Του Κ. ΚΥΡΙΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
Καθοριστικής σημασίας ζήτημα, η βαρύτητα του οποίου υπερβαίνει ακόμη και αυτήν καθ’ εαυτήν την αποκάλυψη του νέου σκανδάλου με τις υποκλοπές, είναι η ανωριμότητα, η πολιτική ευτέλεια αλλά και η ηθική φτήνια με την οποία προσπαθούν να εμπλακούν στην διαχείριση των συνεπειών και των κρίσιμων παραμέτρων αυτού του αίσχους, τόσο η κυβέρνηση και ο καθ’ όλα ένοχος πρωθυπουργός, όσο και η αντιπολίτευση στο σύνολό της.
Για τους μεν, αυτό που προέχει είναι η συγκάλυψη, ο
αποπροσανατολισμός των όποιων ερευνών, η επένδυση στην λήθη, ο
συμψηφισμός στην αθλιότητα και φυσικά η ανάκτηση
της χαμένης πρωθυπουργικής αξιοπιστίας μετά το φιάσκο του
«διαγγέλματος», ούτως ώστε να αποκατασταθεί ένα πολιτικό περιβάλλον ικανό να εξασφαλίσει μια ψευδαίσθηση κυβερνησιμότητας και μέσω αυτής να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για μια σχετικά αξιοπρεπή πορεία της ΝΔ προς τις εκλογές, πολύ δε περισσότερο τώρα που το πλεονέκτημα του εκλογικού αιφνιδιασμού, έχει χαθεί οριστικά από την πρωθυπουργική φαρέτρα.
Για την αντιπολίτευση, και στο περιβάλλον της εξαιρετικά
κοντόφθαλμης προσέγγισης ενός κατά τα λοιπά κορυφαίου προβλήματος
Δημοκρατίας και δημοκρατικής λειτουργίας των θεσμών, αυτό που φαίνεται να προέχει, είναι η πολιτική αξιοποίηση του σκανδάλου με τα μάτια στραμμένα στις εκλογές και στο κυβερνητικό ισοζύγιο της επόμενης μέρας.
Το Ελληνικό πολιτικό σύστημα στο σύνολό του (αφού στο ανούσιο καταγγελτικό θέατρο συμμετέχουν πλέον και κυβερνητικοί βουλευτές αλλά και άλλα κυβερνητικά στελέχη), παραμένει προσκολλημένο σε κραυγές, αφορισμούς και αναθέματα, τοποθετώντας απέναντί του έναν ανεπαρκέστατο, χειραγωγούμενο και εν τέλει εξαιρετικά επικίνδυνο πρωθυπουργό που αυτήν την φορά πιάστηκε με την γίδα στην πλάτη. Τον τοποθετεί απέναντί του, όχι για να τεθεί επί τάπητος η ουσία του προβλήματος και να απαιτηθούν μέτρα για την ουσιαστική, οριστική και άμεση αντιμετώπισή του. Τον τοποθετεί απέναντί του, στο πλαίσιο μιας προσπάθειας μέσα από την οποία επιδιώκει ν’ αναβαθμίσει την δική του ιδιαίτερη πολιτική θέση, εν όψει εξελίξεων και ανακατατάξεων στο πολιτικό σκηνικό.
Να τονίσουμε πάντως εδώ πως η ευθύνη για την κατάντια μιας ΕΥΠ που ουδέποτε θεσμοθετήθηκε και κυρίως ουδέποτε αντιμετωπίστηκε στην πράξη ως πραγματικά «ΕΘΝΙΚΗ», βαρύνει τα πολιτικά κόμματα στο σύνολό τους, αφού με πρόσχημα τον εκδημοκρατισμό και την απαλλαγή της από τα βαρίδια του αμαρτωλού παρελθόντος της, επιδίδονται
διαχρονικά σε μια συστηματική προσπάθεια απαξίωσης, θεσμικού και
λειτουργικού εκφυλισμού, αλλά και διαρκούς ροκανίσματος του πλαισίου των
αρμοδιοτήτων της που θα μπορούσαν να υπηρετήσουν με τον
πληρέστερο δυνατό τρόπο την Εθνική Ασφάλεια στο επίπεδο της πληροφορίας
και της πρόληψης δυσάρεστων και επονείδιστων εξελίξεων, τόσο στο
εσωτερικό της χώρας όσο και στην ευρύτερη γεωπολιτική μας γειτονιά.
Από την άποψη αυτή, ο κομματικός ξεπεσμός μιας κρίσιμης για την Εθνική Ασφάλεια υπηρεσίας, δεν συνιστά ένα απλό και περιστασιακό πολιτικό ολίσθημα. Είναι καρπός μιας επικίνδυνης αντίληψης που ουσιαστικά δαιμονοποίησε τον «ΕΘΝΙΚΟ» της χαρακτήρα ιδιαίτερα σε μια εποχή προσαυξημένων κινδύνων και πολλαπλά αναβαθμισμένων απειλών, που απαιτούν αν μη τι άλλο την άμεση και ουσιαστική επικαιροποίηση του πραγματικά Εθνικού της ρόλου. Απαιτούν δηλαδή αυτό για το οποίο αδιαφόρησε πλήρως, το χρεοκοπημένο πολιτικό προσωπικό της πατρίδας μας.
Ένα δεύτερο σημαντικό στοιχείο το οποίο οφείλουμε να επισημάνουμε, είναι το γεγονός πως η αποκάλυψη του συγκεκριμένου σκανδάλου, δεν έχει αποκλειστικά και μόνο ανάγνωση Εθνική. Το ενδιαφέρον και συνακόλουθα η πολιτική εργαλειοποίησή του διαχέονται ευρύτερα… Ισχυρά διεθνή εκδοτικά συγκροτήματα με αναφορές σε ισχυρά γεωπολιτικά κέντρα ακόμη και πέραν του Ατλαντικού, επιδίδονται σε συγκεκριμένα «αφιερώματα» για την Ελληνική εκτροπή… Ενώ την ίδια στιγμή οι πάντες σπεύδουν να διατυπώσουν τις ανησυχίες τους για την πιθανότητα το συγκεκριμένο σκάνδαλο να είναι μέρος μιας αλυσίδας ανάλογων παρεμβάσεων και δράσεων με αποτύπωμα πανευρωπαϊκό. Προφανώς αυτή δεν είναι μια αθώα συσχέτιση και καλό θα είναι να προετοιμαζόμαστε άπαντες και κυρίως οι κοινωνίες για τα χειρότερα που είναι μπροστά.
Σε μια εποχή διάχυτης ρευστότητας, διογκούμενων προβλημάτων που τείνουν να καταστούν ανεξέλεγκτα και μιας κατά γενικήν ομολογία δύσκολης πολιτικής διαχείρισης μιας
κρίσης πολλαπλών επιπέδων που απειλεί την Ευρώπη με γενικευμένη
πολιτική αποσταθεροποίηση, με κοινωνικοπολιτικό πισωγύρισμα και
επαναφέρει δυναμικά στο προσκήνιο τις δυνάμεις της Ακροδεξιάς, όλα δείχνουν πως το ζήτημα της προσαρμοσμένης πολιτικής ανασύνταξης τίθεται και πάλι επί τάπητος, με νέους όρους, στην βάση μιας εντελώς διαφορετικής ατζέντας, με νέα πρωτόκολλα «σωτηρίας» που θα απαιτήσουν βίαιες προσαρμογές των κοινωνιών. Και όλα αυτά με δεδομένο ότι επαπειλείται και πάλι το ξέσπασμα παγωμένων συγκρούσεων στο χώρο της Βαλκανικής, που ενδέχεται να τροποποιήσουν δραματικά τον χάρτη και την περιφερειακή ισορροπία συνολικότερα.
Είναι λοιπόν φανερό ότι τόσο οι διεθνείς αναφορές όσο και ο επιθετικά απαξιωτικός τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζεται ο πρωθυπουργός από τα εγχώρια συστημικά μιντιακά συγκροτήματα, μόνο ως κρίση ειλικρίνειας και δικαιολογημένης πολιτικής αγανάκτησης για τις αποκαλυπτόμενες αθλιότητες δεν μπορεί να εκλαμβάνεται.
Η πατρίδα μας την τελευταία περίοδο έχει «αναβαθμιστεί» σε χώρο πολλαπλής εξυπηρέτησης των Αμερικανονατοϊκών συμφερόντων, όχι στην βάση του παραδοσιακά υποτελούς προτεκτοράτου με την λογική του οποίου είχαν εξοικειωθεί οι πάντες κατά την διάρκεια των προηγούμενων δεκαετιών, αλλά
ως πολυδύναμη ζώνη αυξημένης στρατηγικής βαρύτητας με υψηλά
επιχειρησιακά στάνταρντς, που ενσωματώνεται πλήρως στα σενάρια που
σχετίζονται με την κορυφαία στρατηγική σύγκρουση.
Αυτός ο ρόλος, απαιτεί και ένα νέο μοντέλο πολιτικής διοίκησης που θα συνδυάζει ένα πλήρως απαξιωμένο πολιτικό προσωπικό, πρόθυμο αλλά και καταδικασμένο να συνυπάρξει με έναν απολύτως εξειδικευμένο μηχανισμό τεχνοκρατών, που θα κληθεί να διαχειριστεί σύνθετα εγχειρήματα χωρίς εθνικές αναστολές και χωρίς την παραμικρή ηθική εγκράτεια.
Η Ευρώπη από την άλλη μεριά, εισέρχεται για πρώτη φορά μετά τον πόλεμο, σε πραγματικά αχαρτογράφητα νερά. Η παραγωγική απορρύθμιση θα είναι βίαιη και αυτή η τάση δεν έχει πλέον τα περιθώρια να αναστραφεί. Σοβαρά επενδυτικά σχέδια θα οδηγηθούν στα αζήτητα. Τα πλήγματα που έχει αρχίσει ήδη να δέχεται το βιομηχανικό μοντέλο που μεγαλούργησε κατά την διάρκεια της τελευταίας εικοσαετίας, είναι σοβαρά και θα τροφοδοτήσουν με την σειρά τους βίαιες αναδιαρθρώσεις που θα συμπαρασύρουν συνολικά τα εφαρμοσμένα οικονομικά μοντέλα. Οι συναλλακτικοί κανόνες μοιραία θα επαναπροσδιοριστούν. Οι νομισματικοί κανόνες επίσης θα επαναδιατυπωθούν. Είναι χαρακτηριστικό άλλωστε το γεγονός ότι ακόμη και τα παραδοσιακά εργαλεία που επιστρατεύονται σε μια προσπάθεια να τιθασεύσουν τον πληθωρισμό, σε συνθήκες στασιμοπληθωρισμού «πάνε κουβά» αφού το πληθωριστικό ξέσπασμα δεν έχει νομισματικό υπόβαθρο αλλά σχετίζεται ευθέως με την κλιμακούμενη παραγωγική απορρύθμιση που γενικεύεται. Η εφοδιαστική αλυσίδα κλονίζεται σοβαρά και η ανάγκη να επανασχεδιαστεί εκ βάθρων είναι ολοφάνερη χωρίς ωστόσο αυτό να εγγυάται την αντιμετώπιση των κρίσιμων προβλημάτων που έχουν ανακύψει. Τα ενεργειακά αδιέξοδα ανατρέπουν τα νεόκοπα αφηγήματα πάνω στα οποία επιχειρήθηκε να στηθεί το μοντέλο της νέας «καθαρής» οικονομίας και αυτή η εξέλιξη, πέραν των ευρύτερων ανατροπών που επιφέρει, αναβαθμίζει σε άλλο επίπεδο τις εσωτερικές αντιθέσεις και τους παραδοσιακούς ανταγωνισμούς. Οι Εθνικές Οικονομίες παραδίδονται αμαχητί στην περιδίνηση του δανεισμού και της χρεοκρατίας κι αυτό συνιστά μια νέα δυσκολοδιαχειρίσιμη πραγματικότητα από την οποία ουδείς έχει την δυνατότητα να αποστασιοποιηθεί. Οι κοινωνίες στο σύνολό τους θα είναι το πρώτο θύμα αυτών των ανατροπών και αρκετοί τομείς των κοινωνικών αναγκών και της καθημερινής δραστηριότητας των ανθρώπων, θα μεταπηδήσουν βίαια σε καθεστώς συνθηκών μεσοπολέμου.
Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, οι κοινωνικές εκρήξεις είναι αναπόφευκτες και η ανάγκη ελεγχόμενης εκτόνωσης των αναμενόμενων αντιδράσεων που τρομάζουν, θεωρείται πρωτεύον πρόβλημα για τα επιτελεία των ισχυρών που έχουν να διαχειριστούν κρίσιμες παραμέτρους μιας πραγματικά πολυσύνθετης εξίσωσης. Πολύ δε περισσότερο που η φύση των αδιεξόδων που κυριαρχούν, φέρνει
περισσότερο κοντά απ’ όσο οποιαδήποτε άλλη περίοδο στο παρελθόν, το
ενδεχόμενο ενός ανεξέλεγκτου πολεμικού ντόμινο, που θα βάλει την
σφραγίδα του στην νέα Αρχιτεκτονική ισχύος.
Είναι λοιπόν φανερό ότι το διαχρονικό εκβιαστικό εργαλείο των υποκλοπών, δεν επιστρατεύεται τυχαία αυτήν την εξαιρετικά κρίσιμη περίοδο. Η βίαιη εισβολή του στην μεγάλη εικόνα των εξελίξεων και η αναμονή του πορίσματος της εξεταστικής επιτροπής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (PEGA), παραπέμπει σε απολύτως χορογραφημένο συντονισμό στην ανάδειξη ενός εκφυλιστικού εργαλείου που αναμένεται να χρησιμοποιηθεί στοχευμένα προκειμένου να εκβιαστούν πολιτικές συμφύσεις και να επιταχυνθούν πολιτικές ανατροπές (σε
ένα περιβάλλον ευάλωτων και πολλαπλά εκβιαζόμενων πολιτικών) στο
πλαίσιο μιας ευρύτατης πολιτικής ανασύνταξης που θα κληθεί να
«προσαρμόσει» τον παλιό Ευρωπαϊκό πολιτικό κόσμο στις συστημικές
απαιτήσεις της νέας εποχής.
Το πρόβλημα λοιπόν δεν έχει μονάχα την ηθική του διάσταση και δεν αφορά κυρίως σε μια παραδοσιακή κακοδαιμονία που αποτυπώνεται στην σχέση του Ελληνικού πολιτικού προσωπικού με την εύρυθμη λειτουργία των θεσμών και την Δημοκρατία. Έχει ευρύτερη πολιτική διάσταση και συστημικό πολιτικό αποτύπωμα και ως εκ τούτου ουδείς
σοβαρά σκεπτόμενος άνθρωπος μπορεί να αποδεχτεί ότι ο Ανδρουλάκης είναι
η πολιτική προσωπικότητα εκείνη που θα ενέπνεε ανησυχία σε «ξένη
πρεσβεία» και «ξένη δύναμη» ώστε να θεωρούταν αναγκαία η καταγραφή της πολιτικά ανούσιας φλυαρίας του.
Και για να το πούμε ακόμη πιο απλά…
Οι πραγματικοί ενορχηστρωτές αυτής της βρωμιάς, δεν ήθελαν ένοχο και εάν ήθελαν να διερευνήσουν ένοχο, αυτός δεν θα μπορούσε να είναι ο κ. Ανδρουλάκης. Δεν διαθέτει ούτε την πολιτική στόφα ούτε τα φόντα της ενοχής. Αυτό που ήθελαν, ήταν να δημιουργήσουν ένα πρόβλημα και μέσα από αυτό να θέσουν σε ελεγχόμενη ομηρεία το σύνολο του πολιτικού κόσμου της χώρας. Και
αν στην Ελλάδα επέλεξαν έναν καθ’ όλα πρόθυμο, δουλοπρεπή και επιρρεπή
πρωθυπουργό με αντικείμενο του πόθου τον γλυκανάλατο Ανδρουλάκη προκειμένου να τροχοδρομήσουν την πολιτική ζωή της χώρας στους επιθυμητούς ρυθμούς, ο καθένας μπορεί να φανταστεί τι λουλούδια θα προκύψουν με τους τζιτζιφιόγκους της Ευρώπης που έχουν πάρει και ολίγον «ψηλά τον Αμανέ».
Κι αυτή είναι η κωμικοτραγική πλευρά της Ιστορίας διότι η πραγματική τραγωδία είναι μπροστά…
Κ. ΚΥΡΙΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
Πηγή : https://www.militaire.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου