Ρέα Βιτάλη
Λέγαμε κάτι απροσδιόριστες φράσεις μικροί. Τις λέμε και μεγάλοι.
Θεωρούσαμε ότι κυριολεκτούσαν, περιγράφοντας καταστάσεις, αν και δεν κατανοούσαμε πλήρως την έννοιά τους. Όπως για παράδειγμα, «Χεστήκαμε κι η βάρκα γέρνει», ανασηκώνοντας μάλιστα σχεδόν αντανακλαστικά τους ώμους μας, αδιάφορα. Άντε να καταλάβεις!
Παρακολουθώ τον Ευάγγελο Βενιζέλο. Με γουρλωμένα μάτια. Το λες και σκηνή από θρίλερ. Να μας απειλεί. Παρακολουθώ την πορεία ενός κόμματος που με γκεμπελικές σχεδόν πρακτικές εκμαύλισε έναν ολόκληρο λαό. Τους έχρισε συνένοχους, συμπαίχτες σε ένα παιχνίδι χωρίς καθορισμένους όρους (και δράκους), αφήνοντας τους απλώς να «κερδίζουν», όπως ακριβώς ξεγελάμε τα παιδιά, για να τους δώσουμε στιγμιαία χαρά. Ένα κόμμα, που οι δημοκρατικές του αντιλήψεις δηλώθηκαν εξ αρχής με ιστορικές φράσεις, όπως «δεν δικαιούστε δια να ομιλείτε» και «το ΠΑΣΟΚ και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις». Ένα κόμμα που κονταροχτυπήθηκε με τον Κοσκωτά, που δήλωσε ότι «παρέδιδε χρήματα σε κούτες για pampers».
Ο ψεύτης! Που ξεπέταξε ό,τι υγιές στο εμπόριο. Που ξευτίλισε την επιχειρηματικότητα παραδίδοντάς την σε λαμόγια, δήθεν αυτοδημιούργητα, και συνδικαλιστές, δήθεν γνώστες των πάντων, που κόπτονταν για τη «δημοκρατία». Που βάφτισε «αντιστασιακούς» το σύμπαν. Που τάιζε ακόρεστα τα φθηνά ένστικτα. Που ο πρωθυπουργός έπαιξε τον παπατζή για την αγορά βίλας που κόντραρε στο πόθεν έσχες του και μηχανεύτηκε τον δανεισμό από υπουργούς και επιχειρηματίες, ένας μάλιστα εκ των δανειστών ανταμείφθηκε από το αντίπαλο κόμμα (να και τα αλισβερίσια) ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, για να ασελγήσουμε και σ΄αυτόν τον θεσμό. Που θα παρέδιδε την πρωθυπουργία, παρά μία ψήφο, στον Τσοχατζόπουλο κρίνοντας τον ως υπεράξιο.
Κόμμα, που εξομοίωσε μετοχές ελληνικής παράγκας με την Google. Που στόμωσε κάθε παράθυρο για οξυγόνο. Που έπαιξε ακόμα και με τη φιλανθρωπία. Που έφτυσε κατάμουτρα όσους εμπιστεύτηκαν «Ελλάδα», ήτοι ομολογιούχους. Που δημιούργησε ένα τέρας δημόσιο. Που δεν μέτρησε ποτέ πόσους απασχολούσε. Που έκτισε ορόφους ουρανοξυστών ταμείων και παραταμείων και καταπακτών ταμείων ώστε να μην μετρούνται ποτέ έσοδα και έξοδα. Που νομιμοποίησε την έννοια της μίζας και της προμήθειας. Που ευνούχισε κάθε ανθρώπινο αντανακλαστικό μετατρέποντας τους πολίτες σε γελοία, αιωνίως πεινασμένα ζόμπι. Σε όλες τις εποχές, «πεινάμε» δήλωναν (ακόμα και όταν έτρωγαν τον άμπακο). Που ξανα-έλαβε την εξουσία και στην τελευταία ακόμα παρτίδα με σύνθημα «λεφτά υπάρχουν». Που μας ανήγγειλε την χρεοκοπία μας με φόντο βαρκούλες ν΄αρμενίζουν καθορίζοντας και τον τρόπο αντίδρασης στη συνέχεια του έργου. Που κατέβαζε την Κατσέλη στο λιμάνι να διώξει την Cosco. Που ξανασκέφτεται τον διάδοχο του αείμνηστου, για να παίξει ρόλο, αφού δίδαξε πολιτική στο Harvard. Και που την ίδια στιγμή ο Βενιζέλος δηλώνει ότι τού έχει μαζεμένα μυστικά και ντοκουμέντα. Και μετά σιγή... Σιγή... Σιγή.
Παρακολουθώ τον Ευάγγελο Βενιζέλο, με γουρλωμένα μάτια να μας απειλεί. Αγιοποιώντας τον ρόλο του κόμματός του, ως και καλά στυλοβάτης, και όχι ως ελάχιστη προσφορά υπηρεσιών σε μια χώρα που διέλυσαν. Χωρίς αιδώ, χωρίς συναίσθηση ευθύνης. Πες το και συνυπευθυνότητας.
Παρακολουθώ τον Ευάγγελο Βενιζέλο και πρώτη φορά, κατανοώ απόλυτα, πιο απόλυτα δεν γίνεται, τη σημασία του «Χεστήκαμε κι η βάρκα γέρνει». «Χεστήκαμε» κι ας είναι και κακόηχο. Όταν το πεις, ανασηκώνοντας τους ώμους αδιάφορα, τουλάχιστον παίρνεις τη χαρά να βλέπεις τον βασανιστή να φοβάται περισσότερο από το θύμα. Ευτυχώς η βάρκα γέρνει. Μπορεί να 'ναι και ευλογία η επαφή με το υγρό στοιχείο. Σιγά μην πνιγούμε! Αφού δεν πνιγήκαμε ως εδώ...
Πηγή : protagon.gr
Λέγαμε κάτι απροσδιόριστες φράσεις μικροί. Τις λέμε και μεγάλοι.
Θεωρούσαμε ότι κυριολεκτούσαν, περιγράφοντας καταστάσεις, αν και δεν κατανοούσαμε πλήρως την έννοιά τους. Όπως για παράδειγμα, «Χεστήκαμε κι η βάρκα γέρνει», ανασηκώνοντας μάλιστα σχεδόν αντανακλαστικά τους ώμους μας, αδιάφορα. Άντε να καταλάβεις!
Παρακολουθώ τον Ευάγγελο Βενιζέλο. Με γουρλωμένα μάτια. Το λες και σκηνή από θρίλερ. Να μας απειλεί. Παρακολουθώ την πορεία ενός κόμματος που με γκεμπελικές σχεδόν πρακτικές εκμαύλισε έναν ολόκληρο λαό. Τους έχρισε συνένοχους, συμπαίχτες σε ένα παιχνίδι χωρίς καθορισμένους όρους (και δράκους), αφήνοντας τους απλώς να «κερδίζουν», όπως ακριβώς ξεγελάμε τα παιδιά, για να τους δώσουμε στιγμιαία χαρά. Ένα κόμμα, που οι δημοκρατικές του αντιλήψεις δηλώθηκαν εξ αρχής με ιστορικές φράσεις, όπως «δεν δικαιούστε δια να ομιλείτε» και «το ΠΑΣΟΚ και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις». Ένα κόμμα που κονταροχτυπήθηκε με τον Κοσκωτά, που δήλωσε ότι «παρέδιδε χρήματα σε κούτες για pampers».
Ο ψεύτης! Που ξεπέταξε ό,τι υγιές στο εμπόριο. Που ξευτίλισε την επιχειρηματικότητα παραδίδοντάς την σε λαμόγια, δήθεν αυτοδημιούργητα, και συνδικαλιστές, δήθεν γνώστες των πάντων, που κόπτονταν για τη «δημοκρατία». Που βάφτισε «αντιστασιακούς» το σύμπαν. Που τάιζε ακόρεστα τα φθηνά ένστικτα. Που ο πρωθυπουργός έπαιξε τον παπατζή για την αγορά βίλας που κόντραρε στο πόθεν έσχες του και μηχανεύτηκε τον δανεισμό από υπουργούς και επιχειρηματίες, ένας μάλιστα εκ των δανειστών ανταμείφθηκε από το αντίπαλο κόμμα (να και τα αλισβερίσια) ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, για να ασελγήσουμε και σ΄αυτόν τον θεσμό. Που θα παρέδιδε την πρωθυπουργία, παρά μία ψήφο, στον Τσοχατζόπουλο κρίνοντας τον ως υπεράξιο.
Κόμμα, που εξομοίωσε μετοχές ελληνικής παράγκας με την Google. Που στόμωσε κάθε παράθυρο για οξυγόνο. Που έπαιξε ακόμα και με τη φιλανθρωπία. Που έφτυσε κατάμουτρα όσους εμπιστεύτηκαν «Ελλάδα», ήτοι ομολογιούχους. Που δημιούργησε ένα τέρας δημόσιο. Που δεν μέτρησε ποτέ πόσους απασχολούσε. Που έκτισε ορόφους ουρανοξυστών ταμείων και παραταμείων και καταπακτών ταμείων ώστε να μην μετρούνται ποτέ έσοδα και έξοδα. Που νομιμοποίησε την έννοια της μίζας και της προμήθειας. Που ευνούχισε κάθε ανθρώπινο αντανακλαστικό μετατρέποντας τους πολίτες σε γελοία, αιωνίως πεινασμένα ζόμπι. Σε όλες τις εποχές, «πεινάμε» δήλωναν (ακόμα και όταν έτρωγαν τον άμπακο). Που ξανα-έλαβε την εξουσία και στην τελευταία ακόμα παρτίδα με σύνθημα «λεφτά υπάρχουν». Που μας ανήγγειλε την χρεοκοπία μας με φόντο βαρκούλες ν΄αρμενίζουν καθορίζοντας και τον τρόπο αντίδρασης στη συνέχεια του έργου. Που κατέβαζε την Κατσέλη στο λιμάνι να διώξει την Cosco. Που ξανασκέφτεται τον διάδοχο του αείμνηστου, για να παίξει ρόλο, αφού δίδαξε πολιτική στο Harvard. Και που την ίδια στιγμή ο Βενιζέλος δηλώνει ότι τού έχει μαζεμένα μυστικά και ντοκουμέντα. Και μετά σιγή... Σιγή... Σιγή.
Παρακολουθώ τον Ευάγγελο Βενιζέλο, με γουρλωμένα μάτια να μας απειλεί. Αγιοποιώντας τον ρόλο του κόμματός του, ως και καλά στυλοβάτης, και όχι ως ελάχιστη προσφορά υπηρεσιών σε μια χώρα που διέλυσαν. Χωρίς αιδώ, χωρίς συναίσθηση ευθύνης. Πες το και συνυπευθυνότητας.
Παρακολουθώ τον Ευάγγελο Βενιζέλο και πρώτη φορά, κατανοώ απόλυτα, πιο απόλυτα δεν γίνεται, τη σημασία του «Χεστήκαμε κι η βάρκα γέρνει». «Χεστήκαμε» κι ας είναι και κακόηχο. Όταν το πεις, ανασηκώνοντας τους ώμους αδιάφορα, τουλάχιστον παίρνεις τη χαρά να βλέπεις τον βασανιστή να φοβάται περισσότερο από το θύμα. Ευτυχώς η βάρκα γέρνει. Μπορεί να 'ναι και ευλογία η επαφή με το υγρό στοιχείο. Σιγά μην πνιγούμε! Αφού δεν πνιγήκαμε ως εδώ...
Πηγή : protagon.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου