Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης – μετά την εντυπωσιακή αποδυνάμωσή
του στο εσωτερικό – βρίσκεται ενώπιον και μιας σημαντικής απόφασης για
τη διπλωματική και αμυντική θέση της χώρας στο εξωτερικό, η οποία θα
έχει επιπτώσεις και στην εθνική οικονομία.
Η
ελληνική κυβέρνηση οφείλει ως τη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ στην
Ουάσιγκτον, στις 9 Ιουλίου, να έχει αποφασίσει αν συναινεί ή διαφωνεί με
την, προ τριμήνου, πρόταση του Γενικού Γραμματέα Γενς Στόλτενμπεργκ
για να ενισχυθεί η Ουκρανία με € 100 δισ. την περίοδο 2025-2030. Αν η
πρωτοβουλία Στόλτενμπεργκ εγκριθεί, οι ελληνικές καταβολές, μέσω του
κοινού προϋπολογισμού της Συμμαχίας, θα είναι πάνω από € 200.000.000
ετησίως ή – συνολικά – € 1 δις την πενταετία.
Ωστόσο, ο (απερχόμενος) Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ έχει ήδη
αναθεωρήσει την αρχική του πρόταση, ζητώντας πλέον το διπλασιασμό της
λεγόμενης «οικονομικής δέσμευσης» προς την Ουκρανία, στο ποσό
των 200 δισ. ως το 2030, με αποτέλεσμα οι Σύμμαχοι να έχουν διχαστεί.
Ειδικά για την Ελλάδα, η αναθεωρημένη πρόταση Στόλτενμπεργκ μπορεί να μη
σημαίνει μόνο διπλασιασμό των ετήσιων καταβολών από € 200.000.000 σε
€400.000.000, αλλά ποσό ακόμα και μεγαλύτερο των € 500.000.000.
Η μεγάλη αυτή διαφορά ίσως προκύψει, αν γίνει δεκτή η πρόταση
ορισμένων μελών του ΝΑΤΟ για υπολογισμό της ετήσιας βοήθειας σε ποσοστό
0,25% του ΑΕΠ κάθε χώρας και όχι με βάση το “κλειδωμένο” ποσοστό εθνικών
συνεισφορών στον κοινό προϋπολογισμό του ΝΑΤΟ. Με δεδομένες τις
διαφωνίες μεταξύ ΗΠΑ-Ευρώπης, αλλά και ενδοευρωπαϊκά, η Ουάσιγκτον έχει
ενημερώσει την ελληνική κυβέρνηση ότι δεν υπάρχει πολυτέλεια χρόνου. Ο
πρόεδρος Τζο Μπάιντεν και ο υπουργός Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν ζητούν
οι αποφάσεις για την ενίσχυση της Ουκρανίας να ληφθούν, έστω επί της
αρχής, ακόμα και πριν από τη σύνοδο της 9ης Ιουλίου.
Σκεπτικό της επιτάχυνσης είναι αφενός να μη διαταραχθεί το πανηγυρικό
κλίμα του εορτασμού της 75ης επετείου ίδρυσης του ΝΑΤΟ και αφετέρου να
μη δοθούν αφορμές στη Μόσχα και το Πεκίνο για την επικοινωνιακή
εκμετάλλευση ενδεχόμενων διαφωνιών ή εκκρεμοτήτων. Κεντρική ιδέα του
αμερικανικού μηνύματος προς την Αθήνα είναι ότι δε θα πρέπει να υπάρχει
μεγάλη ανησυχία για τον υπολογισμό της ετήσιας εθνικής συνεισφοράς βάσει
του 0,25% του ΑΕΠ, επειδή θα ληφθούν υπόψη και άλλα στοιχεία προς
ελάφρυνση των συμμάχων. Ως κριτήρια, αναφέρονται το συνολικό ύψος των
εθνικών αμυντικών δαπανών, η αφαίρεση της αξίας της απευθείας
στρατιωτικής βοήθειας της Αθήνας προς το Κίεβο, καθώς και της αξίας της
πάσης φύσεως συνδρομής μέσω της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
“Δημιουργική ασάφεια” Μακρόν για την Ουκρανία
Οι αμερικανικές διαβεβαιώσεις για την αφαίρεση αυτών των ποσών
προσφέρουν, σε κάποιο βαθμό, ταμειακή διευκόλυνση ή ευκαιρίες
βραχυπρόθεσμης μετακύλισης πληρωμών, αλλά ασφαλώς δε λύνουν το μείζον
πρόβλημα της ξαφνικής επιβάρυνσης της ελληνικής οικονομίας με €
500.000.000 ετησίως ή € 2,5 δις ως το 2030.
Στον αντίποδα των συστάσεων Μπάιντεν-Μπλίνκεν, ο Γάλλος πρόεδρος
Εμμανουέλ Μακρόν συντηρεί τη “δημιουργική ασάφεια”. Στις ενημερώσεις του
Παρισιού προς την ελληνική πλευρά επιβεβαιώνεται η βούληση ανάληψης
μεγαλύτερων δεσμεύσεων έναντι της Ουκρανίας, αλλά τονίζεται ότι τα
επιμέρους θέματα, όπως οι οροφές της βοήθειας και οι μέθοδοι υπολογισμού
της, είναι περισσότερο ευθύνη των ευρωπαϊκών κρατών και λιγότερο των
Ηνωμένων Πολιτειών.
Ο Μακρόν φέρεται να θέτει ως απαράβατο όρο, για να υπογράψει τις –
υποστηριζόμενες από τις ΗΠΑ – προτάσεις Στόλτενμπεργκ, τον
συνυπολογισμό-συμψηφισμό της διμερούς και πολυμερούς (μέσω ΕΕ) βοήθειας
προς την Ουκρανία. Ταυτόχρονα, το Παρίσι διαμηνύει ότι δε θα δώσει λευκή
επιταγή στα συμμαχικά όργανα, επειδή κρίνει πως τείνουν να στηρίξουν τα
συμφέροντα των αμυντικών βιομηχανιών των ΗΠΑ με ορολογίες, όπως η «διατλαντική αμυντική βιομηχανική βάση», οι οποίες θα μειώσουν την ανεξαρτησία των ευρωπαϊκών εταιριών του κλάδου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου