MOTD

Αλλαχού τα κόμματα γεννώνται διότι εκεί υπάρχουσι άνθρωποι διαφωνούντες και έκαστος άλλα θέλοντες. Εν Ελλάδι συμβαίνει ακριβώς το ανάπαλιν. Αιτία της γεννήσεως και της πάλης των κομμάτων είναι η θαυμαστή συμφωνία μεθ’ ης πάντες θέλουσι το αυτό πράγμα: να τρέφωνται δαπάνη του δημοσίου.

Εμμανουήλ Ροΐδης, 1836-1904, Έλληνας συγγραφέας

Τρίτη 12 Ιουλίου 2022

Η Δ’ Εθνοσυνέλευση (Άργος 1829)

Κατά τα τέλη του 1828, είχε αρχίσει να εκδηλώνεται δυσφορία απέναντι στο πρόσωπο του κυβερνήτη, Ιωάννη Καποδίστρια. Δεν ήταν λίγοι αυτοί, οι οποίοι αντιπολιτεύονταν τον κυβερνήτη


Γράφει ο Κότσης Παναγιώτης

Α. Εκλογές πληρεξουσίων:

Ας σημειωθεί ότι ακόμη και μέλη του «Πανελληνίου»[1] εξέφραζαν επανειλημμένα τη δυσφορία τους. Η βασικότερη κατηγορία ήταν ότι δεν είχε τηρήσει την υπόσχεσή του για σύγκληση Εθνοσυνέλευσης ως την άνοιξη του 1828, όπου θα λογοδοτούσε για όλα τα πεπραγμένα του.

Από την πλευρά του, ο Καποδίστριας πίστευε ότι ο καιρός δεν ήταν κατάλληλος για εκλογές και, έπρεπε να ασχοληθεί απρόσκοπτα στον διπλωματικό του αγώνα με τις Δυνάμεις. Παρ’ όλα αυτά, αναγκάστηκε να ζητήσει από το «Πανελλήνιο» να συντάξει νόμο, περί «εκλογής πληρεξουσίων». Ο συγκεκριμένος νόμος υπεβλήθη στις 30 Δεκεμβρίου 1828 από μέλη του «Πανελληνίου» και, αφού εγκρίθηκε από το Γραμματέα της Επιτροπής, Σπανόπουλο (20 Φεβρουαρίου 1829), εκδόθηκε ως ΚΓ’ κυβερνητικό ψήφισμα στις 4 Μαρτίου 1829.

Σύμφωνα με το νόμο, η εκλογή πληρεξουσίων θα γινόταν διά εκλεκτόρων, δηλαδή με τον γνωστό τρόπο από την εποχή εκλογής των προεστών. Δικαίωμα ψήφου είχαν όλοι οι άνδρες, οι οποίοι είχαν συμπληρώσει το 25οέτος της ηλικίας τους. Όσοι «εκλογείς» επιλέγονταν, εν συνεχεία, θα συνέρχονταν- σε διαφορετικές ημερομηνίες για κάθε επαρχία- με σκοπό να ψηφίσουν τους πληρεξουσίους κάθε επαρχίας για την Εθνοσυνέλευση. Επίσης, στην πρώτη ψηφοφορία θα προήδρευε ένας από τους προεστούς ενώ, στη συγκέντρωση για την ανάδειξη πληρεξουσίων ένας από τους «εκλογείς», ο οποίος θα οριζόταν από τον τοπικό διοικητή.

Ως προς τον τρόπο διενέργειας των εκλογών, ο κυβερνήτης θεωρούσε ότι οι εκλογές έπρεπε να διεξαχθούν με την εποπτεία του κρατικού «μηχανισμού», όμως το «Πανελλήνιο» αντέδρασε, εμμένοντας στην άποψη για διεξαγωγή εκλογών από τους εκπροσώπους του λαού. Τελικά, ο Καποδίστριας, αφού «υιοθέτησε» την άποψη του «Πανελληνίου», όρισε ως ημέρα σύγκλησης της επικείμενης Εθνοσυνέλευσης την 15η Μαΐου 1829. Αργότερα, ξεκίνησε μία μεγάλη περιοδεία στα νησιά και στην Πελοπόννησο, η οποία απεδείχθη επιτυχής,[2] διότι ο κυβερνήτης γινόταν παντού δεκτός και, με μεγάλο ενθουσιασμό.

Β. Η «εν Άργει» Εθνική Συνέλευσις:


Στις 14 Μαΐου, ο κυβερνήτης ενημέρωσε τους Γραμματείς και τα μέλη του «Πανελληνίου» ότι η συνέλευση δεν μπορεί να διεξαχθεί την καθορισμένη ημερομηνία, διότι πολλές επαρχίες δεν είχαν εκλέξει τους αντιπροσώπους τους, ενώ, η δική του εκλογή σε ορισμένες επαρχίες θεωρήθηκε άτοπη. Κατά συνέπεια, η Εθνική Συνέλευση αναβλήθηκε και, ορίστηκε ως ημερομηνία η 25η Ιουνίου, με τόπο διεξαγωγής το Άργος. Έτσι, στα τέλη του Ιουνίου άρχισαν να καταφθάνουν οι πληρεξούσιοι των διαφόρων επαρχιών. Αξιοσημείωτο είναι ότι υπήρχαν και αρκετοί αντιπολιτευόμενοι, οι οποίοι όμως είχαν δεσμευθεί στους εντολείς τους να ακολουθήσουν τον κυβερνήτη.

Η Δ’ Εθνοσυνέλευση άρχισε τις εργασίες της στις 11 Ιουλίου 1829, στο αρχαίο θέατρο Άργους. Προηγήθηκε δοξολογία στο ναό της Παναγίας, όπου έδωσαν το παρών και οι πληρεξούσιοι, αλλά και ο ίδιος ο Καποδίστριας. Μετά την δοξολογία, ακολούθησε ορκωμοσία των πληρεξουσίων και, ο όρκος ήταν ο ακόλουθος: «Ορκίζομαι εν ονόματι της Αγίας Τριάδος και της πατρίδος μήτε να προβάλλω μήτε να ψηφίσω τι ενάντιον των συμφερόντων του Έθνους, κινούμενος από ιδιοτέλειαν και πάθος να μην αποβλέπω είς πρόσωπον και, να μην παραβλέπω το νόμιμον και το δίκαιον».

Μετά την ορκωμοσία, όλοι οι παρευρισκόμενοι πήγαν στο θέατρο, όπου έλαβε χώρα η προκαταρκτική συνεδρίαση, υπό την προεδρία του γηραιοτέρου όλων των συμμετεχόντων, του Γεωργίου Σισίνη. Πρώτος απηύθυνε χαιρετισμό ο Καποδίστριας και, εν συνεχεία, ο Γραμματέας Επικρατείας, Νικόλαος Σπηλιάδης, διάβασε μία μακροσκελή έκθεση, στην οποία αναφέρονταν τα πεπραγμένα του κυβερνήτη ως την εποχή εκείνη.

Η επίσημη έναρξη της Συνελεύσεως πραγματοποιήθηκε την επόμενη ημέρα. Πρώτα έγινε η εκλογή του προεδρείου του σώματος, το οποίο αποτελούσαν οι: Γεώργιος Σισίνης ως πρόεδρος, Γεώργιος Μαυρομμάτης ως αντιπρόεδρος και, ο Φαναριώτης Ιάκωβος Ρίζος- Νερουλός με τον Νικόλαο Χρυσόγελο ως γραμματείς. Κατόπιν, τέθηκε υπό συζήτηση ο κανονισμός της Συνελεύσεως, ο οποίος εγκρίθηκε. Τέλος, κατατέθηκε πρόταση για έκφραση ευγνωμοσύνης από τους εκπροσώπους του έθνους προς τον κυβερνήτη.

Την επόμενη (13 Ιουλίου 1829) τέθηκαν επί τάπητος αρκετά ζητήματα. Τα σημαντικότερα από αυτά αφορούσαν την ίδρυση Εθνικής Τραπέζης, την παραίτηση του Βρετανού Τσωρτς από το αξίωμα του Αρχιστράτηγου[3] και, γενικά, μία ολική αποτίμηση του καποδιστριακού έργου. Πρώτα από όλα, όμως, όρισε- αρχικά- μία επταμελής επιτροπή, αποτελούμενη από τους Δ. Περρούκα, Δ. Πλαπούτα, Ρ. Παλαμήδη, Τάτση- Μαγγίνα, Γ. Αινιάνα, Γ. Ματυρογένη και, Μ. Ναύτη για τις επαφές του σώματος με τον κυβερνήτη. Παράλληλα, ορίστηκε και μία πενταμελής επιτροπή, η οποία αποτελούνταν από τους Χρ. Οικονομίδη, Γ. Γρηγοριάδη, Παν. Δημητρακόπουλο, Αν. Λιδωρίκη και Γ. Λέλη. Η πενταμελής αυτή επιτροπή ήταν επιφορτισμένη με τις αναφορές.

Ανήμερα της εορτής της Μεταμορφώσεως (6 Αυγούστου), οι εργασίες της Εθνοσυνέλευσης έληξαν. Το παρών στην «τελετή λήξης» έδωσε και ο κυβερνήτης, ο οποίος απηύθυνε χαιρετισμό. Παράλληλα, ο Σπηλιάδης διάβασε και πάλι προκήρυξη, απευθυνόμενη προς τον ελληνικό λαό.

Γ. Τα ψηφίσματα της Δ’ Εθνοσυνελεύσεως:

Αναμφίβολα, το σπουδαιότερο έργο της Δ’ Εθνοσυνέλευσης στο Άργος υπήρξε η έγκριση 13 ψηφισμάτων, τα οποία αναφέρονταν στην οργάνωση της διοίκησης του κράτους. Βέβαια, η συνέλευση απλά ενέκρινε σχέδια, τα οποία είχαν συνταχθεί από τον ίδιο τον Καποδίστρια.

Με το Α’ ψήφισμα, της 22ης Ιουλίου, εγκρίθηκε η εξωτερική πολιτική του κυβερνήτη. Σαφέστερα, του δόθηκε η εξουσιοδότηση να συνεχίσει τις διαπραγματεύσεις με τις Μ. Δυνάμεις. Επιπλέον, με το Β’ ψήφισμα, το οποίο έλαβε χώρα την ίδια μέρα, το «Πανελλήνιον» καταργήθηκε και, ιδρύθηκε η «Γερουσία», η οποία είχε επίσης 27 μέλη. Το νέο σώμα είχε γνωμοδοτικό χαρακτήρα. Αναλυτικότερα, η «Γερουσία» είχε επιφορτιστεί με το να γνωμοδοτεί για ψηφίσματα, τα οποία δεν ήταν διοικητικής φύσεως. Όμως, εξαιρούνταν ρητά τα θέματα, τα οποία σχετίζονταν με τα δημόσια οικονομικά, για τα οποία δεν μπορούσε να ισχύσει κάποιος νόμος χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της «Γερουσίας». Επιπροσθέτως, ως προς την εκλογή μελών του σώματος έγινε η εξής διαδικασία: τα 21 μέλη θα επιλέγονταν από τον κυβερνήτη, από έναν κατάλογο, τον οποίον θα υπέβαλε η συνέλευση και, τα υπόλοιπα 6 θα αποτελούσαν προσωπικές του επιλογές.

Στις 26 Ιουλίου εγκρίθηκαν τα ψηφίσματα Γ’ και Δ’. Με το πρώτο από αυτά, προβλεπόταν η αίτηση εγγυήσεως των Μ. Δυνάμεων για τη σύναψη εξωτερικού δανείου, συνολικού ύψους 60.000.000 φράγκων, η «απαλλαγή» της χώρας από τα «αγγλικά» δάνεια των ετών 1824 και 1825 και, η απογραφή όλων των «εθνικών κτημάτων». Το δεύτερο ψήφισμα σχετιζόταν με την οργάνωση των ενόπλων δυνάμεων.

Ο Φοίνικας λοιπόν ήταν το πρώτο ελληνικό νόμισμα. Κόπηκε σε μία μεσαιωνική μηχανή που αγοράστηκε για εκατό μόλις λίρες στη Μάλτα από τον Κοντόσταυλο και ανήκε κάποτε στο τάγμα των Ιωαννιτών της Ρόδου. Μεταξύ 1828 και 1831 κυκλοφόρησαν 11.978 αργυροί φοίνικες

Χάρη στο Ε’ ψήφισμα, της 29ης Ιουλίου, αναφερόταν στις οφειλόμενες αποζημιώσεις, στη σύσταση κωδικού για το δημόσιο χρέος και στη διανομή 200.000 στρεμμάτων εθνικής γης. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι δικαιούχοι θα λάμβαναν προσωρινούς τίτλους ως την τελική τακτοποίηση των σχετικών ζητημάτων. Την επόμενη, εγκρίθηκε το Στ’ ψήφισμα της Συνέλευσης, το οποίο ρύθμιζε τον τρόπο εξοφλήσεως των χρεών, τα οποία είχαν διάφορες κοινότητες από την τουρκοκρατία. Ακόμη, στις 31 Ιουλίου, η Συνέλευση ενέκρινε τα υπ’ αριθμόν Ζ’ και Η’ ψηφίσματα. Το πρώτο όριζε την κοπή του πρώτου- χρονολογικά- ελληνικού εθνικού νομίσματος (φοίνικας), το οποίο υποδιαιρούνταν σε εκατό λεπτά. Το Η’ έκανε λόγο για να οριστεί αντιπροσωπεία, η οποία θα πήγαινε στις ευρωπαϊκές αυλές των δυνάμεων και, θα εξέφραζε την ευγνωμοσύνη των Ελλήνων για την υποστήριξή τους, αλλά και την ανέγερση μνημείων στην Πύλο και στο Πεταλίδι, το πρώτο σε ανάμνηση της ναυμαχίας του Ναυαρίνου και, το δεύτερο λόγω της αποβίβασης της δύναμης του Γάλλου ναυάρχου Μαιζών στην περιοχή. Τέλος, στο ίδιο ψήφισμα αναφερόταν η ανέγερση ενός ξεχωριστού μνημείου, προς τιμήν των φιλελλήνων.

Κατά τα τέλη της Συνέλευσης, εγκρίθηκαν το Θ’ ψήφισμα (1η Αυγούστου 1829) και, τα ψηφίσματα Ι’- ΙΓ’ (2 Αυγούστου). Από αυτά, το Θ’ καθόριζε για τον Καποδίστρια την ετήσια επιχορήγηση 180.000 φοινίκων, το Ι’ απαγόρευε την εξαγωγή αρχαιοτήτων από την ελληνική επικράτεια και, το ΙΑ’ θέσπιζε μέτρα για την εξασφάλιση πόρων, με στόχο τη βελτίωση του κλήρου, των ορφανοτροφείων και της παιδείας. Παράλληλα, το ΙΒ’ κανόνιζε τον τρόπο εκδίκασης ποινικών διαφορών.

Εν τέλει, το ψήφισμα ΙΓ’ όριζε ότι: «Α. Τα μέλη της ενεστώσης Εθνικής Συνελεύσεως θέλουν συγκροτήσει την ακόλουθον ως Δ’ Εθνική Συνέλευσις, θεωρουμένην ως συνέχεια της παρούσης» και, «Β’. Η κυβέρνησις θέλει συγκαλέσει εις Εθνική Συνέλευσιν τα συγκροτούντα την ενεστώσαν μέλη, αν αποπερατώση τα περί σύνταξιν του σχεδίου θεμελιώδους νόμους εργασίας της ή, όταν αι περιστάσεις του Γ’ άρθρου του Α’ ψηφίσματος αποδώσιν», δηλαδή όταν θα έπρεπε να επικυρωθούν οι συμφωνίες μεταξύ Καποδίστρια και Μ. Δυνάμεων, ως προς την εφαρμογή των όρων από τη Συνθήκη του Λονδίνου (Ιούλιος 1827).

Δ. Η σημασία των αποφάσεων της Δ’ Εθνοσυνελεύσεως:

Αναμφίβολα, λόγω των αποφάσεων του Καποδίστρια και της Δ’ Εθνοσυνέλευσης, τέθηκαν οι βάσεις για την εύρυθμη λειτουργία ενός οργανωμένου κράτους. Αξίζει να σημειωθεί ότι το νεοπαγές κρατίδιο οργανώθηκε βάσει των δεδομένων και των αναγκών της εποχής. Παρ’ όλα αυτά, υπήρξε «προσφορά» σε διάφορους κοινωνικούς «τομείς» της χώρας. Σε αυτό συνέβαλε η τοποθέτηση ικανών προσώπων σε θέσεις- «κλειδιά», όπως για παράδειγμα οι- φίλα προσκείμενοι στον κυβερνήτη- Χριστόδουλος Κλωνάρης και Ανδρέας Μουστοξύδης.

Στον αντίποδα, η έλλειψη εμπιστοσύνης του κυβερνήτη προς τους παλιούς αγωνιστές, η χρησιμοποίηση του αδερφού του, Αυγουστίνου, σε καίριες θέσεις και, κυρίως, ο συγκεντρωτισμός του, τον οδήγησαν σταδιακά στην καταστροφή. Συνοπτικά, η Δ’ Εθνοσυνέλευση αποτέλεσε μία «επίδειξη ισχύος» του Καποδίστρια στο πολιτικό «σκηνικό». [4]

Η συντριπτική αυτή «νίκη» του κυβερνήτη στάθηκε ως η αρχή για την καταστροφή του, διότι μαζί με τους Υδραίους και τους Πελοποννήσιους προεστούς, απέναντί του στάθηκαν και φιλελεύθεροι, οι οποίοι επιζητούσαν δημοκρατική νομιμότητα. Γι’ αυτούς, η αυταρχική, αλλά και συγκεντρωτική διακυβέρνηση του Καποδίστρια, αν και προερχόταν από έναν καλοπροαίρετο πατριωτισμό, ήταν απαράδεκτη.

Βιβλιογραφία:

Βακαλόπουλου, Κ. (1989) «Νεοελληνική ιστορία 1204-1940», εκδ. Σταμούλη, Θεσσαλονίκη.

Εγκυκλοπαίδεια «Νέα Δομή», Αθήνα.

«Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» (συλλογικό), τ. ΙΒ’ εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα.

«Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια», Αθήνα.

Τρικούπη, Σ. (1893) «Ιστορία της ελληνικής επαναστάσεως», Αθήνα.

Woodhouse, C.M. (1990) «Η ιστορία ενός λαού. Οι Έλληνες από το 324 ως σήμερα»– μτφ. Λ. Στεφάνου, εκδ. Τουρίκη, Γέρακας Αττικής.

[1]) Σημ: Το «Πανελλήνιον» ήταν ένα σώμα 27 ανδρών, με γνωμοδοτική εξουσία.

[2]) Βλ και Woodhouse, C.M. (1990) «Η ιστορία ενός λαού: Οι Έλληνες από το 324 ως σήμερα».

[3]) Σημ: Ο Βρετανός φιλέλληνας Τσώρτς κατείχε το αξίωμα αυτό βάσει αποφάσεων της Εθνοσυνέλευσης της Τροιζήνας (άνοιξη 1827)


[4]) Βλ και Woodhouse, C. M. (1990) «Η ιστορία ενός λαού. Οι Έλληνες από το 324 ως σήμερα».


eranistis.net
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου