, ο εγκιβωτισμός της στον ιδιωτικό χώρο και η ολική εκχώρηση του πολιτικού συστήματος σε τρίτους διαμεσολαβητές θεωρήθηκε, σε σχέση με το παρελθόν, μεγάλη πρόοδος. Άλλωστε, όχι μόνο οι προτεραιότητές της αλλά και η πολιτική της εμπειρία προδιέθετε για την ύπαρξη ενός αξιακού συστήματος που θα έθετε σε αμφισβήτηση το ανήκειν του οικονομικού και πολιτικού συστήματος στην ιδιοκτησία. Μην ξεχνάμε ότι οι αγώνες του 20ού αιώνα έγιναν με πρόσημο το ανήκειν του συστήματος στην ιδιοκτησία ή στο κράτος. Η κοινωνία ήταν και στις δυο ιδεολογίες εκτός. 

Η κοινωνική και η πολιτική ελευθερία δεν αποτελούν μέρος των αξιών της εποχής μας. Έτσι, όταν στις παραμονές του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου εισήχθη η καθολική ψήφος στις ευρωπαϊκές χώρες, η Γερμανία, που ήταν η πιο καθυστερημένη κοινωνία στην Ευρώπη και φορτωμένη με πολλά αυταρχικά βαρίδια, εκχώρησε με ολοκληρωτικό τρόπο το σύνολο της πολιτικής εξουσίας στον Χίτλερ. Η κρίση του 1929 δεν ήταν η αιτία που έκαναν την εμφάνισή τους ο Χίτλερ και ο ναζισμός. Ήταν η αφορμή που επέτρεψε στην κοινωνία, που συγκροτούσε μια απλώς πολιτική μάζα/αγέλη, να φέρει τον Χίτλερ στην εξουσία και να του εκχωρήσει την ολοκληρωτική πολιτική κυριαρχία. Το ίδιο συνέβη, σε ό,τι αφορά στη σχέση κοινωνίας και πολιτικής, και στη Ρωσία. Με απλή διατύπωση, είναι σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε ότι από τυπική άποψη το λεγόμενο αντιπροσωπευτικό/δημοκρατικό ή «αμεσοδημοκρατικό»(!) σύστημα και εκείνο του φασισμού/ναζισμού ανάγονται στην ίδια ακριβώς μήτρα, είναι δομικά ομότυπα. 

Το πολιτικό σύστημα, και στις δύο περιπτώσεις, το ενσαρκώνει το κράτος, 
ενώ η κοινωνία των πολιτών παραμένει εγκιβωτισμένη στον ιδιωτικό χώρο.

Η διαφορά τους έγκειται στις εφαρμογές της πολιτικής κυριαρχίας του κράτους/ιδιοκτήτη του πολιτικού συστήματος επί της κοινωνίας και, ιδίως, στο γεγονός της παρουσίας των δυνάμεων της διαμεσολάβησης στο κοινοβουλευτικό σύστημα1
 
Συμβαίνει, λοιπόν, στο νέο περιβάλλον που δημιούργησε η κοσμοσυστημική ανάπτυξη της οικονομίας και της επικοινωνίας η εξωθεσμική/εξωπολιτειακή συνάντηση της κοινωνίας με την πολιτική να μην παράγει εφεξής αποτέλεσμα. Ουδείς από τους πολιτικούς διαμεσολαβητές έχει λόγους να συνεκτιμά την κοινωνία, καθώς αντλούν νομιμοποίηση αποκλειστικά από τους μηχανισμούς και τις σχέσεις δύναμης που υφαίνονται γύρω από το κράτος. Το πολιτικό κόστος συνδέεται με τις αντιδράσεις των δυνάμεων αυτών, ενώ η κοινωνική συνοχή μετριέται πια με γνώμονα όχι την κοινωνία των πολιτών, αλλά με τις αντοχές και τις ανοχές της έναντι των πολιτικών αποδόμησης που την οδηγούν στο περιθώριο. 

Με λίγα λόγια, η παντοδυναμία των αγορών είναι απόρροια του πλανητικού τους αναπτύγματος, οφείλεται όμως στο γεγονός ότι το πολιτικό σύστημα και, επομένως, η σχέση κοινωνίας και πολιτικής παρέμεινε ανάλλακτη. Το χειρότερο είναι ότι προσεγγίζεται ως μια πραγματικότητα που δεν υπόκειται στην εξέλιξη. Εξού και οι λύσεις στο πρόβλημα αναζητούνται στο πλαίσιο του καθεστωτικού περιβάλλοντος που γέννησε την κρίση, όχι με την υπέρβασή του. 

Εκτιμώ ότι η προσέγγιση αυτή της πολιτείας είναι ανιστορική και, σε κάθε περίπτωση, βαθιά συντηρητική. Εάν αντιμετωπίσουμε τη σημερινή πολιτεία ως την πρώιμη φάση της ανθρωποκεντρικής μετάβασης, όπως πράγματι είναι, τότε θα συνομολογήσουμε ότι οι αγορές έγιναν παντοδύναμες και έθεσαν σε μονοσήμαντη ομηρία την πολιτική τάξη, επειδή η βούληση της κοινωνίας απουσιάζει από την πολιτεία. 

1 Για το αυταρχικό φαινόμενο στη νεοτερικότητα και στις μεταλλάξεις του στον ιστορικό χρόνο από την απολυταρχία στον ολοκληρωτισμό και στον αυταρχισμό, βλέπε τα έργα μου: Το αυταρχικό φαινόμενο. Ερμηνευτικές προσεγγίσεις, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα, 2003. “Il fenomeno autoritario in Europa” και “La dittatura militare in Grecia (1967-1974). Questioni di approccio del fenomeno autoritario”, στο Giuliana Laschi (επιμ.), Memoria d'Europa, Ed. Franco Angeli, Milano, 2012.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου